Monday, August 20, 2012

η εργολαβία του Ανεξήγητου και η Τέχνη της



Έβλεπα την κόρη μου να μου δείχνει ένα δόντι της που κουνιόταν, έτοιμο να πέσει για να βγει το καινούργιο, και σκεφτόμουν πόσο σοφά είναι σχεδιασμένη η οδοντοφυΐα με τα 20 πρώτα δόντια να παραχωρούν τη θέση τους στα 32 που θα χρειαστούν μετά για τη μεγαλύτερη γνάθο του ενήλικα. Μιλάμε για σοφό σχεδιασμό που σε κάνει να μένεις «με το στόμα ανοιχτό». 

Η σκέψη μου πέταξε στη συνέχεια σε πολλά άλλα σοφά συστήματα, διαπλεκόμενα στο θαύμα της φύσης - από τον ανθό των δέντρων που θα επικονιαστεί από τη μέλισσα και από το σπόρο των καρπών που θα μεταφερθεί από τα πουλιά, ως την αλληλουχία των εποχών, το πλανητικό σύστημα και πάει λέγοντας. 
Συνειδητοποίησα ότι για όλα αυτά υπάρχει πλήθος επιστημονικών εξηγήσεων, αλλά καμία εξήγηση για το σοφό της υπόθεσης.

Επιστρέφοντας στην κόρη μου, που συνέχιζε τώρα να μασουλάει το παστέλι της, θυμήθηκα το ανεξήγητο της παρουσίας της σε αυτόν τον κόσμο, το ανείπωτο και ασύλληπτο της εμφάνισής της στη ζωή, το θαύμα της γέννησής της, που με συγκλόνισε, όταν είδα το κεφαλάκι της να ξεπροβάλλει στο μαιευτήριο.

Πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς τη γέννηση, δηλαδή; Ναι ξέρω, το σπερματοζωάριο με το ωάριο, κ.λ.π., Γνωστά όλα αυτά, αλλά πάλι, από πού κι ως πού…. 
Πώς δηλαδή ξεπηδάει τζουπ ένα μωρό και νάτο! 
Ό,τι κι αν έχει προηγηθεί - ο άνδρας, η γυναίκα, το απρόσεκτο «πήδημα», το «ωχ είμαι έγκυος», το «εντάξει, το κρατάμε», το υπερηχογράφημα και ο γυναικολόγος - δεν αρκούν να εξηγήσουν πώς προκύπτει αυτό το «μιάου» στο μαιευτήριο.
Πολύ απλά, σε αυτήν την περίπτωση, ένα κι ένα δεν κάνουν δύο, αλλά τρία, διότι το μωρό είναι κάτι τρίτο σε σχέση με τα δύο (τον άνδρα και τη γυναίκα) που ενώθηκαν για να προκύψει.

Μήπως κάτι τέτοιο συμβαίνει και με την γέννηση του ίδιου του κόσμου  (αν υπάρχει ένα τέτοια αρχικό συμβάν, όπως διατείνονται η «μπιγκ-μπαν»-ιστές), μήπως όλος ο κόσμος είναι ένα θαύμα ασύλληπτο για τη νόησή μας;

Η επιστημονική ανάλυση μπορεί να φτάσει να μας εξηγήσει τι έγινε μέχρι και ένα τρισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου από τη «μπιγκ-μπαν» γέννηση του σύμπαντος, αλλά την ίδια τη γέννηση στον μηδενικό της χρόνο, στον χρόνο που ο χρόνος αρχίζει να υπάρχει, δεν μπορεί να τη συλλάβει και δεν θα μπορέσει ποτέ.

Η έλλογη ικανότητα μας έχει κάποια όρια, τα οποία τελειώνουν εκεί που αρχίζει ο ίδιος ο λόγος μας, αφού είναι αδύνατον να σκεφτούμε γιατί σκεφτόμαστε, μιας και αυτός ο Λόγος (ο λόγος του λόγου μας, με το λ διπλασιασμένο σε κεφαλαίο Λ) μάς έχει γεννήσει (όπως έχει γεννήσει το κάθε τι, ως Λόγος του κόσμου) και δεν μπορούμε να πάμε πίσω από αυτόν, για να ανακαλύψουμε πώς στο διάολο σκέφτηκε και σχεδίασε έτσι σοφά τον κόσμο, οπότε να μπορέσουμε και να εξηγήσουμε λογικά το «θαύμα» της ύπαρξης.

Λογικό συμπέρασμα: ο κόσμος είναι σε μεγάλο βαθμό εξηγήσιμος και μένει να εξηγηθεί κι άλλο - σε ό,τι αφορά τα επιφαινόμενά του -, αλλά θα υπάρχει πάντα η περιοχή του ανεξήγητου -το βάθος του καπέλου από το οποίο ξεπροβάλει ο λαγός- στο οποίο η ανθρώπινη νόηση δεν μπορεί να υπεισέλθει.

Αυτή η σκέψη που ξεκίνησε από το κουνημένο δόντι της μικρής (που σαν σκέψη δεν είναι και τόσο πρωτότυπη, ούτε την είχα πρωτοσκεφτεί, αλλά εκείνη τη στιγμή «την άκουσα») έμεινε μέσα μου και σήμερα το πρωί, στο μπάνιο, μου ξαναέσκασε, παράγοντας σε κλάσματα δευτερολέπτου, στυλ μπιγκ-μπαν, ένα σκασμό δευτερογενή συμπεράσματα, από τα οποία καταγράφω το «περί τέχνης»:

Η περιοχή του ανεξήγητου, η οποία καλυπτόταν από τις θρησκείες, είναι σήμερα ακάλυπτη από εκκλησιαστικούς τρούλους, μιας και οι θρησκευτικές μυθολογίες δεν «παραμυθιάζουν» πια το σύγχρονο άνθρωπο, όσο «κεντημένες» και να ’ναι, με καλοδουλεμένη ψιλοβελονιά, από τεχνίτες και πιστούς που έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό για να «δικαιολογήσουν», να υμνήσουν και να εικονογραφήσουν τις θρησκευτικές αφηγήσεις.

Με το κακάρωμα των θρησκειών, το χωράφι του ανεξήγητου κληροδοτείται κανονικά στο παραπαίδι τους, στις Τέχνες, που υπηρετούσαν την εκκλησιαστική θρησκευτικότητα, και τώρα πια καλούνται να συνεχίσουν το πλεκτό μόνες τους, χωρίς άλλοθι και εξωτερικές αναφορές σε θεόσταλτα κείμενα, πέρα από την ίδια την κατάνυξη του ποιητή/ καλλιτέχνη μπροστά στο ανείπωτο.

Ανάμεσα στην πεπερασμένη ύπαρξή μας και στην αιωνιότητα τού Είναι υπάρχει μια «περίεργη» σχέση ένωσης και διαφοράς που δεν μπορεί εύκολα να χωρέσει στο μυαλό του ανθρώπου. Παρόλα αυτά, ο άνθρωπος - που έχει συνείδηση της θνητότητάς του, αλλά αντιλαμβάνεται συνάμα το Όλον στο οποίο ανήκει - νιώθει αυτή τη μυστήρια σχέση και θέλει κάπως να την εκφράσει για να μη «σκάσει», να βρει ένα τρόπο να συνομιλήσει μαζί της, η οποία όμως δεν χωράει σε λόγια. Εδώ ακριβώς είναι που έρχεται η Τέχνη για να τον «ξεσκάσει», να διαστείλει τις λέξεις του, να τις κάνει ποίημα και τραγούδι, για να χωρέσουν το «νταλγκά» του.

Ο ποιητής/καλλιτέχνης τού σήμερα, όποια τέχνη κι αν υπηρετεί, καλείται να συνομιλήσει απευθείας με το ανείπωτο, χωρίς ενδιάμεσους πρεσβευτές και μεσάζοντες, να καταπιαστεί -με τα μέσα της κάθε τέχνης του- με το αραχνοΰφαντο του μυστηρίου που εκτείνεται πέρα από ό,τι μπορεί να οριστεί και να εξηγηθεί, είτε αυτό λέγεται το μυστήριο του έρωτα, είτε μυστήριο της σχισμής του φωτός σε μια μισάνοιχτη πόρτα.
Για να φτάσει εκεί, θα πρέπει πρώτα να έχει διασχίσει τα όρια της γλώσσας και ξέροντας πολύ καλά τι μπορεί να ειπωθεί για τα ανθρώπινα, να αγγίξει το ανείπωτο. Αν δεν ξέρει περί τίνος πρόκειται και είναι απλά αδαής, τότε, το έργο του, μη έχοντας κάτι να μας πει, πόσο μάλλον να ξεπεράσει αυτό που μπορεί να ειπωθεί, δεν έχει πολλά να προσφέρει στην επαφή μας με "Αυτό", το πέρα από εμάς.

Από τη στιγμή που η τέχνη εκφράζει το ανεξήγητο, ο ποιητής /καλλιτέχνης δεν μπορεί παρά να συμβαδίζει με τη δυναμική της γνώσης, αποτελώντας, στην ουσία, πρωτοπορία της, αφού καλείται να την ξεπεράσει.

Όλα αυτά βέβαια είναι πολλά για να τα σηκώσει στην πλάτη του ένας άνθρωπος που απλά έχει το χάρισμα μιας τέχνης και θα πρέπει, σώνει και καλά, επειδή έχει, ας πούμε, μουσικό αυτί και ταλέντο στο τραγούδι, να  επιφορτιστεί τη μοίρα της ανθρώπινης γνώσης.
Αυτή, κανονικά, είναι δουλειά του Πανεπιστήμιου (με την αρχική του, παν-επιστημονική έννοια) που θα έπρεπε να οργανώνει τους επιμέρους γνωστικούς κλάδους γύρω από μια γενική θεώρηση των πραγμάτων (ή, αλλιώς, Φιλοσοφία), η οποία να αφορά όλους, να μεταδίδεται σε όλους και να επηρεάζει πραγματο-ποιητικές πρακτικές του συνόλου (όπως, για παράδειγμα, την Πολιτική).

Από τη στιγμή που τα συμπεράσματα μιας γενικής θεώρησης των πραγμάτων θα ήταν κοινό κτήμα, θα ήταν υπόψη και του καλλιτέχνη/ποιητή, ώστε αυτός μετά να κάνει τη δουλειά του όπως πρέπει.
Έτσι, άλλωστε, θα βοηθιόταν και ο καθένας να κάνει τη δουλειά του σωστά (από τον πολιτικό μέχρι τον ψυχοθεραπευτή) χωρίς να χρειάζεται να τα μαθαίνει όλα εξ αρχής.
Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικός ο συν-περασματικός διάλογος όλων με όλους, μέσα από ένα κοινό δίκτυο επικοινωνίας, που δεν είναι άλλο από αυτό που λέγεται Πολιτισμός.
Πολιτισμός δεν είναι μια πινακοθήκη από έργα τέχνης, αλλά είναι ο τρόπος επικοινωνίας μέσω του οποίου συναλλάσσονται, διαλέγονται και συσχετίζονται τα μέλη μιας κοινωνίας γύρω από το κοινό καλό.

Ναι, ξέρω. Το ιδεατό απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Αν θέλεις, μάλιστα, να της το επιβάλεις (αριστοκρατικά και καλά  - γεια σου Πλάτωνα), τότε γεννάς τέρατα.
 Απ' την άλλη, νομίζω πως πρέπει κάπου κάπου να "οραματιζόμαστε" το ιδεατό για να ξεκαθαρίζουμε το οπτικό μας πεδίο από την πολλή πληροφορία (και το σκουπίδι) που κυκλοφορεί, ώστε να αποκτούμε μια κάποια προοπτική των πραγμάτων και να μη χανόμαστε σε φληναφήματα.