Wednesday, June 21, 2017

ΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: ο επιστημονικός και ο περί του ανθρώπου

Ο θετικός λόγος αναπτύσσεται μέσα σε συνθήκες αβεβαιότητας ως προς το απόλυτο των αποφάνσεών του, καθώς δεν μπορεί να αποδείξει την ισχύ τους στον διηνεκή βαθμό τού Είναι. Η αναπόφευκτη σχετικότητα όσων αποφαίνεται, θα μπορούσε να υπονομεύσει κάθε προσπάθεια συστηματικής γνώσης του γίγνεσθαι. Βλέπουμε όμως την επιστημονική γνώση να συσσωρεύεται και να εξελίσσεται σε πολλά πεδία, πατώντας πάνω σε κάποια δεδομένα.

Ο επιστημονικός λόγος που διερευνά την υλική διάσταση των πραγμάτων και τις μηχανικές σχέσεις τους, διασταυρώνει συνεχώς τις υποθέσεις του με την πραγματικότητα που εξετάζει (με πειράματα και μελέτες) για να αποδείξει την ισχύ τους. Εφόσον αποδεικνύει μια υπόθεσή του, αυτή γίνεται θέση, πάνω στην οποία θα πατήσει στη συνέχεια η γνώση πάνω στο διερευνώμενο πεδίο, για να εξελιχθεί περαιτέρω.

Το γεγονός ότι όλα όσα λέει μπορεί να μην ισχύουν απόλυτα στο διηνεκές, δεν αναιρεί την «προσωρινή» ισχύ τους μέσα στα πλαίσια του γίγνεσθαι αυτού του κόσμου που ζούμε. Η ισχύς της γνώσης του βελτιώνεται, φωτίζοντας περιοχές του κόσμου μας - είτε του μικρόκοσμου, είτε του μακρόκοσμου -, που ήταν μέχρι τώρα σκοτεινές. Έτσι έχει καταφέρει να διεισδύσει σε πολλά «μυστήρια» του γίγνεσθαι, έστω κι αν δεν μπορεί να λύσει το μυστήριο του Είναι. Ούτε όμως τον απασχολεί, αφού είναι εκτός του αντικειμένου του.

Ο επιστημονικός λόγος εξετάζει μετρήσιμα μεγέθη και μόνο, αφήνοντας εκτός οτιδήποτε είναι αμέτρητο.  Οτιδήποτε δεν μπορεί να μετρηθεί δεν αναγνωρίζεται ως διαπιστωμένος επιστημονικός λόγος. Αυτή είναι η βασική καταστατική του συνθήκη που τον δεσμεύει και τον αναγκάζει να γίνει συγκεκριμένος. Τοιουτοτρόπως γίνεται και πρακτικός, δίνοντάς μας πρακτικές γνώσεις, που μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να καλυτερεύσουμε τις υλικές συνθήκες διαβίωσής μας.

Η ζωή μας, όμως, δεν έχει μόνο την υλική (ποσοτική) διάσταση, που εξετάζει ο επιστημονικός λόγος. Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται μόνο για τις ποσοτικές και μετρήσιμες εκδοχές της ζωής τους. Τους απασχολούν θέματα σε σχέση με τον εαυτό τους και με τους άλλους που αφορούν την ποιοτική πλευρά. Οι λεγόμενες «επιστήμες του ανθρώπου» προσπαθούν να διερευνήσουν αυτή την πλευρά με επιστημονικό τρόπο, αν και δεν είναι μετρήσιμη. Αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητά τους, καθώς έχουμε ανάγκη μιας κάποιας θετικής γνώσης στα περίπλοκα ζητήματα των σχέσεών μας,  για να ξέρουμε πού πάμε.

Παρόλο που στον απώτατο χρόνο δεν έχουμε ιδέα πού οδηγούμαστε από τον Λόγο όλων αυτών που κάνουμε, μέσα στα καθ’ ημάς πλαίσια του ανθρώπινου γίγνεσθαι μπορούμε να διαγνώσουμε κάποιες βασικές συνιστώσες που μπορούμε να ακολουθήσουμε για μια καλύτερη ζωή. Αυτές εξετάζονται «Όσο Πιο Απλά Γίνεται» στο σχετικό κείμενο στις Συνόψεις φιλοσοφίας. Σε αυτό εδώ το κείμενο επισημαίνουμε ότι η ισχύς τους είναι σχετική όπως και κάθε απόφανση του θετικού λόγου. Εδώ εξετάζουμε τη σχέση με το Απόλυτο και πόσο σημαντική είναι για τον άνθρωπο, παρόλη την απροσδιοριστία της. Γι’ αυτό, τονίζουμε την αναγκαιότητα του υποθετικού λόγου περί του Είναι, πέραν του θετικού, που εξετάζει τα φαινόμενα του Γίγνεσθαι.  

Saturday, June 17, 2017

ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ – ΔΥΟ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΕΝΝΟΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Το Είναι και το Γίγνεσθαι, ορισμοί

Είμαστε προϊόντα του συμπαντικού γίγνεσθαι. Εμφανιστήκαμε κάποια στιγμή σαν εξελιγμένη μορφή ζωής ενός πλανήτη και μπορεί να εξαφανιστούμε κάποια άλλη στιγμή, μαζί με αυτόν τον πλανήτη ή μόνοι μας. Σίγουρα μόνοι, σαν άτομα, δεν θα είμαστε για πάντα εδώ. Ερχόμαστε και φεύγουμε από τη γη ως θνητές, αναπαραγωγικές μονάδες του ανθρώπινου είδους που εμφανίστηκε πριν 200.000 χρόνια. Είτε ως άτομα, είτε ως είδος, δεν είμαστε παρά εμφανίσεις του Γίγνεσθαι, όπως και κάθε τι στον κόσμο.

Λέγοντας Γίγνεσθαι εννοούμε την αλληλουχία των μορφών που γεννούνται και πεθαίνουν στο σύμπαν, διαδεχόμενες η μία την άλλη, καθώς αυτό αλλάζει.

Δεν ξέρουμε προς ποια κατεύθυνση εξελίσσεται το σύμπαν, ούτε αν υπήρχε ένα σημείο μηδέν από το οποίο ξεκίνησε για να καταλήξει κάπου ή αν επαναλαμβάνεται κλπ. Το σίγουρο είναι ότι το σύμπαν στο οποίο ζούμε αλλάζει, γεννώντας μια σειρά από μορφές. Η όλη κοσμική διαδικασία καλείται Γίγνεσθαι, με κεφαλαίο αρχικό, για να διαφοροποιείται από το επιμέρους γίγνεσθαι των πραγμάτων κατά τόπους.

Εφόσον το γίγνεσθαι σημαίνει μεταβολή, τι είναι αυτό που μεταβάλλεται; Πρέπει να υπάρχει κάτι αμετάβλητο για να συμβαίνει η οποιαδήποτε μεταβολή. Δεν μπορεί να αλλάξει κάτι, αν δεν υπάρχει ως κάτι τι. Πρέπει να είναι, για να γίνει. Το «είναι» αυτού του αμετάβλητου κάτι, από το οποίο γεννούνται όλα τα επιμέρους κάτι-τι μέσω του γίγνεσθαι, το ονομάζουμε Είναι, με κεφαλαίο αρχικό.

Οι λέξεις του Όλου

Γράφουμε το Είναι με κεφαλαίο, για να το διαφοροποιήσουμε από τα επιμέρους είναι των πραγμάτων, καθώς αυτό είναι το είναι όλων αυτών. Ως είναι του κάθε είναι, διπλασιάζει το αρχικό του γράμμα σε κεφαλαίο. Κεφαλαιοποιεί, δηλαδή, όλα αυτά που είναι κάτι-τι στο Είναι όλων αυτών.

Ανάλογη κεφαλαιοποίηση συμβαίνει με όλες τις λέξεις που ανάγουν τα επιμέρους πράγματα στο όλον τους. Έτσι, λέμε «Ον» αντί «ον», όπου το Ον με κεφαλαίο σημαίνει το ον όλων των όντων,  την Οντότητα κάθε οντότητας, την Ουσία κάθε επιμέρους ουσίας, κλπ.

Όσο οι λέξεις γενικεύονται τόσο πιο αφηρημένες γίνονται, για να συμπεριλάβουν γενικά χαρακτηριστικά των επιμέρους πραγμάτων στα οποία αναφέρονται. Καθώς γενικεύονται, αφαιρούν σταδιακά τις διαφορές των πραγμάτων, για να ονομάσουν την ομοιότητά τους. Στο τέλος, αρχίζουν να χάνουν και τη μεταξύ τους διαφορά, έτσι που φτάνουν να ταυτίζονται.

Οι λέξεις Είναι και Όν αναφέρονται στην ίδια καθολική ολότητα, όπως και οι λέξεις Κόσμος, Άπαν, Όλον, κλπ. Απλά, το Είναι κεφαλαιοποιεί/ολοκληρώνει όλα τα επιμέρους είναι, το Ον όλα τα όντα, ο Κόσμος όλους τους κόσμους, το Άπαν όλα τα άπαντα, το Όλον όλα τα όλα, κλπ. Μιλάνε, στην ουσία, για το ίδιο πράγμα, καθώς αναφέρονται στην απώτατη καθολικότητα όλων.


Το πρόβλημα της ονομασίας

Γιατί χρησιμοποιούμε διαφορετικές «κεφαλαιώδεις» λέξεις αφού σημαίνουν το ίδιο; Γιατί δεν χρησιμοποιούμε μια μόνο λέξη για την απώτατη καθολικότητα;

Το πρόβλημα της επακριβούς ονομασίας του Όλου (ή του Είναι ή του Όντος, κλπ.)  οφείλεται στην εγγενή αδυναμία του ανθρώπου να ορίσει αυτό που τον ορίζει. Η νόηση και η γλώσσα μας δεν μπορεί να εποπτεύσει το Είναι για να πει τι είναι ακριβώς, διότι βρίσκεται εντός του και αποτελεί παράγωγό του. Δεν μπορούμε να δούμε και να ονομάσουμε αυτό που μας κάνει να βλέπουμε και να μιλάμε.

Επειδή αδυνατούμε να ορίσουμε τη καθολικότητα, χρησιμοποιούμε διάφορες λέξεις μεταφορικά.  Οι λέξεις αυτές μεταφέρουν (άγουν) τη νόησή μας στην καθολικότητα με την αναγωγή που κάνουν στο όλον στα πράγματα που αναφέρονται. Καμία από αυτές δεν είναι ακριβής, για να την υιοθετήσουμε ως οριστική. Εξαρτάται από το τι θέλουμε να πούμε και τι θέλουμε να κεφαλαιοποιήσουμε, κάθε φορά. Έτσι, αν θέλουμε να κεφαλαιοποιήσουμε τα όντα λέμε το Ον ή τα είναι το Είναι.

Η απόπειρα για μια και μόνη λέξη που να ονομάζει το Όλον, είναι καταδικασμένη να αποτύχει, όπως και η προσπάθεια του ανθρώπου να οικειοποιηθεί μια και καλά την απώτατη καθολικότητα, όπως έκανε με τις μονοθεϊστικές θρησκείες.

Θεός ή «Αυτό»;

Οι μονοθεϊστικές θρησκείες συγκέντρωσαν τις ονομασίες της καθολικότητας στη λέξη Θεός (ή Αλάχ, ή Γιαχβέ, κλπ.), αλλά μας είναι δύσκολο να την υιοθετήσουμε χωρίς να πάρουμε μαζί και τη συναφή θεολογία τους. Έτσι, η λέξη Θεός δεν είναι ουδέτερη όπως θα απαιτούσε μια λέξη της καθολικότητας. {Επιπλέον, η λέξη Θεός στα Ελληνικά είναι αρσενικού γένους – παραπέμποντας σε πατριαρχικές κοινωνίες – άρα, δεν είναι ουδέτερη ούτε ως προς το γένος της, ούτε ως προς την ιστορία.}

Αν έπρεπε να υιοθετήσουμε μια μοναδική λέξη για λόγους συνεννόησης, αυτή θα όφειλε να είναι εντελώς αφηρημένη (χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο) και παντελώς ουδέτερη (χωρίς ιστορικούς και θρησκευτικούς προσδιορισμούς). Τέτοια λέξη αφενός δεν υπάρχει, αλλά και να τη βρίσκαμε, θα έχανε τα παραπάνω χαρακτηριστικά με το που θα τη χρησιμοποιούσαμε.

Αποδεχόμενοι την αδυναμία της γλώσσας να κυριολεκτήσει σ αυτό το θέμα και λειτουργώντας μέσα στη σύμβασή της, θα μπορούσαμε να επινοήσουμε μια λέξη που να μη σημαίνει τίποτε, συμφωνώντας ότι με αυτή αναφερόμαστε σε  «αυτό» για το οποίο δεν μπορούμε να πούμε κουβέντα.
Προς το παρόν, εισηγούμαι την ίδια τη λέξη «Αυτό», ως μια λέξη που είναι ουδέτερη και δεν λέει τίποτα από μόνη της, πέρα από το να υποδεικνύει κάτι αόριστα, χωρίς να λέει τι.
Από εδώ και πέρα, θα αναφέρομαι σε “Αυτό” ως μια συμβατική έκφραση που συμπεριλαμβάνει όλες τις κεφαλαιώδεις λέξεις - και το Είναι και το Γίγνεσθαι - στο Εν όλων αυτών.

Το Είναι ως ρήμα του Απόλυτου

Το «είναι» ως λέξη ανήκει στα ρήματα, αν και δεν υποδηλώνει κάποια ενέργεια ή κίνηση, αλλά στάση (υπόσταση). Τα ρήματα, γενικά, δηλώνουν κάποιο ενέργημα. Μιλάνε για το πώς γίνονται τα πράγματα. Το «είναι», όμως, δεν μιλάει για κάτι που γίνεται, αλλά για αυτό που έχει γίνει και υπάρχει ως κάτι-τι. Ονομάζει τις διαμορφώσεις του γίγνεσθαι, τις σταθεροποιήσεις του σε συγκεκριμένες μορφές.

Το γίγνεσθαι εκφράζεται στη γλώσσα με τις ρηματικές προτάσεις, όπου η ενέργεια ρέει{ρήμα – ροή} ανάμεσα στα μέρη του λόγου - και του κόσμου. Όταν η ενέργεια συνδέει τα μέρη «συνουσιαστικά», προκύπτουν τα ουσιαστικά. Αυτά ονομάζονται με τις κατηγορηματικές προτάσεις, όπου το ρήμα «είναι» αποδίδει  στα ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά της μορφής τους.

Το «είναι» αποτελεί το απώτατο όλων των ρημάτων, εκεί που καταλήγουν όλα στο τέλος των ενεργειών τους και ουσιαστικοποιούνται. Αποτελεί, τρόπον τινά, το απόλυτό τους. Αυτός είναι ο λόγος που προκρίνουμε τη λέξη «είναι» στη συζήτησή μας για το γίγνεσθαι, καθώς το Είναι κεφαλαιοποιεί το Γίγνεσθαι, ολοκληρώνοντας τα ρήματα που το εκφράζουν στον απόλυτο βαθμό.


Σχέση με τα πράγματα, το χώρο και το χρόνο

Ενώ το Είναι συμπεριλαμβάνει όλα τα επιμέρους πράγματα που είναι κάτι τι, δεν συμβαίνει το ίδιο με αυτά. Αυτά είναι μέρος, όχι όλον. Οι επιμέρους οντότητες είναι πεπερασμένες. Το Είναι δεν είναι πεπερασμένο, δεν μετριέται ποσοτικά και δεν καταμερίζεται χρονικά. Καθώς περιλαμβάνει τα πάντα, είναι αμέτρητο και άχρονο, με την έννοια ότι είναι ο ίδιος ο Χρόνος και ο ίδιος ο Χώρος. Δεν περικλείεται σε διαστάσεις, αλλά ταυτίζεται με αυτές.

Από την άλλη, το Είναι δεν υπάρχει έξω και πάνω από τα πράγματα. Ούτε προηγείται του γίγνεσθαί τους, αλλά υπάρχει μέσω αυτού. Αν έμενε ακίνητο, αόρατο και σιωπηλό θα ήταν σαν να μην υπάρχει. Ο τρόπος που εκδηλώνεται και υπάρχει είναι μέσω των μορφών του γίγνεσθαι.

Οι μορφές εμφανίζονται στο χώρο και εξελίσσονται στο χρόνο, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα το χώρο και το χρόνο, αφού αυτό που καταλαμβάνουν απαρτίζει το χώρο και η τροποποίησή τους νοηματοδοτεί το χρόνο. Ο χρόνος υπάρχει επειδή τα πράγματα αλλάζουν και ο χώρος επειδή υπάρχουν.

Τοιουτοτρόπως, τα επιμέρους πράγματα και το Όλον τους είναι αλληλένδετα, αν και διαφορετικά. Τα πράγματα έχουν περιορισμένη παρουσία στο χώρο και διάρκεια στο χρόνο, ενώ το Όλον τους είναι ο χώρος και ο χρόνος.
Το Όλον των πραγμάτων - ή «Αυτό», όπως θα λέμε συμβατικά - αποτελείται τόσο από το Είναι (από το οποίο υφίστανται) όσο και από το Γίγνεσθαι (από το οποίο γίνονται).


Σχέση μεταξύ τους και με Αυτό

Το Είναι και το Γίγνεσθαι είναι όψεις του Όλου, όπως όλες οι κεφαλαιώδεις λέξεις και έννοιες Αυτού. Η κάθε μία από αυτές φωτίζει και μια πλευρά, χωρίς όμως να διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους.

Το Γίγνεσθαι δεν είναι διαφορετικό από το Είναι. Δεν συνιστά μια άλλη πραγματικότητα. Το γίγνεσθαι είναι τρόπος, δεν είναι οντότητα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το Είναι ξεδιπλώνεται στο χώρο και στο χρόνο μέσω των μορφών που παίρνει.

Από την άλλη, το Είναι αποτελεί τη βάση για το Γίγνεσθαι, όντας το απαραίτητο κάτι για να γίνει οτιδήποτε, αλλά το ίδιο από μόνο του θα ήταν τίποτε χωρίς το γίγνεσθαι.

Έχουμε, ουσιαστικά, μια ταύτιση του Είναι και του Γίγνεσθαι, σαν δύο όψεις του «ίδιου νομίσματος». Για το «νόμισμα» καθαυτό δεν μπορούμε να πούμε τίποτε, διότι είναι ασύλληπτο από τη νόησή μας, καθώς είναι Αυτό που μας ξεπερνά και μας καθορίζει.

Μιλάμε για τη μια και την άλλη πλευρά Αυτού, ανάλογα με τι θέλουμε να συζητήσουμε, αλλά στην ουσία λέμε το ίδιο πράγμα όταν το εξετάζουμε στον απόλυτο βαθμό, καθώς όλα ταυτίζονται εν Αυτώ.

Γνώση του Γίγνεσθαι. Άγνοια του Είναι.

Ο τρόπος με τον οποίο οι μορφές εμφανίζονται και εξαφανίζονται εν τω Γίγνεσθαι Αυτού, φαίνεται να ακολουθεί κάποιους κανόνες, οι οποίοι προκαλούν την εμφάνισή τους (γέννηση), ρυθμίζουν την εξέλιξή τους, φροντίζουν την αλληλουχία τους και αποφασίζουν το πέρας τους (θάνατος).

Το γιατί υπάρχουν κανόνες και για ποιο λόγο το Είναι ακολουθεί αυτόν τον τρόπο του γίγνεσθαι κι όχι έναν άλλο, μας είναι άγνωστο. Μπορούμε να μάθουμε αρκετά καλά τους κανόνες μελετώντας τον κόσμο γύρω μας και εμάς τους ίδιους, αλλά είναι αδύνατον να υπεισέλθουμε στο λόγο που αυτοί υπάρχουν και σε τι εξυπηρετούν. Θα ήταν σαν να θέλουμε να μαντέψουμε τις προθέσεις του Είναι, κάτι το οποίο είναι λογικά αδύνατον.

Πρώτον, γιατί είναι αδύνατον να έχει προθέσεις το Είναι και να αποσκοπεί σε κάτι άλλο πέρα από το να είναι, διότι τότε θα ήταν κάτι άλλο από το να «είναι» και να του αρκεί. Το Είναι σημαίνει την απόλυτη ταυτότητα, είναι το Απόλυτο Ταυτό, το Εν. Δεν αποσκοπεί να γίνει κάτι άλλο για να ολοκληρωθεί. Εξ ορισμού, είναι αδύνατον να έχει οποιαδήποτε προ-θεση, καθώς είναι η απόλυτη Θέση ή η θέση του Απόλυτου.

Δεύτερον, διότι και να είχε κάποια πρόθεση, είναι αδύνατο για εμάς να τη μάθουμε. Θα έπρεπε να προηγηθούμε του Είναι ή να διαρκέσουμε περισσότερο από αυτό, για να διαπιστώσουμε πού αποσκοπεί, αν αποσκοπεί κάπου. Κάτι τέτοιο φυσικά αποκλείεται, διότι θα έπρεπε να είμαστε  κάτι πριν γίνουμε κάτι ή να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ενώ δεν θα υπάρχουμε.

Παρόλα αυτά, θέλουμε να μάθουμε το λόγο που όλα γίνονται έτσι όπως γίνονται.

Ο λόγος του λόγου: ο Λόγος

Η ανθρώπινη νόηση αναζητά, εκ φύσεως, την αιτία των πραγμάτων. Έτσι, έχουμε καταφέρει να αποκωδικοποιήσουμε πολλά «μυστήρια» της φύσης και του σύμπαντος, οπότε είναι φυσικό να θέλουμε να βρούμε και τον απώτατο λόγο (ή ύστατο σκοπό) όλων αυτών.

Ο λόγος που γίνονται όλα - άρα και ο λόγος του λόγου μας, ήτοι ο Λόγος {με το λάμδα διπλασιασμένο σε κεφαλαίο}-, είναι απροσπέλαστος από εμάς, διότι σε αυτόν οφείλεται η νόησή  μας. Δεν μπορούμε να πάμε πριν ή μετά από αυτόν, για να βρούμε το λόγο που σκεφτόμαστε. Ούτε, όμως, γίνεται να παύσουμε να σκεφτόμαστε και να αναζητούμε την απώτατη Αιτία και ύστατο Λόγο τού Γίγνεσθαι. 

Όταν μάλιστα διακρίνουμε μια σοφία στο σχεδιασμό του γίγνεσθαι, παρατηρώντας τον κόσμο, τότε η νόησή μας προκαλείται να συλλάβει αυτό το σχέδιο. Όμως για να το συλλάβει, θα πρέπει να εντοπίσει τις προθέσεις του Είναι, πράγμα αδύνατο. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε στη σκέψη μας να αναζητά το απόλυτο (και αδιανόητο), μιας και είναι φτιαγμένη να τείνει προς Αυτό, σαν να θέλει να επιτρέψει στην πηγή της.


Η νόηση του αδιανόητου

Η αδυναμία της νόησης να συλλάβει το Λόγο τη στρέφει σε υποθέσεις περί αυτού, παρόλο που δεν θα μπορέσει ποτέ να τις αποδείξει λογικά. Καμία υπόθεσή μας περί Αυτού δεν μπορεί να αποδειχθεί και  να γίνει θέση, συλλαμβάνοντας τις προθέσεις του Είναι. Ούτε όμως γίνεται να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε, αφού η σκέψη μας είναι φτιαγμένη να αναζητεί το λόγο των πραγμάτων, αναμετρούμενη με το αδιανόητο.

Εφόσον η νόηση μας ωθεί στο αδιανόητο, θα πρέπει να έχει και κάποια μέσα για να το κάνει. Το καταφέρνει επινοώντας αφηρημένες λέξεις που αναφέρονται σε εντελώς γενικές έννοιες, όπως  Είναι, Όλον, Άπαν, Ον, Εν, κλπ. Αυτές συγκροτούν έναν ενδιάμεσο λόγο που δεν είναι ακριβώς συγκεκριμένος, ούτε όμως είναι ανύπαρκτος. Είναι μεν εντελώς αφηρημένος και υποθετικός, αλλά είναι υπαρκτός, καθώς έχει υπαρκτές λέξεις που λένε κάτι περί Αυτού, αν και όχι συγκεκριμένα.

 Υποθετικός λόγος περί του Είναι. Θετικός λόγος περί του Γίγνεσθαι

Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον υποθετικό λόγο των αφηρημένων εννοιών (που δεν επαληθεύονται από τα πράγματα) και στον θετικό λόγο των επιστημών (που επαληθεύονται από τα πράγματα) είναι ότι ο μεν υποθετικός αναφέρεται στο Είναι και ο δε θετικός στο Γίγνεσθαι.

Ο υποθετικός λόγος αναφέρεται στο πέραν των συγκεκριμένων πραγμάτων, σε αυτό που τα συμπεριλαμβάνει όλα και τα γενικεύει στο κεφαλαιώδες Είναι τους.

Ο θετικός λόγος μιλάει για τα πράγματα και τις σχέσεις τους. Μελετάει κανόνες του γίγνεσθαι, τους οποίους μπορεί να διαγνώσει μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια, χωρίς να μπορεί να βεβαιώσει την απόλυτη ισχύ τους στο Άπαν.

Ο θετικός λόγος είναι προσδιορισμένος χρονικά (και χωρικά) καθώς δεν μπορεί να ξεπεράσει τον χρόνο (και το χώρο) για να εποπτεύσει το Όλον, οπότε, οι αποφάνσεις του είναι σχετικές και δεν μπορούν να επικαλεστούν την απόλυτη Αλήθεια (με το άλφα κεφαλαίο).
Επιπλέον, ο θετικός λόγος αναπτύσσεται μέσα στον χρόνο, καθώς βελτιώνει την όποια σχετική αλήθεια του, μελετώντας όλο και περισσότερο το Γίγνεσθαι. Η εξέλιξή του βασίζεται στη  συσσώρευση και επεξεργασία γνώσης, κάτι γίνεται με τις επιστήμες.

Ο υποθετικός λόγος είναι ανεξάρτητος από χωρο-χρονικούς προσδιορισμούς (καθώς αναφέρεται στο Άπαν) και δεν προαπαιτεί επιστημονικές σπουδές πάνω στο γίγνεσθαι αφού αναφέρεται στο πανταχού παρόν Είναι. Από αυτή την άποψη, είναι κτήμα του καθένα που θα σηκώσει το βλέμμα του στον ουρανό και θα αναρωτηθεί για την αιωνιότητα.


Από τη διαφορετική σχέση τους με τον χρόνο προκύπτει ότι ο θετικός λόγος είναι προσωρινά αληθής, αλλά όχι οριστικά, ενώ, ο υποθετικός μιλάει για μια αιώνια Αλήθεια, που δεν μπορεί να ορίσειΗ σχέση μεταξύ τους θα μπορούσε να είναι συμπληρωματική, με τον θετικό λόγο να διερευνά ό,τι μπορούμε να μάθουμε από το Γίγνεσθαι και τον υποθετικό να μας υποδεικνύει το ασύλληπτο Είναι.