Tuesday, July 31, 2018

Η διαμόρφωση των απόψεων.

Οι απόψεις, οι γνώμες και οι κρίσεις των ανθρώπων παίζουν κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση του τοπίου που ζούμε. Διαμορφώνουν το πολιτικό τοπίο, είτε με τη ψήφο τους, στις δημοκρατίες, είτε με τη συγκατάθεσή τους, στα απολυταρχικά καθεστώτα. Το πολιτισμικό τοπίο, με τα έργα που επιλέγουν, είτε να παράγουν είτε να καταναλώσουν. Το κοινωνικό τοπίο, με τις συμπεριφορές που επαινούν ή καταδικάζουν, με τα άτομα που χειροκροτούν ή αγνοούν, τα ήθη που ακολουθούν, τους ιερείς που προσκυνούν, κλπ.
Υπάρχουν πολλά ιστορικά παραδείγματα επικράτησης ολέθριων απόψεων που οδήγησαν σε καταστροφές. Το περίεργο είναι ότι παρόμοιες ανόητες απόψεις επανέρχονται κατά καιρούς, με παραλλαγές ανάλογες με τις εποχές, προκαλώντας νέες καταστροφές, λες και ο άνθρωπος δεν έχει μάθει από την Ιστορία.
Βλέπουμε μια Ευρώπη να δοκιμάζεται από την άνοδο εθνικιστικών, λαϊκίστικων και ακροδεξιών κομμάτων με ξενοφοβικά και ρατσιστικά συνθήματα, λες και δεν έχει πάρει το μάθημά της από το φασιστικά και ναζιστικά προηγούμενά της. Μία Ρωσία να τσαρίζει με τον Πούτιν, μία Τουρκία να σουλτανίζει με τον Ερντογάν και μια Αμερική να τραμπουκίζει με τον Τραμπ, ξανακυλώντας σε αυταρχισμούς του παρελθόντος.
Είναι όντως ο άνθρωπος τόσο ανιστόρητος ή μήπως η πηγή γέννησης αυτών των απόψεων έχει μείνει απαράλλαχτη, με συνέπεια να τις ξαναγεννά;
Μία μελέτη του σύγχρονου ελληνικού κράτους, με τις τέσσερις πτωχεύσεις του από το 1827 μέχρι την πέμπτη που έγινε άτυπα με την χρεοκοπία του 2010, δείχνει να επαναλαμβάνονται τα ίδια ακριβώς μοτίβα. Η μετάθεση των ευθυνών στον ξένους συνέβη συστηματικά όλες τις φορές, με συνέπεια να μη γίνει καμία σοβαρή δουλειά στις δομές του κράτους ώστε να μην επαναληφθεί το φαινόμενο. Η κρίση που συνέβη επί των ημερών μας ήταν μεγάλη δοκιμασία για όσους από εμάς τους Έλληνες βλέπαμε καθαρά την ίδια στρέβλωση να επαναλαμβάνεται, με μαζικές συγκεντρώσεις «αγανακτισμένων» ενάντια στους ξένους. Είδαμε φίλους που θεωρούσαμε νουνεχείς να φανατίζονται με εθνικοαπελευθερωτικά συνθήματα, ενάντια σε κάθε λογική, επιτιθέμενοι σε όσους τολμούσαν να τα αμφισβητούσαν. Χάσαμε φιλίες, δημιουργήσαμε εχθρούς και βρεθήκαμε λίγοι και μόνοι.
Οι λίγοι του «μετώπου λογικής» γίναμε ακόμη λιγότεροι μετά από μια σειρά ζητήματα που ακολούθησαν, με πιο πρόσφατο την ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας, όπου είδαμε έκπληκτοι αρκετούς από τους «λογικούς» να συντάσσονται με μικροκομματικές πολιτικές χαϊδέματος του εθνικισμού, επιχειρηματολογώντας μάλιστα υπέρ της αναγκαιότητας τους.
Αυτή η σειρά των γεγονότων που βιώσαμε έντονα το τελευταίο καιρό στην Ελλάδα έθεσε επιτακτικά το ζήτημα των απόψεων. Άρχισε να φαίνεται ότι κάτι πιο βαθύ κρύβεται πίσω από τη διαρκή επαναφορά των στρεβλώσεων, τις οποίες καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σχεδόν καθημερινά, με χίλιες δυο αφορμές.
Είναι τόσα πολλά τα παλαβά και ανάποδα που γράφονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθημερινά, που δεν γίνεται πια να τρέχουμε πίσω τους. Ήρθε η ώρα να σκεφτούμε σοβαρά τι προκαλεί αρχικά την ανοησία, αντί να κυνηγάμε τα αναρίθμητα αποτελέσματά της. Πιθανόν μια δράση στα αίτια γέννησης των ανόητων απόψεων να είναι πιο αποτελεσματική από τις διαρκείς διορθώσεις τους.
Ο χαρακτήρας της ανοησίας των απόψεων
Ας δούμε αρχικά για ποια μορφή ανοησίας, σε ποια κατηγορία νόησης, μιλάμε. Υπάρχουν πολλά ήδη νόησης με τις δικές τους ανοησίες.
Υπάρχει η μαθηματική νόηση ων επιστημόνων και σκακιστών, η πρακτική των κατασκευαστών και εργατών, η καλαισθητική των καλλιτεχνών, η μουσική και μουσικών, κλπ. 


Δεν μας απασχολούν εδώ οι διάφορες ειδικές μορφές νόησης, διότι δεν παίζουν άμεσο ρόλο στη διαμόρφωση του γενικότερου κοινωνικο-πολιτικο-πολιτισμικού τοπίου. Σε αυτό παίζουν ρόλο οι απόψεις, δηλαδή τα προϊόντα της νόησης ευρύτερων θεμάτων, κοινού ενδιαφέροντος. Όχι των περιορισμένων σε επαγγελματικές ειδικότητες. Σε αυτές δεν παίζουν κυρίαρχο ρόλο οι απόψεις, αλλά οι λύσεις συγκεκριμένων προβλημάτων. Εμάς μας απασχολούν οι απόψεις, δηλαδή η νόηση του γενικού.
Η γενική νόηση που παράγει τις απόψεις και η ειδική που σχετίζεται με τις επιμέρους δεξιότητες δεν συνδέονται αναγκαστικά μεταξύ τους. Συμβαίνει συχνά ένα έξοχο μαθηματικό μυαλό ή ένας ευφυέστατος μάστορας ή μια μουσική ιδιοφυία να έχουν απόψεις ανόητες για τα κοινά. Το κύριο λοιπόν χαρακτηριστικό της ανοησίας των απόψεων βρίσκεται στην αδυναμία νόησης του γενικού. Αυτήν ακριβώς πρέπει να εξετάσουμε.
Η νοητική εμπλοκή στην περίπτωση των απόψεων
Επειδή όλοι οι διανοητικά υγιείς ενήλικες διαθέτουν έναν άρτιο νοητικό μηχανισμό με τον εγκέφαλό τους, δεν μπορούμε να αποδώσουμε τις όποιες ανοησίες σε κάποιο μηχανικό πρόβλημα. Όλοι έχουμε τον ίδιο εγκέφαλο με τις ίδιες ακριβώς δυνατότητες σχηματισμού έλλογων απόψεων, άρα δεν μπορεί να φταίει το εργαλείο.
Ο νους του ανθρώπου είναι φτιαγμένος για να βρίσκει τις αιτίες των γεγονότων και των φαινομένων, να τις συστηματοποιεί και να προβλέπει αποτελέσματα βάσει των συστηματοποιήσεων τους. Ανάλογα με τα δεδομένα που έχει, βγάζει συμπεράσματα. Αν του λείπουν δεδομένα, μπορεί να βγάλει ελλιπή συμπεράσματα, αλλά μπορεί να τα διορθώσει στην πορεία, αποκτώντας γνώση των δεδομένων. Αυτή είναι η νοητική διαδικασία που θα έπρεπε να ισχύει για όλους, κανονικά.
Κανονικά, λοιπόν, όσοι έχουν τα ίδια δεδομένα για ένα θέμα, θα έπρεπε να βγάζουν παραπλήσια συμπεράσματα. Τα δεδομένα που είχαν οι ενήλικες Έλληνες για την κρίση του 2010 ήταν πάνω κάτω τα ίδια. Όλοι είχαν επίγνωση της σαθρότητας του κράτους, της φαυλότητας του πολιτικού συστήματος και της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος. Τα ζούσαν καθημερινά, συμμετείχαν σε αυτά λίγο ή πολύ (ή και καθόλου – όμως τα ήξεραν). Όλοι τα έλεγαν και κανείς δεν τα ομολογούσε. Όταν αποκαλύφθηκαν με την κρίση, οι περισσότεροι έκαναν τους χαζούς. Για όλα έφταιγαν οι ξένοι. Όχι εμείς που σπαταλήσαμε τόσα λεφτά, αλλά αυτοί που μας τα δάνεισαν. Συνέβη μια μαζική αποσύνδεση αιτίας και αποτελέσματος, που είναι και η βασική έκφραση της ανοησίας.
Ανόητος είναι αυτός που ενώ διαθέτει νου και έχει όλα τα δεδομένα ενός ζητήματος για να εξάγει έλλογα συμπεράσματα, αρνείται να το κάνει, παραβιάζοντας τη λογική ακολουθία αιτίας και αποτελέσματος. Κάτι πρέπει να μεσολαβεί και να μπλοκάρει τον νου του. Η εμπλοκή της νόησης πρέπει να αναζητηθεί σε εξω-νοητικούς παράγοντες, καθώς ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να τα έχει τετρακόσια σε άλλα ζητήματα. Απλά σε κάποια μπλοκάρει, για κάποιους λόγους.
Καθώς εδώ εξετάζουμε το φαινόμενο των ανόητων απόψεων, θα διερευνήσουμε πιθανούς λόγους της εμφάνισης τους. 

Ποιοί μπορεί να είναι οι λόγοι εμπλοκής της νόησης σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος και δημοσίου συμφέροντος;


ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΜΠΛΟΚΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ
1. Λόγοι ιδιωτικού συμφέροντος: Αρνούμαστε να δεχτούμε τα αίτια δημοσίων προβλημάτων εφόσον αυτά θίγουν το ιδιωτικό μας συμφέρον. Προκειμένου να αποφύγουμε τις συνέπειες των συμπερασμάτων της έλλογης διερεύνησης αυτών των προβλημάτων, διακόπτουμε τη λογική ακολουθία πρόωρα, πριν φτάσει σε βάθος (και μας βρει). Το κενό που μένει να εξηγηθεί το καλύπτουμε με φανατισμούς ή φανταστικούς εχθρούς.
Το ιδιωτικό μας συμφέρον μπορεί να συμπεριλαμβάνει κι άλλους με τους οποίους ταυτιζόμαστε (την οικογένειά μας, το σόι μας, την παρέα μας, την ομάδα, τον κλάδο, το κόμμα, κλπ.) Πάντως δεν το ταυτίζουμε με το δημόσιο συμφέρον.
Εδώ υπάρχει πάλι ένα λογικό κενό, καθότι το καλό του συνόλου θα έπρεπε λογικά να ευνοεί κι εμάς, που ανήκουμε σε αυτό. 
Συμβαίνει λοιπόν μια αποσύνδεση του δημόσιου και του ιδιωτικού συμφέροντος, η οποία προκαλεί λογικά κενά.
Η αποσύνδεση δημόσιου και ιδιωτικού μπορεί να οφείλεται είτε στη βουλιμία μας να καρπωθούμε εμείς περισσότερα από τους άλλους, είτε στην βουλιμία του δημοσίου και όσων το σφετερίζονται να καρπωθούν από εμάς περισσότερα από όσα δικαιούνται.
Λύση: Η επανασύνδεση δημόσιου και ιδιωτικού, με αναγνώριση του χώρου ευθύνης του ιδιωτικού και καθορισμού της περιοχής συνυπευθυνότητας του δημοσίου, θα θεράπευε την ανοησία πολλών απόψεων. Εφόσον η περιοχή του δημοσίου αναγνωριζόταν ότι υπερασπίζεται το κοινό καλό και αποκαθίστατο η εμπιστοσύνη του κόσμου προς τις δημόσιες αρχές, θα είχε γίνει ένα σοβαρό βήμα για την αντιμετώπιση των νοητικών στρεβλώσεων που οφείλονται σε αυτόν τον λόγο.

2. Λόγοι περιορισμένης αντίληψης του γενικού:
Ζούμε σε μια πόλη της Ελλάδας και νομίζουμε ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από την πόλη μας ή την Ελλάδα, αδυνατώντας να συλλάβουμε τη διασύνδεση που έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Την ίδια στιγμή που είμαστε δικτυωμένοι με όλον τον κόσμο, καταναλώνουμε προϊόντα από παντού, βρισκόμαστε στο μέσο μεταναστευτικών ροών, βιώνουμε μια παγκόσμια κλιματική και περιβαλλοντική αλλαγή, δεχόμαστε τουρίστες από όλες τις ηπείρους, με τους οποίους έχουμε τα ίδια κινητά, βλέπουμε τα ίδια μπλοκμπάστερς και επικοινωνούμε στα αγγλικά,  εμείς συνεχίζουμε να έχουμε μια τοπικιστική ή εθνικιστική πρόσληψη του κόσμου.
Όταν διαπραγματευόμαστε ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, αγνοώντας το σύγχρονο εύρος του γενικού, προβαίνουμε σε λάθος εκτιμήσεις (ή, αλλιώς, λέμε ανοησίες).
Η αδράνεια της νόησης, η οποία ενώ έχει όλα τα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης συνεχίζει να σκέφτεται τοπικιστικά, οφείλεται στη βαρύτητα της σωματικής παρουσίας. Τα σώματα των κοντινών μας, με τα οποία έχουμε προσωπική επαφή, οι χώροι που κατοικεί το σώμα μας, το χώμα που πατάει, οι αισθήσεις που το διαποτίζουν, αγκυροβολούν τη σκέψη μας στον κολπίσκο του μικρού μας τόπου και χάνουμε την προοπτική της θάλασσας, έστω κι αν τα καράβια μπαινοβγαίνουν.
Λύση: Να μπαρκάρουμε κι εμείς. Ένα ταξιδάκι σε άλλες ηπείρους θα μας έπειθε για τον μικρόκοσμό μας. Ο τοπικισμούς και εθνικισμός λύνονται με σωματικές μεταφορές και άμεσες, προσωπικές επαφές με τους «ξένους». Τα προγράμματα τύπου Εράσμους δείχνουν τον δρόμο. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί νέοι από ανεπτυγμένα κράτη ταξιδεύουν για έναν ολόκληρο χρόνο, μετά το Λύκειο, πριν αποφασίσουν πώς θα συνεχίσουν στη ζωή τους. Η απόφαση που θα πάρουν είναι σίγουρα καλύτερα σταθμισμένη, από όσους έμειναν αγκυροβολημένη στη συνοικιακή τους καφετέρια.

3. Λόγοι ιδεοληπτικής καθήλωσης: Το μυαλό μας αντί να εξετάσει τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα βάσει των δικών του νοητικών εργαλείων αναμασάει ιδεολογήματα με τα οποία διαποτιστεί και δυσκολεύεται τώρα να τα ξεπεράσει. Αυτά μπορεί να προέρχονται από κομματικές θητείες, νεολαιίστικες μαθητείες, οικογενειακές παραδόσεις, σχολικές διδαχές, εκκλησιαστικούς όρκους, κατηχητικές εκδρομές, ομάδες περιφρούρησης, παρέες σε διαδηλώσεις, συρμούς της νεότητας, πρότυπα αναγνωστικά, κλπ.
Κοινό στοιχείο των ιδεολογημάτων είναι η ομαδοποιητική λειτουργία τους. Όσοι ακολουθούν τα ερμηνευτικά τους σχήματα ανήκουν στην ομάδα που τα πιστεύει και έτσι δεν είναι μόνοι. Πρόκειται για διανοητικά μορφώματα που εξυπηρετούν μάλλον την ανάγκη του ανήκειν παρά του σκέπτεσθαι. Οι συναισθηματικοί δεσμοί ανάμεσα στα μέλη της ομάδας κάνουν την αμφισβήτηση των ιδεολογημάτων της εξαιρετικά δύσκολη. Όποιος την τολμήσει, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί προδότης, άπιστος και ιδιοτελής. Μπροστά σε αυτήν την απειλή, η κριτική σκέψη εξουδετερώνεται.
Λύση: Η απεμπλοκή από τα ιδεολογήματα είναι κρίσιμη για την αποκατάσταση της νοητικής λειτουργίας στην διαμόρφωση την απόψεων. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε γι’ αυτήν;
Να εμπιστευτούμε την κριτική ικανότητα των παιδιών μας και να μην την μπλοκάρουμε με προκατ ερμηνείες (λες και αυτά δεν μπορούν από μόνα τους να σκεφτούν). Το μόνο που χρειάζονται είναι να τους δώσουμε τα δεδομένα, χωρίς να τα αλλοιώνουμε ιδεολογικά. Να παρουσιάσουμε όσο πληρέστερα, αντικειμενικά και ουδέτερα μπορούμε τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, με όλα τα προηγούμενά τους, τις λύσεις που επιλέχθηκαν και τα αποτελέσματα που έφεραν. Τα παιδιά θα βρουν τις δικές τους λύσεις όταν ενηλικιωθούν, χωρίς να τα ποδηγετούμε εμείς, είτε σαν γονείς, είτε σαν δάσκαλοι. 
Προφανώς χρειάζεται να δώσουμε έμφαση στη Γενική Παιδεία ώστε τα παιδιά να μαθαίνουν τον τρόπο σύστασης του γενικότερου περιβάλλοντός τους, αρκεί η παιδεία να είναι ανεξάρτητη από ιδεοληψίες εθνικού, θρησκευτικού ή άλλου περιεχομένου.
Να υπερασπιστούμε όσους σκέφτονται ελεύθερα, προστατεύοντάς τους από τις επιθέσεις των ιδεοληπτικών.
Να ενθαρρύνουμε την ελεύθερη σκέψη, δίνοντας οι ίδιοι το παράδειγμά της και στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, μέσα από δικά μας δίκτυα. Έτσι θα δείξουμε ότι δεν είναι καταδικασμένος στη μοναξιά και στην απελπισία όποιος τολμά να σκέφτεται ελεύθερα.

4. Λόγοι μυθολογικών καταλοίπων:
Ενώ κατά τα άλλα είμαστε ορθολογικοί άνθρωποι και χρησιμοποιούμε καθημερινά τον ορθό λόγο, μαζί με τα επιτεύγματά του, ξαφνικά φανταζόμαστε ότι μας ψεκάζουν, ότι εξυφαίνουν συνομωσίες μυστικοί κύκλοι (μασόνων ή εβραίων ή άλλων) που έχουν τα κλειδιά της παγκόσμιας εξουσίας, ότι μας ελέγχουν εξωγήινοι, ότι μας ρυθμίζουν τα ζώδια, ότι μας κρύβουν θεραπείες για τον καρκίνο ή ότι θέλουν να μας αφανίσουν με τα εμβόλια, ότι θα επηρεάσουμε τον αγαπημένο μας με  μαγείες ή ότι θα μάθουμε το μέλλον μας με χαρτορίχτρες, καφετζούδες, μάντεις και γυάλινους γλόμπους.
Φαίνεται ότι έχουμε εισβολή της μυθολογικής ερμηνείας σε θέματα που εμπεριέχουν μια υπαρξιακή αγωνία, που μας συσκοτίζει. Η αρρώστια, ο θάνατος, ο έρωτας, το μέλλον, η ισχύς και η εξουσία, η μοίρα του κόσμου και η δική μας, το σύμπαν και τα άστρα, και άλλα που δεν ελέγχουμε αλλά μας ελέγχουν, δυσκολευόμαστε να τα εκλογικεύσουμε και καταφεύγουμε στο μύθο. Αυτό συνέβαινε στα πρώιμα στάδια της ανθρωπότητας, όπως το ίδιο συμβαίνει και στην πρώιμη ηλικία μας, την παιδική.  
Κανονικά, θα έπρεπε καθώς μεγαλώνουμε και καθώς διδασκόμαστε τα επιτεύγματα του σύγχρονου ανθρώπου, που ερμήνευσε πολλά από τα μυστήρια του κόσμου με τον ορθό λόγο, να απομακρυνόμαστε από τη μυθολογία και να χρησιμοποιούμε όλο και περισσότερο τη λογική.  Βλέπουμε όμως ότι σε κάποιους η ενηλικίωση δεν συμβαίνει πλήρως και αφήνει κατάλοιπα μυθολογικής σκέψης.
Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε γιατί  δεν πέρασαν επιτυχώς τη δοκιμασία της ενηλικίωσης στην εφηβεία τους ή γιατί έχουν εγγενή έφεση στη μυθολογία, είτε γιατί είναι επιφυλακτικοί στον σύγχρονο άνθρωπο και στον ορθό λόγο.
 Α. Η δοκιμασία της ενηλικίωσης τεστάρει τις δυνάμεις, τις δεξιότητες και τις αντοχές των ατόμων τόσο στο πεδίο των ερωτικών και φιλικών σχέσεων, όσο και σε αυτό των σχολικών και εξωσχολικών δραστηριοτήτων. Η  αίσθηση της αποτυχίας σε αυτά τα πεδία προκαλεί έλλειψη αυτοπεποίθησης. Ο έφηβος μπορεί να παραιτηθεί από τη σκληρή για τον ίδιο διαδικασία της ενηλικίωσης και να μείνει στάσιμος σε μια ανακυκλούμενη εφηβεία, με υπολείμματα της παιδικής του ηλικίας και της μυθολογίας της. Ειδικά, η σχολική αποτυχία μπορεί να οδηγήσει σε άρνηση του διδασκόμενου ορθού λόγου και καταφυγή σε μυθολογίες, που όταν τις μοιράζονται και άλλοι, αρχίζουν να μοιάζουν λογικές και μπορούν να δημιουργήσουν δικές τους «σχολές». Έτσι έχουμε «σχολές» γύρω από τα ζώδια, τους εξωγήινους, τους διάφορους γιόγκι, κλπ.
Λύση: Αγάπη και κατανόηση για τις δοκιμασίες των εφήβων. Όχι αποδοκιμασία ή τιμωρία για τις αποτυχίες τους. Ενθάρρυνση και στήριξη, με τον διάλογο και τη γνώση.
Β. Η εγγενής έφεση στη μυθολογία κάποιων ατόμων μπορεί να προκύπτει από μια δόμηση της νόησης τους που δίνει περισσότερη έμφαση στον φανταστικό παρά στο πραγματικό. Δεν έχουμε όλοι την ίδια νοητική δομή. Κάποιοι είναι δυνατοί στις λογικές σκέψεις, άλλοι στις φαντασίες.  Όσων οι φαντασίες ρέπουν στην κατασκευή μύθων, μπορεί να γίνουν καλοί παραμυθάδες ή ποιητές ή καλλιτέχνες ή μυσταγωγοί. Το πρόβλημα βρίσκεται όταν την εφαρμόζουν σε πεδία που χρειάζονται έλλογη σκέψη και εύφρονες απόψεις, όπως για παράδειγμα στην Πολιτική. Τότε τα αποτελέσματα μπορεί να είναι καταστροφικά.
Λύση: Θα πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα της μυθολογίας σε όσους έχουν την τάση της και να δοθεί χώρος για τη δημιουργική διοχέτευσή της. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να οριστούν καθαρά τα πεδία εφαρμογής της, ώστε να μην εισχωρούν σε χώρους της κοινής λογικής, εισάγοντας το παράλογο στην καθημερινότητά μας.
Γ. Η επιφύλαξη απέναντι στον σύγχρονο τρόπο ζωής και στον ορθό λόγο είναι ως ένα σημείο εύλογη, καθότι ούτε ο μοντερνισμός, ούτε ο ορθολογισμός μπόρεσαν να απαντήσουν ικανοποιητικά σε ουσιώδη ανθρωπολογικά ζητήματα.
Σήμερα μπορεί να διαθέτουμε πολλά περισσότερα μέσα, να έχουμε πρωτοφανείς ανέσεις και πλήθος υλικά αγαθά, να κατέχουμε διεξοδικές γνώσεις για το κάθε τι, αλλά το Όλον μας διαφεύγει. Η ανάγκη των ανθρώπων να συνδεθούν με Αυτό που τους ξεπερνά και τους καθορίζει, και μέσω Αυτού να συνδεθούν μεταξύ τους, να συγχωρεθούν και να αγαπηθούν, δεν μπορεί να καλυφτεί από τον ορθό λόγο.
Ο ορθός λόγος έχει όρια που δεν του επιτρέπουν να υπεισέλθει σε μεταφυσικά ζητήματα.  Αυτά προσεγγίζονται με τον υποθετικό λόγο και με τις διαισθητικές οδούς της τέχνης και της πίστης. Είναι αδύνατον όμως να τα ορίσουμε θετικά. Ανάμεσα στον θετικό λόγο των επιστημών και στον υποθετικό λόγο της μεταφυσικής θα έπρεπε να υπάρχει σχέση συμπληρωματική και όχι ανταγωνιστική ή εχθρική, όπως σήμερα.
Απέναντι στη μονομέρεια της σύγχρονης, ορθολογικής σκέψης, πολλοί άνθρωποι αντιδρούν και καταφεύγουν στη μυθολογία, για να διαδηλώσουν την μεταφυσική τους πλευρά. Καθώς τα μυθεύματα που μετέρχονται είναι παιδαριώδη, απορρίπτονται από τους περισσότερους σώφρονες, οι οποίοι, όμως, μαζί με αυτά απορρίπτουν και τη μεταφυσικότητα συλλήβδην. Έτσι διαμορφώνονται δύο στρατόπεδα, με σχέση αντιπαλότητας και όχι συμπληρωματικότητας.  Αυτοί που μυθολογούν αποκόπτονται από το διάλογο και αρχίζουν να αυθαιρετούν, εκφέροντας απόψεις παράλογες.
ΛύσηΑναγνώριση της μεταφυσικότητας στην ανθρωπολογική και όχι μυθολογική της εκδοχή. Απομυθοποίηση της αναφοράς μας στο Όλον. Εισαγωγή και ανάπτυξη του υποθετικού λόγου και άλλων ερωτηματικών, διαισθητικών μεθόδων προσέγγισης Αυτού που μας οδηγούν στη  διάνοιξη στο άφατό Του και στη σιωπή. 


5. Λόγοι φυσικής αδυναμίας εννόησης του γενικού.
Και τέλος, υπάρχουν άνθρωποι που πολύ απλά αδυνατούν να σκεφτούν μεγάλα μεγέθη, να επεξεργαστούν δεδομένα εκτεταμένα στο χώρο και στο χρόνο, με διαστάσεις διεθνείς και διαχρονικές, όπως αυτές που έχουν τα γενικά θέματα σήμερα. Η σκέψη τους σταματάει μπροστά στο εύρος τους και χαώνεται. Τα ίδια άτομα μπορούν να έχουν πολύ καλή εποπτεία σε μικρότερα μεγέθη, που άλλοι παραγνωρίζουν.
Το πρόβλημα αρχίζει όταν αυτοί που είναι καλοί στη εννόηση του μικρόκοσμου εκφέρουν απόψεις για τον μακρόκοσμο, που αδυνατούν να εννοήσουν. Αυτό το πρόβλημα επιτείνεται με τη δημοκρατία και με τα κοινωνικά δίκτυα που δίνουν βήμα στον καθένα επί παντός επιστητού. Τα άτομα ωθούνται να εκφέρουν άποψη για όλα ως παντογνώστες, ενώ κάποια θέματα τους διαφεύγουν. Οποιοσδήποτε αποκλεισμός τους, όμως, θα ήταν αθέμιτος. Άλλωστε δεν υπάρχει κάποιο αντικειμενικό μέτρο αξιολόγησης και ζυγίσματος των απόψεων, για να αποκλείονται όσες είναι λογικά ελλιποβαρείς.  

Λύση: Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό το πρόβλημα, φροντίζοντας να κατέχουν τις θέσεις κλειδιά για τα ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος όσοι μπορούν να τα διαπραγματευτούν καλύτερα. Οι άλλοι μπορούν να εκφέρουν την άποψή τους, φυσικά, όσο άσχετη και να είναι. Άλλωστε δημοκρατία έχουμε και καλά κάνουμε. Καλό θα ήταν να φροντίσουμε, εντωμεταξύ, να διαμορφώσουμε εκείνες τις πλειοψηφίες που θα δίνουν την ηγεσία στους ευρύνοες και όχι στους μικρονοϊκούς.

Thursday, July 26, 2018

Εμείς

Πώς γεννιέται ένα παιδί, μια γάτα, ένα κυκλάμινο; Πώς χτίζεται ένα σπίτι, ανοίγει ένας δρόμος, οργώνεται ένα χωράφι; Πώς προκύπτει μια νέα ιδέα για τον κόσμο, μια μόδα, ένα κίνημα, μια επανάσταση;
Οι νέες μορφές που βλέπουμε να παρουσιάζονται γύρω μας, φαίνεται να είναι προϊόν της δράσης των ανθρώπων, των πλασμάτων της φύσης και των στοιχείων του κόσμου γενικά. Δρουν κι αλληλοεπιδρούν έτσι ώστε να γεννούνται νέες μορφές.
Οι νέες μορφές που εμφανίζονται, όμως, από πού αντλούν την ξεχωριστή ύπαρξή τους, αφού οι γεννήτορες τους συνεχίζουν να υπάρχουν παράλληλα; Αν αυτοί πέθαιναν τη στιγμή που αυτά γεννιόταν, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι αντλούν την ύπαρξη τους από αυτά. Όμως εδώ παρουσιάζονται σαν ένα καθαρό υπαρξιακό πλεόνασμα. Κάτι καινούργιο έρχεται να προστεθεί στο παλιό. Πώς παράγεται αυτό το πρόσθετο; Δεν έχουμε ένα και ένα κάνουν δύο, αλλά ένα και ένα κάνουν τρία, καθώς τα δύο συνεχίζουν να υπάρχουν και βγαίνει κάτι τρίτο από το άθροισμά τους. Πώς προκύπτει αυτό το τρίτο;
Το ίδιο ερώτημα ισχύει και για τις άλλες μορφές (όχι μόνο τις γενετικές/ αναπαραγωγικές). Ο άνθρωπος και το χώμα συνεχίζουν να υπάρχουν, όμως τώρα το χωράφι είναι οργωμένο και γεννάει σπαρτά. Με το χώμα και τον νερό έγινε πηλός και με αυτόν φτιάχτηκε ένα σπίτι. Από μια ιδέα βγήκε ένα βιβλίο κι έγινε μια επανάσταση. Οι άνθρωποι ήταν εκεί και πριν και τώρα. Τα πράγματα το ίδιο. Κι όμως βλέπουμε νέα πράγματα να εμφανίζονται.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδέες. Το μυαλό το ίδιο προϋπήρχε, αλλά τώρα γεννάται μια καινούργια σκέψη. Κάθε ιδέα εμφανίζεται ως κάτι ξεχωριστό. Με δική της διακριτή μορφή, ξεχωριστή από τις σκέψεις που τη γέννησαν. Αποτελεί ένα καθαρό νοητικό πλεόνασμα.
Εφόσον κάθε νέα μορφή είναι έκφραση κάποιου πλεονάσματος, πώς προκύπτει αυτό το πλεόνασμα; Από πού αντλεί την επιπλέον ισχύ που χρειάζεται για να υπάρξει;
-------------------------------------------------------------------
Θα εξετάσουμε αυτό το κοσμολογικό - και κοσμογονικό - φαινόμενο βάσει των δεδομένων του ανθρώπινου είδους και της δικής του μορφο-ποιητικής δράσης και αλληλεπίδρασης. 
Εάν ισχύει η αρχή της αναλογίας τότε τα όποια συμπεράσματα για την ανθρώπινη μορφο-ποιητική θα έπρεπε να ισχύουν κατ’ αναλογία για τον Κόσμο στο σύνολό του.
------------------------------------------------------------------

Το άτομο, βάση του γίγνεσθαι
Τίποτε δεν θα μπορούσε να γεννηθεί ή να γίνει, αν κάποιος δεν έκανε κάποια κίνηση γι’ αυτό. Αν όλοι έμεναν κλειστοί στον εαυτό τους, καμια μορφή δεν θα γεννιόταν και η ανθρωπότητα θα κατέρρεε όπως κάθε κλειστό σύστημα. Η βάση του ανθρώπινου γίγνεσθαι είναι τα άτομα που κινούνται προς τους άλλους.
Για να μπορέσει, όμως, το άτομο να κινηθεί χρειάζεται μια ποσότητα ενέργειας που περισσεύει από την αυτοσυντήρησή του. Από πού αντλεί το ενεργειακό του πλεόνασμα;
Το άτομο εισπράττει ενέργεια από το περιβάλλον με διάφορους τρόπους (τροφή, νερό, αέρα, φως) που μετατρέπονται από τον οργανισμό του στα θρεπτικά συστατικά που έχει ανάγκη για τη συντήρηση και την κίνησή του. Πρέπει να εισπράττει παραπάνω ενέργεια από όση χρειάζεται να συντηρηθεί, για να μπορέσει να κινηθεί. Παίρνει δηλαδή κάτι παραπάνω, για να παράγει κάτι παραπάνω, κινούμενο μορφο-ποιητικά.  Η νέα μορφή δεν είναι παρά μετασχηματισμός του κοσμικού πλεονάσματος.
Ο μετασχηματισμός δεν γίνεται αυτόματα. Χρειάζεται την πρωτοβουλία του ατόμουΕφόσον το άτομο κάνει το βήμα, αρχίζει η μορφοποιητική διαδικασία, χωρίς πάντα σίγουρα αποτελέσματα. Είναι αρχικά μια υπόθεση. Εάν το άτομο τα καταφέρει και παράγει μια νέα μορφή, γεννάται μια καινούργια θέση. Το άτομο είναι η προϋπόθεση της δημιουργίας της. 

Από την υπόθεση στη σύνθεση. Από το εγώ στο εμείς.
Η κίνηση του ατόμου δεν αρκεί για να παραχθεί μια μορφή. Πρέπει να συναντηθεί με κάτι άλλο για να παράγει κάτι τρίτο. Μόνο μέσα από συναντήσεις γεννάται το καινούργιο.
Αρκεί όμως η συνάντηση των δύο για να γεννηθεί κάτι τρίτο;  Αν βάλουμε τα δύο μαζί, δίπλα ή αντικριστά, μπορεί να μη γίνει τίποτε. Πρέπει με κάποιο τρόπο να ενωθούν, να συμβεί κάποια σύνθεση μεταξύ τους, για να βγει κάτι. Η σύνθεση είναι το απαραίτητο στάδιο για να περάσουμε στη θέση μιας νέας μορφής. Είναι αυτή που τη ξεγεννά.
Οι μορφές δεν μπορούν να γεννηθούν από δύο τινα -από εμένα και εσένα, για παράδειγμα -, αν αυτά δεν συντεθούν -αν δεν γίνουν «εμείς». 
Εγώ και εσύ είμαστε δύο «εγώ» και θα παραμείνουμε δύο τέτοια, χωρίς τίποτε τρίτο να προκύψει από αυτά, αν δεν συντεθούμε ως προς το κοινό μας ζητούμενο, για να βγει κάτι από αυτό.
Είναι το «εμείς», η ίδια η σύνθεσή μας, που γεννάει κάτι τρίτο, πέρα από εμάς τους δύο. Η ένωσή μας παράγει την πρόσθετη ενέργεια που χρειάζεται η νέα μορφή για να γεννηθεί. Το "εμείς" αποτελεί κάτι ξεχωριστό, με δική του ισχύ, που δίνει υπόσταση σε κάθε τι καινούργιο που εμφανίζεται στον κόσμο. Τοιουτοτρόπως, το εμείς είναι το ίδιο κάτι τρίτο.
Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η εμφάνιση των νέων μορφών και από πού αντλούν την ισχύ τους.

Παραδείγματα…
…μορφοποιητικής του έρωτα:
Κοιτάζω μια κοπέλα. Η ενέργεια του βλέμματος μου κατευθύνεται σε αυτήν. Αν δεν με κοιτάξει, το βλέμμα μου θα ακυρωθεί. Θα επιστρέψει στον εαυτό μου. Αν αυτή ανταποκριθεί και με κοιτάξει, τότε η σύνθεση των βλεμμάτων μας, το «εμείς» τους, μπορεί να γεννήσει την ενέργεια για να έρθουμε κοντά, να μετασχηματιστεί σε ομιλία μεταξύ μας, να γίνει γέλιο και ευφορία, να παράγει χάδια και φιλιά, αν εξελιχθεί συν-θετικά κλπ. κλπ. Τo «εμείς» μας γεννά  την πρόσθετη ενέργεια που χρειάζεται η εμφάνιση όλων αυτών των μορφών του έρωτα.
…μορφοποιητικής των παιδιών:
Αν η ερωτική πράξη οδηγήσει στη γόνιμη συνάντηση ενός σπερματοζωαρίου και ενός ωαρίου, η ένωσή τους θα προκαλέσει μια «έκρηξη δημιουργίας», πολλαπλασιάζοντας το εμβρυακό κύτταρο ραγδαία. Ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός του ενεργοποιείται από την ένωση τους, αντλώντας από αυτήν την επιπλέον ενέργεια και ύλη που χρειάζεται η μορφοποίηση του εμβρύου.
…μορφοποιητικής των απόψεων:
Συζητάω με έναν φίλο για ένα θέμα, για το οποίο έχω κάνει ήδη κάποιες σκέψεις, χωρίς να έχω ξεκάθαρη άποψη. Πάνω στη συζήτηση ξεκαθαρίζουν οι σκέψεις μου, καθώς τις μοιράζομαι μαζί του, και αρχίζω να καταλαβαίνω τι συμβαίνει με το θέμα. Η νέα άποψη γεννήθηκε από τη συζητησή μας, από το «εμείς» του λόγου μας, τον διάλογό μας.
…μορφοποιητικής των Τεχνών:
Υπάρχουν Τέχνες, όπως ο κινηματογράφος ή το θέατρο, που είναι αδύνατη η παραγωγή τους χωρίς συνεργασίες (χωρίς το «εμείς»). Ακόμη όμως και σ αυτές που αρκεί ένα άτομο να παραχθεί έργο – όπως στην ποίηση, στη λογοτεχνία, στη μουσική, στη ζωγραφική, κλπ.-,  χρειάζεται τον άλλον για να υπάρξει. Κάποιον να το δει, να το ακούσει, να το τραγουδίσει. Αν δεν συμβεί κάποιο "εμείς", το έργο θα χαθεί. 
Επίσης, το έργο μπορεί να βελτιωθεί με την παρουσία του άλλου, αφού ο δημιουργός μπορεί να το διορθώσει κατά την παρουσίασή του, καταλαβαίνοντας τα εκφραστικά λάθη του.
…μορφοποιητικής των προϊόντων:
Τα πράγματα που φτιάχνουμε, κατασκευάζουμε ή καλλιεργούμε είναι προϊόντα σύνθεσης ανάμεσα σε εμάς και στο αντικείμενο της εργασίας μας. Το προϊόν της εργασίας μας δεν είναι αποτέλεσμα της δικής μας ενέργειας ή της καταλληλότητας του αντικειμένου. Είναι αποτέλεσμα της σύνθεσής τους, του "εμείς" τους.
Άλλωστε ένα «εμείς» κινητοποιεί τη γενικότερη παραγωγή. Τα προϊόντα παράγονται για να ανταλλαχθούν με τους άλλους, επιδιώκοντας ένα εμείς προσοδοφόρο. Αν δεν ενδιαφέρουν κανέναν, αχρηστεύονται. 
Το προϊόν, ως νέα μορφή, ως κάτι «τρίτο» δεν είναι αυθύπαρκτο, δεν στέκει χωρίς το εμείς, γεννάται από αυτό και υπάρχει μέσω αυτού.
Χρήσιμα συμπεράσματα
Συνεισφέρει σε κάτι αυτή η παρατήρηση για τη ξεχωριστή δυναμική του «εμείς»; Μας είναι κάπου χρήσιμη και πού;
Κατ’ αρχάς εισηγείται μια διαφορετική εστίαση της προσοχής μας. Μας καλεί να προσέξουμε το «εμείς» ως πηγή δημιουργίας, συνδέοντας το εγώ μας με αυτό. Ναι μεν όλα ξεκινάνε από το εγώ μας και πρέπει εμείς να κάνουμε την κίνηση (αλλιώς δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε), αλλά, μόνο αν κινηθούμε για να συνδεθούμε γόνιμα μπορεί να γεννηθεί τελικά κάτι.
Προσβλέποντας σε γόνιμες συναντήσεις, ο ορίζοντάς μας ανοίγει στην αναζήτησή τους. Βγαίνουμε από την ομφαλοσκόπησή μας, για να τις βρούμε. Κοιτάζουμε γύρω μας και αν δεν υπάρχει τίποτε και κανείς που να ανταποκρίνεται στο βλέμμα μας, κοιτάζουμε παρά πέρα. Φεύγουμε από άγονα μέρη και πάμε σε  άλλους τόπους. Γινόμαστε εξερευνητές, τολμούμε το άγνωστο, για να γεννήσουμε το καινούργιο, συναντώντας νέους ανθρώπους και καινούργια πράγματα, πέρα από τα ήδη γνωστά και δεδομένα. Έτσι, διευρύνουμε τον κόσμο μας και του δίνουμε νέες δυνατότητες.  
Το μορφο-ποιητικό «εμείς» δεν ταιριάζει με άγονες ομαδοποιήσεις ή καθηλώσεις σε στείρα σχήματα του παρελθόντος, που καλλιεργούν τη μιζέρια για να κρατήσουν τα άτομα μαζί, φοβισμένα κι ενωμένα στα καταπιεστικά πλαίσιά τους, δήθεν για να τα προστατέψουν. Αυτό δεν είναι ένα εμείς ξεχωριστό, με τη δική του δυναμική, που γεννά το καινούργιο. Είναι ένας χυλός πολτοποιημένων ατόμων, που το μόνο που γεννά είναι σήψη και αρρώστια. Είναι άλλο το δυναμικό εμείς και άλλο το εμείς της αδυναμίας.
Απέναντι στις οπισθοδρομικές κοινωνίες που εγκλωβίζουν την ενέργεια των ατόμων σε ένα άγονο "εμείς", οι σύγχρονες αντέταξαν την ελευθερία του ατόμου και τη δύναμη του "εγώ". Το πρόβλημα είναι ότι έμειναν σε αυτό.  
Οι σύγχρονες κοινωνίες παρέμειναν στη ρήξη με το παρωχημένο «εμείς» του παρελθόντος και δεν αναζήτησαν τη σύνθεση μιας νέας, δυναμικής συλλογικότητας. 
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στις λεγόμενες μοντέρνες Τέχνες, που συνεχίζουν να προβάλλουν τη ρήξη (την αποδόμηση, την καταστροφή, τη βλασφημία, τη νοσηρότητα και τη διάλυση), έστω κι αν αυτή έχει συμβεί εδώ και καιρό. Η καταστροφή έχει προ πολλού παύσει να εκφράζει κάτι αληθινά μοντέρνο, δηλαδή επίκαιρο. Ο καταστροφισμός έγινε κλασικισμός και ο ατομισμός καθεστώς.
Το ζήτημα που καλούμαστε να προσεγγίσουμε πλέον είναι το «εμείς» μας και να ψάξουμε την ποιοτική σύνθεσή του. Να επιδείξουμε μια συν-θετικότητα, πέρα από την αρνητικότητα, την κριτική και την απόρριψη. 
Γι' αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της συμπληρωματικότητας στο γίγνεσθαι και να ξεπεράσουμε τις αντιθέσεις μας βάσει αυτής. 
Εφόσον το μόνο που έχει νόημα, τελικά, είναι Να-Περνάμε-Καλά, η υπέρβαση των εγώ μας μέσα από ένα ευφορικό και γόνιμο "εμείς" θα βοηθήσει ιδιαίτερα σε αυτό. 

Tuesday, July 10, 2018

ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ, στη θεωρία και στην πράξη






ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ
στη Θεωρία και στην Πράξη

δύο συμπληρωματικά κείμενα
του ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΖΙΤΖΗ 




  
ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ, στη Θεωρία
η Αρχή


Συνοπτική παρουσίαση της Αρχής
Όλα τα νοήματα χάνουν το νόημά τους στην προοπτική του θανάτου, κι αφού τίποτα δεν έχει νόημα τελικά, το μόνο που έχει νόημα είναι να περνάμε καλά (κι αν γελάμε, ακόμα καλύτερα).

Σκέψεις περί της Αρχής
Βλέπω παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Στιγμές ζωής από το παρελθόν. Οι περισσότεροι έχουν πεθάνει. Σκέφτομαι ότι αυτό που θα "δικαίωνε" τις ζωές τους θα ήταν να τις είχαν γλεντήσει όσο μπορούσαν, να είχαν διασκεδάσει όσο γίνεται, να είχαν χαρεί το παραμικρό. 

Το ίδιο σκέφτομαι για μένα ως μελλοθάνατο, με τη σειρά μου. Μπορεί το ίδιο να σκέφτονται όλοι. Είναι αυτό που λέμε «τι μένει από τη ζωή». Όσα χρόνια κι αν έχεις ζήσει, όσα κι αν έχεις καταφέρει, όσα κι αν έχεις αφήσει πίσω σου, δεν μετρούν, αν δεν έχεις χαρεί τη ζωή σου.

Η χαρά της ζωής είναι που γεμίζει τις μέρες σου πάνω στη γη, για να φύγεις πλήρης από αυτήν, ανεξάρτητα πόσα χρόνια έζησες. Αυτή θα έπρεπε να είναι το μέτρο ευτυχίας του καθένα. Ανάλογα με πόσες μέρες είχε γεμάτες από τη χαρά της ζωής, ανάλογα να μακαρίζεται. Αντ’ αυτού μετράμε πόση περιουσία έκανε, πόσους απογόνους άφησε (ανεξάρτητα, δυστυχισμένους ή ευτυχισμένους), τι κατάφερε με τη δουλειά του, πόση αναγνώριση κέρδισε, πόσο διάσημος έγινε, τι δύναμη συγκέντρωσε, πόσους μάζεψε στην κηδεία του, κλπ.
Εισάγουμε εξωτερικά, ποσοτικά και μετρήσιμα κριτήρια αξιολόγησης της ζωής των ανθρώπων, ενώ η ζωή η ίδια είναι κάτι φευγαλέο. Κανείς δεν μπόρεσε να ιδιοποιηθεί τη ζωή και να τη βάλει στην τσέπη του, να κλείσει το χρόνο στο πορτοφόλι του και να τον σταματήσει να τρέχει, επειδή ήταν πλούσιος ή  ισχυρός.
Ναι μεν η ισχύς είναι σημαντική – και για αυτό εκτιμάται τόσο – αλλά είναι ασήμαντη, αν δεν συντελεί στην ευτυχία. Χωρίς αυτή δεν έχουν νόημα τα αποκτήματά μας και τα τρόπαια ισχύος. Προφανώς οι άνθρωποι το ξέρουν αυτό. Δεν είναι ανόητοι, να μην το αντιλαμβάνονται. Τι τους κάνει, τότε, να το αγνοούν, ενώ το γνωρίζουν;



Ανάγκη υπενθύμισης
Tο κυνήγι απόκτησης των μέσων επιβίωσης και τρόπων υπερίσχυσης, όσο κι αν είναι θεμιτό ή και αναγκαίο ως ένα βαθμό, παρασέρνει τον άνθρωπο συχνά και γίνεται αυτοσκοπός έτσι που ξεχνάει τον σκοπό της ευτυχίας, μέχρι που ο θάνατος θα του τον θυμίσει. Εδώ είναι ακριβώς που χρειάζεται η έγκαιρη υπενθύμιση του μόνου νοήμονος σκοπού τελικά: να περνάμε καλά.
Την υπενθύμιση της ματαιότητας των «επίγειων» την έκαναν συστηματικά οι θρησκείες, αλλά είχαν σαν κύριο σκοπό να συνετίσουν τους ανθρώπους, με το φόβο ή την εύνοια των θεών, ενόψει ειδικά της μετα-θάνατον σωτηρίας ή τιμωρίας. Μπορεί η υποταγή στον «θείο νόμο» των θρησκειών (ελλείψει άλλου) να ήταν αναγκαία για την εξέλιξη των προϊστορικών ανθρώπων, αφού τους πειθάρχησε και τους οργάνωσε σε μεγάλες κοινωνίες. Οι οργανωμένες θρησκείες μπορεί να ήταν κάτι πρωτοποριακό στην εποχή τους. Όμως, η ίδια η εξέλιξη τις ξεπέρασε. 
Οι μυθολογικές κατασκευές των θρησκειών κατέρρευσαν από τη φιλοσοφική κριτική (που ξεκίνησε στην Αρχαία Ελλάδα) και από την επιστήμη, που πήρε τη σκυτάλη. Τη θέση των θρησκειών πήραν διάφορες κοσμοθεωρίες, είτε κοσμικής λύτρωσης (ουμανισμός, κομμουνισμός), είτε τεχνοκρατικής (φουτουρισμός, υλισμός) είτε άλλου είδους, για να υπερκεραστούν όλες από τον καπιταλισμό.
Ο καπιταλισμός προσγείωσε τα συλλογικά αφηγήματα και τις ουτοπίες με τη δύναμη του χρήματος. Η επιτυχία του οφείλεται στην πρακτικότητά του. Όλες οι συζητήσεις απλουστεύονται στο χρήμα. Όμως το χρήμα δεν είναι παρά ένα μέσο. Όταν γίνεται αυτοσκοπός, ωθεί τον άνθρωπο στο κυνήγι της απόκτησής του έτσι που ξεχνάει τον πραγματικό σκοπό. Παρασύρεται και τρέχει. Τρέχει σαν τρελός, αφού τρέχουν όλοι, και φοβάται ότι θα τον περάσουν. Αυτή η τρεχάλα εξαντλεί τόσο τον άνθρωπο (με το διαρκές άγχος και τις ψυχοσωματικές του συνέπειες) όσο και τη φύση (με την υπερ-εκμετάλλευσή της).
Έγιναν και γίνονται προσπάθειες ελέγχου του ξέφρενου καπιταλισμού (σοσιαλδημοκρατικές, οικολογικές, ουμανιστικές, κλπ.), υπήρξαν και υπάρχουν κινήματα άρνησής του (είτε προοδευτικά, είτε οπισθοδρομικά) ή και ανατροπής του (είτε ακροαριστερά, είτε ακροδεξιά), αλλά αυτός έχει καταφέρει να εξαπλωθεί παγκοσμίως, με τροποποιήσεις και προσαρμογές ανάλογα τις συνθήκες.
Η αντι-καπιταλιστική κριτική συνέβαλε στις τροποποιήσεις του επικρατούντος συστήματος, χωρίς να καταφέρει, όμως, να αλλάξει τη στόχευσή του στο χρήμα, η οποία και επιβλήθηκε με την πρακτικότητά της παγκοσμίως. Η κριτική φάνηκε να εξαντλείται σε επιφαινόμενα, χάνοντας την ουσία. Πιθανόν, διότι δεν την αναρωτήθηκε επαρκώς η ίδια και δεν την έθεσε συνειδητά σαν στόχο της. Το ουσιώδες ερώτημα που θα έπρεπε να τεθεί είναι σε τι αποσκοπεί ακριβώς το χρήμα, αν όχι στο να-περνάμε-καλά. Αυτό το πολύ απλό και ριζικό ερώτημα πρέπει να τίθεται μάλιστα καθημερινά, έτσι που να ρυθμίσει την καθημερινότητά μας. Η μόνιμη υπενθύμισή του και ο συνειδητός καθορισμός του σαν Αρχή μας, μπορεί να βοηθήσει στην μεγιστοποίηση της απόλαυσης της ζωής και στην ελαχιστοποίηση της μη-αναγκαίας δυστυχίας: των περιττών ανταγωνισμών και των (αυτο)καταστροφών που προκαλούμε από την ανόητη πλεονεξία μας.

Τι εννοούμε ως Αρχή
Με τη λέξη Αρχή (με το Α κεφαλαίο) εννοούμε τη θεμελιώδη κανονιστική αρχή που μπορούμε να υιοθετήσουμε ως ρυθμιστή των πράξεών μας και ως οδηγό των κινήσεών μας στη ζωή.
Η πρόταση «να περνάμε καλά» θα μπορούσε να αναχθεί σε μια τέτοια αρχή, καθότι δεν υπάρχει κάτι άλλο πέραν αυτής που μπορούμε να πούμε ενώπιον του θανάτου μας. Είναι η καταληκτική σκέψη, η οριστική και οριακή, που μπορεί να ορίσει όλα τα άλλα στη ζωή μας κατόπιν αυτής,  ήτοι, να γίνει η Αρχή τους.
Είναι η σκέψη που προκύπτει αυθόρμητα στο μυαλό μας μπρος στο φάσμα του τέλους της ζωής κι έτσι μπορεί να υιοθετηθεί από όσους καταλήγουν σε αυτή.  Όσοι πιστεύουν σε κάποια μετα-θάνατο ζωή, μπορεί να έχουν κάτι άλλο υπόψιν, αλλά δεν θα διαφωνήσουν στο «να περνάνε καλά», εκτός αν θέλουν να περνάνε κακά, από κάποια διαστροφή. Εφόσον μιλάμε με κανονικούς ανθρώπους, μια τέτοια αρχή θα μπορούσε να υιοθετηθεί συλλογικά από όλους μας και να αποκτήσει ένα κανονιστικό ρόλο μεταξύ μας.

Η γενικότητα της Αρχής
Κατά πόσο το «Να Περνάμε Καλά» ευσταθεί σαν Αρχή αν εξεταστεί στη διαχρονική της ισχύ, πέρα από τις μικρές μας, ατομικές ζωές; Ισχύει το ίδιο για την ανθρωπότητα στην εξέλιξή της, ώστε να την υιοθετήσουμε ως οικουμενική αρχή;
Ας σκεφτούμε τους απογόνους μας. Μήπως πρέπει να υποφέρουμε εμείς για να περάσουν καλά αυτοί, όπως υπέφεραν και οι πρόγονοί μας για εμάς (υποτίθεται); Ή, ακόμα πιο πλατιά, μήπως πρέπει να σκεπτόμαστε την ανθρωπότητα ως σύνολο ή και τη φύση σαν υπερ-σύνολο, πριν διακηρύξουμε μια  τέτοια αρχή (που φαντάζει ατομικιστική) ως γενική;
Εάν απαρνηθούμε την Αρχή «Να Περνάμε Καλά» για χάρη των απογόνων μας ή όλων των ανθρώπων (σαν είδος) ή όλων των ειδών της φύσης (σαν γένος), αυτό δεν κάνει την αρχή λιγότερο ισχυρή. Ίσα ίσα την κάνει πανίσχυρη, αφού φτάνουμε στο σημείο αυτοθυσίας για «να περνάνε καλά» οι άλλοι (γενικά).  Θα ήταν μάλλον προτιμότερο να μετριάσουμε την ισχύ της και να μοιραστούμε την απόλαυση της ζωής με τους άλλους, αντί να τη στερηθούμε για αυτούς.
Ο πληθυντικός αριθμός στο «περνά-με» (κι όχι «περνά-ω») τονίζει τη γενικότητα της Αρχής. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι αφορά μόνο τον ίδιο, σαν να πρόκειται να πεθάνει μόνο αυτός (και οι άλλοι όχι) ή σαν ο θάνατός του να είναι πιο θανάσιμος από τους άλλους,  οπότε και η ζωή του να δικαιούται περισσότερη απόλαυση.
Η γενικότητα  της Αρχής συνεπάγεται την οικουμενικότητα και την καθολικότητά της. Ο πληθυντικός αριθμός της συνδέει το «εγώ» με το «εμείς». Όλοι εμείς οι ζωντανοί, καλούμαστε μέσω αυτής, να μοιραστούμε την απόλαυση της ζωής, όσο την έχουμε.
Μπορούμε, βέβαια, να αρνηθούμε την απολαυστικότητα αυτής της Αρχής (ως ηδονοθηρικής, υποτίθεται) και να υιοθετήσουμε μιαν άλλη, λιγότερο απολαυστική και περισσότερο κοπιαστική ή πιο χρηστική. Κάποια αρχή, ας πούμε, που αξιολογεί τη ζωή μας βάσει της χρησιμότητάς της σε κάτι ή την αποτιμά ανάλογα με το έργο που παράγει.
Με μια τέτοια εργαλειοποίηση της ζωής αυτή παύει να γίνεται αυτοσκοπός, αλλά μέσον. Μέσο όμως σε τι, προς τι και για ποιόν. Υπάρχει κάτι που στο τέλος θα κάνει ταμείο και θα πάρει μαζεμένα με τόκο, αυτά που εμείς στερηθήκαμε για αυτό, κι, αν ναι, ποιο είναι; Αν είναι οι άλλοι άνθρωποι, μετά από εμάς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι θα πεθάνουν κι αυτοί, όπως και οι επόμενοι από αυτούς, οπότε δεν θα μείνει τίποτε από τους κόπους ολονών μας.

Ταύτιση
Οι ανθρώπινες μορφές θα λάβουν ένα τέλος, κάποια στιγμή, όπως είχαν μια αρχή. Όλες οι μορφές που προέκυψαν από το συμπαντικό γίγνεσθαι εμφανίστηκαν μέσα στον χρόνο και θα φύγουν με τον χρόνο. Μόνο το ίδιο το Γίγνεσθαι διαρκεί όσο ο Χρόνος, διότι ταυτίζεται με αυτόν. Ο χρόνος, ο χώρος και όλες οι διαστάσεις του Κόσμου εμφανίστηκαν με το γίγνεσθαί  του. Δεν ξέρουμε τι υπήρχε πριν αυτό ούτε θα μάθουμε ποτέ αν υπάρχει κάτι μετά.
Η ίδια η ύπαρξή μας είναι ένα φαινόμενο ακατάληπτο από εμάς. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε το λόγο της, ούτε σε τι εξυπηρετεί, για να το υπηρετήσουμε, καθώς είναι αδύνατον να δούμε πέρα από τα πεπερασμένα χρονικά της όρια για να συλλάβουμε το ρόλο που παίζει – αν παίζει – στο έργο του συμπαντικού γίγνεσθαι.
Όλα αυτά που κάνουμε δεν ξέρουμε τι νόημα μπορεί να έχουν αφού δεν θα υπάρχουμε μετά από αυτά για να διαπιστώσουμε τη σημασία τους. Ο χρόνος ύπαρξής μας και τα έργα μας ταυτίζονται.
Δεν έχει νόημα να προσδοκούμε κάτι από τους κόπους μας, αφού δεν θα υπάρχουμε πέραν αυτών για να καρπωθούμε το αποτέλεσμά τους. Το μόνο που θα είχε νόημα, μέσα σε αυτή την αδυναμία ορισμού κάποιου απώτερου νοήματος, θα ήταν να εργαζόμαστε για να ζούμε, ταυτίζοντας έργο και ζωή.
Η υποθήκευση της ζωής μας δεν έχει κανένα νόημα, σε όποια χρονική διάσταση και να το εξετάσουμε. Το μόνο που απομένει είναι η απόλαυσή της.

Αναφορά στο πέρα από εμάς
Η επιστροφή στο τώρα και στην απόλαυσή του, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το πέρασμα του χρόνου εις το διηνεκές, το πριν και το μετά του, η αρχή και το τέλος του (αν υπάρχουν) και άλλα τέτοια μεγάλα ερωτήματα παύουν να μας απασχολούν.
Η ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με την αρχή και το τέλος του Κόσμου, να βρει το Νόημα των νοημάτων, τον Λόγο όλων των λόγων είναι φυσική του ροπή, που προκύπτει εγγενώς από τη νόησή του, που αναζητεί την αιτία και το αποτέλεσμα των πραγμάτων.
Η ανθρώπινη νόηση δεν θα παύσει ποτέ να τείνει στην εξερεύνηση του Όλου, προσπαθώντας να βρει το αρχικό αίτιο και το ύστατο αιτιατό, στο οποίο οφείλει και η ίδια την ύπαρξή της.
Ο άνθρωπος θα αναζητεί πάντα τη σύνδεση με αυτό που τον ξεπερνά και τον καθορίζει. Μόνο που αυτό που τον ξεπερνά, ξεπερνάει και τη νόησή του. Δεν μπορεί να πει κάτι για «αυτό», να βρει λέξεις που να το κυριολεκτούν, να διαμορφώσει μια στέρεη, θετική σκέψη και να αποδώσει κάποιο απτό νόημα στο ασύλληπτο «αυτού». Αυτό πάντα θα ξεγλιστράει, γιατί δεν χωράει στο νου του.
Μπορεί, βέβαια, να φτιάξει φαντασίες (όπως έκανε με τις μυθολογίες και τις θρησκείες) ή να φιλοσοφήσει, με έννοιες καθαρά αφαιρετικές, κάνοντας υποθέσεις περί αυτού. Εφόσον  μένει στο καθαρά υποθετικό πεδίο, με αφηρημένες αναφορές σε Αυτό, χωρίς να Του αποδίδει κάποια θετικά γνωρίσματα, τότε μένει κοντά Του, ανοικτός πάντα στην απεραντοσύνη Του.
Ο καθαρά υποθετικός λόγος περί Αυτού ανοίγει τη νόηση στο ασύλληπτο Όλον, τη διανοίγει στο άφατο του και την οδηγεί στην κατανυκτική σιωπή που του αναλογεί.
Όμως, δεν μπορούμε να ζούμε μες στη σιωπή ούτε να πορευόμαστε με διαρκή πνευματική κατάνυξη. Χρειαζόμαστε και το θετικό, συγκεκριμένο λόγο σαν οδηγό μας σε αυτήν εδώ τη γη.  Η αναφορά μας στο πέρα από εμάς, μπορεί να μας βγάζει από τις μικρονοϊκές μας εμμονές και τις περιορισμένες μας αντιλήψεις, υποβάλλοντάς μας τη σιωπή, αλλά υπάρχουμε κι εμείς, σαν σάρκα, στην καθημερινότητά μας. Τι έχουμε να πούμε για εμάς;
Εάν θέλουμε κάποιο απτό νόημα για τις ζωές μας, που φυλλορροούν στο πέρασμα του χρόνου, το μόνο θετικό που μπορούμε να πούμε είναι να περνάμε καλά.
Όλα τα άλλα άγνωστα και σιωπή. Εφόσον πράττουμε ως προς αυτό, ταυτίζοντας έργο και ζωή, ολοκληρώνουμε τη θετική  (φυσική) διάσταση της ύπαρξής μας και μένει η υποθετική (μεταφυσική). Αυτές οι δύο είναι συμπληρωματικές, με τον θετικό λόγο για εμάς να συμπληρώνεται με τον υποθετικό λόγο περί Αυτού.
Η ολοκλήρωσή μας χρειάζεται και τη μεταφυσική συμπλήρωσή μας μέσω του καθαρά υποθετικού (θεωρητικού και αφαιρετικού) λόγου, που μας διανοίγει στο άφατο και στη σιωπή. Όμως, ως προς τα δικά μας πράγματα, αυτό που μπορούμε να πούμε πρακτικά και θετικά είναι «να περνάμε καλά».



Η συμπληρωματικότητα
Όπως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη μεταφυσική μας πλευρά για να περνάμε εμείς καλά αδιαφορώντας για το Όλον (γιατί έτσι θα νιώθαμε λειψοί), έτσι δεν μπορούμε να αγνοούμε και τους άλλους (και τα άλλα), για να περνάμε καλά αδιαφορώντας για αυτούς (και αυτά).
Κατ’ αρχήν είναι δύσκολο έως αδύνατον να περνάει κανείς καλά μόνος, ξεκομμένος από τους άλλους (και τα άλλα). Πρώτον διότι τους έχει ανάγκη και εξαρτιέται από αυτούς (και αυτά). Δεύτερον γιατί, και να μην τους έχει ανάγκη, δεν μπορεί να χαρεί για πολύ μόνος. Το μοίρασμα είναι μέρος της χαράς.
Ούτε γίνεται να μη νοιαζόμαστε για το μετά και το πριν μας, επειδή θα πεθάνουμε. Η ζωή μας υπάρχει σαν συνέχεια. Είμαστε κομμάτι μιας αλληλουχίας, που είναι αδύνατον να αγνοήσουμε διότι σ αυτήν οφείλεται η ύπαρξή μας.
Η χαρά της ύπαρξης αφορά όλη την αλληλουχία της ζωής, στο τώρα, στο πριν και στο μετά της. Δεν υφίσταται χωρίς αυτήν διότι είμαστε αναπόσπαστο κομμάτι ενός Όλου, αποτελώντας απλά μια στιγμή του γίγνεσθαί Του.
Το «εγώ» μας είναι βέβαια κάτι ξεχωριστό. Αποτελεί μα διακεκριμένη μονάδα του Όλου, μια διακριτή στιγμή του γίγνεσθαι. Υπάρχουμε σαν πολλά ξεχωριστά «εγώ», όχι σαν ένα «εμείς» ομογενοποιημένο και αδιάφορο. Χαιρόμαστε ή δυστυχούμε από μόνοι μας. Απλά, δεν μπορούμε να χαρούμε ξεκομμένοι. Το ποια σύνδεση θα μας χαροποιήσει είναι δικό μας θέμα. Σίγουρα, όμως, η όποια εκπλήρωσή μας συνεπάγεται τη συμπλήρωσή μας με ό,τι μας κάνει να νιώθουμε πλήρεις. Η συμπληρωματικότητα είναι νόμος.

Πώς επιτυγχάνεται όμως αυτή η σύνδεση; Τι είναι αυτό που ωθεί τις μονάδες στην κίνηση της συμπλήρωσής τους;

Η διάθεση του πλεονάσματος

Κάθε τι που υπάρχει στον κόσμο, καταφέρνοντας να είναι αυτό το ξεχωριστό «κάτι» και όχι το  τίποτε, αποτελεί ένα καθαρό υπαρξιακό πλεόνασμα απέναντι στο μηδέν της ανυπαρξίας.

Καθώς το σύμπαν αποτελεί το σύνολο του πλεονάσματος τού Είναι έναντι του Μη-Είναι (ή του μηδενός), εμείς δεν είμαστε παρά μορφές αυτού του πλεονάσματος. Δεν είναι δικό μας και δεν μας ανήκει, για να το παρακρατήσουμε. Αφού δεν είναι δικό μας, αλλά ανήκει στο γενικό πλεόνασμα το κόσμου, καλούμαστε να το διαθέσουμε σε αυτό, σύμφωνα με τους κανόνες του γίγνεσθαί του, που μας γέννησαν. Εφόσον το άτομο διαθέσει το πλεόνασμά του για να ενωθεί γόνιμα με ένα άλλο και γεννηθεί από την ένωσή τους κάτι τρίτο, συμμετέχει ακέραια στο γίγνεσθαι και ολοκληρώνεται εν τω Είναι.

(Η ένωση και η γέννηση δεν αναφέρονται αποκλειστικά σε βιολογικές ενώσεις και γέννες παιδιών. Μπορούν να αφορούν κι άλλα πεδία διάθεσης του πλεονάσματος, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά, κλπ., όπου το άτομο ενώνεται με άλλους ανθρώπους και άλλα αντικείμενα, για να γεννηθούν νέες μορφές, καταστάσεις, ιδέες, κλπ.)

Η διάθεση του πλεονάσματος σε γόνιμες συναντήσεις κινητοποιεί ευφορικά το άτομο στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσής του. Η μη-διάθεση του πλεονάσματος, απ’ την άλλη, προκαλεί την α-διαθεσία της ψυχής (της ενωτικής και ζωτικής πνοής του Είναι), αφού το άτομο, περιττό και ξεκομμένο, δυσφορεί με την αποξένωσή του από το γίγνεσθαι.

Κάθε μονάδα είναι ένας περιττός αριθμός (το ένα) που μόνο ζευγαρωμένη με μια άλλη μονάδα γίνεται άρτιος αριθμός (το δύο). Έτσι, αρτιούται και εκπληρώνεται. Συνέχεται στο χρόνο και συνδέεται με το γίγνεσθαι, αφού από το ζευγάρωμά της μπορεί να γεννηθεί μια άλλη μονάδα, ένας άλλος περιττός αριθμός, που θα κινηθεί κι αυτός με τη σειρά του, προς τη δική του συνένωση. Έτσι, το γίγνεσθαι βαίνει τριαδικά, αθροίζοντας περιττούς αριθμούς στο άρτιο.

Η χαρά της ζωής βρίσκεται στη σύνδεση και όχι στην αποσύνδεση. Προφανώς μετράει με τι συνδεόμαστε. Εφόσον αυτό ανταποκρίνεται στα ειλικρινή και βαθιά ζητούμενά μας, τότε η σύνδεση μαζί του παράγει αισθήματα ευφορίας και μας ωθεί να την καλλιεργήσουμε. Εάν όχι, μας είναι αδιάφορη ή ακόμη και εχθρική (αν τη νιώθουμε σαν απειλή, οπότε την αποφεύγουμε).

Ο οδηγός της ψυχής
Για να συνδεθούμε προϋποθέτει να διαχωριστούμε, να βρούμε το εγώ μας και τα ειλικρινή, βαθιά θέλω του, για να κινηθούμε και να συναντηθούμε βάσει αυτών. Η διάκριση δεν είναι πάντα εύκολη. Συχνά κάνουμε λάθη, είτε επηρεασμένοι από προκαταλήψεις και εντολές εξωτερικές είτε από δική μας έλλειψη γνώσης και συνείδησης.
Καθώς δεν υπάρχει κάποια απόλυτη αλήθεια στην οποία να βασιστούμε (αφού μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το απόλυτο), για να διακρίνουμε το σωστό, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αφουγκραστούμε τη ψυχή μας.
Η σύνθεση της βούλησης και της λογικής από τη ψυχή είναι αυτή που μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο στην τροχιά της ολοκλήρωσής του, αποτρέποντάς τον από ό,τι τον εκτροχιάζει.

Η βούληση είναι η ζωτική δύναμη του ατόμου, η ενέργεια που παράγεται από το βιοχημικό «εργαστήριο» του οργανισμού του και η οποία το κινεί προς γόνιμες συναντήσεις με το πλεόνασμα της ενέργειάς του: αυτό που περισσεύει από την αυτοσυντήρησή του.

Η λογική είναι η υπολογιστική δυνατότητα του του εύφρονος ανθρώπου (ή homo sapiens), το λογισμικό του νου/εγκεφάλου του, που του επιτρέπει να βρίσκει σχέσεις και αναλογίες, να επεξεργάζεται δεδομένα και να βγάζει συμπεράσματα.

Το σώμα/βούληση και το πνεύμα/λογική/νόηση ενώνονται με τη ψυχή φτιάχνοντας τη ζωντανή μονάδα που είναι κάθε άτομο. Η ψυχή δεν είναι κάποιο ξεχωριστό συστατικό στοιχείο του ατόμου,  είναι η ίδια η ενότητα των στοιχείων του, η συστοιχείωσή του.

Η ψυχή είναι η πεμπτουσία της ζωοδόχους μας ενότητας, της ενότητας που κρατάει τα επιμέρους μας συστατικά εν ζωή. Όταν η ενότητα καταλύεται οριστικά από το θάνατο, τότε η ψυχή μας φεύγει και το σώμα μας διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. 

Ως πεμπτουσία ενότητας, η ψυχή μπορεί να γίνει ο οδηγός της συμπληρωματικότητας που μας αφορά πραγματικά, δείχνοντας μας το δρόμο για αυτήν με το συναισθηματικό δίπολο της δυσφορίας και ευφορίας. Η δυσφορία μάς ωθεί να απομακρυνθούμε από κάτι. Η ευφορία να ενωθούμε με αυτό.

Βάζοντας ψυχολογικά κριτήρια στις επιλογές μας, θέτουμε κατά προτεραιότητα το πώς αισθανόμαστε μέσα μας εμείς οι ίδιοι και όχι τι επιτυγχάνουμε προς τα έξω ή πώς αναγνωριζόμαστε από τους άλλους. Αυτό μας φέρνει σε επαφή με τον εαυτό μας, μας κάνει να είμαστε ειλικρινείς και μας οδηγεί στην αυθεντικότητα.

Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποια έξωθεν ή άνωθεν εντολή από κάποια ανώτερη αρχή ή εξουσία ή ιερατείο ή θεότητα, που δικαιούται να μας εντέλει το “δέον γενέσθαι”, ο μόνος ασφαλής οδηγός μας μπορεί να είναι η ψυχή, με το πηγαίο αισθηματικό της δίπολο της ευφορίας και της δυσφορίας.

Πάνω σε αυτό, έγραψα σε μια προγενέστερη φάση για την αρχή του να-νιώθεις-καλά.


Η πρόδρομος αρχή του να-νιώθεις-καλά, the feeling-good principle
Εφόσον αυτό που θέλουμε όλοι σε αυτή τη ζωή είναι να νιώθουμε καλά -το αντίθετο θα ήταν παράλογο- αυτό μπορεί να το κάνει βάση μιας νέας ηθικής, καθώς η καθολική του ισχύς το καθιστά αδιαμφισβήτητη αξιολογική αρχή.

Η αρχή τού να-νιώθεις-καλά  ("the feeling-good principle", όπως θα λέγαμε στα αγγλικά) είναι πάρα πολύ απλή και ευκολοδιάκριτη. Αρκεί να είμαστε ειλικρινείς, βέβαια, με τον εαυτό μας, να αναγνωρίζουμε τα αισθήματά μας και να μην  ψυχαναγκαζόμαστε. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ξεκινώντας από κάτι τόσο απλό, σαν αρχή, προκύπτει στη συνέχεια το αίτημα της ειλικρίνειας. Ξεδιπλώνοντας περαιτέρω τις παραμέτρους αυτού του αιτήματος, μπορούμε να φτιάξουμε ένα ηθικό σύστημα, όπου αυτό που μας εμποδίζει να είμαστε ειλικρινείς είναι κακό και αυτό που μας διευκολύνει καλό.

Ακούγεται περίεργο να ζητάς επαναθεμελίωση της ηθικής πάνω σε μια τέτοια αρχή, καθώς αυτή μοιάζει πολύ «εγωιστική». Αν μας επιτρέπεται να κάνουμε ό,τι μας αρέσει (προκειμένου να νιώσουμε καλά), τότε τι μας εμποδίζει να αρπάξουμε ή να βιάσουμε, για να πάρουμε κάτι που θέλουμε; Χωρίς εμπόδια και φραγμούς καταλύεται η έννοια του συστήματος και μια τέτοια ηθική βάση οδηγεί στο χάος. Είναι αλήθεια, όμως, αυτό; Μπορούμε να νιώσουμε ειλικρινά καλά, πατώντας επί πτωμάτων; Μας αρέσει πραγματικά κάτι τέτοιο;

Αν ναι, ας το κάνουμε. Βέβαια, δεν θα είναι τόσο εύκολο, γιατί σε κάποιους άλλους δεν θα αρέσει και δεν θα μας το επιτρέψουν. Οι άλλοι, βασιζόμενοι στη δική τους αρχή να-νιώθουν-καλά, δεν θα μας αφήσουν να τους υποτάξουμε. Θα δώσουν όλο τον εαυτό τους να υπερασπιστούν αυτή την αρχή, γιατί τους αφορά άμεσα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η αδικία μπορεί να περιοριστεί, όταν τα άτομα, δρώντας επί προσωπικού, βάσει αυτής της αρχής, αντιδρούν έντονα στο κακό: αυτό που θα τους κάνει να νιώσουν άσχημα. Έτσι ορίζεται εκ των πραγμάτων μια διαχωριστική γραμμή όπου το να-νιώθεις-καλά δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος άλλου και αυτή η γραμμή άμυνας χαράσσεται από τα ίδια τα άτομα, χωρίς να την εκχωρούν σε άλλους.

Μήπως, όμως, η εγωιστική και κατά μόνας απόλαυση δεν είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε; Μήπως, κατά βάθος, δεν νιώθουμε καλά όταν είμαστε ξεκομμένοι από τους άλλους, ζώντας σε διαρκή σύγκρουση μαζί τους; Ας είμαστε ειλικρινείς και ας προσπαθήσουμε να δούμε τι θέλουμε πίσω από όλα αυτά κυνηγάμε, παρασυρόμενοι συχνά σε πολεμικές πρακτικές. Μπορεί έτσι να διακρίνουμε ότι το ζητούμενο δεν είναι ο πόλεμος αλλά η φιλία, γιατί αυτή μας κάνει να νιώθουμε πραγματικά καλά.

Η αρχή του να-νιώθεις-καλά δείχνει ασύμβατη με συγκρουσιακές πρακτικές, γιατί αυτές παράγουν άγχος και εμπεριέχουν κίνδυνο. Μπορεί να εξαναγκαζόμαστε σε αυτές, αλλά είναι δύσκολο να τις θέλουμε πραγματικά. Χωρίς να αποκλείσουμε την περίπτωση να αντλεί κάποιος ευχαρίστηση από το κακό και τη βία (να είναι χαιρέκακος ή πολεμοχαρής), δεν μπορούμε να κανοναρχούμε βάσει της διαστροφής του.
 Η ηθική σημαίνει ορισμό της κανονικότητας, χωρίς να αποκλείει την ύπαρξη εξαιρέσεων. Το θέμα είναι αν τις επιβραβεύει ή τις καταδικάζει. Η ηθική δεν ορίζει την πραγματικότητα, αλλά κανονίζει όρους ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ορίζει το δέον και όχι το ον.

Η αρχή του να-νιώθεις-καλά, υπό κανονικές συνθήκες, αποκλείει την επιθετικότητα, καθώς αυτή παράγει χάσματα και προκαλεί δυσφορία. Οι συνθήκες, όμως, μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες και να πιέζουν τα άτομα σε μια εγωιστική πρακτική για να σωθούν, αυξάνοντας τον κίνδυνο επιθετικής συμπεριφοράς. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών ώστε να διευκολύνουν τα άτομα να λειτουργούν απρόσκοπτα ως προς τη βασική τους αρχή να-νιώθουν-καλά.

Όπως βλέπουμε, η βασική αυτή αρχή μπορεί να φαίνεται απλή, αλλά δεν είναι εύκολη στην πράξη. Χρειάζεται προσπάθεια, καθώς η πραγματικότητα πολλές φορές δυσκολεύει την πραγματοποίηση ενός τόσο απλού προτάγματος με την περιπλοκότητά της και τις δυσκολίες που προβάλλει. Είτε οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με τη σπάνη φυσικών πόρων και υλικών αγαθών, είτε με ενδοανθρώπινες διαμάχες και ανταγωνισμούς, καλούμαστε -μέσω της αρχής- να τις λύσουμε με τρόπο που να περνάμε καλά.






ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ, στην Πράξη
προϋποθέσεις, προκύπτοντα και παρεπόμενα


Η Αρχή αυτή μπορεί να χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση και επεξεργασία για να θεμελιωθεί φιλοσοφικά και να επικυρωθεί από τους ειδικούς. Πέρα όμως από τη φιλοσοφική θεμελίωσή της, συνεπάγεται κάποιες προϋποθέσεις.
Το «να περνάμε καλά» ακούγεται σαν μια απλή – έως απλοϊκή – επίκληση, αν δεν αναλυθεί στις πρακτικές συνεπαγωγές της. Αν αναλυθεί διεξοδικά, τότε, από αυτή τη σκέτη φράση μπορεί να προκύψει μια ολόκληρη βιβλιογραφία. Ας δούμε εδώ συνοπτικά τι συνεπάγεται αυτή η φράση στην πράξη.
Πότε συγκεκριμένα μπορούμε να περνάμε καλά και ποιες οι βασικές προϋποθέσεις επίτευξης της ευφορίας που εισηγείται η εν λόγω Αρχή;



Ι. ΥΓΕΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ
Όποιος υποφέρει από κάποια αρρώστια είναι δύσκολο να περνά καλά, ακόμα κι αν του δίνουν μορφίνη αφειδώς. Η υγεία είναι πρώτη βασική προϋπόθεση, διότι αφορά το ίδιο μας το σώμα, τη βάση της ύπαρξής μας.
Η προϋπόθεση της υγείας συνεπάγεται μια σειρά μέτρων:
Α. για την τήρησή της
Β. για τη θεραπεία των ασθενειών.

Α. ΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
Για την τήρηση της υγείας χρειάζεται καλή φυσική κατάσταση, άρα κάλυψη των βασικών αναγκών του ανθρώπου, ήτοι:
1. σωστή διατροφή και νερό
2. καθαρός αέρας και περιβάλλον
3. στέγη και ένδυση

(Η σωματική άσκηση είναι προαιρετική και αφορά κυρίως τους καθιστικούς πληθυσμούς των γραφείων και των καναπέδων.)

Α1. Σωστή διατροφή και νερό
Η σωστή διατροφή δεν είναι καθόλου δεδομένη στις μέρες μας.
α. Σε άλλα μέρη πεινάνε και διψάνε,
β. Σε άλλα τρέφονται με junk food και πίνουν ζαχαρωμένα ανθρακούχα.

Α1, α. Όπου πεινάνε και διψάνε, προέχει η κάλυψη αυτής της στοιχειώδους ανάγκης με υποστήριξη γηγενών λύσεων παραγωγής τροφής και πρόσληψης νερού. Εάν αυτά δεν είναι αρκετά, θα πρέπει να συμπληρώνονται με την εισαγωγή τους.
Θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται στους πληθυσμούς αυτών των περιοχών να μετακινηθούν, εφόσον κινδυνεύει η ζωή τους. Η μετανάστευση είναι η ενδεδειγμένη λύση όταν η παραγωγή και η εισαγωγή τροφής και νερού δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα επιβίωσης των ανθρώπων.
Ο έλεγχος των γεννήσεων είναι ακόμη ένα ενδεδειγμένο μέτρο, εφόσον υπάρχει πρόβλημα ανεξέλεγκτων γεννήσεων σε υποσιτιζόμενες περιοχές λόγω έλλειψης ενημέρωσης και προφυλακτικών μέσων.
Επειδή αυτές οι περιοχές πάσχουν συνήθως από πολέμους, η παύση των πολέμων και η επικράτηση ειρήνης είναι απαραίτητη, όχι μόνο για εξασφάλιση της υγείας αλλά και της ίδιας της ζωής.

ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Καθώς η πολεμικότητα είναι μια αρχέγονη μέθοδος διεκδίκησης της τροφής από αντιπάλους είναι το πρώτο παρεπόμενο που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε στη διερεύνηση του να-περνάμε-καλά ξεκινώντας από την πρώτη προϋπόθεση της υγείας, τη διατροφή.
Η άρση της πολεμικότητας δεν αφορά μόνο τις ενεργά εμπόλεμες περιοχές που λιμοκτονούν αλλά και τις εν δυνάμει πολεμικές, που είναι όλες οι χώρες που συντηρούν στρατούς, σπαταλώντας τεράστια μέσα σε έναν τομέα απειλητικό για το περνάμε-καλά. Αυτές θα πρέπει να αφοπλιστούν. Εκτός αν θέλουμε να περνάμε μόνο κάποιοι καλά, όσοι έχουμε ισχυρούς στρατούς και οι άλλοι ας πεθαίνουν ή ας σκοτώνονται (αν δεν τους σκοτώνουμε εμείς οι ίδιοι, αυτοπροσώπως ή κατά παραγγελία).
Εφόσον, όμως, το «να-περνάμε-καλά» αφορά τους πάντες και όχι μόνο κάποιους, ο πόλεμος ή η απειλή του πολέμου με την παρουσία των στρατών αντικρούεται με αυτή την αρχή, διότι δεν γίνεται να περνάνε κάποιοι καλά εις βάρος άλλων.

ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ
Εδώ προκύπτει το πρόβλημα της καθολικότητας των αρχών μας. Είτε αυτές αφορούν τους πάντες και έχουν καθολική ισχύ, οπότε καλούμαστε να βρούμε έναν τρόπο εφαρμογής τους που συμπεριλαμβάνει τους πάντες (όπως εδώ: πώς γίνεται να-περνάμε-καλά συνολικά, στην πράξη). Είτε αφορούν μόνον εμάς, οπότε τις χρησιμοποιούμε κατά βούληση (όπως εδώ: να περνάμε καλά εμείς, πατώντας επί πτωμάτων, αν χρειαστεί).
Μια αρχή που δεν είναι καθολική δεν είναι παρά ένα θεωρητικό όπλο εναντίον των άλλων. Αποτελεί μέσο επιβολής μιας αυθαίρετης άποψης εις βάρος του συνόλου. Είναι μέσο εξουσίας και τίποτε άλλο.
Η καθολικότητα δεν είναι υποχρεωτική και μπορούμε να φερόμαστε επιθετικά, αν μας παίρνει, χωρίς πολλές κουβέντες. Να μη μιλάμε καθόλου, να μη θεωρητικολογούμε και απλά να παίρνουμε κεφάλια. Όμως όταν αναπτύσσουμε θεωρίες εν ονόματι του ανθρώπου, αυτό που συμπεραίνουμε πρέπει να ισχύει για όλους. Αλλιώς είναι κάλπικο και πρόκειται για καθαρή απάτη, για να παίρνουμε κεφάλια από τη μια και να το παίζουμε πνευματικά ανώτεροι από την άλλη.
Ούτε όμως η καθολικότητα συνεπάγεται ότι αναλαμβάνουμε εμείς εργολαβικά να σώσουμε τους άλλους, να τους καθοδηγήσουμε στο σωστό και να τους ταΐζουμε στο στόμα, για να περνάμε όλοι καλά. Η καθολικότητα αυτού του προτάγματος αφορά και αυτούς τους ίδιους, άρα πρέπει να το αναλάβουν προσωπικά, να δώσουν τις δικές τους λύσεις και να δράσουν πρωτοβουλιακά ως προς αυτό. Η σχέση ετεροκαθορισμού όπου κάποιοι ανώτεροι φροντίζουν φιλανθρωπικά και φιλεύσπλαχνα κάποιους κατώτερους παραβιάζει την καθολικότητα.
Η καθολικότητα δεν συνάδει με την αφ’ υψηλού φιλευσπλαχνία. Είναι άλλο η υποστήριξη κάποιων σε μια δύσκολη στιγμή και άλλο η εργολαβική ανάληψη της σωτηρίας τους. Εάν αντιμετωπίζουν έκτακτες συνθήκες, τότε ναι, πρέπει να βοηθάμε. Όπως θα πρέπει να μας βοηθούν και οι άλλοι, σε ανάλογες περιπτώσεις. Η αλληλεγγύη είναι σημαντικός παράγοντας επίτευξης της καθολικότητας, όμως δεν μπορεί να είναι μονόπλευρη. (Προφανώς, αυτό δεν ισχύει για άτομα σε κατάσταση αναπηρίας και μόνιμης αδυναμίας, τα οποία χρειάζονται διαρκή υποστήριξη.)
Στη θέση της εργολαβικής φιλευσπλαχνίας θα πρέπει να αναπτυχθεί διεθνής αλληλεγγύη και συνεργασία, όπου οι διάφορες χώρες ανταλλάσσουν τεχνογνωσία, εμπειρίες και προϊόντα, για την επίτευξη του κοινού καλού.

ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ
Ποιοι θεσμοί όμως θα φροντίζουν για την τήρηση της καθολικότητας, θα ασχολούνται με το κοινό καλό και θα επιμελούνται τα μέτρα επίτευξής του; Τα εθνικά κράτη, με τους στρατούς και τις  διεκδικήσεις τους, είναι ακατάλληλα για αυτό το ρόλο. Θα πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν οι κατάλληλοι παγκόσμιοι θεσμοί.
Προφανώς οι στρατοί θα πρέπει να καταργηθούν, καθώς δεν συνάδουν με την παγκοσμιότητα. Το να δημιουργηθεί ένας παγκόσμιος πολεμικός μηχανισμός θα ήταν περιττό, εκτός αν απειλούμαστε από εξωγήινους. Αυτό που θα χρειαζόταν είναι ένας διεθνής μηχανισμός ασφαλείας – κάτι σαν διεθνή αστυνομία – που θα προστάτευε τους πολίτες από κακόβουλες πράξεις εγκληματικών στοιχείων.
Οι πόροι και τα μέσα που θα απελευθερωνόταν από την κατάργηση των στρατών θα μπορούσαν να διατεθούν για την παγκόσμια επίτευξη τού να-περνάμε-καλά, ξεκινώντας από τα στοιχειώδη μέτρα τήρησης της υγείας: της σωστής διατροφής και του πόσιμου νερού για όλους.

------------------------------------------------------------------------------------------------
[Παρέκβαση]
Βλέπουμε ότι από ένα απλό πρώτο μέτρο, αυτό για την τήρηση της υγείας, προκύπτουν να γίνουν ένα σωρό πράγματα. Θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί η παγκόσμια παραγωγική μηχανή για να τα επιτύχει και να έχουμε πλήρη απασχόληση των πάντων για να-περνάμε-καλά. Αντ’ αυτού έχουμε άγονες αντεγκλήσεις, πεισματικές γραφειοκρατίες και αδιέξοδους ανταγωνισμούς των ανθρώπων. Μόνο κάποια επιμέρους σχέδια συγκράτησης της επιθετικότητας τους (τόσο μεταξύ τους, όσο και εναντίον της φύσης) υπάρχουν από τους υφιστάμενους παγκόσμιους φορείς. Οι μεγαλόπνοες ιδέες  της δημιουργικής υπέρβασής των αδιεξόδων απουσιάζουν ή θεωρούνται γραφικές.
Όσα προκύπτουν εδώ μπορεί να φαντάζουν ουτοπικά, όμως αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητά τους.  Διάφορα ειρηνιστικά και διεθνιστικά κινήματα τα έθεσαν επίσης στο παρελθόν, αλλά τότε μπορεί να ακουγόταν αφηρημένα και ιδεαλιστικά. Εδώ προκύπτουν «μαθηματικά» από το να-περνάμε-καλά, εφόσον το αναπτύξουμε στις συνέπειές του. Εάν πραγματοποιηθούν ή όχι, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ένας από τους πιο σημαντικούς είναι ο χρόνος.
Η αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων χρειάζεται πολύ χρόνο, ενώ, από την άλλη, ο χρόνος λιγοστεύει. Η επιθετικότητα εναντίον της φύσης μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση του οικοσυστήματος και να προκαλέσει παγκόσμιες αλλαγές, που θα συμβούν από την καταστροφή και όχι τη δημιουργία.
Είναι αμφίβολο αν οι άνθρωποι κινητοποιηθούν έγκαιρα. Μπορεί όλα αυτά που αναφέρονται εδώ να αποδειχθούν μάταια, αλλά δεν μπορούμε να μην τα πούμε, έστω κι αν αγνοηθούμε.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
[Επιστροφή στις προϋποθέσεις ]

Α1,β. Όπου τρέφονται με junk food και πίνουν ζαχαρωμένα ανθρακούχα, προέχει η ποιοτικο-ποίηση της διατροφής, με στροφή στις οργανικές καλλιέργειες και χρήση φυσικών υλικών και υγιεινών μεθόδων στην παρασκευή των τροφών. Πέρα από ενημέρωση για τον υγιεινό τρόπο που πρέπει να ακολουθούν οι καταναλωτές, χρειάζεται δραστική αλλαγή από την πλευρά των παραγωγών και προμηθευτών. Το  μοντέλο της φτηνής και μαζικής παραγωγής τροφών, με εκτεταμένη χρήση χημικών και γενετικών μεθόδων, είναι πολλαπλά καταστροφικό. Ζημιώνει τόσο την υγεία των ανθρώπων όσο και των άλλων ειδών, ενώ θέτει σε κίνδυνο το φυσικό περιβάλλον.
Το πώς θα συμβεί αυτό, ώστε η παραγωγή να ανταποκρίνεται στη ζήτηση και οι τιμές να είναι προσιτές στους καταναλωτές, αφορά πάλι ένα μακρόπνοο σχέδιο σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για όσα θα συναντήσουμε παρακάτω, οπότε δεν θα το επαναλαμβάνουμε.
------------------------------------------------------------------------------------------
Εδώ τίθενται οι αναγκαιότητες, όπως προκύπτουν από την ανάλυση του να-περνάμε-καλά στις βασικές του προϋποθέσεις. Η ανταπόκριση σε αυτές εξαρτάται από την ενεργοποίηση των ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο, εφόσον συμφωνούν στην καθολικότητα του αιτήματος. Εάν ενεργοποιηθούν, είναι σίγουρο ότι θα βρουν λύσεις, αρκεί να προλάβουν το χρόνο που τρέχει.
------------------------------------------------------------------------------------------
Α2. Καθαρός αέρας και περιβάλλον
 Ο μολυσμένος αέρας και το βρώμικο περιβάλλον από σκουπίδια, ακαθαρσίες και λύματα κάθε είδους σε γη και θάλασσα είναι νοσογόνοι παράγοντες, που απειλούν τη φυσική κατάσταση πολλών ανθρώπων και την ίδια τη φύση.
Ακόμα ένα παγκόσμιο σχέδιο.
 
Α3. Στέγη και ένδυση
Η στέγη υπήρξε πάντα πολύ σημαντική για τον άνθρωπο, όχι μόνο για λόγους προστασίας από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και σαν εσωτερική του θεμελίωση - σαν βάση, έδρα, εστία, σπιτικό του. Αποτελεί για τους περισσότερους ανθρώπους την πρώτη τους ευχή:  ένα σπίτι που να ανταποκρίνεται στον τρόπο που θα ήθελαν να ζήσουν. Αυτό καθιστά τη στέγη πολλαπλά σημαντική για να-περνάμε-καλά.
Η ένδυση δεν είναι απαραίτητη σε  κάποια κλίματα, αλλά σε αρκετά χρειάζεται για προστασία. Οι άνθρωποι δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα κάλυψης αυτής της ανάγκης, αν και θα απαιτείτο η χρήση φυσικών υλικών και δικαιότερων μεθόδων στην κατασκευή των ρούχων. (Ισχύει ό,τι και στη φτηνή, μαζική διατροφή)


ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ
Τόσο στη στέγη όσο και στην ένδυση τίθενται θέματα αισθητικής και προσωπικής προτίμησης των ατόμων για το πώς θέλουν να ντυθούν και πού να μείνουν, τα οποία δεν μπορούν να ομαδοποιηθούν. Αφορούν τα άτομα και πρέπει να λυθούν από αυτά, για να περνάνε-καλά, χωρίς να επιβαρύνουν τους άλλους. Αυτό δεν είναι πάντα δυνατό και γι’ αυτό χρειάζονται κανόνες διαπραγμάτευσής των διεκδικήσεών τους και επίλυσης των διαφορών τους.

ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΥ
Όταν συζητάμε τις προϋποθέσεις να-περνάμε-καλά μιλάμε για ένα αφηρημένο, γενικό υποκείμενο: εμάς. Εμείς, σε αυτή τη συζήτηση, είμαστε όλοι οι άνθρωποι ή πρέπει να είμαστε, για να έχουν καθολική ισχύ τα συμπεράσματά της.  Εμείς όμως δεν είμαστε όλοι ένα. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας που ποικίλουν από το πρώτο ενικό «εγώ» ως το τρίτο πληθυντικό «αυτοί». Οι διαφορές αυτές είναι σημαντικές για τη βιοποικιλότητα της ζωής και για τη δική μας, ξεχωριστή ύπαρξη.
Όταν μιλάμε ως «εμείς» θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις επιμέρους διαφορές μας ώστε τα γενικά συμπεράσματα να αφορούν μόνο το κοινό μας πεδίο, αφήνοντας στα άτομα να δράσουν ελεύθερα στο προσωπικό. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό διότι η εισβολή του καθολικού σε πεδία που δεν του ανήκουν οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Θα πρέπει να γίνεται σαφής διαχωρισμός των θεμάτων που αφορούν το σύνολο (το καθολικό) και αυτών που ανήκουν σε υποσύνολα ή άτομα, που θα πρέπει να τα αναλαμβάνουν ξεχωριστά.
Εδώ συζητάμε μόνο τις γενικές προϋποθέσεις να-περνάμε-καλά, ορίζοντας αυτές που ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως. Πέραν αυτών, ο καθένας έχει τις προσωπικές του ανάγκες και βλέψεις που εξειδικεύουν το γενικό αίτημα και το κάνουν δικό του. Γι’ αυτές πρέπει να φροντίσει ο ίδιος και το σύνολο να μην τον εμποδίζει, αντίθετα να τον υποστηρίζει ει δυνατόν, εφόσον δεν κινείται εναντίον του.
Η σχέση ατόμου και συνόλου είναι συμπληρωματική, όταν κοινός στόχος είναι το καθολικό να-περνάμε-καλά. Η σχέση συμπληρωματικότητας ανάμεσά τους συντελεί ταυτόχρονα στη γενική και στην ατομική «καλοπέραση», εκεί που αυτά συναντιούνται.
Οι διαφορές ανάμεσα στα άτομα θα πρέπει να ρυθμίζονται βάσει κοινά αποδεκτών κανόνων που να συμβάλλουν στην εξισορρόπηση των ξεχωριστών δυναμικών των ατόμων, ώστε να μη παραβιάζουν το μέτρο της ισορροπίας, αλλά και να μη χάνουν τη δυναμική τους.

[Επιστροφή στις γενικές προϋποθέσεις Ι, της Υγείας]

Β. ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ

Η ιατρική επιστήμη κάνει θεαματικές προόδους, αξιοποιώντας τα ευρήματα άλλων επιστημών και αφομοιώνοντας άμεσα τις τεχνολογικές εξελίξεις, για τη δική της επιστημονική εξέλιξη.
Η επιστημονική εξέλιξη συμβάλει ποικιλοτρόπως στα θέματα της υγείας και είναι σημαντική η στήριξή της, ακόμη και αν δεν αποδίδει άμεσα οικονομικά οφέλη. Γι’ αυτό, η έρευνα θα πρέπει να μην εξαρτάται μόνο από τις ιδιωτικές εταιρίες, αλλά να διεξάγεται και ανεξάρτητα από αυτές.
Η ανεξαρτησία της Ιατρικής από επιχειρηματικά συμφέροντα θα της επιτρέψει να διερευνήσει ελεύθερα και άλλους παράγοντες υγείας, όπως τους ψυχοσωματικούς και τους περιβαλλοντικούς, οι οποίοι δεν είναι εκμεταλλεύσιμοι εμπορικά.
Ειδικά, οι ψυχικές ασθένειες είναι πιο σύνθετες από τις σωματικές και πρέπει να διερευνώνται πολύπλευρα. Πέρα από αυτές που έχουν οργανική βάση – όπως στη διανοητική αναπηρία – οι άλλες επηρεάζονται λίγο ως πολύ από τη σχέση των ατόμων μεταξύ τους και με τον εαυτό τους.
Η αποξένωση των ατόμων μεταξύ τους και με τον εαυτό τους προκαλεί την αντίδραση της ψυχής, που δείχνει το πρόβλημα του διχαστικής ανάπτυξής μας. Βάζουμε εξωτερικούς στόχους υλιστικής ανάπτυξης που μας απομακρύνουν από αυτό που ζητάει η ψυχή μας, να-περνάμε-καλά. Θα έπρεπε η ανάπτυξη να συμβάλει σε αυτό και οι επενδύσεις μας να αποφασίζονται σύμφωνα με τις υποδείξεις της ψυχής μας.

ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ
Το σύνολο των υπηρεσιών υγείας, από τα νοσοκομεία και τα ιατρεία ως τα ερευνητικά κέντρα
και τα φαρμακεία φροντίζουν στην ουσία για την εξασφάλιση του υπ’ αριθμόν ένα παράγοντα για να περνάμε καλά. Προφανώς θα πρέπει να υποστηρίζονται και να χρηματοδοτούνται έτσι ώστε να αποδίδουν το καλύτερο αποτέλεσμα. Αυτό πρέπει να είναι το κριτήριο.
Η ιατρική επιστήμη δεν έχει εφευρεθεί για να θησαυρίζουν κάποιες εταιρίες (ασφαλιστικές, νοσοκομειακές, φαρμακευτικές, κλπ.) ή μερικοί μεγαλο-γιατροί. Η κερδοσκοπική σχέση στο ιατρικό επάγγελμα είναι ξένη με το αντικείμενό του και πρέπει να ελέγχεται. Όπως θα πρέπει και να ανταμείβεται ικανοποιητικά η προσφορά του στο σύνολο, από το ίδιο το σύνολο. Είτε αυτό το σύνολο εκπροσωπείται από το δημόσιο είτε από άλλους συλλογικούς ασφαλιστικούς φορείς, θα πρέπει να φροντίζει  για την κάλυψη της υγείας όλων, ώστε κανείς που πάσχει να μην μένει αβοήθητος. 
Το κριτήριο της οικουμενικότητας καθιστά την υγεία δημόσιο αγαθό, καθώς αποτελεί την πρώτη γενική προϋπόθεση της Αρχής μας.
Πέραν της δημόσιας υγείας, όσοι ιδιώτες έχουν ειδικές απαιτήσεις, μπορούν προφανώς να πληρώνουν έξτρα ή και να δημιουργούν τα δικά τους παράλληλα συστήματα υγείας, χωρίς αυτό, όμως, να υποβαθμίζει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών δημόσιας υγείας.

ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΓΥΡΑΝΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Δημόσια Υγεία στον «αναπτυγμένο κόσμο» είναι ο μεγάλος αριθμός των ηλικιωμένων και υπερήλικων που «επιβαρύνει» τις δαπάνες της, τόσο γιατί χρήζουν μεγαλύτερης φροντίδας όσο και διότι δεν συμβάλλουν οικονομικά καθώς δεν εργάζονται. Σε αυτές τις χώρες μιλάνε για γήρανση πληθυσμού και για κατάρρευση των ασφαλιστικών συστημάτων, ενώ την ίδια στιγμή βάζουν φραγμούς στους νέους μετανάστες, επιτείνοντας έτσι το αδιέξοδο. Προφανώς μια λύση θα ήταν οι μετανάστες, αρκεί το μεταναστευτικό να διαχειριζόταν με τρόπο που να λύνει περισσότερα προβλήματα από όσα πιθανόν να δημιουργεί.
Εδώ προκύπτει ξανά το ζητούμενο της παγκοσμιότητας, με άνοιγμα συνόρων (ελεγχόμενο, έστω) και παγκόσμιους θεσμούς. Μόνο η δημιουργική παγκοσμιοποίηση μπορεί να λύσει οικουμενικά θέματα, όπως αυτό της Υγείας, αλλά και της γήρανσης κάποιων πληθυσμών.
Αλλά και πάλι, κάποια στιγμή η ανθρωπότητα θα  έφτανε αναπόφευκτα στο όριο της γήρανσης, εκτός αν ερχόταν μετανάστες από άλλους πλανήτες.
Εδώ πρέπει να συζητηθεί το γήρας καθαυτό: “Γέρος» δεν σημαίνει απαραίτητα ανίκανος. Υπάρχουν πάρα πολλοί ηλικιωμένοι που ενώ έχουν ακόμη ενέργεια να κάνουν πράγματα, κάθονται στα παγκάκια και ταΐζουν  - υπεράριθμα, επίσης – περιστέρια. Αυτό θα πρέπει με κάποιο τρόπο να λυθεί. Σίγουρα όχι με εξαναγκασμό σε εργασία. Άλλωστε, η εργασία δεν πρέπει να είναι εξαναγκασμός.

ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΕΡΓΑΣΙΑ
Η σχέση με την εργασία δεν πρέπει να είναι εξαναγκασμένη ή καταναγκαστική (και ακόμη καλύτερα να μην είναι καν αναγκαστική). Η σχέση εξαναγκασμού αντιβαίνει στην Αρχή «Να Περνάμε Καλά». Σύμφωνα με αυτήν, θα έπρεπε οι  άνθρωποι να εργάζονται για να διαθέσουν ελεύθερα το ενεργειακό τους πλεόνασμα - το παραγωγικό τους δυναμικό ή δημιουργική τους ενέργεια – στην παραγωγή έργου σύμφωνα με τα ταλέντα και τις ικανότητές τους, τις τάσεις και την καλλιέργειά τους.
Παρόλα αυτά, είμαστε συχνά υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε εξ’ ανάγκης όταν τα παραπάνω δεν αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες μας. Η «αναγκαστική», δηλαδή, η «εξ ανάγκης» εργασία είναι αναπόφευκτη σε αυτές τις περιπτώσεις. Εφόσον, όμως, συμβάλει πραγματικά στην κάλυψη των αναγκών μας, ανοίγει το δρόμο στην απόλαυση, με την ταύτιση έργου και ζωής. Αρκεί να τη συνδέουμε με αυτή.
Η εργασία στις διάφορες μορφές της, από την αναγκαστική και εκτελεστική έως την ελεύθερη και δημιουργική, έχει νόημα εφόσον συνδέεται με το μόνο νόημα: να περνάμε καλά. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποσυνδέεται από  αυτό παίζοντας ρόλο εξαναγκασμού, καταπίεσης και εκμετάλλευσης από ισχυρότερα άτομα, ομάδες ή τάξεις, για τη δική τους αποσυνδεδεμένη καλοπέραση. Οι εξ ανάγκης εργαζόμενοι οφείλουν να αντιδράσουν στην εκμετάλλευση τους από όσους έχουν τα μέσα να τους εκμεταλλευτούν για τον δικό τους μόνο πλουτισμό.

[Το θέμα του πλούτου εισάγει στη δεύτερη προϋπόθεση καλοπέρασης: τα λεφτά!]



ΙΙ. ΛΕΦΤΑ!

Μετά την υγεία, αυτό που συνήθως ακολουθεί στη σειρά των προϋποθέσεων που θέτουν οι περισσότεροι για να περνάνε καλά είναι τα λεφτά. Τα λεφτά υπόσχονται απελευθέρωση από την ανάγκη, ελευθερία επιλογών και ικανοποίηση επιθυμιών.
Οι επιθυμίες δεν αφορούν πάντα την απόκτηση υλικών αγαθών. Έχουν να κάνουν συχνά με τη διασκέδαση, τη ψυχαγωγία και τον πολιτισμό.
Οι άνθρωποι θέλουν να ταξιδεύουν, να πηγαίνουν σε θέατρα και φεστιβάλ, σε συναυλίες και χορούς, να χαίρονται την Τέχνη και την Ομορφιά (ανάλογα με τα γούστα τους, φυσικά), να κάνουν εκδρομές στη φύση, σπορ και παιχνίδια. Όλα αυτά είναι ουσιαστικά στο να περνάμε καλά, όμως απαιτούν κάποια λεφτά, έστω για να έχουμε τον ελεύθερο χρόνο που χρειάζονται.
Γι’ αυτό, όλοι θέλουν τα λεφτά. Όμως, δεν μοιράζονται τζάμπα. Χρειάζονται κόπο. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον κόπο που χρειάζονται, διότι αυτός είναι γενικά αποδεκτός από τους ανθρώπους ως εύλογη προϋπόθεση για κάθε απόκτημα.
Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι κάποιοι αποκτούν πολλά λεφτά χωρίς καθόλου κόπο (είτε κληρονομώντας τα, είτε υφαρπάζοντάς τα) ή με ελάχιστο κόπο συγκριτικά με τους υπόλοιπους (είτε υπερτιμολογώντας εαυτούς, είτε εξαπατώντας τους λοιπούς). Αυτό κλονίζει τη σχέση κόπου και αποκτήματος, εισάγοντας το στοιχείο της αδικίας στην κοινωνία, με συνέπεια διαρκείς εντάσεις και δυσφορία.

ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΔΙΚΑΙΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Η αδικία ενοχλεί καίρια την απόλαυση της ζωής και είναι αντίθετη προς την Αρχή μας. Αυτό συνεπάγεται μια σειρά από ρυθμίσεις σχετικά με τον πλούτο, που θα αποκαθιστούν τη σχέση κόπου και αποκτήματος στο μέτρο του δικαίου. Αναφέρουμε κάποιες που προκύπτουν άμεσα:
-          Κοινωνικοποίηση του κληρονομημένου πλούτου, από ένα ποσό και μετά, καθώς οι κληρονόμοι δικαιούνται βασικά στοιχεία της περιουσίας του εκλιπόντος, που είναι συνδεδεμένα με τη ζωή τους (πχ. το οικογενειακό τους σπίτι ή το οικογενειακό εξοχικό ή την οικογενειακή επιχείρηση, το μαγαζί, κλπ.) Επειδή δεν μπορεί να ορίζεται κάθε φορά η προσωπική σχέση με τα κληροδοτήματα, μπορεί να ορίζεται ένα εύλογο ποσόν το οποίο να περνάει στη δικαιοδοσία των κληρονόμων και από εκεί και πέρα να αυξάνονται οι κρατήσεις (με φόρους ή αλλιώς) ώστε το υπόλοιπο να αποδίδεται στο σύνολο, έτσι που να συμβάλει δημιουργικά και παραγωγικά στην καλοπέραση όλων. Ο εκλιπών μπορεί να ορίζει από μόνος του, στη διαθήκη του, τον τρόπο που επιθυμεί να κοινωνικοποιηθεί ο πλεονάζων πλούτος του. Αυτό το μέτρο αφορά προφανώς τις μεγάλες περιουσίες και όχι τις μικρές κληρονομιές, που δεν δημιουργούν κάποια κοινωνική αστάθεια όπως η προκλητική αδικία των μεγάλων κληρονομιών.
-          Πάταξη της υφαρπαγής πλούτου, με διαρκή έλεγχο της πηγής του («πόθεν έσχες») έτσι ώστε όποιο απόκτημα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως προϊόν κόπου, να κοινωνικοποιείται. Ο έλεγχος σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, απαιτεί διεθνή συνεργασία και εξάλειψη διάφορων επινοημένων «παραδείσων» απόκρυψης του υφαρπαγμένου πλούτου.
-          Περιορισμός της αισχροκέρδειας, με έλεγχο της αντιστοιχίας κόπου και αποκτήματος (ώστε να μην επιτρέπονται υπερτιμολογήσεις ή εξαπατήσεις). Επειδή όμως δεν πρέπει να οδηγηθούμε σε ολοκληρωτικές καταστάσεις καταπάτησης της ελευθερίας των συναλλαγών με τον ασφυκτικό έλεγχό τους στο παραμικρό, μπορεί να ορισθεί ένα όριο πλουτισμού πάνω από το οποίο θα αυξάνουν οι φόροι. Στον ορισμό του ποσού πρέπει να ληφθεί υπόψιν η Αρχή μας, έτσι ώστε τα άτομα να μπορούν να χαρούν τα λεφτά που έβγαλαν για να περνάνε καλά, αυτοί και οι δικοί τους. Τα λεφτά που πλεονάζουν και θησαυρίζονται πρέπει να περνάνε στο σύνολο για να αξιοποιηθούν δημιουργικά και παραγωγικά υπέρ της γενικής καλοπέρασης. Ο φορολογημένος πρέπει να έχει μερίδιο στη γενική χαρά, στην οποία συμβάλει με τους φόρους του και γι’ αυτό έχει δικαίωμα ελέγχου της σωστής αξιοποίησής των.  Αυτό  σημαίνει διαύγεια και έλεγχος και των ίδιων των οικονομικών αρχών. Ποιες όμως μπορεί να είναι αυτές;


ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Το μόνο πολίτευμα που ταιριάζει με την καθολικότητα της Αρχής είναι η δημοκρατία, καθώς δίνει λόγο στον κάθε πολίτη ώστε να συναποφασίζει για τα μέτρα εξασφάλισης της γενικής καλοπέρασης. Τα δημοκρατικά εκλεγμένα όργανα διακυβέρνησης και οι δημόσιες αρχές είναι υπόλογες στον πολίτη, αιρετές και αναιρέσιμες εάν δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
Οποιαδήποτε μορφή παρεμπόδισης της συμμετοχής των πολιτών ή ελέγχου της ψήφου τους (είτε με έλεγχο των μέσων επικοινωνίας είτε με απειλές και εξαγορές) ή αλλοίωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων (είτε άμεσα, είτε έμμεσα, όπως με εκλογικά συστήματα που παραβιάζουν την αναλογική εκπροσώπησή τους) αντιβαίνει με τη δημοκρατία.
Η δημοκρατία είναι ένα ανοιχτό και για αυτό ευάλωτο πολιτικό σύστημα, καθώς μπορεί να γίνει έρμαιο συρμών και παθών, που μπορεί να παρασύρουν τα πλήθη σε κακές επιλογές. Η κρίση της πλειοψηφίας δεν είναι πάντοτε η σωστή, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά. Η σωστή πολιτική επιλογή συνεπάγεται ευρύτερη νόηση του γενικού συμφέροντος που πολλοί δεν διαθέτουν, καθώς κρίνουν στενόμυαλα, μέσα από τα μικροσυμφέροντά τους. Αυτό είναι ένα από τα εγγενή προβλήματα της δημοκρατίας, αλλά η λύση δεν μπορεί να είναι αντιδημοκρατική.
Καμία μειοψηφία δεν μπορεί να επικαλεστεί κάποια θεία επιφώτηση για να αναλάβει την εξουσία αυτή, παραβιάζοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες. Η όποια «πεφωτισμένη» μειοψηφία οφείλει να πείσει την πλειοψηφία. Αν αποτύχει, θα υποστεί τις συνέπειες των λαθών μαζί με τους πολλούς. Το καλό είναι ότι οι πολλοί μπορεί έτσι να μάθουν, κάτι το οποίο δεν θα συνέβαινε σε αυταρχικά πολιτεύματα, διότι σε αυτά υπεύθυνος για τις αποτυχίες θεωρείται ο άρχοντας και όχι ο λαός.
Η καθολικότητα της Αρχής μας συνεπάγεται επίσης τη δημοκρατία ως παγκόσμιο πολίτευμα, όπου κάθε κάτοικος αυτής της γης να έχει πλήρη δικαιώματα (και τις εξ αυτών υποχρεώσεις) στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Αυτό υποβάλλει η Αρχή τού να περνάμε όλοι καλά, και όχι μόνο κάποιοι. Ειδικά, στις παρούσες συνθήκες παγκοσμιοποίησης, όπου η αλληλεξάρτηση των ανθρώπινων δράσεων σε όλα τα πεδία είναι πλέον πραγματικότητα.
Το προκύπτον σύστημα διακυβέρνησης είναι μια παγκόσμια δημοκρατική ομοσπονδία, (κάτι σαν Ηνωμένες Πολιτείες της Γης, όπου τα σημερινά κράτη θα είναι οι αυριανές πολιτείες). Η δημοκρατικά εκλεγμένη παγκόσμια κυβέρνηση θα έχει αρμοδιότητες μόνο σε θέματα διεθνή, αφήνοντας τα εθνικά στις πολιτειακές κυβερνήσεις, τα δημοτικά στους δήμους και τα κοινοτικά στις κοινότητες.
Σε όλα τα επίπεδα οι πολίτες συμμετέχουν αναλόγως, εκλέγοντας τα κοινοτικά και δημοτικά τους συμβούλια, τις εθνικές αντιπροσωπείες τους και τις διεθνείς. Το παγκόσμιο σύνταγμα θα προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ανεξιθρησκία, την ελευθερία, τις μειονότητες και όλα τα δημοκρατικά κεκτημένα, όπως τη διάκριση των εξουσιών, με ένα παγκόσμιο ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο να είναι υπεύθυνο για την τήρησή του.



ΙΙΙ. ΑΓΑΠΗ, ΦΙΛΙΑ, ΕΡΩΤΑΣ
Η απόλαυση της ζωής χρειάζεται την αγκαλιά του άλλου. Είτε είναι των γονιών και των παιδιών (οικογενειακή αγάπη, θαλπωρή), είτε των φίλων (φιλία), είτε των αγαπημένων και εραστών (ερωτική αγάπη, σεξ).
Η μοναξιά, η αποξένωση και η αγαμία είναι παράγοντες δυστυχίας. Μπορεί να μας συμβαίνουν περιοδικά, από κάποιες ατυχείς συγκυρίες, αλλά η εμμονή τους σημαίνει κάποιο πρόβλημα. Το μόνιμο μπλοκάρισμα των διαύλων επαφής των ατόμων και η οριστική αδυναμία οργανικής σύνδεσης τους με τους άλλους μαρτυρά ανθρώπους τραυματισμένους συναισθηματικά, φοβισμένους κοινωνικά και ευνουχισμένους ερωτικά.
Η πρώτη αιτία του προβλήματος - και η λύση του- πρέπει να αναζητηθεί στην οικογένεια (στη φυσική ή στην ανάδοχο ή σε οποιοδήποτε οικογενειακό σχήμα) όπου μεγαλώνει ένα παιδί. Εκεί κοινωνικοποιείται αρχικά. Εάν εισπράττει αγάπη και κατανόηση είναι πολύ πιθανόν να τα επιστρέψει με τη σειρά του. Εάν η οικογένεια είναι ανοιχτή σε φίλους, το παιδί θα μάθει τη φιλία. Εάν δεν ευνουχίζει τη σεξουαλικότητα του, θα γίνει ερωτικό. 
Η δεύτερη αιτία - και λύση - βρίσκεται στην κοινωνία:
Μία ανοιχτή κοινωνία που καλλιεργεί την κοινωνικότητα και που περιθωριοποιεί το φόβο, μια κοινωνία που ενθαρρύνει την ομαδικότητα και δεν προωθεί τον ανταγωνισμό, που αποδέχεται την ερωτικότητα και δεν την ενοχοποιεί, αυτή βοηθάει τα άτομα να υπερβούν τα εγώ τους για να αγαπηθούν, να ερωτευθούν ή να γαμηθούν.
Οι κλειστές κοινωνίες (πατριαρχικές, συντηρητικές, θρησκοληπτικές, «παραδοσιακές», κλπ.) αποδέχονται τα αισθήματα αγάπης μόνο μέσα στα αυστηρά πλαίσια που θέτουν. Τα άτομα που υποτάσσονται, αγκαλιάζονται. Τα ανυπότακτα απομονώνονται, εξοστρακίζονται ή και λιθοβολούνται για τα ερωτικά τους παραστρατήματα. Σ αυτές τις κοινωνίες η αγάπη γίνεται όπλο υποταγής των ατόμων, διαστρέφοντας το ρόλο της. Η αγκαλιά της είναι μια πνιγηρή θηλιά, που πνίγει το άτομο. Ακυρώνει τον φορέα της απόλαυσης, το υποκείμενο της χαράς, το «εγώ». Το αφανίζει για ένα επιβάλει το «εμείς» της. Γίνεται, έτσι, ένα εξωτερικό κατασκεύασμα, θεαματικοποιημένο και θεοποιημένο, αλλά ψεύτικο. Ένα γλυκερό ντεκόρ αγάπης για να κρύβεται η δυστυχία των ατόμων στα παρασκήνια.
Οι ατομικιστικές κοινωνίες (μοντέρνες, σύγχρονες, «δυτικές», κλπ.), από την άλλη, υπερ-εξατομικεύουν και διχοτομούν την αγάπη σε σημείο που το άτομο να αγαπάει μόνο τον εαυτό του. Η εμμονική αγάπη του εαυτού γίνεται όπλο εναντίον των άλλων κι έτσι η κοινωνία γίνεται ένα πεδίο ανταγωνισμού αντί χώρος συνύπαρξης. Το εγώ καταλύει το εμείς και οι αγκαλιές γίνονται χειραψίες κλεισίματος συμφωνιών, όπου μετά φροντίζουμε να πλένουμε τα χέρια μας για να μην κολλήσουμε μικρόβια. Κυριαρχούν υποχονδριακές, φοβικές και μανιοκαταθλιπτικές καταστάσεις όπου τα άτομα ακροβατούν ανάμεσα στη μανία του κέρδους και στην κατάθλιψη του κενού από την απουσία νοήματος σε όλα αυτά.
Ας αναρωτηθούμε ξανά για τις κοινωνίες μας κατά πόσο συμβάλλουν στην μεταξύ μας οικειότητα κι ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό.

ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ενώ δεν μπορούμε - και δεν πρέπει - να υπεισέλθουμε στους ιδιωτικούς χώρους των ατόμων για να τους ανοίξουμε «με το ζόρι» στα αισθήματα αγάπης, μπορούμε - και πρέπει – να κάνουμε τους δημόσιους χώρους μας φιλόξενους των αισθημάτων μας. Οι ιδιωτικές υποθέσεις πρέπει να αφήνονται στους ιδιώτες και οι δημόσιες να εξυπηρετούν τους δημότες. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, ο δημόσιος χώρος να εξυπηρετεί το δημόσιο αίσθημα;
Κατ’ αρχήν, η ύπαρξη του ίδιου του δημόσιου χώρου είναι σημαντική και πρέπει να υποστηρίζεται. Αυτός επιτρέπει τη συνάντηση, την παρέα και το φλερτ. Πλατείες, πάρκα, παραλίες, πολιτιστικά κέντρα, χώροι εκδηλώσεων, κλπ., να είναι στη διάθεση του κοινού, ελεύθερα και ανοιχτά. Ούτε να καταλαμβάνονται από ιδιώτες (που θέλουν να τους εκμεταλλευτούν ή να τους οικειοποιηθούν) ούτε να ελέγχονται από κομματικές ή θρησκευτικές ή άλλες επιτροπές (που θέλουν να επιβάλουν τον έλεγχό τους).
Η αισθητική του δημόσιου χώρου είναι επίσης σημαντική. Τα άσχημα, βρώμικα και απειλητικά περιβάλλοντα φοβίζουν τα άτομα, τα μιζεριάζουν και τα κουμπώνουν.  Τα όμορφα, καθαρά και φιλικά περιβάλλοντα χαροποιούν τα άτομα και τα ξεκουμπώνουν, κάνοντάς τα να ανοιχτούν, να χαμογελάσουν στον άλλον ή και να τον ερωτευτούν.
Οι τέχνες - από την αρχιτεκτονική ως τη μουσική, από το θέατρο ως τη ζωγραφική, από το χορό ως τη γλυπτική, κ. ά. – μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην αισθη(μα)τικο-ποίηση του δημόσιου χώρου, όχι μόνο στη γεωγραφική του διάσταση, αλλά και στην ευρύτερη, ως τόπου συνάντησης και κοινωνίας.
Οι δημόσιες κοινωνικές εκδηλώσεις - γιορτές και χοροί, παιχνίδια και φαντασμαγορίες – που διαπνέονται από την Αρχή, παράγουν ένα πνεύμα ευφορίας, γόνιμο για αξέχαστους έρωτες και δυνατές φιλίες.

ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ
Η ζωή, βέβαια, δεν είναι ένα συνεχές πανηγύρι, ούτε όλα μπορούν να είναι ρόδινα, απλόχερα και δωρεάν. Υπάρχουν και οι αντιστάσεις.
Υπάρχουν οι αντιστάσεις της ύλης, η οποία πρέπει να δουλευθεί για να δώσει καρπούς. Αυτές χρειάζονται δουλειά. Η δουλειά απαιτεί κόπο, αλλά χωρίς αυτόν δεν υπάρχουν καρποί. Εδώ παίζει ρόλο η σύνδεση κόπου και καρποφορίας: όσο πιο απρόσκοπτη και άμεση, εύφορη και αποτελεσματική είναι, τόσο μεγαλύτερη η απόλαυση που παράγει.
Υπάρχουν οι αντιστάσεις του εγώ, που θέλει το δικό του χώρο, διαγκωνίζοντας τα άλλα εγώ, όταν υπάρχει στενότητα. Αυτές ρυθμίζονται με κανόνες συμβίωσης, που σέβονται τόσο την ανάγκη χώρου του εγώ, όσο και την αναγκαιότητα του δημόσιου χώρου. Η ισορροπία ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εμείς» βρίσκεται στο αμοιβαίο συμφέρον τού να περνάνε καλά όλοι χωρίς να ακυρώνουν το άτομο, ούτε, όμως, το άτομο να παραβιάζει τον κοινό καλό. 
Το άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο να δρα και να επεκτείνεται σε περιοχές ιδιωτικής δικαιοδοσίας, σεβόμενο τις δημόσιες, τις συλλογικές, αλλά και τις οικολογικές ισορροπίες (που πρέπει να προστατεύονται κι αυτές από το Δημόσιο, καθώς τα ζώα και τα φυτά δεν μπορούν). Όποιος τις παραβιάζει, θα πρέπει να περιορίζεται από τις αρχές τήρησης της τάξης.
Ακόμη, όμως, και αν καταφέρουμε να κρατάμε την τάξη έτσι που να εξυπηρετεί το αμοιβαίο καλό, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να τακτοποιήσουμε τα πάντα ώστε να ταιριάζουν αρμονικά όλοι με όλα. Πέρα από το ότι υπάρχουν άτομα προβληματικά, που ρέπουν προς το κακό, υπάρχουν και άτομα δυναμικά, που παραβιάζουν τις ισορροπίες προς τα μπρος, ωθούμενα από  τη δύναμη της εξέλιξης.

ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ
Η εξελικτική δυναμική σπρώχνει τα άτομα να ανοιχτούν στο άγνωστο και να τολμήσουν το διαφορετικό, παραβιάζοντας συχνά τις κοινωνικές συμφωνίες και ισορροπίες. Η διαφοροποίηση είναι βασικός κανόνας του γίγνεσθαι που γεννά την ποικιλομορφία των ειδών, εξερευνώντας κάθε πιθανότητα της ύπαρξης. 
Στη δυναμική αυτήν οφείλεται και ένα μέρος του ανταγωνισμού, αυτού που είναι θεμιτός και υγιής και όχι αθέμιτος και νοσηρός. Ο νοσηρός ποντάρει στην καταστροφή του άλλου. Προέρχεται από ένα ελλιπές άτομο, ανίκανο να αναπτυχθεί το ίδιο, που καταστρέφει το διπλανό του, για να οικειοποιηθεί το χώρο του. Ο «υγιής» ανταγωνισμός κινείται από τη δύναμη της εξέλιξης, τη δημιουργική ανάγκη για εξερεύνηση δυνατοτήτων και γέννηση νέων μορφών. Γι’ αυτό, ορμάει μπροστά και τρέχει να βρει πρώτος νέα εδάφη για να φτιάξει εκεί το χώρο του. Είναι η ίδια η φόρα της ζωής, που σπάει δεσμά και δεν υποτάσσεται σε συμβατικότητες. Μέρος αυτής της φόρας είναι και η ερωτική ορμή.
Ο έρωτας δεν υπακούει εύκολα σε μηχανισμούς σωφρονισμού ούτε ακολουθεί πιστά τα κελεύσματα οικουμενικότητας. Η καλοσυνάτη αγάπη δεν τού είναι αρκετή και αντιδρά στον εγκλωβισμό του σε αγκαλιές συμπάθειας, εάν δεν περιλαμβάνουν το ερωτικό πάθος. Ως πάθος δεν είναι πάντα διαχειρίσιμος, ιδιαίτερα όταν δεν έχει ανταπόκριση. Τότε μπορεί να προκαλεί αναστατώσεις. Η ανταπόκριση τον εξομαλύνει, αλλά μέχρι να συμβεί το «τυχερό» να ταιριάξουν οι ερωτευμένοι, υπάρχει ταραχή.
Φαίνεται ότι η εξελικτική δυναμική στις διάφορες εκδηλώσεις της – από τον ανταγωνισμό ως τον έρωτα – προκαλεί ρήγματα στην ομοθυμία τού «να-περνάμε-καλά», αλλά αυτό συμβαίνει μόνον ως προς τη διαδικασία. Όχι ως προς τον σκοπό. Ο σκοπός όλων - και των ερωτευμένων και των ανταγωνιζόμενων - είναι η επίτευξη της γενικής Αρχής. Θέλουν να περνάνε κι αυτοί καλά, με τρόπο που να τους αντιπροσωπεύει.
Ως εκ τούτου, η Αρχή στην εφαρμογή της πρέπει να αναγνωρίσει την καλώς εννοούμενη ταραχή στις τάξεις της (την ζωτική και ερωτική ταραχή, όχι την καταστροφική και κακόψυχη), και να συμπεριλάβει τη εξελικτική δυναμική στις ισορροπίες που θέτει. Τα μέτρα που καλούμαστε να πάρουμε υπέρ της Αρχής πρέπει να είναι μέτρα συνδυασμού της δυναμικής και της ισορροπίας: μέτρα δυναμικής ισορροπίας.



ΙV. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Έχουμε εξασφαλίσει την υγεία μας (I), έχουμε λεφτά για να περνάμε καλά (II), βρήκαμε την αγάπη μας (III), όλα καλά. Μόνο που δεν αρκεί η ικανοποίηση του εαυτού μας. Για να νιώσουμε πλήρεις, θέλουμε να δούμε το αντίκρισμα του στα πράγματα. Θέλουμε το πέρασμά μας από τη ζωή να παράγει κάτι, να δημιουργήσει κάποια μορφή έξω από εμάς. Αλλιώς, νιώθουμε ασήμαντοι, σαν να μην έχουμε υπάρξει.
Η ανάγκη της δημιουργίας ξεκινά από το φόβο του θανάτου και την απειλή της ανυπαρξίας. Δημιουργώντας κάτι νιώθουμε την ύπαρξή μας να συνεχίζεται μέσα από αυτό.

Η πιο απλή έκφραση τη δημιουργικής αναγκαιότητας είναι τα παιδιά. Όμως, τα παιδιά συμβαίνουν εν πολλοίς αυτόματα, από τους αναπαραγωγικούς μας μηχανισμούς. Δεν θα τα λέγαμε ακριβώς δικά μας δημιουργήματα. Είναι προϊόντα της δημιουργικής ανάγκης του σύμπαντος, φορείς της οποίας γινόμαστε, θέλουμε δεν θέλουμε. Στη συνέχεια, βέβαια, μπορούμε να αποφασίσουμε αν τα θέλουμε ή όχι, αλλά σίγουρα δεν τα δημιουργούμε ακριβώς εμείς.

Η ανάγκη δημιουργικότητας φαίνεται πιο καθαρά σε συνειδητές ενέργειες δημιουργίας, πέρα από τις αναπαραγωγικές (όσο κι αν αυτές στη συνέχεια αναδεικνύονται πιο σημαντικές από όλα τα δημιουργήματα, καθώς οι γονείς είναι έτοιμοι να θυσιάσουν και τους εαυτούς τους για τα παιδιά τους, αν χρειαστεί).

Ανεξάρτητα από την τεκνοποιία, που έτσι κι αλλιώς δεν αφορά όλον τον κόσμο, υπάρχει μια διαρκής αναζήτηση του ατόμου για κάποια δημιουργία που θα το εκφράζει, μορφοποιώντας το ενεργειακό του πλεόνασμα. Το άτομο νιώθει την ύπαρξή του φθαρτή και ευάλωτη στο μηδέν, οπότε ψάχνει τρόπο να την εξωτερικεύσει στα πράγματα, να τα σμιλεύσει και να παράγει μορφές, αφήνοντας τα ίχνη του από το σύντομο πέρασμά του από τη ζωή. 

Εάν αυτή η ανάγκη δεν ικανοποιείται, η υπαρξιακή αγωνία μπορεί να πνίξει το άτομο και να μην περνάει, τελικά, καλά, έστω και αν έχει καλύψει τις προηγούμενες τρεις βασικές προϋποθέσεις επίτευξης της Αρχής.


ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
Η όποια δημιουργικότητα για να ανταποκριθεί στην υπαρξιακή ανάγκη του ατόμου, πρέπει να κινείται από τη δική του, καθαρά προσωπική και αυθεντική ανάγκη να παράγει τις μορφές που εκφράζουν αυτό το ίδιο.
Οι μορφές μπορεί να παραχθούν από τη διάθεση του πλεονάσματος του ατόμου σε γόνιμες συναντήσεις, μορφοποιώντας έξω από αυτό (εξωτερικεύοντας) εκείνο που φέρει μέσα του. Εφόσον η μορφή που θα παραχθεί να είναι προϊόν της ειλικρινούς σχέσης με το μέσα του, τότε το εκφράζουν.

Οι παρεμβολές άλλων σκοπιμοτήτων ή εξωτερικών εντολών, που διαστρεβλώνουν την καθαρή έκφραση αυτών που έχουμε μέσα μας, προκαλούν την παραγωγή νόθων μορφών, που δεν μας αντιπροσωπεύουν ειλικρινά και αλλοιώνουν τη σχέση μας με τον κόσμο.

Προέχει η ειλικρινής έκφραση μας, ώστε να έχουμε παραγωγή καθαρών μορφών, που να μας αντιπροσωπεύουν ακέραια και να μας συνέχουν ταυτο-ποιητικά με τον κόσμο.

Η καθαρότητα των παραγομένων μορφών είναι σημαντική στη μορφο-ποιητική αλληλουχία του ανθρώπου με το περιβάλλον του, όπου αυτός μετασχηματίζει ό,τι παίρνει από αυτό σε ό,τι είναι εντεταλμένος, από τις γενετικές του οδηγίες, να διαμορφώσει.

Εφόσον η αλληλουχία του ανθρώπου με το περιβάλλον του διεκπεραιώνεται απρόσκοπτα (χωρίς την παρεμβολή εξωτερικών εντολών και αλλότριων σκοπιμοτήτων), τότε ο άνθρωπος διεκπεραιώνει ακέραια το ρόλο του στο γίγνεσθαι και επιστρέφει στη φύση ό,τι πήρε από αυτή. Βέβαια, ο άνθρωπος δεν επιστρέφει ακριβώς το ίδιο που πήρε από τη φύση, αλλά μετασχηματισμένο. 

Ο μετασχηματισμός είναι βασική ιδιότητα του ανθρώπινου γίγνεσθαι και εφόσον πραγματοποιείται σύμφωνα τους κανόνες της εγγενούς δημιουργικής του ώθησης, τότε εκπληρώνει τους όρους της ύπαρξής του μες στη φύση.

Με την επιστροφή του ανθρώπινου πλεονάσματος στη φύση, μετασχηματισμένου  - μέσω της δημιουργικής του ροπής -, ο άνθρωπος δεν αισθάνεται περιττός, ούτε χωρισμένος από τη φύση. Νιώθει καλά, καθώς εντάσσεται πλήρως στην κυκλο-φορία του γενικότερου πλεονάσματος της φύσης, το οποίο κινείται με μια θαυμαστή «κυκλικότητα» στο γήινο οικοσύστημα. Η πλήρης συμμετοχή μας στη γενικότερη κυκλο-φορία του φυσικού πλεονάσματος, μάς θέτει στην τροχιά του κύκλου και της ολοκλήρωσης.

ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑΣ
Καθώς η ειλικρίνεια είναι σημαντική στην εκπλήρωση της δημιουργικής προϋπόθεσης της Αρχής μας, θα πρέπει κανονικά να ενθαρρύνεται από το σύνολο. Αντ’ αυτού, μια σειρά από προκαταλήψεις και κατά συνθήκη ψεύδη αναγκάζουν τα άτομα συχνά στην υποκρισία. Τα άτομα διστάζουν να εκφραστούν ειλικρινά και να διαφοροποιηθούν από το σύνολο, από το φόβο του αποκλεισμού τους (ή ακόμη και της εξόντωσής τους, στις ανελεύθερες κοινωνίες).
Η άρση του φόβου, που αναγκάζει τα άτομα στο ψέμα, είναι κρίσιμη στην επίτευξη της Αρχής μας.  Κάθε συμπεριφορά ή μηχανισμός που προκαλεί φόβο θα πρέπει να ελεγχθεί και να τεθεί σε κριτική. Η δημοκρατικοποίηση των θεσμών κάθε είδους (από πολιτιστικούς και πανεπιστημιακούς ως  πολιτικούς και  δημοσιογραφικούς), το άνοιγμά τους στον δημιουργικό διάλογο και στην διαφορετική γνώμη, μπορεί να επιτρέψει τα άτομα να εκφραστούν χωρίς να φοβούνται αποκλεισμούς. Ακόμη καλύτερα αν ενθαρρύνονται να είναι ειλικρινή, και να συζητούνται οι προτάσεις τους σε αυτή τη βάση: της ειλικρίνειάς τους.

V. ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΟΛΟΝ
Ο άνθρωπος έχει την ιδιότητα να  συλλογίζεται το Όλον, «Αυτό» που εμπεριέχει τόσο αυτόν όσο και κάθε τι, το Είναι τού κάθε είναι. Με τη νόησή του αντιλαμβάνεται ότι είναι μέρος μιας συμπαντικής ολότητας, την οποία θέλει να συλλάβει. Η αναφορά του στο Όλον των πραγμάτων είναι εγγενής στη φύση του, ως σκεπτόμενο ον.
Ακόμη και αν έχει εκπληρώσει όλες τις βασικές προϋποθέσεις της Αρχής, ως προς αυτόν και  τους άλλους γύρω του, θα μένει κάτι που θα του λείπει, αν αυτές δεν συμπληρωθούν με την αναφορά του στο Όλον.
Αυτή η αναφορά έχει πάρει διάφορες μορφές και ονομασίες, έχει παράγει θρησκείες και κοσμοθεωρίες, έχει διαμορφώσει πολιτισμούς. Ένας πολιτισμός που δεν την εμπεριέχει ή, ακόμη χειρότερα, την αποκλείει, στερεί από τον άνθρωπο μια διάσταση σημαντική για τη συν-πλήρωσή του. 
Η σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ αυτών που κάνουμε στη ζωή μας για να περνάμε καλά,  και της αναφοράς μας στο πριν και στο μετά της ζωής, στο αέναο γίγνεσθαι, εξετάζεται στον κείμενό μου «Για μια θεωρία της Συμπλήρωσης».
επίλογος
Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Ζούμε σε μια εποχή χωρίς συλλογικό όραμα. Οι απελευθερωτικές ή εξισωτικές ιδεολογίες του 20ου αιώνα - όπως, οι σοσιαλιστικές των αρχών του αιώνα ή οι ελευθεριακές των δεκαετιών ’60, ‘70 -  κατέρρευσαν στην επαφή τους με την πραγματικότητα. ‘Έμεινε μόνο ο καπιταλισμός, που κυριάρχησε με τη λογική του χρήματος.
Ένας πολιτισμός που κινείται από το χρήμα παράγει μορφές αγοραίες, με σκοπό το κέρδος. Δεν έχουν κάποιο άλλο κίνητρο, στην πραγματικότητα. Όταν το χρήμα γίνεται σκοπός και όχι μέσον, τότε, χάνεται το να περνάμε-καλά, σαν σκοπός της ζωής, και απλά τρέχουμε πίσω από τα λεφτά.
Εφόσον οι δημιουργοί επαναπροσδιορίσουν τη στόχευση των έργων τους και τους δώσουν κατεύθυνση σύμφωνη με την Αρχή τού να-περνάμε-καλά ,τότε μπορεί να γεννηθεί μια άλλη εποχή, πιο κοντά στις επιθυμίες μας, αλλά και στην πραγματικότητά μας.
Το πρόβλημα με τις προηγούμενες απόπειρες συλλογικού επαναπροσδιορισμού, στις επαναστάσεις του 20ου αιώνα, ήταν ότι δεν είχαν αρκετά φιλοσοφημένη στόχευση και ότι δεν επεξεργάστηκαν ικανοποιητικά τα δεδομένα της πραγματικότητας. Οι στόχοι που έθεταν – της ισότητας οι εξισωτικές, της ελευθερίας οι ελευθεριακές – ήταν μάλλον μέσα, παρά στόχοι. Να είμαστε ίσοι και ελεύθεροι, ναι, αλλά για ποιο λόγο. Δεν εντόπισαν καθαρά τον απώτερο λόγο, ούτε είδαν ειλικρινά την πραγματικότητα. Οι εξισωτικές δεν έλαβαν υπόψη την ανάγκη διαφοροποίησης των ατόμων. Οι ελευθεριακές αγνόησαν τις οικονομικές δεσμεύσεις. Στο τέλος, η οικονομία, στην πιο κυνική εκδοχή της, τον καπιταλισμό, κέρδισε. Με τις τροποποιήσεις που έκανε και τις προσαρμογές του, ο καπιταλισμός μπόρεσε να κυριαρχήσει παγκοσμίως.
Οι ανισορροπίες που παράγει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι μεγάλες και προκαλούν ολοένα αυξανόμενες πιέσεις, τις οποίες θα δυσκολευτεί να αφομοιώσει αν δεν αλλάξει δομικά (και παύσει να είναι καπιταλισμός, ουσιαστικά). Η οικολογική ανισορροπία, η πληθυσμιακή  (με τον υπερπληθυσμό των υπανάπτυκτων χωρών, σε συνδυασμό με τη γήρανση στις αναπτυγμένες χώρες), η ανισορροπία πλούτου, η μεταναστευτική πίεση, κλπ., απαιτούν ριζικές αλλαγές.
Η αλλαγή που επείγει είναι η «αλλαγή παραδείγματος», με την υιοθέτηση μια άλλης κανονιστικής Αρχής. Η μόνη που φαίνεται να έχει νόημα είναι η Αρχή του «Να Περνάμε καλά».
Εάν δεν γίνει κάποιος ουσιαστικός ο επαναπροσδιορισμός των πραγμάτων βάσει αυτής, τότε, θα κυριαρχήσουν τα οπισθοδρομικά φαινόμενα που βλέπουμε να εκδηλώνονται ως αντίδραση στα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης. Η άνοδος του εθνικισμού, του φονταμενταλισμού και του μισαλλόδοξου λαϊκισμού, είναι ανησυχητικά δείγματα.
Την ίδια στιγμή, η προοδευτική σκέψη αδυνατεί να προτείνει κάτι που να ανταποκρίνεται θετικά στα ζητήματα της εποχής. Πόσο μάλλον να δώσει το όραμα μια άλλης. Είναι κολλημένη σε μια ορολογία του παρελθόντος (κομμουναλιστικού ή ελευθεριακού τύπου) και επαναλαμβάνει αποδομητικές φόρμες ενός ξεπερασμένου μοντερνισμού (στην Τέχνη). Αδυνατεί να συλλάβει θετικά τον κόσμο και αρκείται στην κριτική και στην ανάλυση.
Με τη διαρκή κριτική και την εμμονική ανάλυση, όμως, δεν περνάμε καλά. Μπορεί να είναι απαραίτητες για την άρση των κακών κείμενων και τη διάγνωση των αιτιών τους, αλλά μόνο αν συνεχιστούν με κάποια θετική πρόταση, μπορεί να παράγουν αποτέλεσμα.  Αλλιώς, δεν μπορούν να διαμορφώσουν ένα συνεκτικό και συγκροτητικό νόημα για τη διαμόρφωση μιας νέας εποχής. Στερούνται προοπτικής.
Η απουσία συνεκτικού νοήματος με προοπτική αποδιοργανώνει τις κοινωνίες και υπονομεύει τις συλλογικότητες. Αφήνει τα άτομα στο έλεος του ατομισμού και των εμμονών κάθε είδους. Ψυχοπαθολογίες και αδυναμία επικοινωνίας στις προσωπικές σχέσεις, από τη μία, και, από την άλλη, μαζο-ποιήσεις, φανατισμοί, αιρέσεις, εθνικισμοί, οπαδισμοί σε έξαρση. Η αυτιστική τέχνη και η ομφαλοσκοπική φιλοσοφία έρχονται να επιβαρύνουν το κλίμα της διάλυσης και της παραίτησης.
Υπάρχουν βέβαια και οι εμπνευσμένες φωνές, που μιλούν επί της ουσίας και δίνουν προοπτική. Είναι λίγες, αλλά υπάρχουν. Μέσα από αυτές, επιβιώνει το Πνεύμα και μένει ανοιχτή η δυνατότητα να φτιάξουμε μια νέα εποχή. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται ο συντονισμός τους. Πάνω σε ποια κανονιστική Αρχή θα μπορούσε να γίνει αυτός; Ποια θα μπορούσε να είναι η Αρχή, που θα είχε την απαραίτητη καθολικότητα για να συμφωνήσουν επ’ αυτής και να οργανωθούν ανάλογα;
Προτείνουμε την Αρχή τού «Να Περνάμε Καλά», όπως την παρουσιάζουμε εδώ, τόσο στις θεωρητικές της βάσεις, όσο και στις πρακτικές της συνέπειες.