Saturday, June 5, 2021

Για έναν καλύτερο κόσμο. Πλαίσιο.

 πρόλογος

Όπως πολλούς έτσι και εμένα με απασχολεί ο κόσμος που ζούμε καθώς επηρεάζει την ποιότητα της ζωής μου και των δικών μου. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν το χρόνο ή τα μέσα να ασχοληθούν συστηματικά με το θέμα. Είναι απασχολημένοι με τα δικά τους και δεν έχουν πολλά περιθώρια για διεξοδικές αναλύσεις και μεθοδικές μελέτες. Σχολιάζουν, βέβαια, τις άμεσες επιπτώσεις στη ζωή τους και μπορεί να παρακολουθούν, επίσης, τις συζητήσεις που γίνονται από όσους ασχολούνται με το Γενικό (εκ των οποίων άλλοι ασχολούνται επαγγελματικά με αυτό, άλλοι ερασιτεχνικά, όπως εγώ).

Tuesday, August 14, 2018

Το Αόρατο και το Πνεύμα

Ό,τι υπάρχει στον Κόσμο δεν είναι αναγκαστικά ορατό. Υπάρχουν καταστάσεις αόρατες, χωρίς να αφήνουν ίχνος σε κανένα φάσμα παρατηρήσιμο τώρα και ποτέ. Η ύπαρξή τους όμως είναι αδιαμφισβήτητη. Τις νιώθουμε να συμβαίνουν παντού, από τον μικρόκοσμο που αποτελούμε εμείς οι ίδιοι μέχρι τον μακρόκοσμο του σύμπαντος.
Εμείς οι ίδιοι έχουμε μέσα μας πλευρές αόρατες ακόμη κι από τους εαυτούς μας. Φόβους που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, πάθη που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, έλξεις που μας μαγνητίζουν, επιθυμίες αχαρτογράφητες, χαρές και λύπες απρόσμενες.
Όλες αυτές οι δια-θέσεις μας είναι αόρατες. Δεν είναι θέσεις που καταλαμβάνουν κάποιο χώρο για να εντοπισθούν. Ανήκουν στο αόρατο φάσμα.
Γιατί έλκομαι από αυτόν τον άνδρα ή τη γυναίκα, γιατί ερωτεύομαι τον άλφα και όχι τον βήτα, γιατί με πιάνει ξαφνικά η νοσταλγία, γιατί πιστεύω σε κάτι. Μια ολόκληρη γκάμα ψυχικών ενεργημάτων είναι αόρατη, ενώ οι επενέργειές τους είναι ορατές.
Η διάθεσή μου αλλάζει βάσει αυτών των αόρατων ενεργημάτων, κινούμαι προς την κατεύθυνση που με ωθούν, τα εκφράζω μερικές φορές και κάποιες έχουν απτά αποτελέσματα.
Ακόμη και να μπορέσει η επιστήμη να ανιχνεύσει τις επιπτώσεις τους στον εγκέφαλο, ακόμη και να βρεθεί καταγραφέας της επενέργειας τους, είναι αδύνατον να ανιχνευθεί η προ-δια-θεση τους. Το πριν από αυτές  δεν μπορεί να καταγραφεί γιατί ακόμη δεν έχει εμφανισθεί. Κι όμως υπάρχει, διότι αυτό ωθεί στην εμφάνισή τους.
Η προδιάθεση για κάτι είναι η ώθηση μας προς τη διάθεση αυτού. Η διάθεση με τη σειρά της μπορεί να γίνει θέση (αν εκφραστεί, με επιτυχία). Για παράδειγμα, η προδιάθεση του έρωτα μπορεί να γίνει διάθεση ερωτική και μετά θέση και συγκεκριμένη πράξη έρωτα, αν τύχει ανταπόκρισης. Από την ερωτική πράξη, στη συνέχεια, μπορεί να γεννηθεί ένα παιδί, δηλαδή να ενσαρκωθεί μια καινούργια θέση, με τη μορφή ενός νέου όντος. Από κάτι μη ανιχνεύσιμο γεννάται ένα ον!
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ενέργεια του έρωτα, τις αλλαγές που φέρνει, τις μορφές που γεννά παντού στον κόσμο (αν τον δούμε γενικότερα σαν δύναμη συμπαντικής έλξης και ένωσης), ενώ ο ίδιος στην πραγματικότητα είναι αόρατος. Υπάρχει παντού στη φύση, βλέπουμε τις εκδηλώσεις του, αλλά όχι τον ίδιο. Ανάλογα, δρουν δυνάμεις άλλης χροιάς, όπως, για παράδειγμα της απώθησης. Τα αποτελέσματα αυτώ των συμπαντικών δυνάμεων μπορεί να είναι ορατά, οι ενέργειες να μπορούν να καταγραφούν, αλλά όχι οι ίδιες ως ενεργήματα.
Το ενέργημα όλων των ενεργημάτων, αυτό από το οποίο εκπέμπονται όλα, θα το πούμε Πνεύμα, για να αναφερθούμε στην άδηλη πηγή όλων των καταστάσεων, στον προπομπό του γίγνεσθαι.

Η πηγή των καταστάσεων είναι αόρατη, όπως και η αρχική αιτία των πραγμάτων είναι άφατη,  καθώς ο Λόγος που υπάρχει ο Κόσμος είναι ασύλληπτος από εμάς.
Το Πνεύμα
Πνεύμα είναι αυτό από το οποίο εκπορεύονται όλα, η πηγή των προδιαθέσεων που εμπεριέχουν εν σπέρματι τις διαθέσεις και στη συνέχεια τις θέσεις που φτιάχνουν τον Κόσμο. 

Οι θέσεις διαμορφώνονται με την αλληλεπίδραση των διαθέσεων που πηγάζουν από τις προδιαθέσεις του γίγνεσθαι, σύμφωνα με το Πνεύμα του Κόσμου.
Το Πνεύμα κινεί όλα τα κινούντα, συντονίζοντας και διευθύνοντάς τα στο γίγνεσθαι του Κόσμου. Είναι κάτι που δεν μπορούμε να δούμε, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε παρατηρώντας τον κόσμο γύρω μας και μέσα μας. Νιώθουμε κάτι να τα κατευθύνει όλα και να τα συντονίζει έτσι που να συναρμολογούνται σε άρτια ολοκληρώματα, σε συστήματα οργανωμένα με μια ασύλληπτη σοφία. Το βλέπουμε στον ίδιο τον οργανισμό μας, το παρατηρούμε στη φύση γύρω μας, το μαθαίνουμε από τις κινήσεις των άστρων. Τίποτε δεν ξεφεύγει από την μπαγκέτα του Πνεύματος. Διευθύνει τη συμπαντική συμφωνία παίζοντας με δυνάμεις θανάτου και γέννησης, έρωτα και πολέμου, έτσι που όλα να ισορροπούν σε μια μοναδική συμμετρία, μια ασύλληπτη αρμονία.
Τα αποτελέσματα του Πνεύματος είναι ορατά, αλλά αυτό δεν μπορούμε να το δούμε. Το ίδιο αόρατος είναι και ο Λόγος ύπαρξης όλων αυτών που βλέπουμε και το γιατί τα βλέπουμε.
 Καθαρές υποθέσεις
Το Πνεύμα και ο Λόγος είναι δυο διαφορετικές εκφράσεις του Όλου (ή Όντος ή Είναι ή Ενός ή κλπ.), το οποίο προτείνουμε να λέγεται Αυτό, δίνοντάς του μια εντελώς αφηρημένη ονομασία, καθώς είναι αδύνατον να οριστεί καθ οιονδήποτε τρόπο. 
Παρόλο που Αυτό είναι εντελώς απροσδιόριστο, έχουμε την ανάγκη να αναφερόμαστε σε αυτό, ανάγοντας στο απόλυτο τις σχέσεις που διαπιστώνουμε στον κόσμο. Έτσι, κάνοντας αναγωγή της αιτιότητας που παρατηρούμε στα πράγματα γύρω μας, συλλαμβάνουμε την ιδέα της απώτατης αιτίας, του Λόγου. Ανάλογα, κάνοντας αναγωγή των αόρατων δυνάμεων ή προδιαθέσεων σε μια απώτερη προδιάθεση, συλλαμβάνουμε την ιδέα του Πνεύματος. 

Η αναφορές μας σε Αυτό  είναι καθαρές υποθέσεις, με έννοιες εντελώς αφαιρετικές, χωρίς τις συγκεκριμένες ιδιότητες που βλέπουμε στα φαινόμενα του Κόσμου. Για να τις ξεχωρίσουμε από τις συγκεκριμένες λέξεις που αναφέρονται στις απτές ιδιότητες, γράφουμε αυτές τις έννοιες με κεφαλαίο αρχικό (λέμε "Λόγος" αντί "λόγος", "Είναι" αντί "είναι", κλπ.). Η κεφαλαιοποίηση αυτών των λέξεων αφαιρεί τις ιδιότητές τους και τις κάνει αφηρημένες έννοιες, χωρίς εντοπίσιμο περιεχόμενο. Είναι έμμεσες υποδείξεις ιδιοτήτων, άνευ περιεχομένου, βάρους και ύλης και για αυτό αόρατες.
Ο υποθετικός λόγος  περί Αυτού αναφέρεται σε κάτι αόρατο το οποίο νιώθουμε να υπάρχει, βλέπουμε τα αποτελέσματά του αλλά όχι το ίδιο. 
Έτσι, ο έρωτας ανάμεσα σε συγκεκριμένα άτομα μπορεί να έχει ορατές πλευρές ενώ ο Έρωτας που κεφαλαιοποιεί όλους τους επιμέρους έρωτες σαν γενικότερη δύναμη έλξης είναι αόρατος και τη ίδια στιγμή πανταχού παρόν. Το ίδιο θα λέγαμε και για το πνεύμα, καθώς το πνεύμα ενός ανθρώπου, ενός έργου ή μιας εποχής, μπορεί να έχει εκφράσεις αναγνωρίσιμες, ενώ, το Πνεύμα που κεφαλαιοποιεί όλα τα πνεύματα δεν μπορεί να εκφραστεί, καθώς είναι αυτό που γεννά όλες τις εκφράσεις.
Εδώ πρέπει να προσέξουμε ότι το αόρατο υπάρχει και στον καθημερινό έρωτα και στο περιτρέχον πνεύμα (με μικρό αρχικό και όχι κεφαλαίο). Είναι το ίδιο αόρατα όπως και η πηγή τους. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι οι δικές τους εκφράσεις είναι παρατηρήσιμες, ενώ των απόλυτων εννοιών τους όχι. Οι καθαρά απόλυτες έννοιες (πχ. Έρωτας ή Πνεύμα, με κεφαλαίο αρχικό) ανήκουν στο απόλυτο Αόρατο (με κεφαλαίο). 
Οι σχετικοποιημένες έννοιες του απόλυτου (πχ. έρωτας ή πνεύμα, με πεζό) είναι σχετικά αόρατες, καθώς σχετίζονται με την πραγματικότητα, εμπλέκονται με τα πράγματα και τα επηρρεάζουν αφανώς. 
Το απόλυτο Αόρατο γίνεται τελικά ορατό μέσω των σχετικοποιημένων απολυτοτήτων του (των μικρών "αόρατων"), παραμένοντας το ίδιο απόλυτα Αόρατο. 

Όλα αυτά, βέβαια, με το καθαρό Απόλυτο μοιάζουν με παιχνίδια του νου, χωρίς αντίκρυσμα στην πραγματικότητα, αφού είναι στην πραγματικότητα άπιαστα και αδιανόητα. Στέκουν μόνο ως καθαρές υποθέσεις κι έτσι πρέπει να μείνουν. Όμως έχουν λόγο να υπάρχουν σαν υποθέσεις, καθώς μας συνδέουν με το Λόγο, την αόρατη πηγή του λόγου μας.
Η υποθετικότητα είναι υπαρκτή, αποτελώντας την αναγκαία αναγωγή του λόγου μας στην πηγή του. Ανάλογα υπαρκτό είναι και το αόρατο, η άδηλη πηγή των φαινομένων. Το σύνολο των υποθετικών μας αναφορών σε Αυτό απαρτίζει τον καθαρά υποθετικό λόγο, τον λόγο του Πνεύματος.  
 Η επιστήμη και το αόρατο
Το αόρατο είναι μια κατηγορία αντιεπιστημονική. Αυτό, όμως, δεν την κάνει λιγότερο υπαρκτή. 
Η επιστήμη στηρίζεται σε επαληθεύσιμες υποθέσεις και όχι σε καθαρά ή σχετικά αόρατες υποθετικότητες.  Έτσι είναι η δομή της, αυτή τη δουλειά κάνει, και καλά κάνει. Παράγει επιστημονική γνώση, με διαρκή έλεγχο των υποθέσεών της. Τη χρειαζόμαστε για αυτό και σεβόμαστε τις αρχές της. Όμως η επιστήμη δεν είναι τα πάντα, ούτε όλα είναι γνωστά. Υπάρχουν πολλά που από τη φύση τους είναι αόρατα και δεν θα τα μάθουμε ποτέ. 

Η επιστημονοκρατική σκέψη απορρίπτει το αόρατο, θέλοντας να επιβάλει τη δική της θέαση του Κόσμου. Ο Κόσμος όμως είναι πολύ πιο μεγάλος από όσο χωράει η σκέψη μας και συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας. Το αόρατο δεν θα το δούμε ποτέ, αλλά μόνο με αυτό μπορούμε να έρθουμε κοντά στην ασύλληπτη ολότητα του Κόσμου. 
Γι αυτό, ο θετικός λόγος της επιστήμης, που ασχολείται με το ορατό, πρέπει να συμπληρωθεί με τον καθαρά υποθετικό λόγο, που αναφέρεται στο αόρατο.

Η ολοκλήρωση της θέασης μας βρίσκεται στη συμπληρωματικότητα του ορατού και του αόρατου.


Monday, August 13, 2018

Η απώλεια

Υπάρχει απώλεια στο Όλον; Είναι δυνατόν να χάνει κάτι Αυτό που είναι πλήρες; Μπορεί να αφανίζεται κάτι από το Είναι;
Κανονικά αυτό είναι αδύνατον να συμβαίνει. Η ολότητα του Κόσμου, «Αυτό» που είναι τα πάντα και ήταν πάντοτε τα πάντα από την πρώτη στιγμή (αν υπάρχει πρώτη στιγμή και δεν είναι ο Κόσμος αέναος) δεν μπορεί να χάνει κάτι μετά, αλλιώς δεν είναι τα πάντα. 

Το Είναι στην ολότητά του δεν μπορεί να επιτρέψει το μη-είναι, το κενό, το μηδέν, την καθαρή απώλεια. Καθώς ο Κόσμος αποτελεί το Όλον του Είναι, τίποτα δεν μπορεί να χάνεται από αυτόν.
Βλέπουμε όμως γύρω μας την απώλεια διαρκώς. Τα πράγματα έρχονται και παρέρχονται. Τα όντα, τα φαινόμενα, οι μορφές, οι στιγμές γεννιούνται και πεθαίνουν. Τα βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας να χάνονται, όπως τα βλέπουμε και να εμφανίζονται. Ξέρουμε ότι το ίδιο θα συμβεί και με εμάς. Θα φύγουμε, όπως ήρθαμε.
Η απώλεια, λοιπόν, υπάρχει. Όπως υπάρχει και το «κέρδος» με την εμφάνιση νέων μορφών στη θέση αυτών που χάθηκαν. Αυτές όμως που έχουν χαθεί, χάθηκαν δια παντός, άρα, η απώλεια ως γεγονός είναι κάτι αναντίρρητο. Πώς γίνεται, τότε, να μην υπάρχει απώλεια στο Είναι, στο Ον καθαυτό, ενώ την βλέπουμε σε όλα τα όντα;  
Το Είναι συμψηφίζει την απώλεια των μορφών με τη γέννηση νέων μορφών έτσι που με την προσθαφαίρεση συν – πλην να βγαίνει αποτέλεσμα μηδέν. 

Τίποτε δεν αλλάζει εν Αυτώ, ενώ όλα γύρω μας αλλάζουν. Οι αλληλοδιαδοχή των μορφών που γεννούνται και πεθαίνουν εν τω Γίγνεσθαι Αυτού δεν αλλάζουν καθόλου την ολότητά του. Αυτή μένει ακέραια και απαράλλαχτη, παρά τις παραλλαγές των μορφών του γίγνεσθαι.
Φαίνεται ότι το Γίγνεσθαι είναι ένα παιχνίδισμα μορφών, ένας αντικατοπτρισμός φαινομένων στην αδιατάρακτη επιφάνεια τού Είναι. Η απώλειά μας δεν έχει καμία επίπτωση, ούτε και η γέννα μας, προφανώς. 

Τίποτε δεν χάνεται, ούτε κερδίζεται. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι εμείς οι ζωντανοί και οι άλλες μορφές της ζωής, όπως και όλα τα φαινόμενα αυτού του κόσμου, δεν είμαστε παρά διακυμάνσεις του τίποτε.
Δεν θα χαθούμε, διότι δεν είμαστε κάτι, λοιπόν; Εγώ όμως νιώθω ότι είμαι κάτι που θα χαθεί δια παντός όταν πεθάνει. Ούτε τα παιδιά μου, ούτε τα έργα μου, ούτε οι επικήδειοι που θα πουν για μένα θα αναπληρώσουν την οριστική απώλεια αυτού που είμαι. Βέβαια, ούτε ήμουν κάτι πριν γεννηθώ.  Άρα δεν χάνεται και τίποτε, τελικά. Όπως ήρθα, φεύγω. Επιστρέφω στο μηδέν από το οποίο ήρθα. Τι είναι όμως αυτό το ενδιάμεσο, στη διάρκεια του οποίου έχω υπάρξει;  Τι είναι γενικότερα η ύπαρξη;
Φαίνεται ότι η ύπαρξη συμβαίνει εν κενώ, έρχεται από το μηδέν και χάνεται σε αυτό. Το κενό δεν έχει απώλεια ούτε κέρδος. Το κενό, όμως, όπως και το μηδέν και το μη-είναι είναι ανύπαρκτα. Μόνον ό,τι υπάρχει, υπάρχει.
Εφόσον υπάρχει μόνο το υπαρκτό, η ανυπαρξία αποκλείεται να υπάρχει. Όπως δεν υπάρχουμε πριν γεννηθούμε, έτσι κι όταν πεθάνουμε. Το πριν και το μετά της ύπαρξης είναι ανύπαρκτα. Άρα, δεν υπάρχει απώλεια, ούτε κέρδος. Υπάρχει ότι υπάρχει όσο υπάρχει και όπως υπάρχει. Τίποτε άλλο.
Όταν γεννάται κάτι, απλά γεννάται. Όταν χάνεται, απλά χάνεται, χωρίς να χαθεί τίποτε. Η ύπαρξη θα συνεχίσει να υπάρχει ακέραια συμπεριλαμβάνοντας στο Όλον της οτιδήποτε υπάρχει. Τίποτε πριν από αυτό και τίποτε μετά. 

Το Είναι ως σύνολο όλων των είναι αποκλείει τίποτε που να μην-είναι. Η απώλειά μας δεν αφαιρεί κάτι από αυτό, ούτε η γέννα προσθέτει. Τίποτε δεν χάνεται, ούτε κερδίζεται. Λες και εμείς οι ζωντανοί, οι μορφές της ζωής, τα επιμέρους φαινόμενα του όλου Κόσμου, τα ιδιαίτερα γεγονότα του γίγνεσθαί του, δεν είμαστε παρά διακυμάνσεις του Είναι.
Βλέπουμε ότι όπως και να το εξετάσουμε, είτε ως προς το μηδέν (ως απώλεια) είτε ως προς το Είναι (ως κέρδος), το συμπέρασμα είναι ίδιο. Δεν υπάρχει καθαρή απώλεια. Ούτε κέρδος. Υπάρχει μόνον η καθαρή ύπαρξη.
Η σχετική απώλεια
Όταν κάτι χάνεται, παύει απλά να υπάρχει. Αυτό όμως δεν είναι απώλεια; Εξαρτάται για ποιόν. Κάποιος που υπάρχει παράλληλα με αυτό που χάνεται και το παρατηρεί, θα αντιληφθεί την εξαφάνισή του ως απώλεια (ή την εμφάνισή του ως κέρδος). Όταν χαθεί βέβαια κι αυτός ο ίδιος, η αντίληψή του θα εξαφανιστεί και αυτό που είδε να χάνεται (ή να κερδίζεται) θα απωλεσθούν μαζί του, σαν να μην έγιναν ποτέ.
Όσο ζούμε, βλέπουμε πράγματα να χάνονται, ανθρώπους, ζώα και φυτά να πεθαίνουν και να γεννούνται. Η απώλεια τους είναι αναμφίβολη για εμάς τους ζωντανούς. Όσο θα υπάρχουμε, η απώλεια μιας ύπαρξης ή η γέννηση μιας άλλης θα υπάρχουν κι αυτές.

Η απώλεια και το κέρδος συμβαίνουν εντός της ύπαρξης, ανάμεσα στους υπάρχοντες και στα υπάρχοντα. Είναι κάτι που συμβαίνει μεταξύ τους, κάτι σχετικό.
Συμπληρωματικότητα απώλειας και μη-απώλειας
Φαίνεται να υπάρχουν δυο διαφορετικές συνθήκες ύπαρξης. Μια εντός της ύπαρξης, όπου συμβαίνει η απώλεια ως σχετικό γεγονός, και μια ως προς τον ύπαρξη καθαυτή, στο Είναι στην ολότητά του, όπου εκεί δεν υπάρχει απώλεια ούτε κέρδος.
Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε τι σχετικό. Όταν το ανάγουμε στο απόλυτο, αλλάζει ιδιότητες ή μάλλον τις χάνει. Γίνεται ένα με το Ένα, το αέναο και απαράλλαχτο Είναι.
Η αναγωγή που κάνουμε μπορεί να είναι μια αυθαίρετη νοητική κατασκευή και «όλα να είναι τελικά σχετικά». Όμως ακόμη κι αυτό σαν φράση είναι απόλυτη. Εάν παραιτηθούμε από κάθε αναγωγή κι αρκεστούμε σε αυτό που έχουμε μπροστά μας, ο κόσμος όπως τον καταλαβαίνουμε θα διαλυθεί σε άπειρα επιμέρους φαινόμενα, ασύνδετα μεταξύ τους. Η σύνδεση των επιμέρους είναι σημαντική να καταλάβουμε την αιτιολογική τους σχέση. Η αιτιολογική σύνδεση οδηγεί μαθηματικά τη σκέψη μας στην αναζήτηση της απώτερης αιτίας του πλήθους των πραγμάτων που βλέπουμε, άρα στο Εν τους. Οπότε συλλαμβάνουμε και την έννοια της μη-απώλειας, παρόλο που τη βλέπουμε παντού γύρω μας.
Πρόκειται για δύο διαφορετικούς τρόπους εννόησης του κόσμου. Τον θετικό, αυτόν που εννοεί τα πράγματα ως προς τη θέση τους σε αυτόν τον κόσμο (όπου γεννούνται και χάνονται), και τον υποθετικό, που κάνει υποθέσεις για το απόλυτο των πραγμάτων, το απαράλλαχτο Είναι του Κόσμου. Ανάμεσα στους δύο τρόπους μπορεί να υπάρχει σχέση συμπληρωματική.  
Ηθικές συνέπειες

Η συμπληρωματικότητα της απώλειας και της μη-απώλειας μπορεί να απαλύνει την οδύνη μας για τις απώλειες μας όπως και να μετριάσει τον θρίαμβό μας για τις νίκες μας.

Ο άνθρωπος που έχει μάθει να επελαύνει νικηφόρα πάνω στη γη (αφανίζοντας ό,τι αντιστέκεται) και να κάνει μεγάλη φασαρία για τις ήττες του (λες και όλα θα τελειώσουν μαζί του), είναι καλό να χαμηλώσει τους τόνους,  διότι κομπάζει για το τίποτε και οδύρεται για το καθόλου. 

Σεμνότητα και σιωπή για ότι δεν καταλαβαίνουμε, ούτε πρόκειται να μάθουμε ποτέ.


Friday, August 10, 2018

Το πνεύμα της εποχής

Ζούμε σε μια εποχή χωρίς συλλογικό όραμα. Οι απελευθερωτικές ή εξισωτικές ιδεολογίες του 20ου αιώνα -όπως, οι σοσιαλιστικές των αρχών του αιώνα ή οι ελευθεριακές των δεκαετιών ’60, ‘70-  κατέρρευσαν στην επαφή τους με την πραγματικότητα. ‘Έμεινε μόνο ο καπιταλισμός, που κυριάρχησε με τη λογική του χρήματος.
Ένας πολιτισμός που κινείται από το χρήμα παράγει μορφές αγοραίες, με σκοπό το κέρδος. Δεν έχουν κάποιο άλλο κίνητρο, στην ουσία. Όταν το χρήμα γίνεται αυτοσκοπός και όχι μέσον, τότε χάνεται κάθε ουσιαστικός σκοπός και απλά τρέχουμε πίσω από τα λεφτά.
Εάν οι άνθρωποι επαναπροσδιορίσουν τη στόχευση των έργων τους και τους δώσουν κάποια ουσιαστική κατεύθυνση, τότε μπορεί να γεννηθεί μια άλλη εποχή, πιο κοντά στις βαθιές επιθυμίες μας, αλλά και στην πραγματικότητά μας.
Το πρόβλημα με τις προηγούμενες απόπειρες συλλογικού επαναπροσδιορισμού, όπως στις επαναστάσεις του 20ου αιώνα, ήταν ότι δεν είχαν αρκετά φιλοσοφημένη στόχευση και ότι δεν επεξεργάστηκαν ικανοποιητικά τα δεδομένα της πραγματικότητας. Οι στόχοι που έθεσαν –της ισότητας οι εξισωτικές, της ελευθερίας οι ελευθεριακές– ήταν μάλλον μέσα, παρά στόχοι. Να είμαστε ίσοι και ελεύθεροι, ναι, αλλά για ποιο λόγο. Δεν εντόπισαν καθαρά τον απώτερο λόγο, ούτε είδαν ειλικρινά την πραγματικότητα. Οι εξισωτικές δεν έλαβαν υπόψη την ανάγκη διαφοροποίησης των ατόμων. Οι ελευθεριακές αγνόησαν τις οικονομικές δεσμεύσεις. Στο τέλος, η οικονομία, στην πιο κυνική εκδοχή της, τον καπιταλισμό, κέρδισε. Με τις τροποποιήσεις που έκανε και τις προσαρμογές του, ο καπιταλισμός μπόρεσε να κυριαρχήσει παγκοσμίως.
Οι ανισορροπίες που παράγει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι μεγάλες και προκαλούν ολοένα αυξανόμενες πιέσεις τις οποίες θα δυσκολευτεί να αφομοιώσει αν δεν αλλάξει δομικά (και παύσει να είναι καπιταλισμός, στην πράξη). Η οικολογική ανισορροπία, η πληθυσμιακή  (με τον υπερπληθυσμό των υπανάπτυκτων χωρών, σε συνδυασμό με τη γήρανση στις αναπτυγμένες χώρες), η ανισορροπία πλούτου, η μεταναστευτική πίεση, κλπ., απαιτούν ριζικές αλλαγές.
Η αλλαγή που επείγει είναι η «αλλαγή παραδείγματος», με την υιοθέτηση μια νέας οικουμενικής ιδέας. Εάν δεν γίνει κάποιος ουσιαστικός επαναπροσδιορισμός βάσει αυτής, τότε, θα κυριαρχήσουν τα οπισθοδρομικά φαινόμενα που βλέπουμε να εκδηλώνονται ως αντίδραση στα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης.
Η άνοδος του εθνικισμού, του φονταμενταλισμού και του μισαλλόδοξου λαϊκισμού, είναι ανησυχητικά δείγματα που απειλούν να κυριαρχήσουν φέρνοντας μια εποχή ζόφου.
Την ίδια στιγμή, η προοδευτική σκέψη αδυνατεί να προτείνει κάτι που να ανταποκρίνεται στα ζητήματα της εποχής. Πόσο μάλλον να δώσει το όραμα μια άλλης. Είναι κολλημένη σε μια ορολογία του παρελθόντος (κομμουναλιστικού ή ελευθεριακού τύπου) και επαναλαμβάνει αποδομητικές φόρμες ενός ξεπερασμένου μοντερνισμού (στην Τέχνη). Αδυνατεί να συλλάβει θετικά τον κόσμο και αρκείται στην κριτική και στην ανάλυση.
Με τη διαρκή κριτική και την εμμονική ανάλυση, όμως, δεν προκύπτει κάτι καινούργιο. Μπορεί να είναι απαραίτητες για την κατάδειξη των κακών κείμενων και τη διάγνωση των αιτιών τους, αλλά μόνο αν συνεχιστούν με κάποια θετική πρόταση, μπορεί να δώσουν προοπτική.  Αλλιώς, δεν μπορούν να διαμορφώσουν ένα συνεκτικό και συγκροτητικό νόημα για τη διαμόρφωση μιας νέας εποχής.
Η απουσία συνεκτικού νοήματος με προοπτική αποδιοργανώνει τις κοινωνίες και υπονομεύει τις συλλογικότητες. Αφήνει τα άτομα στο έλεος του ατομισμού και των εμμονών κάθε είδους: ψυχοπαθολογίες και αδυναμία επικοινωνίας στις προσωπικές σχέσεις, από τη μία, καιμαζο-ποιήσεις, φανατισμοί, αιρέσεις, εθνικισμοί, οπαδισμοί, από την άλλη. Η αυτιστική τέχνη και η ομφαλοσκοπική φιλοσοφία έρχονται να επιβαρύνουν το κλίμα της διάλυσης και της παραίτησης.
Υπάρχουν βέβαια και οι εμπνευσμένες φωνές που μιλούν επί της ουσίας και δίνουν προοπτική. Είναι λίγες, αλλά υπάρχουν. Μέσα από αυτές διασώζεται το πνεύμα και η ελπίδα μιας νέας εποχής. Για να τα καταφέρουν, χρειάζεται να συνεργαστούν. Πάνω σε ποια συγκροτητική ιδέα και κανονιστική Αρχή θα μπορούσε να γίνει αυτός; Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή που θα είχε την απαραίτητη καθολικότητα για να συμφωνήσουν επ’ αυτής και να οργανωθούν ανάλογα;
Προτείνουμε την Αρχή τού «Να Περνάμε Καλά», όπως την έχουμε παρουσιάσει εδώ, τόσο στις θεωρητικές της βάσεις, όσο και στις πρακτικές της συνέπειες.

Η σημασία της εποχής
Η εποχή είναι ο μανδύας που μας περιβάλλει, η ατμόσφαιρα του κόσμου μας. Ζούμε μέσα σε αυτήν και  την αναπνέουμε γύρω μας. Η ζωή μας χαρακτηρίζεται σε σημαντικό βαθμό από την εποχή που ζούμε και γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη προσωπική σημασία. Μια εποχή θλιβερή και μίζερη θα χαρακτηρίσει τη ζωή μας ανάλογα. Μια εποχή δημιουργική και ελπιδοφόρα θα εμπνεύσει κι εμάς να δημιουργήσουμε και να ονειρευτούμε.
Αν συγκρίνουμε δύο πρόσφατες εποχές του «δυτικού κόσμου», αυτήν από το ’50 ως το ’80, που ήταν εποχή ανοίγματος, και αυτή από το ’80 ως πρόσφατα, που είναι εποχή κλεισίματος,  θα δούμε πόσο σημαντικές ήταν οι επιπτώσεις τους.
Η τριακονταετία ’50-’70 συνοδεύτηκε με μια έκρηξη καλλιτεχνικής δημιουργικότητας, πολιτικής επαναστατικότητας, ερωτικής ελευθεριότητας και κοινωνικής κινητικότητας. Ο κινηματογράφος έζησε τον «χρυσού αιώνα» του. Η μουσική έβγαλε συγκροτήματα, τραγούδια, χορούς και ταξίδια μοναδικά. Τα ειρηνιστικά κινήματα χτύπησαν τον μιλιταρισμό. Οι εξουσιαστικές δομές αναγκάστηκαν να ανοίξουν. Η πατριαρχική οικογένεια μπήκε στο ντουλάπι. Ο έρωτας απελευθερώθηκε.
Η εποχή από το ’80 και μετά ήταν μια εποχή συντηριτικοποίησης. Τα λάθη, οι αδυναμίες και οι επιπολαιότητες των ελευθεριακών ρευμάτων της προηγούμενη εποχής, επέφεραν το τέλος της. Η αντεπανάσταση των νέο-συντηρητικών και νεο-φιλελευθέρων (Ρέιγκαν και Θάτσερ), μαζί με την πτώση του «ανατολικού μπλοκ», οδήγησε στην παγκόσμια κυριαρχία του καπιταλισμού. Η κερδοσκοπική λογική επεκτάθηκε παντού. Τα κινηματογραφικά αριστουργήματα έδωσαν τη θέση τους σε "μπλοκμπάστερς". Η μουσική πέρασε στα χέρια των μάνατζερς και η ζωγραφική στους γκαλερίστες. Οι παραλίες των γυμνιστών φόρεσαν μπικίνι και χρυσή καδένα. Το aids μαζί με τον νεο-πουριτανισμό έφεραν το κλινικό σεξ. Ο έρωτας λούφαξε. Το όνειρο χάθηκε.
Οι ποικίλες επιπτώσεις δεν ήταν ίδιες για όλους που έζησαν σε αυτές τις εποχές, όμως όλοι επηρεάστηκαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Το πνεύμα της κάθε εποχής είναι κάτι άυλο που εισχωρεί στις κοινωνικές δομές, περνάει μέσα από τους τοίχους, αγγίζει τις ψυχές και φτιάχνει ή χαλάει τις διαθέσεις μας.
Κάθε εποχή δίνει στον κοινωνικό χρόνο τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, που χαρακτηρίζουν και τις ζωές όλων που θα ζήσουν τον ίδιο καιρό. Αυτό είναι που κάνει κρίσιμη τη σημασία της, καθώς η ποιότητα της ίδιας της ζωής μας εξαρτάται, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, από την εποχή που ζούμε.

Τι είναι μια εποχή
Η εποχή δεν καθορίζει τα πάντα στη ζωή των ανθρώπων. Στην ίδια εποχή υπάρχουν πολλοί που δεν ακολουθούν το πνεύμα της, όμως, ζώντας σε αυτήν, το προσλαμβάνουν έμμεσα, θέλοντας και μη. Εκτός αν ζουν τελείως απομονωμένοι. 
Μιλάμε όμως για εμάς που ζούμε σε κοινωνίες. Αυτές φτιάχνουν τις εποχές, υιοθετώντας το πνεύμα τους. 
Μπορεί να είμαστε χαρούμενοι και από μόνοι μας, για δικούς μας λόγους, αλλά αν ζούμε σε μια εποχή κατήφειας, θα την εισπράξουμε από τους άλλους αναπόφευκτα. Η χαρά μας θα μετριαστεί ή, αντίθετα, θα πολλαπλασιαστεί αν ζούμε σε μια εποχή άνοιξης (ανοίγματος).
Η εποχή είναι ένας πολλαπλασιαστής διάθεσης. Βγαίνει από τους πολλούς σαν σύνολο και πολλαπλασιάζει τη διάθεση των μονάδων. Η επιπλέον ενέργεια που γεννά, ως πολλαπλασιαστής, γεννάται από το εμείς που συνθέτουν οι πολλοί.
Η ποιότητα της διάθεσης που πολλαπλασιάζεται εξαρτάται από το πνεύμα της εποχής που υιοθετούν οι κοινωνίες, δηλαδή οι πολλοί. Αν υιοθετούν το πνεύμα του καπιταλισμού, η διάθεση που θα πολλαπλασιαστεί θα είναι η ανταγωνιστική. Αν ζουν σε μια εποχή εθνικισμού, η διάθεση θα είναι πολεμοχαρής. Σε μια εποχή πασιφιστική ή κομμουναλιστική, θα είναι της αγάπης ή της αλληλεγγύης.
Το πνεύμα μιας εποχής είναι το τελικό εξαγόμενο που βγαίνει ως κοινή συνιστώσα από τον συμψηφισμό κομβικών συμβάντων, δράσεων και προτάσεων σε κρίσιμα πεδία κυριαρχίας, επιβίωσης και νοηματοδότησης της κοινωνίας. Το απώτατο συμπέρασμα όλων αυτών, το οποίο υιοθετεί η κοινωνία, συνιστά την εποχή. Με ποιο γνώμονα όμως διαμορφώνεται αυτό;
Καθώς το απώτατο συμπέρασμα αυτών που κάνουμε και λέμε δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, όπως ξέρουμε, και όλα αυτά μπορεί να αποδειχθούν μάταια, το απώτατο συμπέρασμα και της κοινωνίας διαμορφώνεται ακριβώς πάνω σε αυτό. Ανάλογα από την απάντηση  που δίνει κάθε εποχή για το νόημα της ζωής ενώπιον του θανάτου προκύπτει το δικό της απώτατο συμπέρασμα, που την χαρακτηρίζει.  

Η διαμόρφωση των εποχών

Γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε σε ένα περιβάλλον ανθρώπων που σχετίζονται μεταξύ τους και με εμάς σύμφωνα με τις εκάστοτε πεποιθήσεις τους. Αυτές προκύπτουν από  τον συμψηφισμό των τρόπων αντιμετώπισής τους σε μια σειρά ζητήματα που τους απασχολούν - προσωπικά, πρακτικά, κοινωνικά, πολιτικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά, μεταφυσικά, κλπ. Καθώς πίσω από αυτά (ή μετά από αυτά) εμφανίζεται πάντα το ερώτημα για το νόημα της ζωής ενώπιον του θανάτου, οι πεποιθήσεις συγκροτούνται πάνω σε αυτό.
Η κοσμοαντίληψη, για παράδειγμα, στο προβιομηχανικό αγροτικό περιβάλλον της Ελλάδας πριν 150 χρόνια διαφέρει ριζικά από τη σημερινή. Ο τότε άνθρωπος αντιλαμβανόταν τον κόσμο και τον εαυτό του σύμφωνα με τους ορισμούς της ορθόδοξης εκκλησίας και των εθνοδιδασκάλων του, δρούσε μέσα σε πατριαρχικά πλαίσια και καθοριζόταν καταλυτικά από τη θέση του στη μικρή, κλειστή κοινωνία που ανήκε. Η νοηματοδότηση της ζωής του ενώπιον του θανάτου του δεν ήταν προσωπική του υπόθεση αλλά της εκκλησίας ή του έθνους ή της φατριάς του.
Οι ιστορικές φάσεις των εποχών μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε μεγάλες ενότητες μακροχρόνιων περιόδων (όπως αρχαιότητα, μεσαίωνας, νεότεροι χρόνοι), οι οποίες μπορούν να υποδιαιρεθούν στη συνέχεια σε μικρές ενότητες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
x

















Οι ποικίλες πεποιθήσεις των ατόμων για το νόημα της ζωής ενώπιον του θανάτου αλληλοεπηρεάζονται και διαμορφώνουν μια κοινή κοσμοαντίληψη, που διαφέρει από εποχή σε εποχή και από περιβάλλον σε περιβάλλον. Αυτή η κοσμοαντίληψη προκύπτει ως κοινή συνιστώσα των πεποιθήσεων τους. Μπορεί αυτή η συνιστώσα να μην αντιπροσωπεύει όλους, αλλά τους περισσότερους, που υπογραμμίζουν με το πλήθος τους τη γενική της ισχύ, η οποία και καθορίζει την εποχή τους.

Ο σημερινός «μοντέρνος» άνθρωπος, στην ίδια χώρα, έχει μια εικόνα για τον κόσμο που είναι πολύ διαφορετική. Συμφωνεί, σε γενικές γραμμές, με τις επιστήμες, έχει επίγνωση της διεθνούς αλληλεπίδρασης στο παγκόσμιο σκηνικό, δρα σύμφωνα με τα προσωπικά του συμφέροντα και ενδιαφέροντα (παρά με πατριαρχικές ή εθνικές ή θρησκευτικές επιταγές), ενώ η θέση του στην τοπική κοινωνία δεν είναι τόσο καθοριστική όπως παλιά, αφού τώρα μπορεί να σχετίζεται με άλλες κοινότητες, που δεν είναι τοπικά προσδιορισμένες (πχ. η κοινότητα του Facebook). Η νοηματοδότηση της ζωής του είναι πλέον προσωπική του υπόθεση.


Η σημερινή εποχή

Η ισχύουσα κοσμοαντίληψη σήμερα είναι αποτέλεσμα διεργασιών που συνέβησαν στο παρελθόν και συνεχίζονται από το γίγνεσθαι του ανθρώπου, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε Ιστορία.

Οι εποχές αλλάζουν ανάλογα με την ιστορική φάση στην οποία εντάσσονται. 


Η σημερινή εποχή του δυτικού κόσμου εντάσσεται στους «ύστερους νεότερους χρόνους», που  ξεκίνησαν με τον διαφωτισμό. Από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά έχουμε δύο βασικές εποχές, μια του "ανοίγματος" που κορυφώθηκε με κέντρο τη δεκαετία του ’60 και μια του "κλεισίματος" που ακολούθησε.

Η εποχή του ανοίγματος διαμορφώθηκε από έναν συνδυασμό ιδιαίτερων παραγόντων που έδρασαν μέσα στο γενικότερο ύστερο-νεωτερικό πλαίσιο: η μεταπολεμική ανάπτυξη, η ποπ μουσική (με το ροκ-εν-ρολ, τον Ελβις, τους Μπητλς και το ροκ), τα αντιρατσιστικά και φεμινιστικά κινήματα, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις για το Βιετνάμ, οι φοιτητικές εξεγέρσεις, οι ελευθεριακοί θεωρητικοί (όπως Μαρκούζε, Ράιχ, Έσσε, Σαρτρ, Γκυ Ντεμπορ ή της σχολής της Φρανκφούρτης), το ανεξάρτητο σινεμά (ιταλικός νεορεαλισμός, αγγλικό free cinema, γαλλική nouvel vague, American indie), οι χίπεις, ο Τσε, οι καταλήψεις, οι ποικίλες αντιεξουσιαστικές δράσεις, κλπ. όλα αυτά έδρασαν θετικά στη διαμόρφωση αυτής της εποχής.

Ταυτόχρονα κάποια άλλα έδρασαν αρνητικά, συντελώντας στην ματαίωση του ανοίγματος: τα ναρκωτικά, η τρομοκρατική δράση ακραίων ομάδων (πχ. Brigade Rosse στην Ιταλία και RAF στη Γερμανία), η γκουρου-λατρεία, η ζωδιο-μανία, οι αντι-οικογενειακές υπερβολές και η παν-σεξουαλική ασυναισθησία, υπήρξαν αρνητικοί παράγοντες που οδήγησαν στο τέλος της εποχής του ανοίγματος .

Οι συντηριτικές αστικές τάξεις αντέδρασαν το ‘80 και έφεραν στην εξουσία τον Ρέιγκαν και τη Θάτσερ που ηγήθηκαν μιας καπιταλιστικής αντεπανάστασης, την οποία αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν και οι Ευρωπαίοι θέτοντας τη σοσιαλδημοκρατία τους στην υπηρεσία των αγορών. 
Ο «επαναστατικός χώρος» κατάφερε να επιβιώσει αυτό το διάστημα αντλώντας ισχύ από το κλέος της προηγούμενης εποχής. Κατάφερε, μάλιστα, να οργανώσει μεγάλα συμβάντα σαν αυτά του παγκόσμιου φόρουμ στη Βραζιλία και τις διαδηλώσεις της Γένοβας, το 2001. Τότε, όμως, ήρθε η επίθεση στους δίδυμους πύργους στις 11.9 και τον έθεσε για τα καλά στο περιθώριο.

Ο ισλαμιστικός εξτρεμισμός, που φούντωσε από την επέμβαση στο Ιράκ (για να κορυφωθεί με την επέμβαση στη Συρία και το ISIS) ισχυροποίησε τους εξουσιαστές της Δύσης, με αποκορύφωμα τον εξουσιομανή Τραμπ.   
Η εγκαθίδρυση απολυταρχιών σε "χώρες κλειδιά", όπως στη Ρωσία με τον Πούτιν και στην Τουρκία με τον Ερντογάν, ήρθε να καταργήσει οριστικά το πνεύμα του ’60 και μαζί με αυτό να παρέλθει η εποχή που η Δύση καθόριζε τις εποχές.

Έτσι φτάνουμε στο σήμερα. 
Η κρίση αξιών της Δύσης (που κατάντησε να έχει έναν Τραμπ για πρόεδρο των ΗΠΑ), μαζί με την άνοδο της Ασίας (με πρώτη την υπεράριθμη Κίνα και μετά την επερχόμενη Ινδία) αλλάζουν τα γεωπολιτικά δεδομένα.
Παράλληλα, οι αναταράξεις από τις μεταναστευτικές ροές, η κλιματική αλλαγή και άλλα φαινόμενα πλανητικού μεγέθους, μαζί με τις ανατροπές που θα επιφέρουν μείζονες τεχνολογικές εξελίξεις (όπως η βιοτεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη) μπορεί να σημάνουν την αλλαγή κλίμακας ορισμού των εποχών .

Τα μεγέθη που αναδύονται πλέον είναι τεράστια και θέτουν εν αμφιβόλω την ικανότητα αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου, όπως την αποπειράθηκε στη Δύση, από τον διαφωτισμό και μετά. Είναι πολύ πιθανό να ζούμε το τέλος των ύστερων νεότερων χρόνων και την έναρξη της επόμενης μεγάλης ιστορικής φάσης του ανθρώπου.


Η μεθεπόμενη εποχή

Όλα δείχνουν ότι περνάμε σε μια εποχή μαζικών ανακατατάξεων και έναρξης μιας νέας ιστορικής περιόδου πλανητικού μεγέθους, που θα συμπεριλαμβάνει εξίσου όλους τους ανθρώπους στη γη (και όχι μόνο τους «δυτικούς»), θα εμπεριέχει το δέος για τη φύση (απο τη διαταραχή της λόγω παραβίασης του οικοσυστήματός της) και θα φέρει την εκχώρηση της υπολογιστικής δύναμης του ανθρώπου στις «μηχανές».
Στη διάρκεια αυτής της διαφαινόμενης εποχής είναι πολύ πιθανόν να υπάρχουν διάφορες αντικρουόμενες απόψεις και το χαρακτηριστικό της να είναι η πολυδιάσπαση.

Η πολυδιάσπαση συμβαίνει ήδη στην ενδιάμεση εποχή που ζούμε, που είναι και εποχή των ενδιάμεσων.
Οι ενδιάμεσοι είναι αυτοί που παίζουν ρόλο μεσολαβητή στις πολυδιασπασμένες από τον ατομικισμό δυτικές κοινωνίες. Δικηγόροι, μάνατζερ, σύμβουλοι κάθε είδους (από οικογενειακούς ως επικοινωνιακούς) και άλλοι χίλιοι δυο μεσολαβητές βρίσκονται παντού σήμερα, μαζί με τα social media και όλα τα δίκτυα που παίζουν αυτό το ρόλο: του μεσολαβητή. 

Εάν η διάσπαση πάρει μαζική έκταση,  τότε οι ενδιάμεσοι θα δυσκολευτούν να γεφυρώσουν το χάσμα.  Σε ένα τέτοιο συγκρουσιακό περιβάλλον, η διάθεση που θα πολλαπλασιαστεί θα είναι της αυτοπροστασίας. Αντί ο κόσμος να ανοίξει με τη παγκοσμιοποίηση, οι άνθρωποι θα κλειστούν σε πρόχειρες ομάδες, φτιάχνοντας «φυλές» (είτε πολιτισμικές, είτε εθνοτικές) με «φύλαρχους» που θα τους προστατεύουν στην πλανητική «ζούγκλα». Οι τοπικισμοί και οι φυλετισμοί θα διαρρήξουν τον παγκόσμιο κοινωνικό ιστό, πολυδιασπώντας τον σε φέουδα όπως στον μεσαίωνα.

Όσοι από εμάς δεν θέλουμε να επιστρέψουμε σε εποχές σκοταδισμού πρέπει να διασώσουμε το πνεύμα το διαφωτισμού και να το προάγουμε, τροποποιώντας το και αναβαθμίζοντάς το έτσι ώστε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της επερχόμενη εποχής.

Αν κινηθούμε δυναμικά, εμπνεόμενοι από το όραμα μιας μεθεπόμενης εποχής (μιας εποχής μετά από αυτή που επέρχεται) μπορεί να βρούμε το πέρασμα σε έναν κόσμο καλύτερο.

Για να περάσουμε στη σύνθεση της μεθεπόμενης εποχής, οι αντιθέσεις μας πρέπει να ξεπεραστούν, μέσα από τη συμπληρωματικότηταΈτσι, να κινηθούμε συμπληρωματικά συνθέτοντας ένα δικό μας «εμείς» που θα μας δώσει την επιπλέον ενέργεια που χρειαζόμαστε για να δράσουμε δημόσια. Αυτό το «εμείς» πρέπει να περιλαμβάνει «ομοϊδεάτες» μας από παντού στον κόσμο. Η «όμοια ιδέα» μας θα πρέπει να έχει την οικουμενικότητα και γενικότητα που απαιτεί η εποχή. Μια τέτοια θα μπορούσε να είναι το να-περνάμε-καλά, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.


Thursday, August 2, 2018

Η συμπληρωματικότητα

Το μόνο που είναι πλήρες είναι το Όλον, ως ολότητα που είναι. Όλα τα άλλα που το απαρτίζουν είναι ελλιπή από μόνα τους. Δεν υφίστανται ως ολότητες ξεχωριστές.  Ολοκληρώνουν την ύπαρξή τους μέσα από το Όλον του Κόσμου, το Σύμπαν στο οποίο ανήκουν. Στο συμπαντικό γίγνεσθαι οφείλουν, άλλωστε, τη γένεσή τους, όπως και το δικό τους, επιμέρους γίγνεσθαι. 
Η πληρότητα των επιμέρους όντων και οντοτήτων έγκειται στην ένταξή τους στο Όλον και επιτυγχάνεται με τη συμπλήρωσή τους από τα άλλα επιμέρους όντα και οντότητες, που το απαρτίζουν μαζί. 

Χωρίς τη μεταξύ τους συμπληρωματικότητα τα μέρη του Όλου μένουν ξεκρέμαστα, εκπίπτουν της ολότητας και εκλείπουν. Ένας άνθρωπος ξεκομμένος στην έρημο θα πεθάνει, ένας πλανήτης εκτός τροχιάς θα χαθεί, ένα άστρο εκτός γαλαξία θα σβήσει.
Όμως και το Όλον είναι ελλιπές χωρίς τα μέρη που το απαρτίζουν. Δεν υπάρχει χωρίς αυτά. Πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλα τα μέρη, για να αποτελεί το σύνολό τους. Αλλιώς δεν υπάρχει. Τα χρειάζεται, όπως χρειάζονται κι αυτό εκείνο.

Το Όλον και το μέρος είναι συμπληρωματικά.
 Αν αντί για «Όλον», πούμε «Ον» ή «Είναι» ή «Άπαν» ή «Κόσμος» ή «Εν» ή «Απόλυτο» ή «Λόγος» ή άλλες κεφαλαιώδεις λέξεις (με κεφαλαίο αρχικό) που συνωνυμούν «Αυτό» που δεν χωράει σε λέξεις (και κάποιοι ονομάζουν Θεό), τότε μπορούμε να το διατυπώσουμε κι αλλιώς:
Το Ον και τα όντα είναι συμπληρωματικά ή το Είναι και τα είναι ή το Άπαν και τα πάντα ή ο Κόσμος και οι κόσμοι ή το Εν και τα πολλά ή το Απόλυτο και τα σχετικά ή ο Λόγος και οι λόγοι, κλπ., όλα αυτά είναι συμπληρωματικά.
Όλα τα μέρη κεφαλαιοποιούνται σε μια ολότητα που τα συμπεριλαμβάνει, και την οποία συνδιαμορφώνουν αλληλοσυμπληρούμενα.
Έτσι η συμπληρωματικότητα αναδεικνύεται ως η συμπαντική συνθήκη από την οποία αντλούν όλα, μικρά και μεγάλα, μέρη και σύνολα, την ύπαρξή τους.
Η εννόηση της συμπληρωματικότητας
Η προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να ορίσει τα πράγματα ως διακεκριμένες οντότητες με τις δικές τους ονομασίες και ιδιότητες, καταταγμένες και ελεγχόμενες, τον παρέσυρε στην υποτίμηση της συμπληρωματικότητάς τους. Ακόμη και η εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του είναι αποσπασματική. Κινείται παραβιάζοντας την ολότητα στην οποία ανήκει και καταπατά τον περιβάλλον του, αγνοώντας την αλληλεξάρτησή του. Είναι σαν να πριονίζει το κλαδί που κάθεται.
Η επιθετικότητά του στο περιβάλλον εκφράστηκε και στην εννόηση του Όλου. Αρχικά, προσπάθησε να το ιδιοποιηθεί αποδίδοντάς του ανθρωπόμορφες εικόνες, λέξεις και ιδιότητες, μέσω των μυθολογικών θρησκειών. Μπορεί να το έκανε τότε από φόβο, καθώς δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτά που συνέβαιναν γύρω του. Όταν με την επιστήμη άρχισε να τα εξηγεί, προσπάθησε να εντάξει το Όλον στην επιστημονοκρατική του αντίληψη, για να το ιδιοποιηθεί με τη λογική του. Και στις δύο περιπτώσεις - τη μυθολογική των θρησκειών και τη λογική των Επιστημών -, η στάση του ανθρώπου απέναντι στο Όλον καθορίστηκε από την ανάγκη του να επιβληθεί.

Η φιλοσοφική σκέψη που θέλει να εννοήσει το Όλον καθαρά, χωρίς θρησκευτικές εικονογραφήσεις ή επιστημονοκρατικές βλέψεις, ωθεί τον άνθρωπο στα όρια του λόγου του, καθώς δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψουν και να περικλείσουν την ολότητα. Εκεί ακριβώς έγκειται τώρα το επόμενο βήμα του νου, προς τη συμπλήρωσή του.
Ο ανθρώπινος λόγος πρέπει να συμπληρωθεί με τη σιωπή. Πρέπει ο άνθρωπος να εννοήσει τη σχέση συμπληρωματικότητάς του με το Όλον, το οποίο, όμως, δεν θα μπορέσει ποτέ να ορίσει. Κι εκεί πρέπει να σιωπήσει.

Ο Λόγος που υπάρχει ο Κόσμος βρίσκεται πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπινου λόγου. Μπορεί μόνο να τον προσεγγίσει με τον υποθετικό λόγο περί Αυτού, τη φιλοσοφία που θα τον οδηγήσει στη σιωπή.  
Η διάνοιξη στο άφατο του Κόσμου είναι απαραίτητη για τη συμπλήρωση της ανθρώπινης εννόησης του κόσμου, και του εαυτού του. Για να μπορέσει να την κάνει πρέπει να εξοικειωθεί με την έννοια της συμπληρωματικότητας, να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τη συμπαντική της συνθήκη, μέρος της οποίας είναι και ο ίδιος και η σκέψη του.

Η ίδια η σκέψη λειτουργεί συμπληρωματικά, τόσο ως προς την πραγματικότητα όσο και ως προς τον νου. Ο νους και οι έννοιές του αλληλοσυμπληρώνονται. Όπως και οι έννοιες μεταξύ τους. Ούτε ο νους υπάρχει ξεκομμένος από τις έννοιες, ούτε οι έννοιες ξεκομμένες από αυτόν και αποσυνδεμένες μεταξύ τους. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε τη συμπληρωματικότητα ανάμεσα στις δύο βασικές κατηγορίες εννόησης του κόσμου: ανάμεσα στον θετικό λόγο για το γίγνεσθαι και τον υποθετικό για το Είναι. Η γεφύρωσή τους εξετάζεται στο Για μια Θεωρία της Συν-πλήρωσης
Εφόσον αναγνωρίσουμε τη συμπληρωματικότητα σε ότι κάνουμε και ότι σκεφτόμαστε, μπορούμε να την εφαρμόσουμε τόσα στα θεωρητικά όσο και στα πρακτικά μας πεδία, εμπλουτίζοντάς τα με τα προϊόντα της αλληλοσυμπλήρωσής τους.

Η συμπληρωματικότητα και το Απόλυτο
Η αναζήτηση του ανθρώπου για την απώτατη αιτία των πραγμάτων, τον Λόγο για το κάθε τι, τον έχει ωθήσει στην ιδέα του Ενός από το οποίο έχουν προέλθει όλα. Αυτή η ιδέα έχει εκφραστεί με διάφορους τρόπους. Η θρησκευτική της έκφραση βρίσκεται στην εικόνα μιας κυρίαρχης θεότητας ή ενός μοναδικού θεού. Η φιλοσοφική της έκφραση βρίσκεται στην σύλληψη του Απόλυτου και των εννοιών του.
Οι έννοιες του Απόλυτου δεν αναλύονται περαιτέρω. Είναι το Εν που δεν διαιρείται. Συγκροτούν την εννοιολογική και κοσμολογική σταθερά, βάσει της οποίας μπορεί να ξετυλιχτεί μια ακολουθία εννόησης του κόσμου.
Όμως το Απόλυτο είναι αδύνατο να εντοπισθεί από τον άνθρωπο, οπότε προκύπτει ένα λογικό κενό που καλούμαστε να γεφυρώσουμε. Η συμπληρωματικότητα μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο της γέφυρας με δύο τρόπους. Πρώτον, συμπληρώνοντας τον θετικό λόγο με τον υποθετικό (όπως γράφουμε πιο πάνω). Δεύτερον, εισάγοντας την έννοια της συμπληρωματικότητας στο ίδιο το Εν.
Το Εν δεν είναι κάτι μόνο του. Δεν αποτελεί μια μονάδα μοναδική και αυθύπαρκτη. Δεν υπάρχει χωρίς την ύπαρξη των πολλών.  (Μπορούμε να πούμε στα Ελληνικά ότι το "εν" συνεπάγεται την "εν-ότητα"). Εφόσον το Εν υπάρχει μόνο συμπληρούμενο με το πλήθος των πραγμάτων, τότε προκύπτει ότι το Απόλυτο βρίσκεται στη συμπληρωματικότητα.
Η συμπληρωματικότητα και η αντιπαλότητα
Τα πράγματα και οι λέξεις που τους αναλογούν έχουν τη δική τους ξεχωριστή παρουσία και έννοια διαχωριζόμενα από άλλα πράγματα και άλλες λέξεις. Ο διαχωρισμός μπορεί να πάρει και τη μορφή αντίθεσης, εάν χρειαστεί να γίνει σαφής. Πχ. Άλλο πράγμα το κεράσι, άλλο το βύσσινο (διαχωρισμός). Ή αυτό είναι κεράσι, δεν είναι βύσσινο (αντίθεση). Το ίδιο ισχύει για αφηρημένες καταστάσεις και έννοιες: Πχ. άλλο πράγμα η ανάγκη, άλλο η επιθυμία. Ή αυτό δεν είναι ανάγκη, είναι επιθυμία.
Σε κάποιες καταστάσεις και έννοιες η αντίθεση είναι θεμελιώδης στον ορισμό τους. Πχ. στα αντιθετικά ζεύγη ελευθερία – σκλαβιά ή ζωή – θάνατος, κάθε μέρος ορίζεται από την αντίθεσή του προς το άλλο. Η ζωή είναι το αντίθετο του θανάτου. Ο θάνατος το αντίθετο της ζωής.  

Όμως ακόμη και η αντίθεση έχει την ανάγκη της συμπληρωματικότητας. Εάν δεν υπήρχε ο θάνατος (ή η σκλαβιά) δεν θα μιλούσαμε για ζωή (ή ελευθερία). Λέμε ότι είμαστε ζωντανοί διότι ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε. Δεν θα ορίζαμε τους εαυτούς μας ως ζωντανούς αν δεν πεθαίναμε ποτέ. Έτσι, από τη μια ορίζουμε κάτι ως αντίθετο του άλλου (τη ζωή ως αντίθετη του θανάτου) από την άλλη, όμως, ο ορισμός του ενός δεν υπάρχει χωρίς την ύπαρξη του άλλου. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Είναι τόσο αντίθετα όσο και συμπληρωματικά.
Η συμπληρωματικότητα δεν είναι αντίθετη στην αντίθεση. Την συμπεριλαμβάνει. 

Απέναντι στην αντίθεση στέκει η σύνθεση και η εξ αυτής θέση. Η αντίθεση και η σύνθεση εναλλάσσονται στο γίγνεσθαι, με τη σύνθεση να παράγει τη θέση, γεννώντας τις νέες μορφές. 
Η αντίθεση είναι η προϋπόθεση του διαχωρισμού που χρειάζεται κάτι για να υπάρχει ως ξεχωριστό κάτι-τι. Αυτό το κάτι-τι συντιθέμενο στη συνέχεια με κάτι άλλο, γεννά κάτι τρίτο, παράγοντας μια καινούργια θέση, γεννώντας μια νέα μορφή.
Η αντίθεση και η σύνθεση είναι συμπληρωματικές. Μέσα από τη συμπληρωματικότητά τους αναγεννάται ο κόσμος. 

Η συμπληρωματικότητα αναδεικνύεται έτσι στην υπέρτατη συνθήκη. Είναι αυτή που υπερτερεί και ρυθμίζει τα αντιθετικά ζεύγη ώστε να είναι συνάμα συμπληρωματικά και να μη διαρρηγνύεται ο κόσμος, αλλά να συνέχεται.
Συμπληρωματικότητα και ισορροπία
Η ισορροπία συμβαίνει όταν οι αντίθετες δυνάμεις ή ροπές που αντενεργούν στα πράγματα είναι ίσες και καμία δεν υπερέχει. Τα πράγματα δεν ρέπουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, αλλά στέκουν ίσα. Ισορροπούν.
Καθώς, όμως, τίποτε δεν είναι στάσιμο και όλα κινούνται στο σύμπαν, ισορροπία δεν μπορεί να σημαίνει ακινησία. Μάλλον σημαίνει σταθερή κίνηση ή ροπή ή τροχιά. Για να έχουμε όμως κίνηση, έστω σταθερή, συνεπάγεται την ύπαρξη κάποιας δύναμης που ωθεί τα πράγματα να κινηθούν. Αυτό σημαίνει ότι η έννοια της ισορροπίας πρέπει να συμπληρωθεί με την έννοια της δύναμης.  Ισορροπία, λοιπόν, δεν υπάρχει στο σύμπαν παρά συμπληρωμένη από τη δύναμη, δηλαδή ως δυναμική ισορροπία.
Βέβαια, ένας βράχος που ισορροπεί σε μια πλαγιά δεν κινείται (ευτυχώς, γιατί μπορεί να περνάμε από κάτω), όμως κινείται η γη και μαζί της κι αυτός. Συνεπώς η σχέση της ισορροπίας με τη κίνηση εξαρτάται από το μέγεθος που εξετάζουμε.
Ως προς τους ανθρώπους, το να είναι κάποιος ισορροπημένος δεν σημαίνει στάσιμος, αλλά κάποιος που συμπεριλαμβάνει την κίνηση στη στάση του. Κάποιος που εξελίσσεται και ο ίδιος, παράλληλα με τον κόσμο. Όμως την ίδια στιγμή, πρέπει να είναι ο εαυτός του, να έχει τις σταθερές που τον κρατούν ίσο, ενώ γύρω όλα αλλάζουν. Χωρίς υπόσταση (στάση, ουσία και βάρος) άγεται από τις εξελίξεις, που συμβαίνουν ερήμην του (αφού αυτός είναι ανυπόστατος). Χωρίς έρμα γίνεται έρμαιο. Χάνει την ισορροπία του και ανατρέπεται με το παραμικρό. Η δυναμική ισορροπία, με τη συμπλήρωση της σταθερότητας με την κινητικότητα, μπορεί να τον κρατήσει όρθιο.
 Η ηθική της συμπληρωματικότητας
Εφόσον η συμπληρωματικότητα αναδεικνύεται σε συμπαντική συνθήκη καλούμαστε να προσαρμόσουμε την ερμηνεία μας για τα πράγματα σύμφωνα με αυτήν ώστε να είναι πιο ορθή. Η ορθότητα της ερμηνείας υποβάλει και αυτήν της πράξης. Υποδεικνύει το σωστό και συστηματοποιεί την ηθική που καλούμαστε να ακολουθήσουμε στις ζωές μας. Υποβάλλει το δέον πράττειν.
Ως προς τι όμως να συμπληρώσουμε τις ζωές μας; Ποιό είναι το συμπληρωματικό της ζωής, ως προς το οποίο να κινηθούμε;
Η ζωή συμπληρώνεται με το αντίθετό της, τον θάνατο. Η συμπληρωματικότητα των αντιθέτων, που είπαμε πριν, φτάνει εδώ σε ένα οριακό σημείο, από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε το έσχατο νόημα της ζωής μας. Αυτό προκύπτει αυθόρμητα σε όλους μας μπρος στο φάσμα του θανάτου μας και δεν είναι άλλο από το να-περνάμε-καλά όσο ζούμε. Αυτό, λοιπόν, μπορεί να αναδειχθεί και η ηθική Αρχή μας, σύμφωνα με τη συμπληρωματικότητά μας.


Η Αρχή του Να-Περνάμε-Καλά βασίζεται στη συμπληρωματικότητα καθώς συμπληρώνει το αίσθημα του κενού, μπρος στον θάνατό μας, με αυτό της πλήρους απόλαυσης της ζωής μας. Η πραγμάτωσή της συνεπάγεται τη συμπλήρωσή μας με ό,τι μας ολοκληρώνει. Η σειρά των πράξεων για την επίτευξή της υποβάλλει στη συνέχεια ποιο είναι το σωστό να κάνουμε. Υποδεικνύει το δέον πράττειν στη ζωή μας, για να περνάμε καλά, συμπληρώνοντας τις πράξεις μας με το έσχατο νόημά τους.  

Tuesday, July 31, 2018

Η διαμόρφωση των απόψεων.

Οι απόψεις, οι γνώμες και οι κρίσεις των ανθρώπων παίζουν κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση του τοπίου που ζούμε. Διαμορφώνουν το πολιτικό τοπίο, είτε με τη ψήφο τους, στις δημοκρατίες, είτε με τη συγκατάθεσή τους, στα απολυταρχικά καθεστώτα. Το πολιτισμικό τοπίο, με τα έργα που επιλέγουν, είτε να παράγουν είτε να καταναλώσουν. Το κοινωνικό τοπίο, με τις συμπεριφορές που επαινούν ή καταδικάζουν, με τα άτομα που χειροκροτούν ή αγνοούν, τα ήθη που ακολουθούν, τους ιερείς που προσκυνούν, κλπ.
Υπάρχουν πολλά ιστορικά παραδείγματα επικράτησης ολέθριων απόψεων που οδήγησαν σε καταστροφές. Το περίεργο είναι ότι παρόμοιες ανόητες απόψεις επανέρχονται κατά καιρούς, με παραλλαγές ανάλογες με τις εποχές, προκαλώντας νέες καταστροφές, λες και ο άνθρωπος δεν έχει μάθει από την Ιστορία.
Βλέπουμε μια Ευρώπη να δοκιμάζεται από την άνοδο εθνικιστικών, λαϊκίστικων και ακροδεξιών κομμάτων με ξενοφοβικά και ρατσιστικά συνθήματα, λες και δεν έχει πάρει το μάθημά της από το φασιστικά και ναζιστικά προηγούμενά της. Μία Ρωσία να τσαρίζει με τον Πούτιν, μία Τουρκία να σουλτανίζει με τον Ερντογάν και μια Αμερική να τραμπουκίζει με τον Τραμπ, ξανακυλώντας σε αυταρχισμούς του παρελθόντος.
Είναι όντως ο άνθρωπος τόσο ανιστόρητος ή μήπως η πηγή γέννησης αυτών των απόψεων έχει μείνει απαράλλαχτη, με συνέπεια να τις ξαναγεννά;
Μία μελέτη του σύγχρονου ελληνικού κράτους, με τις τέσσερις πτωχεύσεις του από το 1827 μέχρι την πέμπτη που έγινε άτυπα με την χρεοκοπία του 2010, δείχνει να επαναλαμβάνονται τα ίδια ακριβώς μοτίβα. Η μετάθεση των ευθυνών στον ξένους συνέβη συστηματικά όλες τις φορές, με συνέπεια να μη γίνει καμία σοβαρή δουλειά στις δομές του κράτους ώστε να μην επαναληφθεί το φαινόμενο. Η κρίση που συνέβη επί των ημερών μας ήταν μεγάλη δοκιμασία για όσους από εμάς τους Έλληνες βλέπαμε καθαρά την ίδια στρέβλωση να επαναλαμβάνεται, με μαζικές συγκεντρώσεις «αγανακτισμένων» ενάντια στους ξένους. Είδαμε φίλους που θεωρούσαμε νουνεχείς να φανατίζονται με εθνικοαπελευθερωτικά συνθήματα, ενάντια σε κάθε λογική, επιτιθέμενοι σε όσους τολμούσαν να τα αμφισβητούσαν. Χάσαμε φιλίες, δημιουργήσαμε εχθρούς και βρεθήκαμε λίγοι και μόνοι.
Οι λίγοι του «μετώπου λογικής» γίναμε ακόμη λιγότεροι μετά από μια σειρά ζητήματα που ακολούθησαν, με πιο πρόσφατο την ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας, όπου είδαμε έκπληκτοι αρκετούς από τους «λογικούς» να συντάσσονται με μικροκομματικές πολιτικές χαϊδέματος του εθνικισμού, επιχειρηματολογώντας μάλιστα υπέρ της αναγκαιότητας τους.
Αυτή η σειρά των γεγονότων που βιώσαμε έντονα το τελευταίο καιρό στην Ελλάδα έθεσε επιτακτικά το ζήτημα των απόψεων. Άρχισε να φαίνεται ότι κάτι πιο βαθύ κρύβεται πίσω από τη διαρκή επαναφορά των στρεβλώσεων, τις οποίες καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σχεδόν καθημερινά, με χίλιες δυο αφορμές.
Είναι τόσα πολλά τα παλαβά και ανάποδα που γράφονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθημερινά, που δεν γίνεται πια να τρέχουμε πίσω τους. Ήρθε η ώρα να σκεφτούμε σοβαρά τι προκαλεί αρχικά την ανοησία, αντί να κυνηγάμε τα αναρίθμητα αποτελέσματά της. Πιθανόν μια δράση στα αίτια γέννησης των ανόητων απόψεων να είναι πιο αποτελεσματική από τις διαρκείς διορθώσεις τους.
Ο χαρακτήρας της ανοησίας των απόψεων
Ας δούμε αρχικά για ποια μορφή ανοησίας, σε ποια κατηγορία νόησης, μιλάμε. Υπάρχουν πολλά ήδη νόησης με τις δικές τους ανοησίες.
Υπάρχει η μαθηματική νόηση ων επιστημόνων και σκακιστών, η πρακτική των κατασκευαστών και εργατών, η καλαισθητική των καλλιτεχνών, η μουσική και μουσικών, κλπ. 


Δεν μας απασχολούν εδώ οι διάφορες ειδικές μορφές νόησης, διότι δεν παίζουν άμεσο ρόλο στη διαμόρφωση του γενικότερου κοινωνικο-πολιτικο-πολιτισμικού τοπίου. Σε αυτό παίζουν ρόλο οι απόψεις, δηλαδή τα προϊόντα της νόησης ευρύτερων θεμάτων, κοινού ενδιαφέροντος. Όχι των περιορισμένων σε επαγγελματικές ειδικότητες. Σε αυτές δεν παίζουν κυρίαρχο ρόλο οι απόψεις, αλλά οι λύσεις συγκεκριμένων προβλημάτων. Εμάς μας απασχολούν οι απόψεις, δηλαδή η νόηση του γενικού.
Η γενική νόηση που παράγει τις απόψεις και η ειδική που σχετίζεται με τις επιμέρους δεξιότητες δεν συνδέονται αναγκαστικά μεταξύ τους. Συμβαίνει συχνά ένα έξοχο μαθηματικό μυαλό ή ένας ευφυέστατος μάστορας ή μια μουσική ιδιοφυία να έχουν απόψεις ανόητες για τα κοινά. Το κύριο λοιπόν χαρακτηριστικό της ανοησίας των απόψεων βρίσκεται στην αδυναμία νόησης του γενικού. Αυτήν ακριβώς πρέπει να εξετάσουμε.
Η νοητική εμπλοκή στην περίπτωση των απόψεων
Επειδή όλοι οι διανοητικά υγιείς ενήλικες διαθέτουν έναν άρτιο νοητικό μηχανισμό με τον εγκέφαλό τους, δεν μπορούμε να αποδώσουμε τις όποιες ανοησίες σε κάποιο μηχανικό πρόβλημα. Όλοι έχουμε τον ίδιο εγκέφαλο με τις ίδιες ακριβώς δυνατότητες σχηματισμού έλλογων απόψεων, άρα δεν μπορεί να φταίει το εργαλείο.
Ο νους του ανθρώπου είναι φτιαγμένος για να βρίσκει τις αιτίες των γεγονότων και των φαινομένων, να τις συστηματοποιεί και να προβλέπει αποτελέσματα βάσει των συστηματοποιήσεων τους. Ανάλογα με τα δεδομένα που έχει, βγάζει συμπεράσματα. Αν του λείπουν δεδομένα, μπορεί να βγάλει ελλιπή συμπεράσματα, αλλά μπορεί να τα διορθώσει στην πορεία, αποκτώντας γνώση των δεδομένων. Αυτή είναι η νοητική διαδικασία που θα έπρεπε να ισχύει για όλους, κανονικά.
Κανονικά, λοιπόν, όσοι έχουν τα ίδια δεδομένα για ένα θέμα, θα έπρεπε να βγάζουν παραπλήσια συμπεράσματα. Τα δεδομένα που είχαν οι ενήλικες Έλληνες για την κρίση του 2010 ήταν πάνω κάτω τα ίδια. Όλοι είχαν επίγνωση της σαθρότητας του κράτους, της φαυλότητας του πολιτικού συστήματος και της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος. Τα ζούσαν καθημερινά, συμμετείχαν σε αυτά λίγο ή πολύ (ή και καθόλου – όμως τα ήξεραν). Όλοι τα έλεγαν και κανείς δεν τα ομολογούσε. Όταν αποκαλύφθηκαν με την κρίση, οι περισσότεροι έκαναν τους χαζούς. Για όλα έφταιγαν οι ξένοι. Όχι εμείς που σπαταλήσαμε τόσα λεφτά, αλλά αυτοί που μας τα δάνεισαν. Συνέβη μια μαζική αποσύνδεση αιτίας και αποτελέσματος, που είναι και η βασική έκφραση της ανοησίας.
Ανόητος είναι αυτός που ενώ διαθέτει νου και έχει όλα τα δεδομένα ενός ζητήματος για να εξάγει έλλογα συμπεράσματα, αρνείται να το κάνει, παραβιάζοντας τη λογική ακολουθία αιτίας και αποτελέσματος. Κάτι πρέπει να μεσολαβεί και να μπλοκάρει τον νου του. Η εμπλοκή της νόησης πρέπει να αναζητηθεί σε εξω-νοητικούς παράγοντες, καθώς ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να τα έχει τετρακόσια σε άλλα ζητήματα. Απλά σε κάποια μπλοκάρει, για κάποιους λόγους.
Καθώς εδώ εξετάζουμε το φαινόμενο των ανόητων απόψεων, θα διερευνήσουμε πιθανούς λόγους της εμφάνισης τους. 

Ποιοί μπορεί να είναι οι λόγοι εμπλοκής της νόησης σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος και δημοσίου συμφέροντος;


ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΜΠΛΟΚΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ
1. Λόγοι ιδιωτικού συμφέροντος: Αρνούμαστε να δεχτούμε τα αίτια δημοσίων προβλημάτων εφόσον αυτά θίγουν το ιδιωτικό μας συμφέρον. Προκειμένου να αποφύγουμε τις συνέπειες των συμπερασμάτων της έλλογης διερεύνησης αυτών των προβλημάτων, διακόπτουμε τη λογική ακολουθία πρόωρα, πριν φτάσει σε βάθος (και μας βρει). Το κενό που μένει να εξηγηθεί το καλύπτουμε με φανατισμούς ή φανταστικούς εχθρούς.
Το ιδιωτικό μας συμφέρον μπορεί να συμπεριλαμβάνει κι άλλους με τους οποίους ταυτιζόμαστε (την οικογένειά μας, το σόι μας, την παρέα μας, την ομάδα, τον κλάδο, το κόμμα, κλπ.) Πάντως δεν το ταυτίζουμε με το δημόσιο συμφέρον.
Εδώ υπάρχει πάλι ένα λογικό κενό, καθότι το καλό του συνόλου θα έπρεπε λογικά να ευνοεί κι εμάς, που ανήκουμε σε αυτό. 
Συμβαίνει λοιπόν μια αποσύνδεση του δημόσιου και του ιδιωτικού συμφέροντος, η οποία προκαλεί λογικά κενά.
Η αποσύνδεση δημόσιου και ιδιωτικού μπορεί να οφείλεται είτε στη βουλιμία μας να καρπωθούμε εμείς περισσότερα από τους άλλους, είτε στην βουλιμία του δημοσίου και όσων το σφετερίζονται να καρπωθούν από εμάς περισσότερα από όσα δικαιούνται.
Λύση: Η επανασύνδεση δημόσιου και ιδιωτικού, με αναγνώριση του χώρου ευθύνης του ιδιωτικού και καθορισμού της περιοχής συνυπευθυνότητας του δημοσίου, θα θεράπευε την ανοησία πολλών απόψεων. Εφόσον η περιοχή του δημοσίου αναγνωριζόταν ότι υπερασπίζεται το κοινό καλό και αποκαθίστατο η εμπιστοσύνη του κόσμου προς τις δημόσιες αρχές, θα είχε γίνει ένα σοβαρό βήμα για την αντιμετώπιση των νοητικών στρεβλώσεων που οφείλονται σε αυτόν τον λόγο.

2. Λόγοι περιορισμένης αντίληψης του γενικού:
Ζούμε σε μια πόλη της Ελλάδας και νομίζουμε ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από την πόλη μας ή την Ελλάδα, αδυνατώντας να συλλάβουμε τη διασύνδεση που έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Την ίδια στιγμή που είμαστε δικτυωμένοι με όλον τον κόσμο, καταναλώνουμε προϊόντα από παντού, βρισκόμαστε στο μέσο μεταναστευτικών ροών, βιώνουμε μια παγκόσμια κλιματική και περιβαλλοντική αλλαγή, δεχόμαστε τουρίστες από όλες τις ηπείρους, με τους οποίους έχουμε τα ίδια κινητά, βλέπουμε τα ίδια μπλοκμπάστερς και επικοινωνούμε στα αγγλικά,  εμείς συνεχίζουμε να έχουμε μια τοπικιστική ή εθνικιστική πρόσληψη του κόσμου.
Όταν διαπραγματευόμαστε ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, αγνοώντας το σύγχρονο εύρος του γενικού, προβαίνουμε σε λάθος εκτιμήσεις (ή, αλλιώς, λέμε ανοησίες).
Η αδράνεια της νόησης, η οποία ενώ έχει όλα τα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης συνεχίζει να σκέφτεται τοπικιστικά, οφείλεται στη βαρύτητα της σωματικής παρουσίας. Τα σώματα των κοντινών μας, με τα οποία έχουμε προσωπική επαφή, οι χώροι που κατοικεί το σώμα μας, το χώμα που πατάει, οι αισθήσεις που το διαποτίζουν, αγκυροβολούν τη σκέψη μας στον κολπίσκο του μικρού μας τόπου και χάνουμε την προοπτική της θάλασσας, έστω κι αν τα καράβια μπαινοβγαίνουν.
Λύση: Να μπαρκάρουμε κι εμείς. Ένα ταξιδάκι σε άλλες ηπείρους θα μας έπειθε για τον μικρόκοσμό μας. Ο τοπικισμούς και εθνικισμός λύνονται με σωματικές μεταφορές και άμεσες, προσωπικές επαφές με τους «ξένους». Τα προγράμματα τύπου Εράσμους δείχνουν τον δρόμο. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί νέοι από ανεπτυγμένα κράτη ταξιδεύουν για έναν ολόκληρο χρόνο, μετά το Λύκειο, πριν αποφασίσουν πώς θα συνεχίσουν στη ζωή τους. Η απόφαση που θα πάρουν είναι σίγουρα καλύτερα σταθμισμένη, από όσους έμειναν αγκυροβολημένη στη συνοικιακή τους καφετέρια.

3. Λόγοι ιδεοληπτικής καθήλωσης: Το μυαλό μας αντί να εξετάσει τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα βάσει των δικών του νοητικών εργαλείων αναμασάει ιδεολογήματα με τα οποία διαποτιστεί και δυσκολεύεται τώρα να τα ξεπεράσει. Αυτά μπορεί να προέρχονται από κομματικές θητείες, νεολαιίστικες μαθητείες, οικογενειακές παραδόσεις, σχολικές διδαχές, εκκλησιαστικούς όρκους, κατηχητικές εκδρομές, ομάδες περιφρούρησης, παρέες σε διαδηλώσεις, συρμούς της νεότητας, πρότυπα αναγνωστικά, κλπ.
Κοινό στοιχείο των ιδεολογημάτων είναι η ομαδοποιητική λειτουργία τους. Όσοι ακολουθούν τα ερμηνευτικά τους σχήματα ανήκουν στην ομάδα που τα πιστεύει και έτσι δεν είναι μόνοι. Πρόκειται για διανοητικά μορφώματα που εξυπηρετούν μάλλον την ανάγκη του ανήκειν παρά του σκέπτεσθαι. Οι συναισθηματικοί δεσμοί ανάμεσα στα μέλη της ομάδας κάνουν την αμφισβήτηση των ιδεολογημάτων της εξαιρετικά δύσκολη. Όποιος την τολμήσει, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί προδότης, άπιστος και ιδιοτελής. Μπροστά σε αυτήν την απειλή, η κριτική σκέψη εξουδετερώνεται.
Λύση: Η απεμπλοκή από τα ιδεολογήματα είναι κρίσιμη για την αποκατάσταση της νοητικής λειτουργίας στην διαμόρφωση την απόψεων. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε γι’ αυτήν;
Να εμπιστευτούμε την κριτική ικανότητα των παιδιών μας και να μην την μπλοκάρουμε με προκατ ερμηνείες (λες και αυτά δεν μπορούν από μόνα τους να σκεφτούν). Το μόνο που χρειάζονται είναι να τους δώσουμε τα δεδομένα, χωρίς να τα αλλοιώνουμε ιδεολογικά. Να παρουσιάσουμε όσο πληρέστερα, αντικειμενικά και ουδέτερα μπορούμε τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, με όλα τα προηγούμενά τους, τις λύσεις που επιλέχθηκαν και τα αποτελέσματα που έφεραν. Τα παιδιά θα βρουν τις δικές τους λύσεις όταν ενηλικιωθούν, χωρίς να τα ποδηγετούμε εμείς, είτε σαν γονείς, είτε σαν δάσκαλοι. 
Προφανώς χρειάζεται να δώσουμε έμφαση στη Γενική Παιδεία ώστε τα παιδιά να μαθαίνουν τον τρόπο σύστασης του γενικότερου περιβάλλοντός τους, αρκεί η παιδεία να είναι ανεξάρτητη από ιδεοληψίες εθνικού, θρησκευτικού ή άλλου περιεχομένου.
Να υπερασπιστούμε όσους σκέφτονται ελεύθερα, προστατεύοντάς τους από τις επιθέσεις των ιδεοληπτικών.
Να ενθαρρύνουμε την ελεύθερη σκέψη, δίνοντας οι ίδιοι το παράδειγμά της και στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, μέσα από δικά μας δίκτυα. Έτσι θα δείξουμε ότι δεν είναι καταδικασμένος στη μοναξιά και στην απελπισία όποιος τολμά να σκέφτεται ελεύθερα.

4. Λόγοι μυθολογικών καταλοίπων:
Ενώ κατά τα άλλα είμαστε ορθολογικοί άνθρωποι και χρησιμοποιούμε καθημερινά τον ορθό λόγο, μαζί με τα επιτεύγματά του, ξαφνικά φανταζόμαστε ότι μας ψεκάζουν, ότι εξυφαίνουν συνομωσίες μυστικοί κύκλοι (μασόνων ή εβραίων ή άλλων) που έχουν τα κλειδιά της παγκόσμιας εξουσίας, ότι μας ελέγχουν εξωγήινοι, ότι μας ρυθμίζουν τα ζώδια, ότι μας κρύβουν θεραπείες για τον καρκίνο ή ότι θέλουν να μας αφανίσουν με τα εμβόλια, ότι θα επηρεάσουμε τον αγαπημένο μας με  μαγείες ή ότι θα μάθουμε το μέλλον μας με χαρτορίχτρες, καφετζούδες, μάντεις και γυάλινους γλόμπους.
Φαίνεται ότι έχουμε εισβολή της μυθολογικής ερμηνείας σε θέματα που εμπεριέχουν μια υπαρξιακή αγωνία, που μας συσκοτίζει. Η αρρώστια, ο θάνατος, ο έρωτας, το μέλλον, η ισχύς και η εξουσία, η μοίρα του κόσμου και η δική μας, το σύμπαν και τα άστρα, και άλλα που δεν ελέγχουμε αλλά μας ελέγχουν, δυσκολευόμαστε να τα εκλογικεύσουμε και καταφεύγουμε στο μύθο. Αυτό συνέβαινε στα πρώιμα στάδια της ανθρωπότητας, όπως το ίδιο συμβαίνει και στην πρώιμη ηλικία μας, την παιδική.  
Κανονικά, θα έπρεπε καθώς μεγαλώνουμε και καθώς διδασκόμαστε τα επιτεύγματα του σύγχρονου ανθρώπου, που ερμήνευσε πολλά από τα μυστήρια του κόσμου με τον ορθό λόγο, να απομακρυνόμαστε από τη μυθολογία και να χρησιμοποιούμε όλο και περισσότερο τη λογική.  Βλέπουμε όμως ότι σε κάποιους η ενηλικίωση δεν συμβαίνει πλήρως και αφήνει κατάλοιπα μυθολογικής σκέψης.
Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε γιατί  δεν πέρασαν επιτυχώς τη δοκιμασία της ενηλικίωσης στην εφηβεία τους ή γιατί έχουν εγγενή έφεση στη μυθολογία, είτε γιατί είναι επιφυλακτικοί στον σύγχρονο άνθρωπο και στον ορθό λόγο.
 Α. Η δοκιμασία της ενηλικίωσης τεστάρει τις δυνάμεις, τις δεξιότητες και τις αντοχές των ατόμων τόσο στο πεδίο των ερωτικών και φιλικών σχέσεων, όσο και σε αυτό των σχολικών και εξωσχολικών δραστηριοτήτων. Η  αίσθηση της αποτυχίας σε αυτά τα πεδία προκαλεί έλλειψη αυτοπεποίθησης. Ο έφηβος μπορεί να παραιτηθεί από τη σκληρή για τον ίδιο διαδικασία της ενηλικίωσης και να μείνει στάσιμος σε μια ανακυκλούμενη εφηβεία, με υπολείμματα της παιδικής του ηλικίας και της μυθολογίας της. Ειδικά, η σχολική αποτυχία μπορεί να οδηγήσει σε άρνηση του διδασκόμενου ορθού λόγου και καταφυγή σε μυθολογίες, που όταν τις μοιράζονται και άλλοι, αρχίζουν να μοιάζουν λογικές και μπορούν να δημιουργήσουν δικές τους «σχολές». Έτσι έχουμε «σχολές» γύρω από τα ζώδια, τους εξωγήινους, τους διάφορους γιόγκι, κλπ.
Λύση: Αγάπη και κατανόηση για τις δοκιμασίες των εφήβων. Όχι αποδοκιμασία ή τιμωρία για τις αποτυχίες τους. Ενθάρρυνση και στήριξη, με τον διάλογο και τη γνώση.
Β. Η εγγενής έφεση στη μυθολογία κάποιων ατόμων μπορεί να προκύπτει από μια δόμηση της νόησης τους που δίνει περισσότερη έμφαση στον φανταστικό παρά στο πραγματικό. Δεν έχουμε όλοι την ίδια νοητική δομή. Κάποιοι είναι δυνατοί στις λογικές σκέψεις, άλλοι στις φαντασίες.  Όσων οι φαντασίες ρέπουν στην κατασκευή μύθων, μπορεί να γίνουν καλοί παραμυθάδες ή ποιητές ή καλλιτέχνες ή μυσταγωγοί. Το πρόβλημα βρίσκεται όταν την εφαρμόζουν σε πεδία που χρειάζονται έλλογη σκέψη και εύφρονες απόψεις, όπως για παράδειγμα στην Πολιτική. Τότε τα αποτελέσματα μπορεί να είναι καταστροφικά.
Λύση: Θα πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα της μυθολογίας σε όσους έχουν την τάση της και να δοθεί χώρος για τη δημιουργική διοχέτευσή της. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να οριστούν καθαρά τα πεδία εφαρμογής της, ώστε να μην εισχωρούν σε χώρους της κοινής λογικής, εισάγοντας το παράλογο στην καθημερινότητά μας.
Γ. Η επιφύλαξη απέναντι στον σύγχρονο τρόπο ζωής και στον ορθό λόγο είναι ως ένα σημείο εύλογη, καθότι ούτε ο μοντερνισμός, ούτε ο ορθολογισμός μπόρεσαν να απαντήσουν ικανοποιητικά σε ουσιώδη ανθρωπολογικά ζητήματα.
Σήμερα μπορεί να διαθέτουμε πολλά περισσότερα μέσα, να έχουμε πρωτοφανείς ανέσεις και πλήθος υλικά αγαθά, να κατέχουμε διεξοδικές γνώσεις για το κάθε τι, αλλά το Όλον μας διαφεύγει. Η ανάγκη των ανθρώπων να συνδεθούν με Αυτό που τους ξεπερνά και τους καθορίζει, και μέσω Αυτού να συνδεθούν μεταξύ τους, να συγχωρεθούν και να αγαπηθούν, δεν μπορεί να καλυφτεί από τον ορθό λόγο.
Ο ορθός λόγος έχει όρια που δεν του επιτρέπουν να υπεισέλθει σε μεταφυσικά ζητήματα.  Αυτά προσεγγίζονται με τον υποθετικό λόγο και με τις διαισθητικές οδούς της τέχνης και της πίστης. Είναι αδύνατον όμως να τα ορίσουμε θετικά. Ανάμεσα στον θετικό λόγο των επιστημών και στον υποθετικό λόγο της μεταφυσικής θα έπρεπε να υπάρχει σχέση συμπληρωματική και όχι ανταγωνιστική ή εχθρική, όπως σήμερα.
Απέναντι στη μονομέρεια της σύγχρονης, ορθολογικής σκέψης, πολλοί άνθρωποι αντιδρούν και καταφεύγουν στη μυθολογία, για να διαδηλώσουν την μεταφυσική τους πλευρά. Καθώς τα μυθεύματα που μετέρχονται είναι παιδαριώδη, απορρίπτονται από τους περισσότερους σώφρονες, οι οποίοι, όμως, μαζί με αυτά απορρίπτουν και τη μεταφυσικότητα συλλήβδην. Έτσι διαμορφώνονται δύο στρατόπεδα, με σχέση αντιπαλότητας και όχι συμπληρωματικότητας.  Αυτοί που μυθολογούν αποκόπτονται από το διάλογο και αρχίζουν να αυθαιρετούν, εκφέροντας απόψεις παράλογες.
ΛύσηΑναγνώριση της μεταφυσικότητας στην ανθρωπολογική και όχι μυθολογική της εκδοχή. Απομυθοποίηση της αναφοράς μας στο Όλον. Εισαγωγή και ανάπτυξη του υποθετικού λόγου και άλλων ερωτηματικών, διαισθητικών μεθόδων προσέγγισης Αυτού που μας οδηγούν στη  διάνοιξη στο άφατό Του και στη σιωπή. 


5. Λόγοι φυσικής αδυναμίας εννόησης του γενικού.
Και τέλος, υπάρχουν άνθρωποι που πολύ απλά αδυνατούν να σκεφτούν μεγάλα μεγέθη, να επεξεργαστούν δεδομένα εκτεταμένα στο χώρο και στο χρόνο, με διαστάσεις διεθνείς και διαχρονικές, όπως αυτές που έχουν τα γενικά θέματα σήμερα. Η σκέψη τους σταματάει μπροστά στο εύρος τους και χαώνεται. Τα ίδια άτομα μπορούν να έχουν πολύ καλή εποπτεία σε μικρότερα μεγέθη, που άλλοι παραγνωρίζουν.
Το πρόβλημα αρχίζει όταν αυτοί που είναι καλοί στη εννόηση του μικρόκοσμου εκφέρουν απόψεις για τον μακρόκοσμο, που αδυνατούν να εννοήσουν. Αυτό το πρόβλημα επιτείνεται με τη δημοκρατία και με τα κοινωνικά δίκτυα που δίνουν βήμα στον καθένα επί παντός επιστητού. Τα άτομα ωθούνται να εκφέρουν άποψη για όλα ως παντογνώστες, ενώ κάποια θέματα τους διαφεύγουν. Οποιοσδήποτε αποκλεισμός τους, όμως, θα ήταν αθέμιτος. Άλλωστε δεν υπάρχει κάποιο αντικειμενικό μέτρο αξιολόγησης και ζυγίσματος των απόψεων, για να αποκλείονται όσες είναι λογικά ελλιποβαρείς.  

Λύση: Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό το πρόβλημα, φροντίζοντας να κατέχουν τις θέσεις κλειδιά για τα ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος όσοι μπορούν να τα διαπραγματευτούν καλύτερα. Οι άλλοι μπορούν να εκφέρουν την άποψή τους, φυσικά, όσο άσχετη και να είναι. Άλλωστε δημοκρατία έχουμε και καλά κάνουμε. Καλό θα ήταν να φροντίσουμε, εντωμεταξύ, να διαμορφώσουμε εκείνες τις πλειοψηφίες που θα δίνουν την ηγεσία στους ευρύνοες και όχι στους μικρονοϊκούς.