Όσα έχω να πω
για έναν καλύτερο κόσμο
του Στράτου Τζίτζη
Α’
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΚΑΛΟ (Μ.Δ.Κ.)
Έχω βρεθεί συχνά σε αδιέξοδο από το οποίο έβγαινα όταν
σκεφτόμουν τους άλλους, ότι μπορεί κάποιοι να χρειάζονται κάτι από εμένα, να
προσφέρω ό,τι μπορώ («κάτι μπορώ κι εγώ», έλεγα) και ας πάρω πίσω ως ανταμοιβή
ό,τι νομίζουν.
Κάποια στιγμή, μάλιστα, έγραψα στο σημειωματάριό μου «Το
εγώ μας είναι αδιέξοδο – η διέξοδος βρίσκεται στη σύνδεσή μας με τους άλλους».
Αυτή η φράση με κρατούσε όρθιο όταν τρέκλιζα από τα
«χαστούκια» της πραγματικότητας, τις ματαιώσεις και τις απογοητεύσεις μου.
Κρατήσου όρθιος, έλεγα. Έχεις να προσφέρεις. Έχει για όλους σε αυτόν τον κόσμο.
Κοίτα γύρω σου. Τόση ανάγκη. Σε κάποια μπορείς να απαντήσεις, με κάποιους να
συνδεθείς, να δώσεις και να πάρεις.
Εδώ και καιρό το ρητό που με βγάζει από τα αδιέξοδά
μου είναι το «Μέγιστο Δυνατό Καλό» ή «Μ.Δ.Κ.» όπως γράφω
συντομογραφικά στις σημειώσεις μου. Είναι μια αναβαθμισμένη έκδοση του
προηγούμενου ρητού, που με παρακινούσε να κάνω κάτι για τους άλλους, γενικά.
Τώρα το εξειδικεύω. Δίνω ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά στοχεύοντας να
κάνω το μέγιστο καλό που μπορώ.
Δεν αρκεί να λες κάνε κάτι για τους άλλους, γενικά και
αόριστα. Όλοι αυτό κάνουμε έτσι κι
αλλιώς, είτε εν γνώσει μας είτε εν αγνοία μας. Σίγουρα βοηθάει να το πεις,
γιατί σε βγάζει από το αδιέξοδο εγώ σου και σε συνδέει. Είναι το πρώτο βήμα.
Παρακάτω, όμως, τίθεται το ερώτημα τι να (πρωτο)κάνεις για τους άλλους.
Σίγουρα δεν μπορείς να κάνεις τα πάντα, ούτε έχεις μια
απειρία επιλογών. Οι δυνατότητες και ικανότητες του καθένα μας είναι
συγκεκριμένες.
Πολλοί έχουν δώσει συγκεκριμένη μορφή στις δυνατότητές
τους μέσα από το επάγγελμά τους. Μέσα από αυτό προσφέρουν, συνειδητά ή όχι, τις
υπηρεσίες τους στους άλλους, και εισπράττουν την όποια αμοιβή τους. Μπορεί να
εστιάζουν μόνο στην αμοιβή και να μην αντιλαμβάνονται ότι οι υπηρεσίες τους
αποτελούν, έτσι κι αλλιώς, μια προσφορά, την οποία θα μπορούσαν να
συνειδητοποιήσουν και να εμβαθύνουν. Αυτό σίγουρα θα βοηθούσε σε έναν καλύτερο
κόσμο, που θα εστίαζε πρωτίστως στην προσφορά και δευτερευόντως στην αμοιβή. Έναν
κόσμο του δούναι, παρά του λαβείν.
Εγώ όμως δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων με
σταθερή επαγγελματική και κοινωνική θέση που να προσδιορίζει τις δυνατότητες
προσφοράς μου. Πρέπει συνέχεια να ψάχνω τρόπους, να χαράζω στόχους, να αναζητώ
περάσματα. Είναι σαν να βρίσκομαι διαρκώς σε κατάσταση επαγγελματικού
προσανατολισμού και να καλούμαι να αποφασίσω τι θα υπηρετήσω. Αυτό που πολλοί
άνθρωποι αντιμετωπίζουν κάποιες λίγες φορές στη ζωή τους, εγώ το αντιμετωπίζω
τρεις και μια, με μία στις τρεις να μοιάζει με αδιέξοδο. Το λες και «ίλιγγο της
ελευθερίας». Αυτή η ελευθερία όμως αναδεικνύει και τα «δραματικά ερωτήματα» του
ανθρώπου, που υφέρπουν. Βάσει ποιας Αξίας και σύμφωνα με ποιαν Αρχή
παίρνουμε τις αποφάσεις μας;
Καθώς εκτέθηκα επανειλημμένα σε αυτό το ερώτημα,
αναγκάστηκα να το διερευνήσω, να ψάξω τα πατήματα, να βρω τα περάσματα που θα
με βγάλουν από το αδιέξοδο εγώ μου, θα με προσανατολίσουν και θα με
κατευθύνουν. Έτσι κατέληξα στο Μ.Δ.Κ. σαν οδηγό μου.
Αυτό με βοηθάει να βάλω σε μια σειρά τις ενέργειές
μου. Από τα δέκα πράματα, ας πούμε, που μπορώ να προσφέρω, ποιο είναι το πιο
σημαντικό, αυτό που παράγει το μέγιστο καλό;
Γιατί το μέγιστο και όχι το πιο βολικό, το πιο εύκολο ή πρόχειρο; Διότι αν δεν στοχεύσω σε αυτό, στο καλύτερο
που μπορώ, αλλά σε κάτι λιγότερο, τότε το μέγιστό μου θα διαμαρτύρεται. Θα
υπάρχει μέσα μου σαν αδιάθετο πλεόνασμα, σαν καταραμένο υπόλοιπο να με
στοιχειώνει, σαν κάτι που θα μπορούσα να κάνω και δεν έκανα. Νομίζω ότι αυτό
συμβαίνει σε όλους.
Όλοι έχουν κάποιο μέγιστο που μπορούν να αποδώσουν και
όταν δεν το κάνουν νιώθουν να υστερούν σε κάτι. Κάτι τους φταίει και τους τρώει
μέσα τους. Μπορεί να μην το συνειδητοποιούν γιατί έχουν βάλει άλλες
προτεραιότητες, να βολευτούν, να αποκτήσουν άνεση, να πάρουν αντί να δώσουν. Αν
εστιάσουν στην προσφορά τότε μπορεί να το διακρίνουν.
Η απο-εστίαση από την προσφορά εξηγεί και γιατί
κάποιοι επιδιώκουν περισσότερα από όσα μπορούν (βάζουν μεγαλύτερους στόχους από
το μπόι τους). Διότι εστιάζουν στο να πάρουν, στο λαβείν, στους επαίνους, στα
πλούτη και τη δόξα. Όχι στο τι μπορούν πραγματικά να δώσουν. Αυτό θα τους
κρατούσε κοντά στις πραγματικές δυνατότητές τους.
Το Μέγιστο Δυνατό Καλό (Μ.Δ.Κ.) μπορεί να εφαρμοστεί
από όλους σε κάθε περίπτωση και σε οποιαδήποτε συνθήκη. Σε όποια κατάσταση και
να βρίσκεται κάποιος που «χαίρει υγείας», υπάρχει κάτι μέγιστο που μπορεί να
προσφέρει, αν εστιάσει σε αυτό.
Το Μ.Δ.Κ. αποτελεί ένα εργαλείο πασπαρτού που
δίνει κατεύθυνση στην ενέργειά μας και μεγιστοποιεί το παραγόμενο έργο για εμάς
τους ίδιους και για ένα καλύτερο κόσμο.
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΜΕΓΙΣΤΟ
Ποιο είναι το δικό μου μέγιστο; Κατ’ αρχήν, ποιο άλλο
από το να αποδώσω και να μεταδώσω το ίδιο το Μ.Δ.Κ. σαν στάση και τρόπο. Εφόσον
υιοθετηθεί θα ξεμπλοκάρει πολλούς και θα μεγιστοποιήσει το καλό για όλους. Και γιατί να το κάνω; Διότι το συνέλαβα.
Από τη στιγμή που έχω συλλάβει μια ιδέα που μπορεί να
αλλάξει κάτι προς τα καλύτερο, δεν μπορώ να την κρατάω μέσα μου και να μην τη
μοιράζομαι. Γιατί όμως; Είμαι μήπως ιδιαίτερα καλός, γενναιόδωρος,
φιλεύσπλαχνος, φιλάνθρωπος, κλπ.; Δεν νομίζω. Οποιοσδήποτε θα είχε μια ιδέα που
θα θεωρούσε σημαντική για τον κόσμο, θα ήθελε να τη μοιραστεί. Γεννήθηκε,
άλλωστε, στο μυαλό του σκεπτόμενος το καλό του κόσμου.
Γιατί όμως να σκέπτομαι το καλό του κόσμου; Όπως
έγραψα στην αρχή, η ιδέα του Μ.Δ.Κ. προέκυψε σκεπτόμενος τον εαυτό μου και τα
αδιέξοδά του, όταν διαπίστωσα ότι η σκέψη να κάνω το Μέγιστο Δυνατό Καλό με
βγάζει από αυτά, με συνδέει, μου δίνει
κατεύθυνση και με ενεργοποιεί. Υπέθεσα ότι αυτό μπορεί να συμβεί και στους άλλους
και στη συνέχεια γενίκευσα, υποθέτοντας ότι μια τέτοια αλλαγή στάσης από
πολλούς θα μεγιστοποιούσε το γενικότερο καλό. Η γενίκευση συνέβη αυτομάτως. Το
μυαλό μου πήγε στους άλλους αφού αυτούς σκέφτηκα σαν διέξοδο στο αδιέξοδό μου.
Να προσφέρω. Αυτό με έκανε να νιώσω καλά. Με συνέδεε, έβρισκε γέφυρες και
περάσματα.
Όταν έκανα τη γενίκευση και την έγραψα πρόχειρα στο
σημειωματάριό μου, καταγράφηκε μέσα μου ως μια σημαντική ιδέα για τον κόσμο που
δεν έπρεπε να χαθεί στο πλήθος των προσωπικών σημειώσεών μου. Αποφάσισα να την
καθαρογράψω και να τη μεταδώσω στους άλλους.
Πέρα όμως από το να μεταδώσω το Μ.Δ.Κ. σαν οδηγό, πού
οδηγάει εμένα τον ίδιο; Ποιο είναι το δικό μου μέγιστο να αποδώσω; Σχετίζεται
με την «επίσημη» δουλειά μου, σαν συγγραφέα έργων και σκηνοθέτη; Με την
προσφορά μου σαν πατέρα, σαν σύντροφο, σαν συγγενή, σαν φίλο; Με την πολιτική
μου δράση, σαν σοσιαλ-φιλελεύθερου, ευρωπαϊστή;
Σίγουρα δεν μπορώ να βάλω τίποτα πάνω από τα παιδιά
μου. Αυτά δεν αφορούν απλά το μέγιστό μου. Με ξεπερνάνε. Είμαι έτοιμος να
πεθάνω για αυτά, αν χρειαστεί. Ανήκουν σε άλλη τάξη, υπερβατική. Το ίδιο εκτός
σύγκρισης βρίσκονται οι άνθρωποι μου. Δεν μπορώ να συγκρίνω ανόμοια
αντικείμενα. Η σύγκριση για να βρω το μέγιστό μου αφορά το αντικείμενο της
εργασίας μου. Ποιο έργο θεωρώ πιο σημαντικό, που να μπορεί να προσφέρει τα
μέγιστα; Το θεωρητικό έργο!
ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΓΙΣΤΟ
Η θεωρία δείχνει το δρόμο. Φωτίζει την πραγματικότητα,
διαπιστώνει συντεταγμένες των πραγμάτων, προτείνει λύσεις σε προβλήματα. Χωρίς
θεωρία πάμε στα τυφλά. Αρκεί, βέβαια, η θεωρία να δείχνει τον σωστό δρόμο.
Εμένα με απασχολεί η θεωρία των ανθρωπίνων πραγμάτων.
Σε αυτό το πεδίο υπάρχει πλούσιο έργο, το οποίο έχει πολλαπλασιαστεί με
ιλιγγιώδεις ρυθμούς παγκοσμίως με την επέκταση των σχετικών σπουδών,
διδακτορικών, εκδόσεων, περιοδικών, ιδρυμάτων, σεμιναρίων, συνεδρίων, κλπ. Έχω μια πολύ αδρή και γενική εικόνα του
χώρου, καθώς δεν ανήκω επαγγελματικά σε αυτόν, ούτε τον έχω παρακολουθήσει εκ
του σύνεγγυς. Οι πληροφορίες και οι γνώσεις μου για τα εσωτερικά διαμειβόμενα
του πεδίου είναι φτωχές και δεν μου επιτρέπουν να πάρω οποιαδήποτε θέση εντός
του. Παίρνω, όμως, εκτός του. Μπορεί να είμαι
έξω από την ειδικότητα, όμως, βλέπω τις επιπτώσεις, επιρροές και
επιδράσεις του έργου της στον κόσμο, και εκεί κάτι μου λείπει.
Κατ’ αρχήν ο ίδιος ο κόσμος φαίνεται να παραδέρνει
χωρίς άξονα. Τα «μεγάλα αφηγήματα» του παρελθόντος, με τα θεωρητικά και αξιακά
τους συστήματα, δεν πείθουν πια. Στη θέση τους αναπτύσσεται ένας προσεκτικός
και λεπτολόγος ακαδημαϊσμός που αποφεύγει τη συστηματοποίηση κάποιας γενικής θεωρίας
για να μην υποπέσει στα λάθη των προηγούμενων. Υπάρχουν άριστοι μελετητές και
διανοητές σε διάφορα αντικείμενα, που φωτίζουν επιμέρους πτυχές των πραγμάτων,
αλλά λείπει το σύστημα. Χωρίς, όμως, κάποια συστηματική θεώρηση των πραγμάτων ο
κόσμος παραδέρνει.
Σίγουρα γίνονται προσπάθειες συστηματοποίησης, αλλά
καμία δεν έχει φτάσει ως εμένα. Έτσι, είπα να πάω εγώ σε αυτήν.
Είπα να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου για τα
ανθρώπινα πράγματα και να δω αν προκύπτει κάποιο σύστημα. Και το είδα. Έστω
θολά. Διείδα όμως κάποιο σχήμα, που θα μπορούσε να δώσει κάποιο πλαίσιο στις
επιμέρους προσπάθειες για έναν καλύτερο κόσμο, να τις συστηματοποιήσει και να
τις προάγει. Αυτό θα ήταν το μέγιστο δυνατό καλό που θα μπορούσα να κάνω, αν το
σύστημά μου αποδεικνυόταν λειτουργικό.
ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΟΣΜΟ
Ο κόσμος μας μπορεί να γίνει καλύτερος δουλεύοντας
ταυτόχρονα σε δύο κατευθύνσεις, την ποσοτική και την ποιοτική. Η ποσοτική αφορά τα υλικά αγαθά και τον χώρο. Η
ποιοτική τις σχέσεις και τον χρόνο.
Η δουλειά που γίνεται στην ποσοτική κατεύθυνση
μπορεί να βελτιωθεί με την εκπαίδευση και την απασχόληση περισσότερων ανθρώπων.
Με αλλαγές στο σύστημα παραγωγής για να είναι αποδοτικότερο και αειφόρο. Με
παγκόσμιο συντονισμό των εργασιών για μείωση των αντιθέσεων, των τριβών και των
απωλειών. Με επένδυση στην έρευνα.
Η δουλειά που γίνεται στην ποιοτική κατεύθυνση
μπορεί να βελτιωθεί ως προς την κοινωνικο-πολιτική πλευρά με δικαιότερη
κατανομή των υλικών αγαθών, ισότητα ευκαιριών, εκδημοκρατισμό των θεσμών,
φιλελευθεροποίηση των κοινωνιών, προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων,
προστασία από τη βία και αδικία.
Ως προς την πολιτισμική με μεγαλύτερη πρόσβαση
και συμμετοχή στα πολιτισμικά αγαθά, στην τέχνη, στη φιλοσοφία, στη ψυχαγωγία,
στα ταξίδια, στον ελεύθερο χρόνο.
Υπάρχει και η μεταφυσική πλευρά μέσα από την
οποία οι άνθρωποι αναζητούν μια σχέση έξω από τον χρόνο, την οποία θα πρέπει να είναι ελεύθεροι
να τη βιώσουν όπως νιώθουν, χωρίς προκαταλήψεις και θρησκευτικούς
εξαναγκασμούς.
Όλα αυτά έχουν ήδη προσδιοριστεί ως στόχοι από
αρκετούς στοχαστές. Πολλά από αυτά ήδη γίνονται, λιγότερο ή περισσότερο
επιτυχημένα. Οι αποτυχίες των προσπαθειών οφείλονται συνήθως στο ότι είναι
μεμονωμένες ενώ έχουν να αντιμετωπίσουν οργανωμένες αντιστάσεις. Οι αντιστάσεις
οφείλονται σε οργανωμένα συμφέροντα και κοινωνικά συμπλέγματα που νιώθουν να
απειλούνται από την καλυτέρευση του κόσμου γιατί μπορεί να φέρει αλλαγές εις
βάρος τους. Όσοι βολεύονται μέσα αυτά τα στεγανά αντιλαμβάνονται τον κόσμο
ιδιοτελώς και φοβούνται το γενικό καλό. Απέναντι σε αυτές τις πεισματικές
ιδιοτέλειες πρέπει να αντιταχθεί αποφασιστικά το γενικό καλό. Πάνω σε ποιες
αρχές, όμως, μπορεί να συγκροτηθεί και να οργανωθεί ώστε να βγει νικηφόρο; Εδώ
είναι που χρειάζεται μια ανάλογη γενική θεωρία που θα αναλάβει αυτό το έργο.
Αν δεν το κάνω εγώ, ποιός;
Εφόσον ο καθένας μας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί σε
αυτόν τον κόσμο, ο κόσμος που ζούμε είναι ο καλύτερος δυνατός, αποτελώντας το
άθροισμα των προσπαθειών όλων μας. Ακόμη κι αν δεν είμαστε ικανοποιημένοι από
το αποτέλεσμα, αυτό μοιάζει να είναι το μόνο δυνατό, αφού κάνουμε ό,τι
μπορούμε.
Το ερώτημα είναι αν όντως κάνουμε ό,τι μπορούμε. Αυτό
ας το αναρωτηθεί ο καθένας από εμάς. Ξεκινώντας από εμένα, μπορώ να πω ότι
έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα, ως τώρα.
Αν μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο θα το είχα κάνει. Νομίζω το ίδιο ισχύει για
όλους. Έρχεται όμως το τώρα, αυτή η στιγμή ακριβώς που αποφασίζω να κάνω κάτι
περισσότερο για το καλό του κόσμου, εμού συμπεριλαμβανομένου. Το περισσότερό
μου θα βγει από το μέγιστο που μπορώ να δώσω και δεν έχω δώσει ακόμη.
Έτσι αποφάσισα να κάνω αυτό το βήμα, να προσφέρω τα
στοιχεία για μια γενική θεωρία που θα μπορούσε να συμβάλει σε έναν καλύτερο
κόσμο. Παρόλο που δεν έχω τα επαγγελματικά εχέγγυα και την επιστημονική
κατάρτιση που θα έδινε εγκυρότητα στις διατυπώσεις μου, είναι το καλύτερο που
μπορώ. Αν δεν το κάνω εγώ, ποιος;
Β’
ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝ-ΠΛΗΡΩΣΗΣ
Δύο συμπληρωματικά
κείμενα:
2. ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟ ΑΦΑΤΟ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ξεκινώντας από τον κινηματογράφο
και τα σενάρια που ήθελα να γράψω, μου τέθηκε από νωρίς το ερώτημα του κινήτρου
των κινηματογραφικών χαρακτήρων. Τι είναι αυτό που τους κινεί και σε τι
αποσκοπούν; Αυτό με οδήγησε σε γενικότερες σκέψεις, που αφορούσαν τους
ανθρώπους συνολικά. Διαπίστωσα ότι όλοι κινούνται προς την ολοκλήρωσή τους, με
τον τρόπο του ο καθένας. Άλλος ψάχνει τον έρωτα, άλλος την επιτυχία, άλλος τη
δικαίωση, ο καθένας έχει κάτι που τον κινεί προς κάποια κατεύθυνση που
υπόσχεται την επίτευξη των στόχων του, μικρών ή μεγάλων, φιλόδοξων ή ταπεινών.
Ανεξάρτητα από τι καταφέρνουν τα
άτομα, αυτό που επιδιώκουν είναι να νιώθουν πλήρη, να μην τους λείπει κάτι.
Μπορεί αυτό να κλιμακώνεται, να ξεκινάει από υλικά αγαθά και να φτάνει σε
πνευματικά, αλλά σε κάθε περίπτωση η ικανοποίηση των αναγκών και επιθυμιών τους
υπόσχεται μια μορφή πληρότητας. Η εκ-
πλήρωσή τους είναι το βασικό τους κίνητρο και το διαρκές τους ζητούμενο.
Σε κάθε ανθρώπινη ιστορία, το
πρόσωπά της κάτι θέλουν να βρουν, με κάποιους να συνενωθούν, κάπως να τα
καταφέρουν ώστε να πουν εδώ είμαστε, το βρήκαμε, happy end. Όχι ότι μετά η περιπέτεια σταματάει, αλλά κι αν
ξαναρχίσει, θα βάλει ένα παρόμοιο ζητούμενο ολοκλήρωσης που θα ανταποκρίνεται
στα ανανεωμένα ζητούμενα των ηρώων, για να ξεκινήσει ένας καινούριος κύκλος
επεισοδίων, κλπ.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κινούν
της ιστορίας είναι η επιδίωξη της πληρότητας (ολοκλήρωσης). Λες και η κίνηση
επιδιώκει την ακινησία, την παύση, την τελείωση και το τέλος της. Αν ήταν έτσι, η πληρότητα θα έμοιαζε με τον
θάνατο και αυτό δύσκολο να πείσει σαν επιδίωξη του ανθρώπου. Θα ήταν πιο
αντιπροσωπευτικό να πούμε ότι επιδίωξή του δεν είναι η ακινησία αλλά η ένταξη
της κίνησής του σε ένα είδος κυκλικότητας, με τον κύκλο να αναπαριστά το σχήμα
του ολόκληρου. Στον κύκλο όλα έχουν μπει σε μια σειρά συνεχή, χωρίς διαφυγές
και απώλειες, το ένα σημείο διαδέχεται το άλλο κι αυτή η αλληλοδιαδοχή που
ανακυκλώνεται εντάσσει το άτομο/σημείο σε ένα όλον, με το οποίο συνέχεται. Η
αίσθηση της ένταξης στο όλον και της συνέχειας με τους άλλους, λυτρώνει το άτομο από τον τρόμο του θανάτου, καθώς
νιώθει την ύπαρξή του να είναι μέρος ενός συνόλου.
Το αίτημα της πληρότητας έγινε
αντικείμενο των θεωρητικών μου σκέψεων και με οδήγησε σε μια σειρά από
διαπιστώσεις και κάποιες διατυπώσεις, σκόρπιες στα διάφορα γραπτά μου. Όταν
αποφάσισα να τις συστηματοποιήσω, άρχισε να διαφαίνεται μια γενική θεωρία που
τις ένωνε σε μια ενιαία αντίληψη του κόσμου. Αποπειράθηκα να την παρουσιάσω σε
δύο «εργασίες» που έγραψα με διαφορά ετών («Εισαγωγή σε βασικές έννοιες για την
ερμηνεία της πραγματικότητας» 1993 και «Υποθέσεις γενικής θεωρίας» 2005).
Επειδή αυτές δεν προέκυψαν από ακαδημαϊκές σπουδές αλλά γεννήθηκαν αυθόρμητα,
θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν απλοϊκές και πιθανόν να ήταν.
Μήπως, όμως, η απλότητα θα
μπορούσε να είναι κάτι θεμιτό για μια συνολική θεώρηση των ανθρωπίνων
πραγμάτων; Αυτό αποπειράθηκα γράφοντας το «Όσο πιο απλά γίνεται» (2011), που
παρουσιάζεται στο πρώτο μέρος. Στη δεύτερο παρουσιάζω το «Απώτατο συμπέρασμα –
Διάνοιξη στο άφατο» (2017), το συμπληρωματικό κείμενο που θεώρησα απαραίτητο
για μια γενική θεωρία, καθώς τη διανοίγει στη σιωπή. Στο τέλος, ότι και να
πούμε μπορεί να μην έχει νόημα, καθώς αγνοούμε το ύστατο νόημα της ύπαρξης, αν
υπάρχει, βέβαια, κάτι τέτοιο.
Είτε υπάρχει κάποιο ύστατο νόημα
και το αγνοούμε είτε δεν υπάρχει, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο από
το να υπάρχουμε, κινούμενοι προς την εκπλήρωσή μας, διότι αυτή μας ωθεί στη
ζωή, αγνοώντας σε τι μπορεί αυτή να αποσκοπεί. Αυτό δεν κάνει τη ζωή μας
λιγότερο ενδιαφέρουσα. Δίνουμε προσωπικό νόημα και μεγάλο ενδιαφέρον σε ό,τι
μπορεί να μας υπόσχεται την εκπλήρωση που αναζητούμε, αν και αγνοούμε το
οριστικό της νόημα. Πρόκειται για δύο καταστάσεις - την τρέχουσα και την
οριστική - που συνυπάρχουν.
Υπάρχουμε ταυτόχρονα τόσο στο
τρέχοντα χρόνο του δικού μας προσωπικού γίγνεσθαι, που διαρκεί όσο ζούμε, όσο
και στον χρόνο του συμπαντικού γίγνεσθαι, που δεν αρχίζει και τελειώνει μαζί
μας. Η εννόηση της μιας κατάστασης θα πρέπει να συμπληρωθεί από την άλλη, για
να δώσει μια πληρέστερη εικόνα της γενικότερης συνθήκης μας. Αυτό αναδεικνύει τη συμπληρωματικότητα σε
κομβική έννοια καθώς καμία κατάσταση της ύπαρξης (και η συναφή της θεωρία) δεν
μπορεί να αποδώσει, από μόνη της, την πληρότητα που αναζητούμε.
Το ζητούμενο της πληρότητας
συνεπάγεται τη συμπληρωματικότητα κάθε ενέργειάς μας (πρακτικής και
θεωρητικής), την ένωση με αυτό που μας λείπει κάθε φορά, για να προχωράμε
ολοκληρωμένοι. Τίποτα από μόνο του δεν είναι επαρκές και καμία θεωρία δεν
μπορεί να σταθεί χωρίς να συμπληρώνεται από κάποια άλλη.
Όταν έβαλα μαζί τα δύο κείμενα που
παρατίθενται, κατάλαβα ότι μόνο ως συμπληρωματικά λένε κάτι πλήρες στο επίπεδο
εννόησης που κινούνται. Από μόνα τους είναι ελλιπή, όπως κάθε τι από μόνο του.
Άρα και αυτό το ενιαίο σύγγραμμα, που τα παραθέτει σε ένα σώμα, είναι ελλιπές.
Θα πρέπει να συμπληρωθεί με κάτι άλλο (με την ανάγνωσή του ή με την περαιτέρω συγγραφή του, με την
αποδοχή του ή την υποδοχή του, με την επεξεργασία του ή με την εφαρμογή του).
Το ίδιο ελλιπή μοιάζουν όλα τα
έργα μας, αναδεικνύοντας τη συμπληρωματικότητά τους αναγκαία για να αποδώσουν
τα μέγιστα .
Μια θεωρία της συν-πλήρωσης θα
συντελούσε στην πληρέστερη συμμετοχή μας στο έργο του γίγνεσθαι και στη
μεγιστοποίηση της πληρότητας που λαμβάνουμε εξ αυτού. Ελπίζω το ελλιπές σύγγραμμα που ακολουθεί να
μπορέσει να συμβάλει σε αυτήν, εφόσον συμπληρωθεί κατάλληλα.
ΟΣΟ ΠΙΟ ΑΠΛΑ ΓΙΝΕΤΑΙ
Μια σειρά σκέψεων για ζητήματα του ανθρώπου, γραμμένη
όσο πιο απλά γίνεται.
ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ
Είμαστε γεννήματα αυτού του
κόσμου. Εμφανιστήκαμε κάποια στιγμή σαν μορφή ζωής ενός πλανήτη κάποιου ήλιου
ενός από τους γαλαξίες του. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει άλλο σύμπαν από αυτό που
ζούμε, ούτε τι υπήρχε πριν από αυτό - αν υπήρχε κάτι - ούτε τι θα έρθει μετά.
Το σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε εδώ (όσο βρισκόμαστε), πλάσματα της Γης, που
είναι κι αυτή γέννημα του κόσμου.
Από τη θέση μας μέσα στο σύμπαν,
σαν ένα μέρος αυτού, οργανικά δεμένο μαζί του, είναι αδύνατον να αποσπαστούμε
από αυτό με κάποιο τρόπο και να το δούμε από έξω, για να καταλάβουμε τι είναι
στο σύνολο. Μπορούμε να καταλάβουμε από μέσα πολλά, αλλά η ολότητά του πάντα θα
μας διαφεύγει, διότι μας εμπεριέχει.
Η απόπειρες των διαφόρων θρησκειών
να πουν την ιστορία του κόσμου σαν ένα παραμύθι - με αρχή, μέση και τέλος -
είναι προϊόν της φαντασίας της πρώιμης ("παιδικής") ηλικίας του
ανθρώπου, όπου με μυθολογικές κατασκευές προσπάθησε να βάλει μια πρόχειρη τάξη
στο χάος του ανεξήγητου κόσμου που τον περιέβαλλε. Όσο όμως μεγάλωνε και
μάθαινε τον κόσμο γύρω του, τόσο αυτές οι κατασκευές αποδεικνυόταν αυθαίρετες,
έτσι που σήμερα καμία θρησκεία να μην πείθει πραγματικά το μέσο άνθρωπο σαν
ερμηνευτικό σύστημα του κόσμου. Μαζί με την αμφισβήτηση της επιστημονικής
επάρκειας των θρησκειών αμφισβητήθηκε και το κανονιστικό τους σύστημα για τα
ανθρώπινα πράγματα.
Οι κανόνες που διέπουν τις σχέσεις
μας δεν μπορούν να επικυρωθούν με τη βούλα του απόλυτου, καθώς κανείς άνθρωπος δεν
μπορεί να επικαλεστεί ότι κατέχει τη σοφία, ως εποπτεία του όλου, ώστε
να γνωμοδοτήσει για τις σχέσεις μας με αλάθητο τρόπο. Από την άλλη, όμως, η
παραίτηση από το αίτημα του
απόλυτου και της επικύρωσης της
γνώμης μας από την Αλήθεια (την αλήθεια στον απόλυτο βαθμό), εισάγει τον
σχετικισμό στις ανθρώπινες κρίσεις και προκρίνει τον υποκειμενισμό των απόψεών
τους. Ο υποκειμενισμός επαναφέρει την αυθαιρεσία στα ανθρώπινα πράγματα από την
πίσω πόρτα (αφού εκδιώχθηκε, από τη μπροστινή, με την αποπομπή των θρησκειών).
Η αυθαιρεσία του υποκειμενισμού οδηγεί, από τη μια, στην επιβολή της γνώμης του
πιο ισχυρού πάνω στον πιο αδύνατο - καθώς δεν αναγνωρίζεται κάποιο
αντικειμενικό κριτήριο έξω από αυτούς τους δύο, ικανό να εκδικάσει τις όποιες
διαφορές τους - και, απ’ την άλλη, αποσυνδέει τον άνθρωπο από το όλον στο οποίο
ανήκει, με το να του αναγνωρίζει το δικαίωμα να αυθαδιάζει έναντι των πάντων.
Εν ονόματι του υποκειμενισμού, ο
άνθρωπος είναι ικανός να παραγνωρίσει τους απαράβατους νόμους του κόσμου στον
οποίο ανήκει και να παραβιάσει τους κανόνες του οικοσυστήματος όπου ζει - κάτι που μπορεί να τον φέρει αρχικά
σε θέση ισχύος, αλλά όχι για πολύ. Η παραβατικότητα δεν επιτρέπεται σε ένα
σύμπαν που έχει κανόνες, τους οποίους μπορεί να μην ξέρουμε ακριβώς, αλλά
οφείλουμε να αναζητούμε, εφόσον είμαστε μέρος της ολότητας του κόσμου και
εξαρτόμαστε από αυτήν.
Η αντικειμενική αδυναμία μας να
ορίσουμε τα πράγματα με απόλυτο τρόπο δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε την
προσπάθειά μας για εγκυρότητα των κανόνων μας μέσα από την ταύτισή τους με τους
κανόνες του Όλου.
Μπορεί να είναι αδύνατον εκ των
πραγμάτων να προσδιορίσουμε τι διέπει το Όλον, αλλά ξέρουμε ότι είμαστε μέρος
του και όχι αυτό μέρος δικό μας. Η ζωή και η ευημερία μας εξαρτάται από αυτό
και όχι αυτό από εμάς. Άρα, δεν μπορούμε να βάλουμε το εγώ μας πάνω από αυτό,
ούτε τη γνώμη μας κόντρα στους κανόνες του γίγνεσθαί του, χωρίς να τιμωρηθούμε
για την ύβρη μας και να υποστούμε τις συνέπειες της σύγκρουσής μας με τον ίδιο
τον ζωοδότη μας κόσμο.
Το σύστημα των κανόνων που διέπουν
το συμπαντικό γίγνεσθαι και ρυθμίζουν τα της ζωής μας, απαρτίζει το απόλυτο της
γνώσης, στο οποίο πρέπει να τείνει η γνώμη μας για να είναι σωστή, ή, καλύτερα,
για να γίνεται ολοένα πιο σωστή.
Ανάμεσα στο τίποτε και στα πάντα
υπάρχει το ολοένα πιο πολύ. Ανάμεσα στην κατηγορηματική πρόταση «ξέρω τι είναι
τι» και στην αποφατική «δεν ξέρω τίποτε», υπάρχει το «μαθαίνω». Αυτό
δίνει κατεύθυνση στην ανθρώπινη εννόηση του κόσμου: την κατεύθυνση της μεγιστοποίησής της, μέσω
της βαθμιαίας προσέγγισης της αλήθειας, έστω και αν δεν πρόκειται να την
κατακτήσουμε ποτέ στον απόλυτο βαθμό.
Το αίτημα του απόλυτου, όσο κι αν
είναι άπιαστο, μας βγάζει από το εγώ μας και μας συνδέει με τον σύμπαντα κόσμο. Από την άλλη, τόσο η ψευδαίσθηση της κατοχής του (που
υπόσχονται οι θρησκείες), όσο και η παραίτηση από αυτό (που επιφέρει ο
σχετικισμός), μας αποσυνδέουν από τον κόσμο, εκτρέποντάς μας είτε στον τυφλό
δογματισμό είτε στον ανεξέλεγκτο ατομισμό.
Η ΒΑΘΜΙΑΙΑ ΕΝΝΟΗΣΗ
Ανάμεσα στη θρησκευτική υποταγή
και στην ατομικιστική αυθάδεια, βρίσκεται η μέση οδός της βαθμιαίας εννόησης των κανόνων του
γίγνεσθαι και της συμμόρφωσής μας με αυτούς, την οποία πρέπει* να
ακολουθούμε για να ευημερούμε κατά το μέγιστο δυνατόν.
----------------------------------
*Το
«πρέπει», εδώ, δηλώνει την αναγκαστική μας σχέση με τον κόσμο, αφού είμαστε
συνδεδεμένοι αναγκαστικά μαζί του και η ευημερία μας εξαρτάται από τη σωστή μας
σχέση μαζί του.
----------------------------------
Καθώς η σωστή σχέση μας με τον
κόσμο δεν είναι δεδομένη αλλά ζητούμενη, καλούμαστε να μελετήσουμε τον τρόπο
της συστοιχείωσής του, τόσο έξω από εμάς (φυσικές επιστήμες), όσο και ανάμεσά
μας (επιστήμες του ανθρώπου), για να βρούμε εκείνα τα εργαλεία και να κάνουμε
εκείνα τα έργα, που θα προάγουν την ευημερία μας, σύμφωνα, πάντα, με τους
κανόνες του γίγνεσθαι.
Οι φυσικές επιστήμες έλυσαν το
πρόβλημα της αλήθειας των θεωριών τους με τη μέθοδο της επαλήθευσής τους στις
περιοχές που αυτές διερευνούσαν. Έτσι, προχώρησαν σταδιακά στην εξερεύνηση του
κόσμου, ενώ, η βαθμιαία προσέγγισή τους στην αλήθεια συντέλεσε στη
μεγιστοποίηση της επιστημονικής γνώσης.
Την ίδια στιγμή, οι επιστήμες του
ανθρώπου είχαν να αντιμετωπίσουν τις αντιστάσεις κοινωνικών συστημάτων και ταξικών
συμφερόντων πολύ πιο ισχυρών και απειλητικών από τις αντιστάσεις της υλικής
πραγματικότητας.
Οι θεωρίες για τα ανθρώπινα
δυσκολεύονται να μεθοδεύσουν την προσέγγισή μας στην αλήθεια που μας αφορά και
να μας καθοδηγήσουν σοφά, καθότι στις ανθρώπινες αποφάνσεις κριτής είναι ο
ίδιος ο άνθρωπος. Στα θέματα που αφορούν εμάς τους ίδιους, δεν υπάρχει η
μαρτυρία της έξωθεν πραγματικότητας, με την οποία συγκρίνει τις αποφάνσεις της
η φυσική επιστήμη, κρίνοντας αν αυτές αληθεύουν ή όχι. Ούτε, βέβαια, υπάρχουν έξω
από εμάς γραμμένες κάποιες θείες εντολές - τις οποίες θα μας μεταφέρουν οι
εκλεκτοί του Θεού - για να ρυθμίσουμε σύμφωνα με αυτές τη συμπεριφορά μας.
ΕΚ ΤΩΝ ΕΣΩ
Αυτό που μας αφορά δεν υπάρχει
γραμμένο κάπου έξω από εμάς, αλλά βρίσκεται μέσα μας. Τούτο δεν σημαίνει ότι
είμαστε έρμαια κάποιου υποκειμενισμού, ξεκομμένοι από το σύστημα των κανόνων
του σύμπαντος κόσμου. Απλά, όντας μέρος αυτού ενσωματώνουμε από το όλον του τις
ειδικές εντολές που μας ρυθμίζουν, μέσα από τις γενετικές μας οδηγίες.
Οι ειδικές εντολές που μας
ρυθμίζουν μέσα από τις γενετικές οδηγίες δεν ρυθμίζουν τα πάντα. Αφήνουν
περιθώριο ελευθερίας, δίνοντας όμως το πλαίσιό της.
Η ελευθερία που έχουμε είναι η
ίδια με αυτή του συμπαντικού γίγνεσθαι, το οποίο έχει την ελευθερία να
δοκιμάζει μορφές, άλλες επιτυχημένες και άλλες όχι, ανάλογα αν ακολουθούν
κανόνες.
Οι κανόνες είναι κανόνες του
παιχνιδιού. Το πώς θα το παίξουμε επαφίεται σε εμάς. Αλλά, αν τους παραβιάσουμε
τιμωρούμαστε. Έτσι, διαθέτουμε εκ της φύσεώς μας τόσο τη δυνατότητα του παιχνιδιού
(ελευθερία) όσο και τους κανόνες του, σαν ενσωματωμένες οδηγίες.
Επίσης, η έννοια της προσέγγισης
της αλήθειας μας εμπεριέχει κίνηση, δηλαδή δεν οριζόμαστε απόλυτα από τις
γενετικές οδηγίες αλλά έχουμε μια απόκλιση, που μας δίνει και το περιθώριο να
κινηθούμε και να πειραματιστούμε, δηλαδή την ελευθερία.
Σε κάθε περίπτωση, η αλήθεια μας
βρίσκεται μέσα μας και δεν έχουμε άλλο τρόπο να την προσεγγίσουμε από το να την
αφουγκραστούμε και να την εκφράσουμε όσο γίνεται πιο ειλικρινά.
Ο ειλικρινής μας εσωτερικός διάλογος με τις
επιθυμίες, τις σκέψεις και τα αισθήματά μας, ήτοι, με το τρισυπόστατο* της
ύπαρξής μας, είναι το
πρώτο βήμα προσέγγισης της αλήθειας μας.
-------------------------------------
*Το τρισυπόστατο
της ύπαρξής μας όπως συναρτάται από τη βούληση (πηγή των
επιθυμιών), το νου (των σκέψεων) και τη ψυχή (των
αισθημάτων).
-------------------------------------
Το δεύτερο είναι η εξωτερίκευση των συμπερασμάτων
αυτού του διαλόγου και η συ-ζήτησή τους με τους άλλους, για να δια-πιστώσουμε
την ισχύ τους και να τα δοκιμάσουμε στην πράξη.
Όταν ξεκινάμε ανάποδα, από τις
οδηγίες που μας έρχονται από έξω - από τις εντολές που μας δίνουν άλλοι, από τα
δικά τους θέλω, τις δικές τους γνώμες, κλπ. - αποκοβόμαστε από τη μόνη
δυνατότητά μας να αρθρώσουμε την αλήθεια που μας αφορά (αφού την «πάσα αλήθεια»
είναι αδύνατον να την κατέχουμε, όσο κι αν δεν πρέπει να σταματήσουμε να την
αναζητούμε).
Η εσώτερη προέλευση των αποφάνσεων και εκφράσεών μας, όταν αυτές
πηγάζουν από τον εσωτερικό μας διάλογο, είναι κριτήριο της αλήθειας τους, αφού
δίνει τα εχέγγυα ότι αυτές ξεκινούν από εμάς τους ίδιους, είναι ειλικρινείς και
έχουν το χαρακτήρα της αυθεντικότητας. Γι’ αυτό, μπορούμε να τις εμπιστευόμαστε
και να τις εξωτερικεύουμε, όποιες κι αν είναι αυτές, αρκεί να είναι προϊόντα
του ελεύθερου διαλόγου με τον εαυτό μας.
Η «αυτολογοκρισία» μας από
εξωτερικούς ελέγχους, που τους έχουμε ενσωματώσει κι έχουν διαμορφώσει μέσα μας
μια σειρά από φραγμούς, εμποδίζοντας να συνομιλήσουμε ελεύθερα με τον εαυτό μας,
πλήττει το μόνο μέσο που έχουμε για να προσεγγίσουμε την αλήθεια μας:
την ειλικρίνεια.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑΣ
Δεδομένου ότι οι εξωτερικοί
έλεγχοι είναι δεδομένοι και ένα μέρος τους περνάει μέσα μας από μικρά παιδιά, η
ειλικρίνεια δεν είναι εύκολη υπόθεση. Γι' αυτό λέμε «να είμαστε όσο γίνεται πιο
ειλικρινείς», εννοώντας ότι απαιτείται διαρκής προσπάθεια για αυτό, που είναι
πρωταρχικό αίτημα της ζωής μας, αν θέλουμε να τη ζήσουμε ως οι εαυτοί μας.
Το να είσαι ειλικρινής στην
κοινωνία εμπεριέχει κάποιο κόστος, αφού η ειλικρίνεια μπορεί να σε
διαφοροποιήσει από το κοινωνικά αποδεκτό και να σε οδηγήσει σε πιθανή σύγκρουση
με διάφορα κατά συνθήκη ψεύδη. Όμως, μόνο αναλαμβάνοντας το κόστος της
ειλικρίνειας, μπορείς να είσαι αληθινός και ό,τι έχεις ζήσει να είναι
ουσιαστικά βιωμένο.
Ο βιωματικός πλούτος, αυτός που γεμίζει την ύπαρξή σου με το
"είναι" της, αποτελεί το μέγιστο κέρδος της ειλικρίνειας
σου, όσο κι αν αυτή μπορεί να σου κοστίσει. Στην περίπτωση που φοβάσαι να
αναλάβεις το κόστος της αλήθειας σου και γίνεσαι εξωτερικός και ψεύτικος -
προσποιούμενος "αλήθειες" που δεν είναι δικές σου και ενδίδοντας
στην εξωτερικότητα* κοινωνικών επιταγών που δεν σε εκφράζουν - μπορεί να έχεις
υλικές απολαβές, αφού γίνεσαι εύκολα αποδεκτός και ανταμείβεσαι από την όποια
καθεστηκυία τάξη, αλλά το τίμημα είναι ο ίδιος σου ο εαυτός.
---------------------------------
*"Εξωτερικότητα"
σημαίνει να επιτρέπεις έξωθεν εντολές να παίξουν κυρίαρχο ρόλο στην
έκφρασή σου, έτσι που να αναπαράγεις πρότυπα που δεν είναι δικά σου. Η
εξωτερικότητα διαφέρει ριζικά από την "εξωτερίκευση", όπου εκφράζεις
το μέσα σου προς τα έξω.
---------------------------------
Η απομάκρυνσή μας από αυτό που
φέρουμε μέσα μας - αυτό που μας φέρει στον κόσμο, σύμφωνα με τις γενετικές
οδηγίες μας - προκαλεί ένα χάσμα ανάμεσα σε εμάς και το "είναι" μας,
δημιουργώντας ένα τέτοιο κενό ζωής* που οι υλικές απολαβές δεν
μπορούν να γεμίσουν.
--------------------------------------------
*"Κενό
ζωής" με την έννοια του αβίωτου χρόνου - τις μέρες, τα χρόνια και τις
εποχές που αναλώθηκαν στο ψέμα και στο τίποτε.
---------------------------------------------
Ο χρόνος της ζωής μας που δεν
βιώθηκε αυθεντικά, αλλά αλλοτριώθηκε στην εξωτερικότητα, εκχωρημένος σε άλλους,
δεν επιστρέφει. Τα χρόνια που δεν ζήσαμε, δεν ξαναγυρίζουν. Αν θέλουμε να τα
ζήσουμε, πρέπει να διεκδικούμε την πλήρη παρουσία μας στα γεγονότα που μας
αφορούν. Να είμαστε παρόντες με όλο μας το «είναι» στο γίγνεσθαι.
Η αναγκαιότητα της αυθεντικότητας
δεν είναι μια έξωθεν ηθική επιταγή, αλλά αποτελεί αίτημα της ίδιας της ζωής
μας. Αυτή μας ωθεί να βιωθεί πλήρως, καθώς δεν θα επαναληφθεί. Ξέροντας ότι θα
πεθάνουμε και ότι οι μέρες που περνάνε φεύγουν δια παντός, γεννάται μέσα μας το
αίτημα να διεκδικήσουμε τον χρόνο υπέρ ημών, υπέρ των δικών μας αναγκών και
επιθυμιών.
Ενώπιον της προοπτικής του
αναπόφευκτου θανάτου μας, δεν έχει νόημα να εκχωρούμε τους εαυτούς μας υπέρ
αλλότριων συμφερόντων, υποχωρώντας σε απαιτήσεις που δεν μας αντιπροσωπεύουν.
Σίγουρα χρειάζεται να
συνεργαζόμαστε, να βρίσκουμε τον κοινό μας τόπο και κοινά πεδία δράσης στον
κόσμο μας. Αυτό συνεπάγεται διαπραγμάτευση και συμβιβασμό με τους άλλους, για
να βρίσκουμε τη μέση οδό και να προχωράμε μαζί, υπέρ αμοιβαίου οφέλους.
Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις που προσφερόμαστε οικειοθελώς στους άλλους (στα
παιδιά μας, στους οικείους, στους συνανθρώπους, στα άλλα πλάσματα της γης,
κλπ.) και δινόμαστε χωρίς ανταλλάγματα, από καθαρή αυτοπροσφορά. Είτε πρόκειται
για συγκατάβαση στον συμβιβασμό μας, είτε για υπέρβαση με την αυτοπροσφορά μας,
αυτά μας αντιπροσωπεύουν, εφόσον είναι δική μας, ελεύθερη και συνειδητή
επιλογή. Άλλο αυτό και άλλο να πέφτουμε θύματα εκμετάλλευσης. Δεν έχουμε
κανέναν λόγο να υπηρετούμε αλλότρια συμφέροντα. Εκτός αν μας πείσουν ή μας
εκφοβίσουν.
Η αλλοτριωμένη συνείδησή μας (στην
περίπτωση που υιοθετούμε αιτιάσεις ξένες προς την αλήθεια μας) και ο
καταναγκασμός μας (υπό την απειλή της βίας), δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά σαν
μια φυσική κατάσταση της ύπαρξής μας. Δεν γεννώνται από μέσα μας. Μας
επιβάλλονται.
Η ανάγκη να υπάρχουμε
αυθεντικά, μέσω της ειλικρινούς σχέσης με τους εαυτούς μας και τους άλλους,
είναι σύμφυτη με εμάς, αφού δεν μπορεί να μη θέλουμε να είμαστε αληθινοί,
δηλαδή να υπάρχουμε εντελώς, με
την έννοια της πλήρους παρουσίας μας σε αυτόν τον κόσμο, όπου αυτό που έχουμε
μέσα μας εκφράζεται και συνομιλείται, αντί να μένει αβίωτο και σκοτεινό,
«μαυρίζοντας» τη ψυχή μας.
ΟΙ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Η ψυχή, είναι η πεμπτουσία της ζωτικής μας ενότητας που μας κρατάει στη ζωή, συνθέτοντας τα
συστατικά μας μέρη μας σε μια ζωντανή μονάδα. Όταν πεθαίνουμε, η ψυχή «φεύγει»,
η ενότητα λύεται και η μονάδα μας αποσυντίθεται.
Η ψυχή δεν είναι ένα πράγμα. Είναι
μια σχέση. Η σχέση της ζωτικής μας ενότητας. Μέσα από αυτήν έχουμε προέλθει
(από την ένωση ωαρίου και σπερματοζωαρίου), μέσα από αυτήν ζούμε ως
ενοποιημένοι οργανισμοί, τόσο εσωτερικά (με τα εσωτερικά μας μέρη ενοποιημένα
σε έναν οργανισμό) όσο και εξωτερικά
(ενωμένοι με ό,τι μας τροφοδοτεί), και ως προς αυτήν πάσχουμε, όταν η αναγκαία
για την ύπαρξή μας ενότητα (είτε εσωτερική, είτε εξωτερική) αντιμετωπίζει
προβλήματα.
Καθώς οι άνθρωποι δεν είναι μόνο
βιολογικοί οργανισμοί αλλά έχουν και μια πνευματική πλευρά, η ένωση που
χρειάζονται δεν αφορά μόνο υλικά συστατικά αλλά και πνευματικά. Ως «πνευματικά»
εννοούμε όσα σχετίζονται με το χώρο των ιδεών, (από την ιδέα για τον εαυτό μας,
τους άλλους και τον κόσμο ως την ιδέα για το καλό, αγαθό και ωραίο). Η
πνευματική μας ένωση σημαίνει μια αλληλεπίδραση ιδεών με το πνευματικό μας
περιβάλλον, όπου οι ιδέες που διαμορφώνουμε τροφοδοτούνται από αυτό και το
τροφοδοτούν με τρόπο που να υπάρχει κάποια αλληλο-αναγνώριση. Αυτό ευχαριστεί
την ψυχή, επιβεβαιώνοντας την σχέση ενότητας.
Τα αισθήματα είναι ο τρόπος
που η ψυχή εκδηλώνεται. Αυτά εκφράζουν τη γενικευμένη αντίδραση του
ενοποιημένου μέσω της ψυχής οργανισμού μας (ενοποιημένου πνευματικά και
σωματικά) απέναντι σε ενοποιητικές ή διχαστικές εμπειρίες. Μπορεί να γίνονται αντιληπτά από τον εγκέφαλό
μας, αλλά δεν εδράζονται εκεί, ούτε στην καρδιά μας (αν και αυτή επηρεάζεται
άμεσα ως νευραλγικό όργανό μας), αλλά διαχέονται παντού.
---------------------------------------------------
Χρειάζεται μια διαρκής αποσαφήνιση
της ορολογίας που χρησιμοποιούμε καθώς πολλοί όροι έχουν ποικίλες ερμηνείες και
εκδοχές. Ήδη ορίσαμε πώς εννοούμε εδώ τη ψυχή (ως «πεμπτουσία της ζωτικής μας
ενότητας»), ενώ διευκρινίσαμε ότι, για εμάς, το πνευματικό μας μέρος ανήκει σε
μια άλλη κατηγορία, που σχετίζεται με το χώρο των ιδεών. Αυτά τα δύο καμιά φορά
μπερδεύονται μέσα από την αμφισημία που έχουν αποκτήσει από τους διαφορετικούς
τρόπους χρήσης τους. Δεν υπάρχει κάποιος ακριβής ορισμός τους, καθώς έχουν χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως. Το
ίδιο συμβαίνει και με τα αισθήματα, που συχνά μπερδεύονται με αισθήσεις και
συναισθήματα. Αυτή είναι η δική μας διευκρίνηση για αυτούς τους όρους:
Τα αισθήματα είναι μια γενική
κατηγορία που αφορά όλες τις ψυχικές αντιδράσεις. Αισθήσεις* είναι τα αισθήματα
που ανταποκρίνονται σε καθαρά σωματικά ερεθίσματα και λειτουργίες (αίσθηση
ζέστης, πείνας, κλπ.) ενώ συναισθήματα είναι τα αισθήματα μας προς τους άλλους
(φιλία, έχθρα, κλπ.)
*Αναφερόμαστε στις αισθήσεις ως
κατηγορία αισθημάτων και όχι σαν λειτουργία των αισθητηρίων οργάνων μας.
----------------------------------------------------
Ως πεμπτουσία της ζωτικής μας
ενότητας, η ψυχή υποφέρει από διχαστικές πρακτικές που ανοίγουν χάσματα στη ζωή
μας, όπως συμβαίνει με την έλλειψη της ειλικρίνειας και την αποφυγή της
αλήθειας μας, που προκαλούν βιωματικό κενό (όπως είπαμε πιο πάνω). Τότε, τα
αισθήματα που μας εκπέμπει η ψυχή είναι αισθήματα δυσφορίας. Αντίθετα,
επιβραβεύει με αισθήματα ευφορίας τις ενοποιητικές πρακτικές, που μας φέρουν
πιο κοντά στην αλήθεια μας και μας ταυτο-ποιούν, ολοκληρώνοντάς μας και
εκ-πληρώνοντάς μας.
Με το δίπολο των αισθημάτων, της ευφορίας και της δυσφορίας, η ψυχή μάς
υποδεικνύει τον τρόπο να κινηθούμε στη ζωή.
Με τη, μεν, δυσφορία μάς δείχνει
να φύγουμε από εκεί που βρισκόμαστε, να αλλάξουμε στάση, να διαχωριστούμε από
ό,τι μας κάνει κακό: ό,τι προκαλεί κενό στη ζωή.
Με τη, δε, ευφορία μάς δείχνει ότι
βρισκόμαστε κοντά σε ό,τι μας κάνει καλό:
ό,τι μας εκπληρώνει.
ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ σε σχέση με το
Είναι
Οι
χαρακτηρισμοί "καλό" και "κακό" δεν αποτελούν
κατηγορήματα τού Είναι, αλλά χαρακτηρίζουν τη σχέση του ανθρώπου μαζί του
(όπως και με τον εαυτό του και με όλα γύρω του, ως εκφάνσεις του Είναι).
Το Είναι δεν είναι καλό ή κακό.
Είναι αυτό που είναι. Η σχέση του ανθρώπου με το Είναι μπορεί να
χαρακτηριστεί καλή ή κακή, ανάλογα με το αν συνδέεται με αυτό ή αν
συγκρούεται, παράγοντας υπαρξιακά κενά και χάσματα.
Εκ πρώτης, μοιάζει σαν
παραδοξολογία να μιλάμε για σύγκρουση με το Είναι. Πώς είναι δυνατόν να
συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αν με το Είναι εννοούμε όλα όσα είναι κάτι τι, οτιδήποτε
σε οιαδήποτε μορφή, το όλον των όντων, ημών συμπεριλαμβανομένων, πώς μπορούμε
να διαφοροποιούμαστε από αυτό; Με τον ίδιο τρόπο που διαφοροποιούνται όλες οι
μορφές μέσα στο γίγνεσθαι του σύμπαντος κόσμου εμπλουτίζοντάς το με
ποικιλομορφία.
Το γίγνεσθαι είναι ένα παιχνίδι
μορφών του Είναι. Αυτό το παιχνίδι
προϋποθέτει μια ελευθερία κίνησης και διαφοροποίησης, που ο άνθρωπος την
έχει με το παραπάνω. Είναι ένα πλάσμα που μπορεί να διαφοροποιηθεί έντονα από
την υλική συγκρότηση του «είναι» του, καθώς διαθέτει και πνευματική που αυξάνει
την ελευθερία του, αφού μπορεί να σκέφτεται οτιδήποτε και να το δοκιμάζει.
Απλά, κάθε του επιλογή έχει και συνέπειες που δεν μπορεί να αποφύγει. Εδώ
παρεμβαίνει το Είναι και κρατάει το γίγνεσθαι δικό του. Είναι δικό του
παιχνίδι. Όχι δικό μας.
Αυτό το καταλαβαίνουμε όταν
περνάμε τα όρια και νομίζουμε ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε χωρίς
συνέπειες. Ακόμη και να προκαλέσουμε το κακό, συγκρουόμενοι με το Είναι. Αυτό
μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους.
Μπορούμε να πάμε κόντρα στο δικό
μας το «είναι» αγνοώντας το και επιλέγοντας να ζούμε σαν άλλοι, μες στο ψέμα,
αλλοτριωμένοι. Μπορούμε ακόμη και να αυτοκτονήσουμε ή να βλάψουμε τους εαυτούς
μας. Όπως μπορούμε να κάνουμε κακό σε
εμάς, μπορούμε να βλάψουμε και τους άλλους, πέρα από κάθε αναγκαιότητα του
γίγνεσθαι, κατά παράβαση των κανόνων παιχνιδιού του Είναι.
Ο άνθρωπος έχει μεν την ελευθερία να προκαλέσει το χάσμα
(πράττοντας το κακό), αλλά το κενό που προκαλεί, γρήγορα γεμίζει με ερείπια,
καθώς το Είναι δεν επιτρέπει το κενό (το μη-Είναι), αλλά το αναπληρώνει άμεσα
με το θρύψαλα της καταστροφής, που το κακό προκάλεσε.
ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ σαν ηθικά
προτάγματα
Το καλό και το κακό πέρα από το να
χαρακτηρίζουν τη σχέση μας με το είναι και τις συνέπειές της σε εμάς και τους
άλλους, χρησιμοποιούνται σαν όροι και για να χαράξουν ηθικές επιταγές. Σύμφωνα
με αυτές υποδεικνύουμε το καλό και τιμωρούμε το κακό. Αυτές δεν είναι ασύνδετες
με το πώς αντιλαμβανόμαστε το κακό και το καλό σε σχέση με το Είναι (μας).
Ανάλογα με τι θεωρούμε ότι είναι καλό για εμάς, νομοθετούμε και
νουθετούμε.
Ως ηθικά προτάγματα, το καλό και
το κακό, έχουν πάρει διάφορα περιεχόμενα κατά καιρούς, ανάλογα με το πώς ο
άνθρωπος αντιλαμβανόταν τη σχέση του με το Είναι. Στη θρησκευτική αντίληψη το
καλό και το κακό λάμβαναν περιεχόμενο έξωθεν (από τους θεούς και τους
διαμεσολαβητές τους), το οποίο ήταν συχνά αυθαίρετο και πολλές φορές
επιβεβλημένο δια της βίας. Αντιδρώντας σε αυτήν την επιβολή, οι σημερινοί
άνθρωποι αποφεύγουν τη χρήση αυτών των βασικών ηθικών προταγμάτων, αφήνοντάς τα
έρμαια μιας σχετικιστικής ερμηνείας, χωρίς σαφή διαχωρισμό. Ο
υποκειμενισμός της ερμηνείας τους, τα έχει κάνει θέματα γούστου και προσωπικής
βλέψης, έτσι που να έχουν χάσει τα όριά τους και να μπερδεύονται μεταξύ τους.
Η υποκειμενική εκτίμηση του καλού
και του κακού, όμως, τα εξασθενίζει σαν ηθικά προτάγματα. Εάν δεν ορίζουμε ποιο
είναι το καλό (το δέον) και δεν προσφεύγουμε σε αυτό, χάνουμε τον άξονα των
πράξεών μας. Εάν δεν αντιλαμβανόμαστε το κακό, το επιτρέπουμε να συμβαίνει.
Η αξία των ηθικών προταγμάτων
ανάμεσα στους ανθρώπους βρίσκεται στην ενθάρρυνση (επιβράβευση) των πράξεων που
αποτιμούν ως καλές και στην αποθάρρυνση (τιμωρία) όσων θεωρούν κακές. Έτσι,
περιορίζουν το κακό και μεγεθύνουν το καλό.
Κατά κάποιο τρόπο, η ηθική πλαισιώνει την ελευθερία του ατόμου,
βάζοντας του όρια (για να μην κάνει το κακό) και δίνοντάς του κατεύθυνση (για
να κάνει το καλό). Πρόκειται για ένα ενδο-ανθρώπινο σύστημα πλαισίωσης των
ατόμων, καθώς έχουν τη δυνατότητα του καλού και του κακού, διαθέτοντας την
ελευθερία της επιλογής.
Τα ζώα δεν κάνουν καλό ή κακό.
Δρουν μέσα στο σύστημα της φύσης, ελεγχόμενα απόλυτα από αυτό. Ο άνθρωπος έχει
τη δυνατότητα διαφοροποίησης από τη φύση και δημιουργίας μιας μετα-φύσης,
φτιάχνοντας κοινωνίες, όπου ζει και ευημερεί, εκμεταλλευόμενος τη φύση, μέσω
της γνώσης. Αυτή η δυνατότητα, βέβαια, εμπεριέχει τον κίνδυνο της
αυθαιρεσίας. Προκειμένου να προστατευθεί από αυτόν τον κίνδυνο, ο άνθρωπος
προσπαθεί να συστηματοποιήσει τη συμπεριφορά του, μέσω των ηθικών προταγμάτων.
Τα κοινωνικά συστήματα χτίζονται, βασικά, πάνω στον ορισμό του
καλού και του κακού που υιοθετεί η εκάστοτε κοινωνία. Ανάλογα με το πώς τα
αντιλαμβάνονται μορφοποιούν και την αντίστοιχη διακυβέρνησή τους. Όταν τα
εκλάμβαναν ως θεϊκές εντολές, δέχονταν πεφωτισμένες ηγεσίες (βασιλείς,
αυτοκράτορες και πατριάρχες). Όταν, με το διαφωτισμό, αμφισβήτησαν τη βασιλική
ηθική, εκδημοκράτισαν το πολίτευμα.
Η αμφισβήτηση της ίδιας της ηθικής,
όμως, κάνει την κοινωνία ευάλωτη στην αυθαιρεσία των ατόμων και ειδικά αυτών
που μπορούν να επιβάλλουν τα δικά τους συμφέροντα, ελέγχοντας τις δημοκρατικές
διαδικασίες με την ισχύ τους. Είτε αυτά είναι συνασπισμένα σε ισχυρά λόμπι είτε
απαρτίζουν φοβισμένες πλειοψηφίες στοιχισμένες πίσω από λαϊκιστές ηγέτες, ο
κίνδυνος της αυθαιρεσίας και αδικίας εξ αυτών είναι παρόν.
Η αδικία προκύπτει από την αλλοιωμένη εκτίμηση του καλού και του
κακού, όπου το ένα μπορεί να
εκληφθεί ως το άλλο, το κακό να επιβραβεύεται και το καλό να τιμωρείται.
Υπάρχουν, βέβαια, τα δικαστήρια, όπου κάποιος μπορεί να προσφύγει για να
δικαιωθεί, αλλά, αυτά εκδικάζουν βάσει νόμων, που ψηφίζονται από κοινοβούλια
που μπορεί να ελέγχονται από ομάδες συμφερόντων, που αλλοιώνουν τον ορισμό του
καλού και κακού υπέρ αυτών. Οπότε, επανερχόμαστε στο ζήτημα του επανακαθορισμού
της ηθικής κατά τρόπο αντικειμενικό, που να μην μπορεί να τεθεί εύκολα υπό
αμφισβήτηση , χωρίς, απ’ την άλλη, να χρειάζεται θεμελίωση σε θεϊκές εντολές.
Πάνω σε τι μπορεί να στηριχθεί,
όμως, ένας αντικειμενικός επαναπροσδιορισμός της ηθικής; Ποια μπορεί να είναι η
στέρεα βάση που θα μας δώσει μια βάσιμη επανεκτίμηση του τι είναι καλό και τι
κακό; Αν υπάρχει, αυτή η βάση, θα πρέπει να αναζητηθεί σε κάποια αναντίρρητη
αρχή, που να έχει χαρακτήρα της καθολικότητας και να μην μπορεί να
αμφισβητηθεί. Θα προσπαθήσουμε να την εντοπίσουμε, ξεκινώντας από μια
ταυτολογία: καλό είναι αυτό που μας κάνει καλό. Εξ αυτής προκύπτει το προφανές
ότι κακό είναι αυτό που δεν μας κάνει καλό.
Πώς κρίνουμε τι μας κάνει καλό ή
κακό; Εδώ μπαίνει στο παιχνίδι το δίπολο της ευφορίας και δυσφορίας, με το
οποίο η ψυχή μας κρίνει τις καταστάσεις. Καλό είναι αυτό που μας κάνει να
νιώθουμε καλά (ευφορία). Κακό είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε κακά
(δυσφορία).
Καθώς είναι αδύνατον να νιώθουμε
καλά με αυτό που μας κάνει να νιώθουμε κακά, έχουμε ένα σαφή διαχωρισμό των
καταστάσεων σε καλές και κακές. (Οι ενδιάμεσες καταστάσεις, όπου νιώθουμε
αδιάφορα, δεν έχουν ηθικό ενδιαφέρον και δεν εμπίπτουν στο ερώτημά μας.)
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΝΑ-ΝΙΩΘΕΙΣ-ΚΑΛΑ
Εφόσον αυτό που θέλουμε όλοι σε
αυτή τη ζωή είναι να νιώθουμε καλά -το αντίθετο θα ήταν παράλογο- αυτό μπορεί
να το κάνει βάση μιας νέας ηθικής, καθώς η καθολική του ισχύς το καθιστά
αδιαμφισβήτητη αξιολογική αρχή.
Η αρχή τού να-νιώθεις-καλά ("the feeling-good
principle", όπως θα λέγαμε στα αγγλικά) είναι πάρα πολύ απλή και
ευκολοδιάκριτη. Αρκεί να είμαστε ειλικρινείς, βέβαια, με τον εαυτό μας, να
αναγνωρίζουμε τα αισθήματά μας και να μην ψυχαναγκαζόμαστε. Βλέπουμε,
λοιπόν, ότι ξεκινώντας από κάτι τόσο απλό, σαν αρχή, προκύπτει στη συνέχεια το
αίτημα της ειλικρίνειας. Ξεδιπλώνοντας περαιτέρω τις παραμέτρους αυτού του
αιτήματος, μπορούμε να φτιάξουμε ένα
ηθικό σύστημα, όπου αυτό που μας εμποδίζει να είμαστε ειλικρινείς είναι κακό
και αυτό που μας διευκολύνει καλό.
Ακούγεται περίεργο να ζητάς
επαναθεμελίωση της ηθικής πάνω σε μια τέτοια αρχή, καθώς αυτή μοιάζει πολύ
«εγωιστική». Αν μας επιτρέπεται να κάνουμε ό,τι μας αρέσει (προκειμένου να
νιώσουμε καλά), τότε τι μας εμποδίζει να αρπάξουμε ή να βιάσουμε, για να
πάρουμε κάτι που θέλουμε; Χωρίς εμπόδια και φραγμούς καταλύεται η έννοια του
συστήματος και μια τέτοια ηθική βάση οδηγεί στο χάος. Είναι αλήθεια, όμως,
αυτό; Μπορούμε να νιώσουμε ειλικρινά καλά, πατώντας επί πτωμάτων; Μας αρέσει
πραγματικά κάτι τέτοιο;
Αν ναι, ας το κάνουμε. Βέβαια, δεν
θα είναι τόσο εύκολο, γιατί σε κάποιους άλλους δεν θα αρέσει και δεν θα μας το
επιτρέψουν. Οι άλλοι, βασιζόμενοι στη δική τους αρχή να-νιώθουν-καλά, δεν θα
μας αφήσουν να τους υποτάξουμε. Θα δώσουν όλο τον εαυτό τους να υπερασπιστούν
αυτή την αρχή, γιατί τους αφορά άμεσα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η αδικία μπορεί να
περιοριστεί, όταν τα άτομα, δρώντας επί προσωπικού, βάσει αυτής της αρχής,
αντιδρούν έντονα στο κακό: αυτό που θα τους κάνει να νιώσουν άσχημα. Έτσι
ορίζεται εκ των πραγμάτων μια διαχωριστική γραμμή όπου το να-νιώθεις-καλά δεν μπορεί να γίνεται
εις βάρος άλλου και αυτή η γραμμή άμυνας χαράσσεται από τα ίδια τα
άτομα, χωρίς να την εκχωρούν σε άλλους.
Μήπως, όμως, η εγωιστική και κατά
μόνας απόλαυση δεν είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε; Μήπως, κατά βάθος, δεν
νιώθουμε καλά όταν είμαστε ξεκομμένοι από τους άλλους, ζώντας σε διαρκή
σύγκρουση μαζί τους; Ας είμαστε ειλικρινείς και ας προσπαθήσουμε να δούμε τι
θέλουμε πίσω από όλα αυτά που κυνηγάμε, παρασυρόμενοι συχνά σε πολεμικές
πρακτικές. Μπορεί έτσι να διακρίνουμε ότι το ζητούμενο δεν είναι ο πόλεμος αλλά
η φιλία, γιατί αυτή μας κάνει να νιώθουμε πραγματικά καλά.
Η αρχή του να-νιώθεις-καλά δείχνει
ασύμβατη με συγκρουσιακές πρακτικές, γιατί αυτές παράγουν άγχος και εμπεριέχουν
κίνδυνο. Μπορεί να εξαναγκαζόμαστε σε αυτές, αλλά είναι δύσκολο να τις θέλουμε
πραγματικά. Παρόλα αυτά, συμβαίνουν συνεχώς και αυτό δίνει την εντύπωση ότι τα
άτομα τις επιδιώκουν. Το ερώτημα είναι αν προσβλέπουν σε αυτές για να νιώσουν
καλά, επειδή τους εκπληρώνουν, προκαλώντας τους ψυχική ευφορία.
--------------------------
Χωρίς
να αποκλείσουμε την περίπτωση να αντλεί κάποιος ευχαρίστηση από το κακό και τη
βία (να είναι χαιρέκακος ή πολεμοχαρής), δεν μπορούμε να κανοναρχούμε βάσει της
διαστροφής του. Η ηθική σημαίνει
ορισμό της κανονικότητας, χωρίς να αποκλείει την ύπαρξη εξαιρέσεων. Το θέμα
είναι αν τις επιβραβεύει ή τις καταδικάζει. Η ηθική δεν ορίζει την
πραγματικότητα, αλλά κανονίζει όρους ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ορίζει το δέον και όχι το ον.
----------------------------
Η αρχή του να-νιώθεις-καλά, υπό κανονικές συνθήκες, αποκλείει την
επιθετικότητα, καθώς αυτή παράγει
χάσματα και προκαλεί δυσφορία. Οι συνθήκες, όμως, μπορεί να είναι ιδιαίτερα
δύσκολες και να πιέζουν τα άτομα σε μια εγωιστική πρακτική για να σωθούν,
αυξάνοντας τον κίνδυνο επιθετικής συμπεριφοράς. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών ώστε
να διευκολύνουν τα άτομα να λειτουργούν απρόσκοπτα ως προς τη βασική τους αρχή
να-νιώθουν-καλά.
Όπως βλέπουμε, η βασική αυτή αρχή
μπορεί να φαίνεται απλή, αλλά δεν είναι εύκολη στην πράξη. Χρειάζεται
προσπάθεια, καθώς η πραγματικότητα πολλές φορές δυσκολεύει την πραγματοποίηση
ενός τόσο απλού προτάγματος με την περιπλοκότητά της και τις δυσκολίες που
προβάλλει. Είτε οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με τη σπάνη φυσικών πόρων και
υλικών αγαθών, είτε με ενδο-ανθρώπινες διαμάχες και ανταγωνισμούς, καλούμαστε
-μέσω της αρχής- να τις λύσουμε με τρόπο που να κάνουμε τη ζωή μας όσο πιο εύκολη γίνεται και όσο πιο απλή μπορούμε.
Έτσι, μέσω αυτής της απλής αρχής
μπορούμε να προχωρήσουμε στην ανάλογη απλο-ποίηση (όχι
απλούστευση) της πραγματικότητάς μας, προβαίνοντας σε μια σειρά αλλαγές και
ρυθμίσεις που θα κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη και την απόλαυση της ύπαρξής μας μεγαλύτερη.
Μπορεί κάποιες θρησκείες να τάζουν
μετα-θάνατον απόλαυση (ή να απειλούν με μετα-θάνατον τιμωρία) για να επιβάλουν
την ηθική τους, όμως οι υποσχέσεις τους και οι απειλές τους είναι αστήρικτες,
καθώς αναφέρονται στο τότε που δεν θα είμαστε εδώ. Αυτό, όμως, είναι παντελώς
αδιάφορο. Εμείς συζητάμε για το πώς ζούμε στο τώρα και στο εδώ μας.
Καθώς ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε
όλοι και ότι όλα έχουν ένα τέλος (ακόμη και τα άστρα και ο ήλιος μας κάποια
στιγμή θα χαθούν), τίποτα δεν φαίνεται να βγάζει νόημα μπρος στον αναπόφευκτο
χαμό των πάντων. Γιατί πράγμα να προσπαθούμε, σε τι να αποβλέπουμε, σε ποια
δικαίωση και ανταμοιβή σε έναν απώτερο χρόνο πέρα από τη ζωή μας; Το μόνο που
μένει είναι να περνάμε καλά, όσο ζούμε.
Αυτό το πρόταγμα μπορεί να
δημιουργεί φόβους ότι κινδυνεύει να μας οδηγήσει σε έναν γενικευμένο
αμοραλισμό, αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί. Είναι το μόνο που βγάζει νόημα. Το τι
συνεπάγεται και πώς θα το διαχειριστούμε έρχεται μετά. *
*Εξετάζουμε στην επόμενη ενότητα τις συνεπαγωγές του
να-περνάμε-καλά και τις πολιτικές που προκύπτουν.
Κάθε θεωρία για το καλό των ανθρώπων πρέπει να έχει αρχή
το «να-νιώθουμε-καλά» και να αναπτύσσει το σύστημά της βάσει αυτής. Κάθε
κοινωνικό κίνημα πρέπει να θέτει προμετωπίδα του το σύνθημα «να-περνάμε-καλά»,
και μετά να βάζει τα ειδικά του αιτήματα που προκύπτουν εξ αυτού.
Είναι ενδιαφέρον που τόσα
κοινωνικά κινήματα φοβήθηκαν αυτό το σύνθημα, και που τόσες θεωρίες απέφυγαν να
θέσουν μιαν απλή και ξεκάθαρη αρχή σαν βάση των προτάσεών τους, προκρίνοντας
οτιδήποτε άλλο, εκτός από το πιο βασικό: το να-νιώθουμε-καλά. Φαίνεται πως
παρασύρθηκαν από τις θρησκείες και δεν απέφυγαν την εξωτερικότητα των
ηθικολογικών κατασκευών τους, που κρεμόταν σαν πολυέλαιοι από τρούλους ζωγραφισμένους
με επουράνιους θεούς και υπερκόσμια πνεύματα. Αντί να θεμελιώσουν τις προτάσεις
τους σε ένα αίτημα εκ των έσω, που να πηγάζει από την ανάγκη μας να νιώθουμε
καλά, κατέφυγαν σε εξω-ιστορικές ή μεγα-ιστορικές οντότητες - είτε μιλώντας για
μια παραδείσια φυσική κατάσταση (Ρουσώ) είτε για το κράτος του Λόγου (Χέγκελ)
είτε για την αταξική κοινωνία (Μαρξ), κλπ.-, καταλήγοντας σε περίτεχνες
κατασκευές θεωρητικών συστημάτων χωρίς εσωτερική θεμελίωση.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο,
υποτίμησαν και τη σημασία του ατόμου, αγνοώντας την κρισιμότητα που έχει ως
βασικό στοιχείο οποιασδήποτε κοινωνικής συστοιχείωσης, καθώς αυτό το
στοιχειώδες "εν" αποτελεί την αρχική μονάδα, χωρίς την οποία κανένα
σύνολο δεν συναθροίζεται. Πίσω από την αγνόηση της κεντρικής σημασίας του ατόμου,
κρύβεται η άγνοια για αυτό και τα βαθύτερα κίνητρά του.
Η ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ
Το άτομο είμαστε εμείς. Εγώ, που αυτή τη στιγμή μιλάω για εμάς, είμαι ένα
άτομο. Ξεκινάω από εμένα, εγώ είμαι η βάση των σκέψεών μου, αφού χωρίς εμένα
που σκέφτομαι, δεν θα υπήρχαν αυτές οι σκέψεις. Το σύνολο δεν μπορεί να
σκεφτεί, ούτε να δράσει, ούτε να νιώσει. Το «εμείς» είναι ανυπόστατο χωρίς
εμένα και εσένα που το απαρτίζουμε.
Από την άλλη, το εγώ είναι
συνδεδεμένο ζωτικά με το «εμείς», τόσο γιατί το «εμείς» των δύο γονέων του το
έφερε στη ζωή (καθώς ενώθηκαν σε ένα «εμείς» για να το γεννήσουν), όσο και
γιατί δεν θα μπορούσε να ζήσει για πολύ αποκομμένο από το περιβάλλον του (το
φυσικό και το κοινωνικό) αφού και με αυτό ένα «εμείς» απαρτίζει. Πολύ
περισσότερο, δε, είναι δύσκολο για ένα άτομο να-νιώσει-καλά ξεκομμένο και μόνο.
Είναι άλλο πράγμα η μοναδικότητα του ατόμου - το εγώ
ως μονάδα - και άλλο η μοναχικότητά του
- το εγώ μόνο του. Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά με τον ατομικισμό, που σωστά εντοπίζει το
άτομο σαν βάση, αλλά κάνει το λάθος να το αποσυνδέει από το σύνολο.
Ο ατομικισμός μπορεί να
δημιουργήσει προβλήματα στην αρχή του να-νιώθεις-καλά, καθώς, αν αυτή
ερμηνευτεί ατομικιστικά, μπορεί να επιτρέψει στο άτομο να κινηθεί εγωιστικά,
εναντίον των άλλων. Η καχυποψία ότι το άτομο θα κινηθεί επιθετικά, αν αφεθεί
ελεύθερο να δράσει όπως νιώθει αυτό καλά, υποβόσκει σε όλα τα κοινωνικά
συστήματα, που υιοθέτησαν εξωτερικές αρχές, όπως οι θρησκείες, για να
περιορίσουν τη δράση των ατόμων.
Προτού, όμως, προκαταβάλουμε το
άτομο, θεωρώντας το εκ προοιμίου αντικοινωνικό, θα έπρεπε να του δώσουμε τη
δυνατότητα να δράσει εξ ονόματος του εαυτού του και μετά να κρίνουμε. Κάτι το
οποίο δεν έχει γίνει ως τώρα.
Τα άτομα, μέχρι τώρα στην ιστορία,
έχουν αναγκαστεί να δρουν εν ονόματι μιας σειράς εξωτερικών αρχών
(θρησκευτικών, εθνικών, οικογενειακών, ιδεολογικών, κλπ.) ή να αντιδρούν σε
εξωτερικούς περιορισμούς (με επαναστάσεις, ανταρσίες, κλπ.), αλλά όχι να δρουν
θετικά, εν ονόματι του εαυτού τους, ως πρόσωπα.
Προφανώς, η διαμόρφωση του
ατόμου σε πρόσωπο, ήτοι άτομο με δικές του θέσεις και απόψεις, δεν γίνεται
εν κενώ. Συμβαίνει σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του, σε μια διαλεκτική του
μέσα και του έξω, των εσωτερικών τάσεων και των εξωτερικών επιρροών. Το θέμα
είναι από πού ξεκινάμε.
Αυτό που τονίζω εδώ είναι ότι η
βάση πρέπει να είναι το άτομο και το σημείο εκκίνησης η δική του τάση προς
πλήρωση, με οδηγό τη ψυχή του. Αυτό δεν πρέπει να παρεξηγηθεί σαν πρόκριση του
ατομικού έναντι του συλλογικού. Είναι άλλο να ξεκινάς από το άτομο για να
εγκαθιδρύσεις μια διαλεκτική σχέση με το συλλογικό βάσει αυτού, και άλλο να
βάζεις το ατομικό πάνω από το συλλογικό. Ο ατομικισμός υποσκάπτει τη
συλλογικότητα αντί να την προάγει υπέρ του κοινού καλού.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΛΟ-ΠΟΙΗΣΗΣ
Ο σύγχρονος ατομικισμός δεν είναι
παρά μια αντίδραση στον χρόνιο εξαναγκασμό στην εξωτερικότητα που επέβαλαν οι
θρησκείες και οι ιδεολογίες επικαλούμενες μια ανώτερη κοινωνία πιστών σε αυτές,
στην οποία το άτομο ποτέ δεν αναγνώρισε πραγματικά τον εαυτό του.
Ο μόνος τρόπος να έχουμε μια
κοινωνία που να τη σεβόμαστε, είναι αυτή να αποτελεί προϊόν της ελεύθερης
επιλογής των ατόμων. Ακόμη και αν αυτά αποφασίσουν μια κοινωνία διαφορετική από
αυτήν που οραματίζονται κάποιοι ιδεολόγοι, θα είναι αυτή που ανταποκρίνεται
στην αλήθεια τους, όποια κι αν είναι.
Απ’ την άλλη, ο χρόνιος
εξαναγκασμός των ατόμων στην εξωτερικότητα, μπορεί να έχει προκαλέσει ατομικές
διαστροφές, που θέλουν προσοχή, αφού δεν αποκλείεται κάποιος να θεωρήσει ότι η
αρχή του «να -νιώθει-καλά" τού επιτρέπει την κακοποίηση των άλλων. Σε
αυτήν την περίπτωση, χρειάζεται μια σταδιακή απελευθέρωση του ατόμου, αφού η
πλήρης και άμεση αποδέσμευσή του από τους υφιστάμενους κοινωνικούς κανόνες
μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις.
Εδώ, επανέρχεται η ανάγκη της
βαθμιαίας προσέγγισης, μέσω της μεγιστοποίησης, και όχι της αυτόματης μετάβασης
σε ιδανικές καταστάσεις, που πολλές ιδεολογίες, θρησκείες ή αιρέσεις
υπόσχονται.
Είναι ακριβώς η διαφορά ανάμεσα
στην απλοποίηση, που είναι μια διαδικασία, και στην απλούστευση, που σημαίνει κατάργηση της διαδικασίας.
ΤΟ ΕΝΑ ΩΣ ΤΡΙΤΟ
Αν επιστρέψουμε στη βάση του
ατόμου και το εξετάσουμε όσο γίνεται πιο απλά, στις βασικές συνιστώσες του, θα
διαπιστώσουμε την ενοποιητική του φύση, καθώς η ίδια του η γέννηση είναι
αποτέλεσμα συνένωσης (των γονέων του) και όχι διαχωρισμού. Το άτομο από μόνο
του, χωριστά και διασπαστικά, δεν υφίσταται. Είναι προϊόν ένωσης και όχι
διάσπασης.
Όσο το άτομο μεγαλώνει, μπορεί μεν
να διαφοροποιείται από τους γονείς του και το άμεσο περιβάλλον του, αλλά το
κάνει για να συναντηθεί με τη σειρά του με ένα άλλο άτομο, ώστε από τη γόνιμη συνάντησή
τους να γεννηθεί κάποιο νέο, τρίτο άτομο.
Η ίδια διαδικασία γέννησης του
νέου ισχύει σε κάθε παραγωγική διαδικασία και όχι μόνο στη βιολογική. Όπως
συμβαίνει με τη βιολογική παραγωγή, το ίδιο και σε κάθε άλλο δημιουργικό τομέα,
το άτομο διαφοροποιείται από τον αρχικό ενωτικό του δεσμό σε αυτόν τον τομέα,
για να ενωθεί στη συνέχεια με κάτι άλλο και να παράγει μια νέα μορφή, ένα
καινούργιο έργο ή μια καινούργια γνώση.
-------------------
Ο
μαθητής διαφοροποιείται από το δάσκαλο, ο τεχνίτης από τη πεπατημένη
τεχνική, ο καλλιτέχνης από κατεστημένες τεχνοτροπίες, ο επιστήμονας από
παραδοσιακές θεωρίες, κλπ., για να παράξουν το καινούργιο, ενωνόμενοι με
διαφορετικό τρόπο με το αντικείμενό τους.
---------------------
Έτσι, τριαδικά βαίνει το γίγνεσθαι -τουλάχιστον στον δικό μας
κόσμο, όπως τον καταλαβαίνουμε γύρω μας. Καθώς το καινούργιο άτομο που
γεννιέται, είναι κάτι τρίτο σε σχέση με τους δύο που το γέννησαν (ενωνόμενοι σε
ζεύγος), όταν απομακρύνεται από αυτούς, μεγαλώνοντας, για να γίνει ξεχωριστή μονάδα,
αισθάνεται περιττό, ως 3, δηλαδή ως περιττός αριθμός.
Η περιττότητα του ατόμου (ως 3) το οδηγεί να ενωθεί με τη σειρά
του με ένα άλλο άτομο, για να νιώσει άρτιο μέσα από τη σύνθεσή του με αυτό σε
ένα νέο ζεύγος (ως 2). Από το διττό του νέου ζεύγους (το νέο 2) θα γεννηθεί
μετά ένα καινούργιο τρίτο (το νέο 3) και ούτω καθ’ εξής το γίγνεσθαι βαίνει αθροίζοντας περιττούς
αριθμούς στο άρτιο.
Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΟΣ
Κάθε τι τρίτο συνιστά από μόνο του
ένα πλεόνασμα, αφού η ύπαρξή
του δεν ισούται με το άθροισμα των δύο γεννητόρων του, οι οποίοι δεν παραχωρούν
ολοκληρωτικά τη θέση τους σε αυτό, ούτε αυτοκαταργούνται με τη γέννησή του,
αλλά η παρουσία του προστίθεται στον κόσμο.
Κάθε τι που υπάρχει, άλλωστε, στον
κόσμο, καταφέρνοντας να είναι αυτό το ξεχωριστό «κάτι» και όχι το αδιάφορο
τίποτε, αποτελεί ένα καθαρό υπαρξιακό πλεόνασμα απέναντι στο μηδέν της
ανυπαρξίας,
Καθώς το σύμπαν αποτελεί το σύνολο
του πλεονάσματος τού Είναι έναντι του Μη-Είναι, εμείς δεν είμαστε παρά μορφές
αυτού του πλεονάσματος. Δεν είναι δικό μας και δεν μας ανήκει, για να το
παρακρατήσουμε. Αφού δεν είναι δικό μας, αλλά ανήκει στο γενικό πλεόνασμα το
κόσμου, καλούμαστε να το διαθέσουμε σε αυτό, σύμφωνα με τους κανόνες του
γίγνεσθαί του, που μας γέννησαν.
Εφόσον το άτομο διαθέσει το
πλεόνασμά του για να ενωθεί γόνιμα με ένα άλλο και γεννηθεί από την ένωσή τους
κάτι τρίτο, συμμετέχει ακέραια στο γίγνεσθαι και ολοκληρώνεται εν Αυτώ.
---------------------------
Η
ένωση και η γέννηση δεν αναφέρονται αποκλειστικά σε βιολογικές ενώσεις και
γέννες παιδιών. Μπορούν να αφορούν κι άλλα πεδία διάθεσης του πλεονάσματος,
κοινωνικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά, κλπ., όπου το άτομο ενώνεται με άλλους
ανθρώπους και άλλα αντικείμενα, για να γεννηθούν νέες μορφές, καταστάσεις,
ιδέες, κλπ.
----------------------------
Η διάθεση του πλεονάσματος σε γόνιμες συναντήσεις
κινητοποιεί ευφορικά το άτομο στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσής του. Η μη-διάθεση
του πλεονάσματος, απ’ την άλλη, προκαλεί την α-διαθεσία της ψυχής (της ενωτικής
και ζωτικής πνοής του Είναι), αφού το άτομο, περιττό και ξεκομμένο, δυσφορεί με
την αποξένωσή του από το γίγνεσθαι.
ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ
Όσο κι αν το άτομο έχει την ανάγκη
της ξεχωριστής, διακριτής παρουσίας του για να νιώσει ότι υπάρχει ως
διακεκριμένη μονάδα, άλλο τόσο έχει την ανάγκη να ενωθεί.
Η διαφοροποίηση των ατόμων συμβάλλει στην εξέλιξη των μορφών του
γίγνεσθαι, καθώς το άτομο δεν επαναλαμβάνει τα πρότυπα των γονέων του (ή των
δασκάλων του), αλλά διαμορφώνει τα δικά του. Έχοντας τις δικές του προτιμήσεις
κινείται στη συνέχεια για να βρει το ταίρι του (ή κάτι άλλο, ανάλογό του).
Εφόσον συνευρεθεί με αυτό το κάτι άλλο (άτομο, κατάσταση ή πεδίο), που είναι
εξίσου διαφοροποιημένο, μπορεί να παραχθεί από την ένωσή τους μια εντελώς
καινούργια μορφή (ατόμου, κατάστασης ή έργου).
Όσο κι αν το άτομο πρέπει να
διαχωριστεί, για να εξελιχθεί (σύμφωνα με το γίγνεσθαί του), άλλο τόσο καλείται
να ενωθεί στη συνέχεια (για τους ίδιους εξελικτικούς λόγους), και όχι να
παραμείνει διαχωρισμένο. Αλλιώς μένει στείρο και τίποτε νέο δεν
προκύπτει. Απώτερος στόχος
του ατόμου δεν είναι ο διαχωρισμός, αλλά η συνένωση.
Ο διαχωρισμός δεν παράγει κάτι.
Μπορεί να είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση της μονάδας ως
ξεχωριστής οντότητας, αλλά αν δεν ακολουθήσει η συνένωσή της με μια άλλη
μονάδα, δεν πρόκειται να παραχθεί τίποτε από αυτήν και, έτσι, θα εκπέσει σε
στείρα μοναξιά.
Ο άνθρωπος, που έχει συνείδηση της
θνητότητάς του, αντιλαμβάνεται την περατότητα (και περιττότητα) της ύπαρξής
του, ως μονάδας πεπερασμένης, και αναζητεί την αθανασία του στην παραγωγή μορφών που προέρχονται από αυτόν
και μπορούν να του δώσουν την αίσθηση της συνέχειάς του, ακόμη και μετά
θάνατον.
ΜΟΡΦΟ-ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ
Οι μορφές που μπορεί να παραχθούν από τη διάθεση του
πλεονάσματος του ατόμου σε γόνιμες συναντήσεις, μορφοποιούν έξω από αυτό
(εξωτερικεύουν) εκείνο που φέρει μέσα του κι έτσι το άτομο αναγνωρίζει τη
συνέχειά του σε κάτι άλλο από το ίδιο. Για να μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό
του σε κάτι άλλο από αυτό, πρέπει η μορφή που θα παραχθεί να είναι προϊόν της
ειλικρινής σχέσης με το μέσα του, να εκφράζει κάτι από την εσωτερική του
συνομιλία.
Οι παρεμβολές άλλων σκοπιμοτήτων ή
εξωτερικών εντολών, που διαστρεβλώνουν την καθαρή έκφραση αυτού που έχουμε μέσα
μας, προκαλούν την παραγωγή νόθων μορφών, που δεν μας αντιπροσωπεύουν καθαρά
και αλλοιώνουν τη σχέση μας με τον κόσμο.
Ναι μεν, προκειμένου να
εκφραστούμε χρησιμοποιούμε στοιχεία, μέσα και υλικά που παίρνουμε από έξω (με
τη γλώσσα πρώτη πρώτη) αλλά το κάνουμε για να συνομιλήσουμε κάτι δικό μας, κάτι
που πηγάζει από μέσα μας. Αν το κάνουμε σαν υποχρέωση, για να αποδείξουμε τη
συμμόρφωσή μας σε εξωτερικές επιταγές και να επιδοκιμαστούμε, τότε αυτό που
παράγουμε δεν είναι αυθεντικό αλλά αλλοτριωμένο. Οι παραγόμενες μορφές που δεν
είναι προϊόν της ειλικρινούς συνομιλίας με το μέσα μας και το έξω μας είναι
νόθες και επιτείνουν τη σύγχυση και την ασχήμια του κόσμου μας.
Εδώ επανέρχεται το ζήτημα της
απλοποίησης, με την έννοια της αμεσότητας της
έκφρασής μας, έτσι ώστε να έχουμε παραγωγή καθαρών μορφών, που να μας αντιπροσωπεύουν ακέραια και να μας
συνέχουν ταυτο-ποιητικά με τον κόσμο.
Η καθαρότητα των παραγομένων μορφών είναι σημαντική στη
μορφο-ποιητική αλληλουχία του ανθρώπου με το περιβάλλον του, όπου αυτός
μετασχηματίζει αυτά που δέχεται από το περιβάλλον του σε εκείνα που είναι
εντεταλμένος, μέσα από τις γενετικές του οδηγίες, να διαμορφώσει.
Εφόσον η αλληλουχία του ανθρώπου
με το περιβάλλον του διεκπεραιώνεται απρόσκοπτα (χωρίς την παρεμβολή εξωτερικών
εντολών και αλλότριων σκοπιμοτήτων), τότε ο άνθρωπος διεκπεραιώνει ακέραια το
ρόλο του στο γίγνεσθαι και επιστρέφει στη φύση ό,τι πήρε από αυτή. Βέβαια
ο άνθρωπος δεν επιστρέφει ακριβώς το ίδιο που πήρε από τη φύση, αλλά
μετασχηματισμένο.
Ο μετασχηματισμός είναι βασική ιδιότητα του ανθρώπινου γίγνεσθαι
και εφόσον πραγματοποιείται σύμφωνα τους μορφο-ποιητικούς κανόνες του, τότε
εκπληρώνει τους όρους της ύπαρξής του μες στη φύση.
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ
Με την επιστροφή του ανθρώπινου
πλεονάσματος στη φύση, μετασχηματισμένου -μέσω της μορφοποιητικής διάθεσής του
-, ο άνθρωπος δεν αισθάνεται περιττός, ούτε χωρισμένος από τη φύση. Νιώθει
καλά, καθώς εντάσσεται πλήρως στην κυκλο-φορία του
γενικότερου πλεονάσματος της φύσης, το οποίο κινείται με μια θαυμαστή «κυκλικότητα»
στο γήινο οικοσύστημα.
Η πλήρης συμμετοχή μας στη
γενικότερη κυκλο-φορία του φυσικού πλεονάσματος, μάς θέτει στην τροχιά
του κύκλου και της ολοκλήρωσης: μας εφάπτει με
το όλον (που ο κύκλος σαν σχήμα συμβολίζει).
Το όραμα της επιστροφής στην κυκλικότητα
της φύσης και της ολοκλήρωσής μας εντός αυτής δεν είναι, βέβαια, καινούργιο
στον άνθρωπο και το έχει αφηγηθεί με διάφορους τρόπους.
Είναι δύσκολο να αποδοθεί αυτό το
όραμα πειστικά, στις μέρες μας, με τρόπο που να συμπεριλαμβάνει τη σύγχρονη εμπειρία
και να αποδίδει την ανθρώπινη δυναμική. Θα πρέπει, επίσης, να λάβει υπόψη τη
ταυτόχρονη τάση του ανθρώπου να εξελιχθεί διαφοροποιούμενος από το περιβάλλον
του και συνάμα να παραμείνει ενταγμένος σε αυτό.
Κάποιοι «αφηγητές» προκρίνουν τη
μια πλευρά και κάποιοι την άλλη, απλουστεύοντας τη συνθετότητα του ανθρώπου.
Αποτυγχάνουν, κατά συνέπεια, να αποδώσουν το μέτρο της δυναμικής ισορροπίας που
καλείται να ακολουθήσει ο άνθρωπος για την εξέλιξή του εν τω γίγνεσθαι.
Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Το μέτρο της δυναμικής ισορροπίας την οποία επιτάσσει το
γίγνεσθαι του ανθρώπου, με το να τον ωθεί στη διαφοροποίηση και να τον οδηγεί
κατόπιν στην επανένωσή του, δεν επιτρέπει απλουστεύσεις, ούτε
κομμουναλιστικού τύπου ούτε ατομικιστικού.
Στα κομμουναλιστικού τύπου αφηγήματα (σοσιαλιστικά και άλλα «χριστιανικά»*)
προκρίνεται το ενωτικό στοιχείο.
Στα ατομικιστικού τύπου αφηγήματα
(καπιταλιστικά και άλλα «δαρβινιστικά»**) προκρίνεται το διαφοροποιητικό.
-------------------------------------------
(*)Το
σοσιαλιστικό όραμα του κόσμου είναι εξέλιξη της χριστιανικής ομαδοποίησης, όπου
όλοι μαζί ενωμένοι και αγαπημένοι, σε μια κοινότητα ίσων ατόμων, με την ίδια
πίστη, χωρίς ατομικές διαφοροποιήσεις, θα έχουμε έναν παραδείσιο κόσμο.
(**)Ο
καπιταλισμός, από την άλλη, βασίζεται στη «δαρβινιστική» δικαιολόγηση της
ανταγωνιστικότητας, ως εξελικτικής αναγκαιότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένας
κόσμος άνισος και ανισόρροπος, καθώς τα άτομα ωθούνται στη διαφοροποίηση και
επιμένουν σε αυτήν, για να ξε-χωρίσουν από το σύνολο. Επιδεικνύουν τη διαφορά
τους με ό,τι πιο εμφανές, όπως τον υλικό πλούτο, τον οποίο ανταγωνίζονται να
αποκτήσουν, εξαντλώντας έτσι τα φυσικά αποθέματα.
--------------------------------------------
Η εξελικτική δυναμική μπορεί να
εμπεριέχει έντονες διαφοροποιήσεις, ακόμη και συγκρούσεις, οι οποίες όμως
ισορροπούν από την ανάγκη μας να ολοκληρωθούμε, εντασσόμενοι πλήρως στην
κυκλο-φορία της φύσης κι επιστρέφοντας σε αυτήν μετασχηματισμένο ό,τι έχουμε εισπράξει
από αυτήν.
Η δυναμική της επιστροφής (και της
επανένωσης) συγκρατεί την ανάγκη διαφοροποίησης (και του διαχωρισμού),
κρατώντας τις αντιθέσεις σε λογικά πλαίσια: σε πλαίσια που μπορεί να
λειτουργήσει η λογική του ανθρώπου και να λύσει τις αντιθέσεις, χωρίς βία.
Η ΒΙΑΣΥΝΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
Η βία, από ένα σημείο και μετά, αποδείχτηκε ασύμφορη για τον
άνθρωπο σαν τρόπος να λύνει τις διαφορές του. Η ανθρωπότητα έχει αντιληφθεί σε
μεγάλο βαθμό (ειδικά μετά τους πολέμους του 20ου αιώνα), τη
ματαιότητα και το ασύμφορο των βίαιων διακανονισμών,
ανεξάρτητα του όποιου κέρδους αποφέρουν σε κάποιους, σε σχέση με το κόστος σε
ανθρώπινες ζωές, καταστροφή και πόνο.
Μόνον όσοι δεν έχουν διδαχθεί από
την ιστορία επιμένουν στη χρήση της βίας σαν μέσο επίλυσης διαφορών, όπως,
επίσης, και όσοι δεν έχουν κανένα χρονικό ορίζοντα στη σκέψη τους και καμία
προοπτική στις πράξεις τους. Οι υπόλοιποι πρέπει να οργανωθούν και να τους
αφοπλίσουν. Εδώ καμιά φορά απαιτείται η αντι-βία.
Όταν δεχόμαστε επίθεση και
επιβολή δια της βίας καθεστώτων και σχέσεων εξουσιαστικών, μπορεί να μην
έχουμε άλλο τρόπο να αντιδράσουμε, από ένα σημείο και μετά, παρά με αντι-βία.
Αυτή δικαιολογείται μόνο εφόσον έχουν εξαντληθεί όλα τα μέσα ειρηνικής αντίδρασης, τα οποία στις σύγχρονες
δημοκρατίες του κράτους δικαίου είναι αρκετά.
Παραμένουν, βέβαια, πολλές εστίες
βίας και επιθετικής συμπεριφοράς αυταρχικών καθεστώτων και επεκτατικών κρατών
στον κόσμο, που δεν φαίνεται να εκλείπουν σύντομα. Για την ειρηνική
αντιμετώπισή τους απαιτείται η ενεργοποίηση διεθνών οργανισμών και οργανώσεων.
Παρόλα τα ειρηνικά μέσα που
διαθέτουμε, όμως, η αντι-βία είναι αναπόφευκτη όταν πια απειλείται η ζωή και η
ελευθερία των ανθρώπων από βια-στές που δεν ξέρουν άλλο τρόπο.
Πώς εισέρχεται όμως η βία στη
συμπεριφορά των ανθρώπων; Τα ζώα φέρονται βίαια μέσα στα πλαίσια της φύσης
τους, δεν ξεπερνούν τα όρια και οι ισορροπίες αποκαθίστανται στο γενικότερο
οικοσύστημα από το οποίο εξαρτώνται άμεσα. Ο άνθρωπος όμως πάει ένα βήμα
παραπέρα. Παραβιάζει τις ισορροπίες και επιτίθεται πέρα από τα πλαίσια της
δικής του φύσης, που τον έχει προικίσει με νόηση και λόγο, ώστε να βρίσκει άλλα
μέσα από τη βία. Η βία του είναι αφύσικη και αταίριαστη για έλλογο ον, το οποίο
έχει κατακτήσει τα μέσα και την ιστορική εμπειρία να φέρεται διαφορετικά. Γιατί
το κάνει;
Η βασική αιτία της βίας ανάμεσα
στους ανθρώπους είναι η εκτός χρόνου ετσιθελική απαίτηση των βια-στών να
αποσπάσουν επιτόπου τη συγκατάθεση των άλλων στη δική τους εγωιστική
«ολοκλήρωση», με την αναγκαστική συμμετοχή τους σε αυτήν.
Η βια-σύνη τους να
ολοκληρωθούν τούς κάνει ολοκληρωτικούς, καθώς η κατάργηση του χρόνου,
οδηγεί στην κατάργηση των άλλων, στους οποίους επιτίθενται για να τους
αποσπάσουν ό,τι λείπει σε αυτούς, αντί
να προσπαθήσουν για αυτό και, πιθανόν, να έχουν τη συγκατάθεσή τους.
Εδώ η βία και η βια-σύνη
συνωνυμούν και συνεργούν στην κατάλυση του μέτρου του χρόνου και της δυναμικής
ισορροπίας του ανθρώπινου γίγνεσθαι, παραβιάζοντας τους ρυθμούς του συμπαντικού
γίγνεσθαι.
Ο ρυθμός και το μέτρο που
επιβάλλουν οι κανόνες του
γίγνεσθαι δεν βρίσκονται στη διακριτική ευχέρεια του ανθρώπου να τους κάνει
ό,τι θέλει. Η παραβίασή τους έχει επιπτώσεις, που κάθε λογικός άνθρωπος δεν
αργεί να αντιληφθεί. Μπορεί το ανθρώπινο ον να έχει προικισθεί με εξαιρετικές
ικανότητες και ελευθερία επιλογών, που του δίνουν δύναμη και δυνατότητα
παράβασης των κανόνων, όμως, διαθέτει ταυτόχρονα νου και λογικό, που του
υποδεικνύουν το μέτρο των πράξεών του.
Η ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Η σύνθεση της βούλησης και της λογικής από τη ψυχή (ως πνεύμα ενότητας,
που συντονίζει τα επιμέρους συστατικά του ανθρώπου στον παλμό της ζωής,
δίνοντάς του ρυθμό με τον τόνο της), είναι αυτή που μπορεί να κρατήσει τον
άνθρωπο στην τροχιά της ολοκλήρωσής του, αποτρέποντάς τον από ό,τι τον
εκτροχιάζει.
Γι’
αυτό είναι σημαντική η αρχή του να-νιώθεις-καλά, γιατί έτσι δίνεις πρώτο λόγο
στη ψυχή.
Αρκεί η ψυχή να εισακούεται, η
βούληση να είναι ελεύθερη και η λογική να λειτουργεί απερίσπαστα, για να
βρίσκονται εκείνες οι δημιουργικές συνθέσεις ανάμεσά τους που θα μας κάνουν να
νιώθουμε καλά, χωρίς να κάνουμε κακό.
Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ
Η βούληση είναι η ζωτική δύναμη του ατόμου, η ενέργεια που
παράγεται από το βιοχημικό «εργαστήριο» του οργανισμού του και η οποία το κινεί
προς γόνιμες συναντήσεις με το περίσσευμά της ενέργειάς του: αυτό που
περισσεύει από την αυτοσυντήρησή του.
Το περίσσευμα της βούλησης παίρνει τη μορφή των επιθυμιών.
Οι επιθυμίες μορφοποιούν το ενεργειακό πλεόνασμα του ατόμου,
δείχνοντάς του με τις μορφές που παίρνουν, την κατεύθυνση προς την οποίαν να
διαθέσει το πλεόνασμά του για να συναντήσει αυτό που θέλει, και να παράγει,
μέσω της γόνιμης συνάντησης, αυτό που τον εκφράζει. Οι επιθυμίες δείχνουν στο
άτομο ποιο δρόμο να ακολουθήσει για την προσωπική του εκπλήρωση -την ολοκλήρωσή
του ως πρόσωπο, αρκεί να είναι
πηγαίες και ακολουθήσει τη σειρά με την οποία διαδέχονται η μία την άλλη.
Η ακολουθία των επιθυμιών μας οδηγεί προς την ολοκλήρωσή μας,
αρκεί να παρακολουθήσουμε την αλληλουχία τους και να προκρίνουμε κάθε φορά
αυτήν που μας αφορά περισσότερο και θέλουμε πιο πολύ από όλες. Ακολουθώντας
τη μέγιστη των επιθυμιών μας,
μεγιστοποιούμαστε σύμφωνα με την εξελικτική ακολουθία που μας έχει εμφυσήσει το
γίγνεσθαι, για να ολοκληρωθούμε εν τω Είναι.
Η μεγιστο-ποιητική εξελικτική του ανθρώπου τον οδηγεί διαρκώς
στην εξερεύνηση των ορίων του, καθώς αυτός αναζητεί την ολοκλήρωση του
προ-ορισμού του. Εφόσον τα όρια του ανθρώπου, ως έλλογου και πνευματικού όντος
(πέραν του σωματικού) ξεπερνούν αυτά του άμεσου φυσικού του περιβάλλοντος (και
της σωματικής συνάρτησής του), αναζητώντας την πλήρη εννόηση του κόσμου και τη
πνευματική του ολοκλήρωση (όχι μόνο τη σαρκική), ανάλογα και οι επιθυμίες του
κλιμακώνονται από τις εντελώς στοιχειώδεις, μέχρι τις πλέον αφηρημένες,
φτάνοντας να γίνουν μια ευχή, κοινή σε κάθε άνθρωπο: την ευχή
της ταύτισής του με το Όλον.
Ο χαρακτηρισμός των επιθυμιών από
διάφορους «ηθικολόγους» ως κατώτερων βουλητικών μορφών, που ασχολούνται μόνο με
ικανοποιήσεις του εγώ, αρνούμενες να συνεργαστούν σε συλλογικά οράματα, συνάδει
με την καχυποψία τους έναντι του ατόμου. Εξορίζοντας την ατομική επιθυμία από
τη συλλογική δράση, στερούν από το συλλογικό την ελευθερία, αφού αποκλείουν από
το άτομο τη δυνατότητα να επιλέξει τη συλλογικότητα ελεύθερα, επειδή απλά τη
θέλει, κινούμενο αυτοβούλως (από εσωτερική διάθεση) και όχι επειδή πρέπει
(υπακούοντας σε εξωτερικές εντολές).
Το "πρέπει" χωρίς το "θέλω" δεν μπορεί να
οδηγήσει σε γόνιμες ενώσεις, το
"εμείς" χωρίς το "εγώ" δεν παράγει εξελικτικές μορφές που
να μας προάγουν εν τω γίγνεσθαι. Μόνο οι συνθέσεις που διαμορφώνονται ελεύθερα,
που ευφορούνται από τη ψυχή μας και μας αφορούν προσωπικά (όσους συμμετέχουμε
σε αυτές), είναι οργανικές
συνθέσεις και μπορούν να γεννήσουν κάτι ζωτικό για εμάς.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ
Οι οργανικές
συνθέσεις και τα γεννήματά τους είναι αυτά που συνέχουν τα άτομα με το
όλον, δίνοντάς τους την αίσθηση της συνέχειας, ακόμη και μετά τον θάνατό τους.
Αυτό θέλει περισσότερο το άτομο, επί της ουσίας.
Η ουσιαστική έφεση των ατόμων προς τη σύνθεση διαφεύγει
από πολλούς που δρουν σήμερα σε καθοριστικούς τομείς της κοινωνίας - όπως, του
πολιτισμού και της πολιτικής -, οι οποίοι αρέσκονται στην «αποδόμηση» της
υπάρχουσας κοινωνικής συνθήκης, χωρίς να δίνουν προοπτική σύνθεσης μιας άλλης.
Αυτή η αναλυτική εμμονή τους εμπνέεται από παρελθόντα κινήματα κοινωνικής
κριτικής, πρωτοποριακά για την εποχή τους, αλλά ξεπερασμένα πλέον. Παρόλο που
είναι ξεπερασμένα εκ των πραγμάτων, συνεχίζουν να θεωρούνται πρωτοποριακά έργα
και ιδέες επιμένουν να δείχνουν τα κακά της κοινωνίας, αφήνοντας, προφανώς, τα
καλά για τον απλοϊκό θετικισμό της εύπεπτης κουλτούρας. Έτσι, ο «απλός κόσμος»
γίνεται έρμαιο του ευτελούς, αφού οι «πρωτοπόροι» αδυνατούν να αντιληφθούν τη
στοιχειώδη ανάγκη σύνθεσης που αναζητούν τα άτομα.
Η καθ’ έξιν αρνητικότητα αυτής της
«πρωτοπορίας» κυριαρχεί σε όλες τις εκδηλώσεις της, θεωρητικές, καλλιτεχνικές
και πολιτικές, όπου αυτό που προβάλλεται είναι κατ’ εξοχήν η επώδυνη πλευρά του
κόσμου, σε σημείο μαζοχισμού.
------------------------------
Αυτό
εξηγεί γιατί η λεγόμενη «αριστερά» - ένας πάλαι ποτέ προοδευτικός χώρος-
δείχνει, πλέον, εκτός τόπου και χρόνου, παγιδευμένη σε εμμονές του παρελθόντος
έτσι που να καταντά συντηρητική. Εγκλωβισμένη στον καταγγελτικό λόγο, η
«αριστερά» αδυνατεί να συλλάβει τη σύγχρονη πραγματικότητα, αφήνοντας τη
«δεξιά» να διατείνεται ότι κατέχει τη μόνη πραγματιστική πολιτική (την οποία
ακολουθούν και οι «αριστεροί», όταν καλούνται να κυβερνήσουν).
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Τα κοινωνικά κινήματα που
φιλοδοξούν να παίξουν πραγματικά μετασχηματιστικό ρόλο, θα έπρεπε να ξεκινούν
πρώτα από τα ίδια τα άτομα που τα απαρτίζουν και από τη δική τους ανάγκη για
προσωπική αλλαγή. Μόνο βασισμένη
πάνω στην ατομική επιθυμία είναι βάσιμη η επιθυμία αλλαγής του κόσμου.
Θέλω να αλλάξω τον κόσμο, μέσα από
τη δική μου επιθυμία να ζήσω όπως μ αρέσει, ώστε να νιώθω καλά. Η αρχή τού
να-νιώθω-καλά με ωθεί να καταπιαστώ με ζητήματα γενικότερα, καθώς εξαρτώμαι από
το περιβάλλον και τις γενικότερες συνθήκες.
Η επιθυμία να ζήσω καλάμε ωθεί,
αργά ή γρήγορα, να ασχοληθώ με το
γενικό, από το οποίο εξαρτώμαι ολοένα και πιο πολύ, καθώς η αλληλουχία των
ατομικών μου επιθυμιών κλιμακώνεται, τείνοντας να γίνει η μια ευχή, που αφορά
όλους. Από τη στιγμή που μια επιθυμία εκφραστεί και εξωτερικευτεί η
πραγματοποίησή της εξαρτάται από την ανταπόκριση που θα έχει. Όσο οι επιθυμίες
μας προχωρούν, τόσο βάζουν ανώτερους στόχους, μέχρι που φτάνουν να αναμετρηθούν
με κοινωνικές δομές, οι αντιστάσεις των οποίων εμποδίζουν πεισματικά την
περαιτέρω κλιμάκωσή της επιθυμίας μέχρι του βαθμού της ευχής.
------------------------------------------------
Οι αντιστάσεις του γύρω μας κόσμου,
είτε του φυσικού περιβάλλοντός μας, είτε του ανθρώπινου, είναι δεδομένες.
Ξεκινούν από την εγγενή αντίσταση της ύλης στον μετασχηματισμό της. Εφόσον, η
προσέγγιση του γύρω μας κόσμου είναι ειλικρινής και σύμφωνη με τις φυσικές
τάσεις μας - όπως εκφράζονται μέσα από τις επιθυμίες μας - τότε, οι αντιστάσεις
του κάμπτονται με το χρόνο και τη συστηματική προσπάθεια της μορφοποιητικής
δυναμικής μας. Αρκεί, βέβαια, αυτό που ζητείται από το περιβάλλον μας να
εμπίπτει στις δυνατότητές του, να είναι ανάλογό του και όχι δυσανάλογο.
-------------------------------------------------
Επαφίεται στη δική μας πρωτοβουλία
και ατομική προσπάθεια η κάμψη των εξωτερικών αντιστάσεων και η διαμόρφωση του
γύρω μας κόσμου σε γόνιμο περιβάλλον, πρόσφορο στη μορφο-ποιητική μας δυναμική.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά, χωρίς τον σταδιακό μετασχηματισμό των
κοινωνιών μας σε κοινότητες που να ενθαρρύνουν την ειλικρινή έκφραση των
ατομικών επιθυμιών μας (αντί να την αποθαρρύνουν, καλλιεργώντας το φόβο και τη
δειλία στα άτομα).
Η πρωτοβουλία της δράσης ανήκει στον καθένα προσωπικά και δεν εκχωρείται, ούτε μεταβιβάζεται. Αν εγώ
δεν κάνω τίποτε, περιμένοντας από τους άλλους να κάνουν, τότε τίποτε δεν θα
συμβεί που να με αντιπροσωπεύει.
Μόνο η δράση «επί προσωπικού»
είναι βάσιμη. Πάνω σε αυτή μπορούν να χτιστούν οι αντιπροσωπευτικές
συλλογικότητες που χρειάζονται για τον μετασχηματισμό των κοινωνιών
μας.
-------------------------------------------
Οι
κοινωνικές δομές απαρτίζονται από πολλούς και μόνο από πολλούς μπορούν να
αλλάξουν. Το άτομο είναι ανίσχυρο από μόνο του να επιφέρει αλλαγές σε ευρύτερες
συνθήκες, από τις οποίες εξαρτάται το γενικό καλό, όπως και το δικό του. Έτσι,
το ατομικό συναντά μαθηματικά το συλλογικό, καθώς το άτομο κινείται
μεγιστο-ποιητικά.
-------------------------------------------
Η φυσιολογική κίνηση του ατόμου
από μέσα προς τα έξω, από το εγώ στο εμείς, από το ατομικό στο συλλογικό
αναστέλλεται από τον φόβο, όταν
το κοινωνικό περιβάλλον είναι εχθρικό σε ατομικές πρωτοβουλίες που αμφισβητούν
την κατεστημένη τάξη του.
Ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί ο περιβάλλον
φόβος και να υπερνικηθεί η κοινωνική αδράνεια είναι η αυτοκινούμενη γενναιότητα του ατόμου, που
πηγάζει από το πλεόνασμά του.
Το ενεργειακό πλεόνασμα που διαθέτει κάθε άτομο, μπορεί να
ενεργοποιήσει το κοινωνικό γίγνεσθαι, αρκεί το άτομο να μη φοβηθεί και να το διαθέσει γενναία,
τολμώντας την ειλικρινή έκφρασή του, παρά τον όποιο κίνδυνο. Αυτή ακριβώς η
ε-αυτο-κίνηση είναι ο σπινθήρας που ενεργοποιεί την κοινωνική εξέλιξη. Από εκεί
και πέρα, οι συμμαχίες που διαμορφώνονται ανάμεσα στα άτομα και οι
συλλογικότητες που αναπτύσσονται, κρίνουν το αποτέλεσμα.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης,
όπως η σημερινή, που μας κάνει όλους αλληλένδετους, υπάρχει η ανάγκη για μια
νέα συλλογικότητα, που να μας περιλαμβάνει όλους, πέρα από εθνικά και
γεωγραφικά σύνορα. Αυτή η νέα συλλογικότητα, για να είναι βάσιμη και
ουσιαστική, δεν μπορεί παρά να στηριχθεί στη βασική κοινωνική μονάδα, το άτομο,
και να συνταχθεί πάνω σε κάποιες απλές, ουσιώδεις και γενικές αρχές, που να
περιλαμβάνουν τους πάντες και να τους αφορούν όλους προσωπικά.
Τη στιγμή που τα πράγματα φαίνεται
να γίνονται όλο και πιο περίπλοκα, αναδεικνύεται η εξαιρετική σημασία του απλού
και της απλο-ποίησης που χρειάζεται η διαμόρφωση των νέων συνθέσεων που
απαιτούν οι καταστάσεις.
Εφόσον βάλουμε το άτομο στο κέντρο
της προβληματικής μας, επανατοποθετώντας το στα βασικά του και ουσιώδη
ζητούμενα, προκύπτουν οι στόχοι και οι άξονες της πολιτικής πρότασης που
απαιτείται.
Αυτή η πρόταση μπορεί, πολύ απλά,
να στηριχθεί σε δύο βασικές δέσμες μέτρων, που η μια να αφορά τα μέτρα ενθάρρυνσης της ειλικρινούς
έκφρασης του ατόμου -θεμελιώδους σημασίας για την εξέλιξη - και η άλλη τα μέτρα περιορισμού του φόβου και
των μηχανισμών που τον καλλιεργούν.
Εξειδικεύοντας τη γενικότητα αυτής
της πολιτικής πρότασης, μπορούμε να διαπραγματευθούμε επιμέρους θέματα σε μια
νέα βάση.
--------------------------------------------
Το
θέμα της ισότητας, για παράδειγμα (κεντρικό θέμα της «αριστεράς») παίζει ρόλο
στην ενθάρρυνση του ατόμου (ίσες ευκαιρίες), ενώ, αντίθετα, η ανισότητα μπορεί
να το αποθαρρύνει. Στα μέτρα περιορισμού του φόβου, λοιπόν, θα πρέπει να
συμπεριλαμβάνονται και μέτρα περιορισμού την ανισότητας.
Από
την άλλη, το θέμα της ελευθερίας (κεντρικό θέμα της φιλελεύθερης «δεξιάς»),
ιδωμένο ως ειλικρινή έκφραση θα πρέπει να πριμοδοτείται, ενώ, ως ανεξέλεγκτη
επιθετικότητα θα πρέπει να περιορίζεται.
Η συντηρητική «δεξιά», επίσης, που βασίζεται στο φόβο, για να υπερασπιστεί τα
παραδοσιακά οχυρά της, θα αναγκαστεί να παραδώσει τα κλειδιά τους, όταν ο φόβος
μειωθεί.
Επιπλέον, η διεύρυνση και η εμβάθυνση της δημοκρατίας, με την ολοένα μεγαλύτερη
συμμετοχή του – ενθαρρυμένου - ατόμου στο κοινωνικό γίγνεσθαι, μπορεί να
εντάξει στη δυναμική της τα περιθωριακά στοιχεία που κινούνται στις παρυφές της
άκρας δεξιάς ή αριστεράς, (χωρίς να αγνοεί, όμως, τον κίνδυνό τους).
Όσον αφορά το οικολογικό κίνημα, μπορεί να εμπλουτιστεί, έτσι, με ένα κεντρικό
πολιτικό στοιχείο, αυτό του ατόμου/πολίτη, που του έλειπε, εμποδίζοντάς το να
παίξει κεντρικό πολιτικό ρόλο και περιορίζοντάς το σε θέματα σχέσεων με το φυσικό
περιβάλλον.
-------------------------------------
Η γενικότητα, λοιπόν, μιας τέτοιας
της πρότασης, όσο απλή και αν είναι, μπορεί να διαπραγματευτεί μια σειρά
ζητημάτων του σύγχρονου ανθρώπου και να τα λύσει σε μια νέα, αποτελεσματικότερη
βάση, ακριβώς επειδή είναι απλή.
----------------------------------------
Υ.Γ.
ΟΙ παγκόσμιες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ο άνθρωπος μέσα σε αυτόν τον
αιώνα - κλιματική αλλαγή, υπερπληθυσμός, πανδημίες, μεταναστεύσεις, κλπ. -
έχουν τέτοιο μέγεθος που πιθανόν να ακούγονται «ψιλά γράμματα» αυτά που
γράφονται εδώ. Δεν αποκλείεται να έχουμε ένα πισωγύρισμα της ιστορίας σε
καταστάσεις που το άτομο θα αναγκαστεί να ομαδοποιηθεί, για να επιβιώσει. Αυτό
δεν καθιστά άκυρο το αίτημα της ατομικής εκπλήρωσης, όπως παρουσιάζεται εδώ,
όσο πιο απλά γίνεται. Μπορεί να φαίνεται άκαιρο σε τέτοιες συνθήκες, αλλά δεν
είναι άκυρο. Είναι πάντα ενεργό κι έτοιμο να ενεργοποιηθεί όταν οι συνθήκες το
επιτρέψουν, σαν σπόρος που θα φυτρώσει την άνοιξη. Αρκεί η «άνοιξη» να έρθει
και να μη βυθιστεί η ανθρωπότητα για πάντα κάτω από τα απόνερα της ανισόρροπης
ανάπτυξής της.
ΑΠΩΤΑΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ - ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟ ΑΦΑΤΟ
Στο Όσο
πιο απλά γίνεται εξέθεσα συνοπτικά τις
σκέψεις μου για το γίγνεσθαι του ανθρώπου, θέλοντας να αποδώσω έναν οδηγό
πλοήγησής του μέσα στη ρευστότητα του κόσμου και στην σύγχρονη πολυπλοκότητα.
Εκεί πρότεινα ως άξονα κάποιες απλές και βασικές αρχές, όπως την αρχή του να
νιώθουμε καλά [the feeling-good principle].
Αργότερα,
συνέλαβα τη σημασία της σιωπής ως ύστατη κατάληξη όσων λέμε. Ερχόμαστε και
φεύγουμε από τη ζωή, προσπαθώντας για το καλύτερο, αλλά τελικά δεν έχουμε ιδέα
τι είναι όλο αυτό που λέμε ζωή και πού μας πάει, αν μας πάει οπουδήποτε. Είναι
σαν να παίζουμε σε ένα έργο που αγνοούμε την υπόθεσή του και την οποία δεν
πρόκειται ποτέ να μάθουμε.
Αυτό
με ώθησε σε μια άλλη κατηγορία εννόησης του κόσμου, που δεν αφορούσε το καθ’
ημάς γίγνεσθαι - για το οποίο μπορούμε να πούμε κάτι -, αλλά διαλογιζόταν περί
του «είναι» όλου του κόσμου - για το οποίο μόνο ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις
μπορούμε να κάνουμε.
Η
σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τρόπους εννόησης – τον υποθετικό περί του
Είναι και τον θετικό περί του Γίγνεσθαι – εξετάζεται στο παρακάτω κείμενο, το
οποίο καταλήγει στη σιωπή, προτείνοντας τη διάνοιξή μας σε αυτή.
ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΔΥΟ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
ΕΝΝΟΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Το Είναι και το Γίγνεσθαι, ορισμοί
Λέγοντας Γίγνεσθαι εννοούμε την αλληλουχία των μορφών που γεννούνται
και πεθαίνουν στο σύμπαν, διαδεχόμενες η μία την άλλη, καθώς αυτό αλλάζει.
Δεν ξέρουμε προς ποια κατεύθυνση
εξελίσσεται το σύμπαν, ούτε αν υπήρχε ένα σημείο μηδέν από το οποίο ξεκίνησε
για να καταλήξει κάπου ή αν επαναλαμβάνεται κλπ. Το σίγουρο είναι ότι το σύμπαν
στο οποίο ζούμε αλλάζει, γεννώντας μια σειρά από μορφές. Η όλη κοσμική
διαδικασία καλείται Γίγνεσθαι, με κεφαλαίο αρχικό, για να διαφοροποιείται από
το επιμέρους γίγνεσθαι των πραγμάτων κατά τόπους.
Εφόσον το γίγνεσθαι σημαίνει
μεταβολή, τι είναι αυτό που μεταβάλλεται; Πρέπει να υπάρχει κάτι αμετάβλητο για
να συμβαίνει η οποιαδήποτε μεταβολή. Δεν μπορεί να αλλάξει κάτι, αν δεν υπάρχει
ως κάτι τι. Πρέπει να είναι, για να γίνει. Το «είναι» αυτού του αμετάβλητου
κάτι, από το οποίο γεννούνται όλα τα επιμέρους κάτι-τι μέσω του γίγνεσθαι, το
ονομάζουμε Είναι, με κεφαλαίο
αρχικό.
Οι λέξεις του Όλου
Γράφουμε το Είναι με κεφαλαίο, για
να το διαφοροποιήσουμε από τα επιμέρους είναι των πραγμάτων, καθώς αυτό είναι το είναι όλων αυτών. Ως είναι
του κάθε είναι, διπλασιάζει το αρχικό του γράμμα σε κεφαλαίο. Κεφαλαιοποιεί,
δηλαδή, όλα αυτά που είναι κάτι-τι στο Είναι όλων αυτών.
Ανάλογη κεφαλαιοποίηση συμβαίνει
με τις λέξεις που ανάγουν επιμέρους ιδιότητες στο όλον τους. Έτσι, λέμε «Ον»
αντί «ον», όπου το Ον με κεφαλαίο σημαίνει το ον όλων των όντων, την
Οντότητα κάθε οντότητας, την Ουσία κάθε επιμέρους ουσίας, κλπ.
Όσο οι λέξεις γενικεύονται τόσο
πιο αφηρημένες γίνονται, για να συμπεριλάβουν γενικά χαρακτηριστικά των
ιδιοτήτων στις οποίες αναφέρονται. Καθώς γενικεύονται, αφαιρούν σταδιακά τις
διαφορές των επιμέρους ιδιοτήτων, για να ονομάσουν την ομοιότητά τους. Στο
τέλος, αρχίζουν να χάνουν και τις μεταξύ τους διαφορές, έτσι που φτάνουν να
ταυτίζονται.
Οι λέξεις Είναι και Όν αναφέρονται
στην ίδια καθολική ολότητα, όπως και οι λέξεις Κόσμος, Άπαν, Όλον, κλπ. Απλά,
το Είναι κεφαλαιοποιεί/ολοκληρώνει όλα τα επιμέρους είναι, το Ον όλα τα όντα, ο
Κόσμος όλους τους κόσμους, το Άπαν όλα τα άπαντα, το Όλον όλα τα όλα, κλπ.
Μιλάνε, στην ουσία, για το ίδιο πράγμα, καθώς αναφέρονται στην απώτατη
καθολικότητα όλων.
Το πρόβλημα της ονομασίας
Γιατί χρησιμοποιούμε διαφορετικές
«κεφαλαιώδεις» λέξεις αφού σημαίνουν το ίδιο; Γιατί δεν χρησιμοποιούμε μια μόνο
λέξη για την απώτατη καθολικότητα; Επειδή δεν υπάρχει λέξη που να μπορεί να
συμπεριλάβει όλες τις λέξεις και τον εαυτό της μαζί. Θα έπρεπε να αναφέρεται στην
έννοια όλων των εννοιών η οποία ταυτόχρονα να περιέχει και τον εαυτό της, ως
απόλυτα καθολική. Αυτό θα απαιτούσε να βγούμε έξω από τη δυνατότητα της
εννοιο-λόγησής μας, να υπερβούμε τη γλώσσα και τον εαυτό μας, να αναχθούμε πέραν του λόγου του λόγου μας,
δηλαδή του Λόγου, και να συλλάβουμε την έννοια του Λ-Λόγου (με διπλό λάμδα
κεφαλαίο, ως Λόγο του Λόγου). Αυτή η αναγωγή είναι εννοιολογικά αδύνατη. Κατά
συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει λέξη που να ανταποκρίνεται σε κάτι ασύλληπτο.
Θα έπρεπε να είναι μια λέξη έξω από τη γλώσσα, άρα ανύπαρχτη.
Το πρόβλημα της ονομασίας του Όλου
(ή του Είναι ή του Όντος, κλπ.) οφείλεται στην εγγενή αδυναμία του
ανθρώπου να ορίσει αυτό που τον ορίζει. Επειδή αδυνατούμε να ορίσουμε τη
καθολικότητα, χρησιμοποιούμε διάφορες λέξεις κατά προσέγγιση. Οι λέξεις
αυτές άγουν τη νόησή μας στην καθολικότητα με την αναγωγή που κάνουν στις
ιδιότητες που αναφέρονται, ανάγοντάς τες στο όλον τους. Εξαρτάται από το τι
θέλουμε να πούμε και να κεφαλαιοποιήσουμε, κάθε φορά. Έτσι, αν θέλουμε να
κεφαλαιοποιήσουμε τα όντα λέμε το Ον ή για τα «είναι» λέμε το Είναι.
Η απόπειρα για μια και μόνη λέξη
που να ονομάζει το Όλον καθολικά είναι καταδικασμένη να αποτύχει, όπως και η
προσπάθεια του ανθρώπου να οικειοποιηθεί μια και καλά την απόλυτη καθολικότητα,
όπως έκανε με τις μονοθεϊστικές θρησκείες.
Θεός ή «Αυτό»;
Οι μονοθεϊστικές θρησκείες
συγκέντρωσαν τις ονομασίες της καθολικότητας στη λέξη Θεός (ή Αλάχ, ή Γιαχβέ,
κλπ.), αλλά μας είναι δύσκολο να την υιοθετήσουμε χωρίς να πάρουμε μαζί και τη
συναφή θεολογία τους. Έτσι, η λέξη Θεός δεν είναι ουδέτερη όπως θα απαιτούσε
μια λέξη της καθολικότητας.
{Επιπλέον, η λέξη Θεός στα
Ελληνικά είναι αρσενικού γένους – παραπέμποντας σε πατριαρχικές κοινωνίες –
άρα, δεν είναι ουδέτερη ούτε ως προς το γένος της, ούτε ως προς την ιστορία.}
Αν έπρεπε να υιοθετήσουμε μια
μοναδική λέξη για λόγους συνεννόησης, αυτή θα όφειλε να είναι εντελώς αφηρημένη
(χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο) και παντελώς ουδέτερη (χωρίς ιστορικούς και
θρησκευτικούς προσδιορισμούς). Τέτοια λέξη αφενός δεν υπάρχει, αλλά και να τη
βρίσκαμε, θα έχανε τα παραπάνω χαρακτηριστικά με το που θα τη χρησιμοποιούσαμε.
Αποδεχόμενοι την αδυναμία της
γλώσσας να ανταποκριθεί σε αυτό το ζήτημα και λειτουργώντας μέσα στη σύμβασή
της, θα μπορούσαμε να επινοήσουμε μια λέξη που να μη σημαίνει τίποτε,
συμφωνώντας ότι με αυτή αναφερόμαστε σε «αυτό» για το οποίο δεν μπορούμε
να πούμε κουβέντα.
Προς το παρόν, εισηγούμαι την ίδια τη λέξη «Αυτό», ως
μια λέξη που είναι ουδέτερη και δεν λέει τίποτα από μόνη της, πέρα από το να
υποδεικνύει κάτι αόριστα, χωρίς να λέει τι. Είναι ουδέτερη από περιεχόμενο,
γένος και ιστορία. Είναι γενική, αφού κάθε τι μπορεί να υποδειχθεί σαν «αυτό»,
και επιπλέον, φέρει κατάλληλες συνδηλώσεις. Αναδεικνύει την ερωτηματική φύση
του λογικού μας, διότι όταν την εκφέρουμε μόνη της και λέμε «Αυτό», προκαλεί
αυθόρμητα την ερώτηση «ποιο αυτό;». Υποδεικνύει προσανατολισμό, αφού λέγοντας
«Αυτό», είναι σαν να δείχνουμε προς τα κάπου και να λέμε «δες, αυτό
είναι». Επίσης, μας δίνει τη διαβεβαίωση
που χρειαζόμαστε, όταν τη λέμε κατηγορηματικά σαν «Αυτό!», υπογραμμίζοντας ότι
«Αυτό είναι και τίποτε άλλο», «Αυτό» το μόνο στο οποίο μπορούμε και πρέπει να
βασιστούμε.
Από εδώ και πέρα, θα αναφέρομαι σε
“Αυτό” ως μια συμβατική
έκφραση που συμπεριλαμβάνει όλες τις κεφαλαιώδεις λέξεις - και το Είναι και το
Γίγνεσθαι - στο Εν όλων αυτών.
Το Είναι ως ρήμα του Απόλυτου
Το «είναι» ως λέξη ανήκει στα
ρήματα, αν και δεν υποδηλώνει κάποια ενέργεια ή κίνηση, αλλά στάση (υπόσταση).
Τα ρήματα, γενικά, δηλώνουν κάποιο ενέργημα. Μιλάνε για το πώς γίνονται τα
πράγματα. Το «είναι», όμως, δεν μιλάει για κάτι που γίνεται, αλλά για αυτό που
έχει γίνει και υπάρχει ως κάτι-τι. Ονομάζει τις διαμορφώσεις του γίγνεσθαι, τις
σταθεροποιήσεις του σε συγκεκριμένες μορφές.
Το γίγνεσθαι εκφράζεται στη γλώσσα
με τις ρηματικές προτάσεις, όπου η ενέργεια ρέει {ρήμα – ροή} ανάμεσα στα μέρη
του λόγου - και του κόσμου. Όταν η ενέργεια συνδέει τα μέρη «συνουσιαστικά»,
προκύπτουν τα ουσιαστικά. Αυτά ονομάζονται με τις κατηγορηματικές προτάσεις,
όπου το ρήμα «είναι» αποδίδει στα ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά της μορφής
τους.
Το «είναι» αποτελεί το απώτατο
όλων των ρημάτων, εκεί που καταλήγουν όλα στο τέλος των ενεργειών τους και
ουσιαστικοποιούνται. Αποτελεί, τρόπον τινά, το απόλυτό τους. Αυτός είναι ο
λόγος που προκρίνουμε τη λέξη «είναι» στη συζήτησή μας για το γίγνεσθαι, καθώς
το Είναι κεφαλαιοποιεί το Γίγνεσθαι, ολοκληρώνοντας τα ρήματα που το εκφράζουν
στον απόλυτο βαθμό.
Σχέση με τα πράγματα, το χώρο και το χρόνο
Το Είναι ως λέξη αναφέρεται σε μια
έννοια καθολική που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί (αν όχι αδύνατον), όπως όλες
οι έννοιες του Όλου). Δεν αναφέρεται σε κάτι τις. Το Είναι δεν είναι κάτι.
Είναι όλα αυτά που είναι. Είναι το είναι του είναι (και για αυτό διπλασιάζει το
αρχικό του γράμμα σε κεφαλαίο έψιλον).
Ενώ το Είναι «κεφαλαιοποιεί» όλα
που είναι κάτι τι, δεν συμβαίνει το ίδιο με αυτά. Αυτά είναι μέρος, όχι όλον
για να κεφαλαιοποιήσουν τις λέξεις που τα ονομάζουν. Οι επιμέρους οντότητες
(καθώς και οι έννοιες που αναφέρονται στις σχέσεις τους) είναι πεπερασμένες.
Συμβαίνουν μέσα στο χώρο στο χρόνο, κι έχουν περιορισμένη ισχύ και υπόσταση. Το
Είναι δεν είναι πεπερασμένο, δεν μετριέται ποσοτικά και δεν καταμερίζεται
χρονικά. Καθώς περιλαμβάνει τα πάντα, είναι αμέτρητο και άχρονο, με την έννοια
ότι είναι ο ίδιος ο Χρόνος και ο ίδιος ο Χώρος. Δεν περικλείεται σε
διαστάσεις, αλλά ταυτίζεται με αυτές.
Από την άλλη, το Είναι δεν μπορεί
να εννοηθεί έξω και πάνω από τα πράγματα. Ούτε προηγείται του γίγνεσθαί τους,
αλλά νοηματοδοτείται μέσω αυτού. Αν θεωρηθεί εκτός του γίγνεσθαι, χωρίς τις
μορφές που αυτό γεννά, θα σημαίνει το μηδέν, το μη-Είναι. Για να Είναι σημαίνει
ότι ταυτίζεται με τα πράγματα και τις μορφές που παίρνουν εν τω γίγνεσθαι.
Οι μορφές εμφανίζονται στο χώρο
και εξελίσσονται στο χρόνο, δημιουργώντας ταυτόχρονα το χώρο και το χρόνο, αφού
αυτό που καταλαμβάνουν απαρτίζει το χώρο και η τροποποίησή τους νοηματοδοτεί το
χρόνο. Ο χρόνος υπάρχει επειδή τα πράγματα αλλάζουν και ο χώρος επειδή
υπάρχουν.
Τοιουτοτρόπως, τα επιμέρους
πράγματα και το Όλον τους είναι αλληλένδετα, αν και διαφορετικά. Τα
πράγματα έχουν περιορισμένη παρουσία στο χώρο και διάρκεια στο χρόνο, ενώ το
Όλον τους είναι ο χώρος
και ο χρόνος.
Το Όλον των πραγμάτων - ή «Αυτό», όπως θα λέμε συμβατικά - αποτελείται τόσο από το Είναι (από το οποίο υφίστανται) όσο και από το
Γίγνεσθαι (από το οποίο γίνονται).
Σχέση μεταξύ τους και με Αυτό
Το Είναι και το Γίγνεσθαι
είναι όψεις του Όλου, όπως όλες οι κεφαλαιώδεις λέξεις και έννοιες Αυτού. Η κάθε μία από αυτές φωτίζει και
μια πλευρά, χωρίς όμως να διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους.
Το Γίγνεσθαι δεν είναι διαφορετικό
από το Είναι. Δεν συνιστά μια άλλη πραγματικότητα. Το γίγνεσθαι είναι τρόπος,
δεν είναι οντότητα. Είναι ο τρόπος με
τον οποίο το Είναι ξεδιπλώνεται στο χώρο και στο χρόνο μέσω των μορφών που
παίρνει.
Από την άλλη, το Είναι αποτελεί τη
βάση για το Γίγνεσθαι, όντας το απαραίτητο κάτι για να γίνει οτιδήποτε, αλλά το
ίδιο από μόνο του θα ήταν τίποτε χωρίς το γίγνεσθαι.
Έχουμε, ουσιαστικά, μια ταύτιση
του Είναι και του Γίγνεσθαι, σαν δύο όψεις του «ίδιου νομίσματος». Μιλάμε για
τη μια και την άλλη πλευρά Αυτού, ανάλογα με τι θέλουμε να συζητήσουμε, αλλά
στην ουσία λέμε το ίδιο πράγμα όταν το εξετάζουμε στον απόλυτο βαθμό, καθώς όλα
ταυτίζονται εν Αυτώ.
Γνώση του Γίγνεσθαι. Άγνοια του Είναι.
Ο τρόπος με τον οποίο οι μορφές
εμφανίζονται και εξαφανίζονται εν τω Γίγνεσθαι Αυτού, φαίνεται να ακολουθεί
κάποιους κανόνες, οι οποίοι προκαλούν την εμφάνισή τους (γέννηση), ρυθμίζουν
την εξέλιξή τους, φροντίζουν την αλληλουχία τους και αποφασίζουν το πέρας τους
(θάνατος).
Το γιατί υπάρχουν κανόνες και για
ποιο λόγο το Είναι ακολουθεί αυτόν τον τρόπο του γίγνεσθαι κι όχι έναν άλλο,
μας είναι άγνωστο. Μπορούμε να μάθουμε αρκετά καλά τους κανόνες μελετώντας
τον κόσμο γύρω μας και εμάς τους ίδιους, αλλά είναι αδύνατον να υπεισέλθουμε
στο λόγο που αυτοί υπάρχουν και σε τι εξυπηρετούν. Θα ήταν σαν να θέλουμε να
μαντέψουμε τις προθέσεις του Είναι, κάτι το οποίο είναι αδιανόητο.
Πρώτον, γιατί είναι αδύνατον να έχει προθέσεις το Είναι και
να αποσκοπεί σε κάτι άλλο πέρα από το να είναι, διότι τότε θα ήταν κάτι άλλο
από το να «είναι» και να του αρκεί. Το Είναι σημαίνει την απόλυτη
ταυτότητα, είναι το Απόλυτο Ταυτό, το Εν. Δεν αποσκοπεί να γίνει κάτι
άλλο για να ολοκληρωθεί. Εξ ορισμού, είναι αδύνατον να έχει οποιαδήποτε
προ-θεση, καθώς είναι η απόλυτη Θέση ή η θέση του Απόλυτου.
Δεύτερον, διότι και να είχε κάποια πρόθεση, είναι αδύνατο
για εμάς να τη μάθουμε. Θα έπρεπε να προηγηθούμε του Είναι ή να διαρκέσουμε
περισσότερο από αυτό, για να διαπιστώσουμε πού αποσκοπεί, αν αποσκοπεί κάπου.
Κάτι τέτοιο φυσικά αποκλείεται, διότι θα έπρεπε να είμαστε κάτι πριν
γίνουμε κάτι ή να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ενώ δεν θα υπάρχουμε.
Παρόλα αυτά, θέλουμε να μάθουμε το
λόγο που όλα γίνονται έτσι όπως γίνονται.
Ο λόγος του λόγου: ο Λόγος
Η ανθρώπινη νόηση αναζητά, εκ
φύσεως, την αιτία των πραγμάτων. Έτσι, έχουμε καταφέρει να αποκωδικοποιήσουμε
πολλά «μυστήρια» της φύσης και του σύμπαντος, οπότε είναι φυσικό να θέλουμε να
βρούμε και τον απώτατο λόγο (ή ύστατο σκοπό) όλων αυτών.
Ο λόγος που γίνονται όλα - άρα
και ο λόγος του λόγου μας, ήτοι ο
Λόγος {με το λάμδα διπλασιασμένο σε κεφαλαίο} -, είναι απροσπέλαστος από εμάς,
διότι σε αυτόν οφείλεται η νόησή μας. Είμαστε όντα με νου και λόγο, για
κάποιο λόγο, αλλά ποιος είναι ο λόγος
άγνωστο. Δεν μπορούμε να πάμε πριν ή μετά από αυτόν, για να βρούμε το λόγο που
σκεφτόμαστε. Ούτε, όμως, γίνεται να παύσουμε να σκεφτόμαστε και να αναζητούμε
την απώτατη Αιτία και ύστατο Λόγο του Γίγνεσθαι.
Έτσι αγγίζουμε το αδιανόητο καθώς
είναι αδύνατο να δώσουμε μια εξήγηση της ύπαρξης του Όλου με αιτιοκρατικούς
όρους. Η εξήγηση αυτή είτε θα έπρεπε να επικαλεσθεί κάτι άλλο ξέχωρο από το Όλο
ως αίτιο του, ούτως ώστε αυτό το άλλο να πρέπει με την σειρά του να εξηγηθεί
και πάει λέγοντας, είτε θα έπρεπε να ισχυριστεί ότι το Όλον είναι αίτιο του
εαυτού του (causa sui),
πράγμα που είναι λογική αντίφαση. Εκεί ο λογική μας φτάνει στα όριά της. Παρόλα
αυτά, δεν μπορεί να σταματήσει να τα δοκιμάζει και να προσπαθεί να έρθει σε
επαφή με Αυτό που ορίζει τα πάντα.
Όταν, για παράδειγμα, διακρίνουμε
μια σοφία στο σχεδιασμό
του γίγνεσθαι, παρατηρώντας τον κόσμο, τότε η νόησή μας προκαλείται να συλλάβει
αυτό το σχέδιο. Όμως για να το
συλλάβει, θα πρέπει να εντοπίσει τις προθέσεις του Είναι, πράγμα αδύνατο.
Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε στη σκέψη μας να αναζητά το απόλυτο
(και αδιανόητο), μιας και είναι φτιαγμένη να τείνει προς Αυτό, σαν να θέλει να
επιτρέψει στην πηγή της.
Η νόηση του αδιανόητου
Η αδυναμία της νόησης να συλλάβει
το Λόγο τη στρέφει σε υποθέσεις περί αυτού, παρόλο που δεν θα μπορέσει ποτέ να
τις αποδείξει λογικά. Καμία υπόθεσή μας περί Αυτού δεν μπορεί να
αποδειχθεί και να γίνει θέση, συλλαμβάνοντας τις προθέσεις του Είναι. Ούτε
όμως γίνεται να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε, αφού η σκέψη μας είναι φτιαγμένη
να αναζητεί το λόγο των πραγμάτων, αναμετρούμενη με το αδιανόητο.
Εφόσον η νόηση μάς ωθεί στο
αδιανόητο, θα πρέπει να έχει και κάποια μέσα για να το κάνει. Το καταφέρνει
επινοώντας αφηρημένες λέξεις που αναφέρονται σε εντελώς γενικές έννοιες, όπως
Είναι, Όλον, Άπαν, Ον, Εν, κλπ. Αυτές συγκροτούν έναν ενδιάμεσο
λόγο που δεν είναι ακριβώς ορισμένως, ούτε όμως είναι ανύπαρκτος.
Είναι μεν εντελώς αφηρημένος και υποθετικός, αλλά είναι
υπαρκτός, καθώς έχει υπαρκτές λέξεις που λένε κάτι περί Αυτού, αν και αόριστα.
Υποθετικός λόγος περί του Είναι. Θετικός λόγος περί
του Γίγνεσθαι
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον
υποθετικό λόγο των αφηρημένων εννοιών (που δεν επαληθεύονται από τα πράγματα)
και στον θετικό λόγο των επιστημών (που επαληθεύονται από τα πράγματα) είναι
ότι ο μεν υποθετικός αναφέρεται στο Είναι και ο δε θετικός στο Γίγνεσθαι.
Ο υποθετικός λόγος αναφέρεται
στο πέραν των συγκεκριμένων πραγμάτων, σε αυτό που τα συμπεριλαμβάνει όλα και
τα γενικεύει στο κεφαλαιώδες Είναι τους.
Ο θετικός λόγος μιλάει
για τα πράγματα και τις σχέσεις τους. Μελετάει κανόνες του γίγνεσθαι, τους
οποίους μπορεί να διαγνώσει μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια, χωρίς να μπορεί να
βεβαιώσει την απόλυτη ισχύ τους στο Άπαν.
Ο θετικός λόγος είναι
προσδιορισμένος χρονικά (και χωρικά) καθώς δεν μπορεί να ξεπεράσει τον
χρόνο (και το χώρο) για να εποπτεύσει το Όλον, οπότε, οι αποφάνσεις του είναι
σχετικές και δεν μπορούν να επικαλεστούν την απόλυτη Αλήθεια (με το άλφα
κεφαλαίο).
Επιπλέον, ο θετικός λόγος αναπτύσσεται
μέσα στον χρόνο, καθώς βελτιώνει την όποια σχετική αλήθεια του, μελετώντας
όλο και περισσότερο το Γίγνεσθαι. Η εξέλιξή του βασίζεται στη συσσώρευση
και επεξεργασία γνώσης, όπως γίνεται με τις επιστήμες.
Ο υποθετικός λόγος είναι
ανεξάρτητος από χωρο-χρονικούς προσδιορισμούς (καθώς αναφέρεται στο Άπαν) και δεν προαπαιτεί
επιστημονικές σπουδές πάνω στο γίγνεσθαι αφού αναφέρεται στο πανταχού παρόν
Είναι. Από αυτή την άποψη, είναι κτήμα του καθένα που θα σηκώσει το βλέμμα του
στον ουρανό και θα αναρωτηθεί για την αιωνιότητα.
Από τη διαφορετική σχέση τους με τον χρόνο προκύπτει ότι ο θετικός λόγος μπορεί να είναι
χωρο-χρονικά αληθής, αλλά όχι οριστικά, ενώ, ο υποθετικός μιλάει για μια αιώνια
Αλήθεια, που δεν μπορεί να ορίσει. Η σχέση μεταξύ τους θα μπορούσε να είναι συμπληρωματική, με τον θετικό
λόγο να διερευνά ό,τι μπορούμε να μάθουμε από το Γίγνεσθαι και τον υποθετικό να
μας υποδεικνύει το ασύλληπτο Είναι.
ΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: ο
επιστημονικός και ο περί του ανθρώπου
Ο θετικός λόγος αναπτύσσεται μέσα
σε συνθήκες αβεβαιότητας ως προς το απόλυτο των αποφάνσεών του, καθώς δεν
μπορεί να αποδείξει την ισχύ τους στον διηνεκή βαθμό τού Είναι. Η αναπόφευκτη
σχετικότητα όσων αποφαίνεται, θα μπορούσε να υπονομεύσει κάθε προσπάθεια
συστηματικής γνώσης του γίγνεσθαι. Βλέπουμε όμως την επιστημονική γνώση να
συσσωρεύεται και να εξελίσσεται σε πολλά πεδία, πατώντας πάνω σε κάποια
δεδομένα.
Ο επιστημονικός λόγος που διερευνά την υλική διάσταση των πραγμάτων και τις
μηχανικές σχέσεις τους, διασταυρώνει συνεχώς τις υποθέσεις του με την
πραγματικότητα που εξετάζει (με πειράματα και μελέτες) για να αποδείξει την
ισχύ τους. Εφόσον αποδεικνύει μιαν υπόθεσή του, αυτή γίνεται θέση, πάνω στην
οποία θα πατήσει στη συνέχεια η γνώση πάνω στο διερευνώμενο πεδίο, για να
εξελιχθεί περαιτέρω.
Το γεγονός ότι όλα όσα λέει μπορεί
να μην ισχύουν απόλυτα στο διηνεκές, δεν αναιρεί την «προσωρινή» ισχύ τους μέσα
στα πλαίσια του γίγνεσθαι αυτού του κόσμου που ζούμε. Η ισχύς της γνώσης του
βελτιώνεται, φωτίζοντας περιοχές του κόσμου μας - είτε του μικρόκοσμου, είτε
του μακρόκοσμου -, που ήταν μέχρι τώρα σκοτεινές. Έτσι έχει καταφέρει να
διεισδύσει σε πολλά «μυστήρια» του γίγνεσθαι, έστω κι αν δεν μπορεί να λύσει το
μυστήριο του Είναι. Ούτε όμως τον απασχολεί, αφού είναι εκτός του αντικειμένου
του.
Ο επιστημονικός λόγος εξετάζει
μετρήσιμα μεγέθη και μόνο, αφήνοντας εκτός οτιδήποτε είναι αμέτρητο.
Οτιδήποτε δεν μπορεί να μετρηθεί δεν αναγνωρίζεται ως διαπιστωμένος
επιστημονικός λόγος. Αυτή είναι η βασική καταστατική του συνθήκη που τον
δεσμεύει και τον αναγκάζει να γίνει συγκεκριμένος. Τοιουτοτρόπως γίνεται και
πρακτικός, δίνοντάς μας πρακτικές γνώσεις, που μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να
καλυτερεύσουμε τις υλικές συνθήκες διαβίωσής μας.
Η ζωή μας, όμως, δεν έχει μόνο την
υλική (ποσοτική) διάσταση, που εξετάζει ο επιστημονικός λόγος. Οι άνθρωποι δεν
ενδιαφέρονται μόνο για τις ποσοτικές και μετρήσιμες εκδοχές της ζωής τους. Τους
απασχολούν θέματα σε σχέση με τον εαυτό τους και με τους άλλους που αφορούν την
ποιοτική πλευρά. Οι λεγόμενες «επιστήμες
του ανθρώπου» προσπαθούν να διερευνήσουν αυτή την πλευρά με επιστημονικό
τρόπο, αν και δεν είναι μετρήσιμη. Αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητά τους,
καθώς έχουμε ανάγκη μιας κάποιας θετικής γνώσης στα περίπλοκα ζητήματα των
σχέσεών μας, για να ξέρουμε πού πάμε.
Παρόλο που στον απώτατο χρόνο δεν
έχουμε ιδέα πού οδηγούμαστε από τον Λόγο όλων αυτών που κάνουμε, μέσα στα
καθ’ ημάς πλαίσια του ανθρώπινου γίγνεσθαι μπορούμε να διαγνώσουμε
κάποιες βασικές συντεταγμένες που
μπορούμε να ακολουθήσουμε για μια
καλύτερη ζωή.
Αυτές
εξετάζονται «Όσο Πιο Απλά Γίνεται» στο
πρώτο κείμενο. Σε αυτό το δεύτερο, συμπληρωματικό κείμενο επισημαίνουμε ότι η
ισχύς τους είναι σχετική όπως και κάθε απόφανση του θετικού λόγου. Εδώ
εξετάζουμε τη σχέση με το Απόλυτο και πόσο σημαντική είναι για τον άνθρωπο,
παρόλη την απροσδιοριστία της. Γι’ αυτό, τονίζουμε την αναγκαιότητα του
υποθετικού λόγου περί του Είναι, πέραν του θετικού, που εξετάζει τα φαινόμενα
του Γίγνεσθαι.
ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ και
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Αφού
δείξαμε πώς προκύπτει ο υποθετικός λόγος σαν τρόπος εννόησης του Είναι, θα
εξετάσουμε πώς εκφράζεται στη δική μας πραγματικότητα και σε τι μας διανοίγει.
Η αναπόφευκτη επαφή με το άφατο
Στην πραγματικότητα, δεν κάνουμε
μεταφυσικές σκέψεις πέρα από κάποιες εξαιρετικές στιγμές που μας βγάζουν από
την καθημερινότητα. Ένας θάνατος ή ένας έναστρος ουρανός μπορεί να μας κάνουν
να αναρωτηθούμε για το άπειρο (του ουρανού) ή το μηδέν (του θανάτου), αλλά δεν
θα μείνουμε για πολύ σε αυτά. Η ζωή θα μας ξανατραβήξει στις μέριμνες της,
μέχρι την επόμενη εξαιρετική στιγμή που θα μας ξαναβγάλει για λίγο από αυτές.
Υπάρχουν βέβαια και οι πιστοί
διαφόρων θρησκειών που νομίζουν ότι η καθημερινότητά τους κανονίζεται από τις
βουλές των θεών τους και προσεύχονται συχνά σε αυτούς, αλλά οι επικλήσεις τους
δεν ανήκουν στη σύγχρονη σκέψη, έστω κι αν ακολουθούνται από πολλούς.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι προϊόν
του θετικού λόγου, με τη βοήθεια του οποίου έχει πάρει τη μοίρα στα χέρια του
σε μεγάλο βαθμό. Ο βαθμός αυτοπροσδιορισμού του, όμως, είναι περιορισμένος.
Ούτε να αυτό-γεννηθεί μπορεί (αυτό-παραγόμενος εκ του μηδενός), ούτε να
αποφύγει το χρόνο και να γίνει αιώνιος, ούτε να αυτό-τραφεί και να αυθυπάρξει.
Η ζωή του εξαρτάται από κάτι γενικότερο. Αποτελεί μέρος ενός Όλου, από το
γίγνεσθαι του οποίου έχει προέλθει και εξελίσσεται.
Ως έλλογο ον, αντιλαμβάνεται την
οριστική εξάρτησή του από το Όλον, αλλά δεν μπορεί να κάνει και πολλά για αυτή.
Κάνει ότι μπορεί στα πλαίσια των δυνατοτήτων που του παρέχει ο θετικός λόγος.
Γι’ αυτό και δεν ασχολείται τόσο συχνά με υποθέσεις περί του Είναι, καθώς δεν
παίζουν άμεσα κάποιον πρακτικό ρόλο στη ζωή του. Η σχέση του με τον υποθετικό
λόγο των αφηρημένων εννοιών περιορίζεται σε εκείνες τις στιγμές που τον βγάζουν
από την καθημερινότητά του και τον κάνουν να αναλογιστεί για «μεγαλύτερα
πράγματα».
Το «μεγάλωμα» της σκέψης του
μπορεί να γίνει και κλιμακωτά. Αρκεί να σκεφτεί την κλιμάκωση των
αλληλεξαρτήσεών του: να ξεκινήσει από τις άμεσες υποχρεώσεις της μέρας του, να
επεκταθεί σε ζητήματα γενικότερης ατομικής ή οικογενειακής ευημερίας, να
σκεφτεί την εξάρτισή τους από ευρύτερα κοινωνικά μεγέθη (τοπικά, εθνικά,
διεθνή, κλπ.), να συλλογιστεί στη συνέχεια θέματα του πλανήτη και από εκεί να
περάσει σε συμπαντικές σκέψεις που να τον κάνουν να αναλογιστεί για το Είναι (ή
όπως το πει, με το μυαλό του). Εκεί κάπου σταματάει η σκέψη, αγγίζοντας
το αδιανόητο.
Το τι
λέει ο καθένας μέσα του, όταν η σκέψη του φτάσει στα όριά της, εξαρτάται από
τον ίδιο και το προσωπικό του λεξιλόγιο. Μπορεί και να μην πει τίποτε. Απλά, να
νιώσει το «χάσιμο» μπροστά στο άπειρο και το ανείπωτο. Δεν είναι απαραίτητο να
χρησιμοποιήσει αφηρημένες έννοιες όπως Είναι, Λόγος, Όλον, Ον, Απόλυτο, κλπ.
για να διανοηθεί το αδιανόητο. Το αδιανόητο είναι εκεί για το καθένα που θα φτάσει
να το αναλογιστεί είτε μέσα από εξαιρετικές στιγμές είτε από την κλιμάκωση της
σκέψης του. Πιθανόν το αδιανόητο να είναι το πρώτο πράγμα που αγγίζει και η σκέψη
των πιστών όταν φτάνουν εκεί, αλλά σπεύδουν να καλύψουν το αναπόφευκτο
διανοητικό κενό με τις θρησκευτικές επικλήσεις τους (από τον τρόμο του κενού;).
Η επαφή με το άφατο {αυτό που δεν μπορεί να συμπεριληφθεί
στις λέξεις} είναι αναπόφευκτη για τον καθένα που θα αναρωτηθεί, με
τον έναν ή τον άλλον τρόπο, για την ύπαρξή του (και την ύπαρξη γενικά) πέρα από
τα τρέχοντα ζητήματα που τον απασχολούν. Ακόμη και αν δώσει κάποιες πρώτες
εξηγήσεις για το γίγνεσθαι των πραγμάτων, θα φτάσει στο ανεξήγητο όταν
γενικεύσει και αγγίξει το ερώτημα του Είναι.
Η αναφορά του ανθρώπου σε Αυτό δεν
θα μπορέσει να απαντηθεί ποτέ. Θα μείνει για πάντα ένα ερώτημα που θα δείχνει
και τα όρια του θετικού λόγου.
Η ερωτηματική αναφορά σε Αυτό
Με την ερωτηματική αναφορά σε Αυτό που μας ξεπερνά και μας καθορίζει,
ο θετικός λόγος φτάνει στα όριά του και η συνείδηση διανοίγεται σε κάτι
που δεν χωράει στα λόγια:
- Μπορεί
τα λόγια να διπλασιαστούν με κεφαλαία αρχικά για να αναφερθούν σε Αυτό με
λέξεις όπως Είναι, Απόλυτο, Λόγος και άλλες «κεφαλαιώδεις» έννοιες,
αφηρημένες και γενικές. [Φιλοσοφική
έκφραση]
- Μπορεί
να μεταλλαχθούν, να γίνουν ψέλλισμα και ψαλμός, ποίημα και τραγούδι, ζωγραφιά
και χορός, θέατρο και εικόνα, για να χωρέσουν κάτι από την απεραντοσύνη Αυτού.
[Καλλιτεχνική έκφραση]
- Μπορεί
να μετατραπούν σε καταστάσεις λατρευτικές, τελετές και γιορτές που θα υμνούν τη
μεγαλοσύνη Του. [Θρησκευτική έκφραση]
Ό,τι και να γίνουν τα λόγια, ό,τι
και να γεννήσει η σκέψη μας δεν θα μπορέσει να συλλάβει θετικά, να εντοπίσει
και να ορίσει “Αυτό”: θα αποτελεί το ύστατο ερώτημα κάθε μας προσπάθειας και
κάθε προσπάθειά μας θα καταλήγει σε ένα αναπάντητο ερώτημα.
Ο υποθετικός λόγος περί Αυτού ως
καθαρά υποθετικός δεν έχει απαντήσεις αλλά μόνο ερωτήματα. Οι λέξεις του, οι διατυπώσεις του και οι έννοιές
του δεν ορίζουν κάτι θετικά: είναι καθαρές υποθέσεις. Αποτελούν ερωτήματα και
όχι απαντήσεις.
Όλες μας οι προσπάθειες καταλήγουν
τελικά σε ένα μεγάλο και κεφαλαιώδες Ερώτημα το
οποίο αποκλείεται να απαντηθεί. Αναπάντητο σημαίνει κάτι άφατο, κάτι αδύνατο να
διατυπωθεί και να γίνει κάτι με αυτό. Επειδή όμως δεν μπορεί να μη γίνεται κάτι
στο γίγνεσθαι, το οποίο δεν επιτρέπει το κενό, εμείς μένουμε με το Ερώτημα.
Η απόλυτη σιωπή και το κενό στο
οποίο μας διανοίγει αυτό το ύστατο Ερώτημα, δεν μπορούν να διαρκέσουν ούτε
στιγμή. Στην πραγματικότητα δεν υφίστανται. Αυτά που υφίσταται είναι το ερώτημα
και η διάνοιξη στην οποία μας οδηγεί. Αυτά είναι κάτι. Το τίποτα δεν υπάρχει.
Η
λέξη «ερώτημα» στα ελληνικά συγγενεύει με τις λέξεις «έρωτας», «ροή», «ρήμα».
Λέξεις που σημαίνουν άνοιγμα του ενός στον άλλο και σύνδεση των μερών μεταξύ
τους. Όταν η σύνδεση αναφέρεται στο Όλον, τότε το Ερώτημα (και ο Έρως) παίρνουν
κεφαλαίο.
Η διάνοιξη στο άφατο, το απώτατο συμπέρασμα
Η διάνοιξη στο άφατο, με την ερωτηματική μας αναφορά σε Αυτό, είναι η κατάληξη όσων κάνουμε, αν τα εξετάσουμε στην
τελική τους απεύθυνση, στον ύστατο σκοπό τους. Αυτό όσο και να το ξεχνάμε, παρασυρμένοι από
σκοπιμότητες του μικρόκοσμου, έρχεται στο τέλος ο θάνατος να μας το
υπενθυμίσει.
Επειδή είναι ανόητο να περιμένουμε
το θάνατο να μας ανοίξει τα μάτια, όταν θα είναι για πάντα κλειστά, έρχεται η
νόηση να μας συνετίσει, θέτοντας έγκαιρα το ερώτημα του απώτερου λόγου όσων
κάνουμε. Εκεί ξεπερνάμε τους καθορισμούς του θετικού λόγου και ανοιγόμαστε στον
υποθετικό, που θα μας οδηγήσει στο άφατο, με τα αναπάντητα ερωτήματά του.
Το άφατο αποτελεί το απώτατο συμπέρασμα του λόγου μας στην προσπάθειά του να
εννοήσει τον σκοπό της ύπαρξης και να συλλάβει τον Απόλυτο Λόγο του Είναι,
περνώντας από τον θετικό λόγο στον υποθετικό λόγο περί Αυτού.
Οι συμφιλιωτικές συνέπειες της διάνοιξης
Οι συνέπειες της επαφής του
ανθρώπου με το άφατο είναι σημαντικές για τον πολιτισμό του, καθώς η σιωπή που επιφέρει η αδυναμία
του να πει οτιδήποτε για το απόλυτο, μετριάζει τους ισχυρισμούς του και
επιβάλλει μέτρο στις
απόψεις του.
Ο άνθρωπος με την ισχύ που του
δίνει ο θετικός λόγος, τείνει να ξεχνάει τη σχετικότητα αυτής της ισχύος και
γίνεται επιθετικός. Αγγίζοντας το άφατο, με τον υποθετικό λόγο, αναγκάζεται να
μετριάσει τις βλέψεις του για κυριαρχία επί παντός επιστητού και να γίνει
συζητήσιμος.
Η ερωτηματικότητα μπορεί να κάνει
τις προτάσεις του θετικού λόγου λιγότερο βέβαιες για την κατηγορηματικότητά
τους ως προς το Είναι και περισσότερο ρηματικές, όπως άλλωστε οφείλουν. Οι
προτάσεις του θετικού λόγου ονομάζουν φαινόμενα του γίγνεσθαι εν τη ροή του
(δηλαδή, ρήματα), παρά ορίζουν οντολογικά τα πράγματα (όπως κάνουν οι
κατηγορηματικές προτάσεις με το «είναι»: προτάσεις που λένε «τι είναι τι»).
Η αφαίρεση της κατηγορηματικότητας από τις αποφάνσεις μας, με την
εισαγωγή της ρηματικότητας στον θετικό λόγο και της ερωτηματικότητας στον
υποθετικό περί
του Είναι, μπορεί να μετατρέψει
τον συνολικό τρόπο επικοινωνίας μας από διεκδικητικό και επεκτατικό, σε
διαλλακτικό και διευκρινιστικό.
Η απόλυτη σιωπή που μας επιβάλλει
η ασύλληπτη απεραντοσύνη Αυτού, θα μπορούσε να μας προκαλέσει τρόμο μπροστά στο
διαφαινόμενο κενό. Αντί για τρόμο, η σκέψη μας διανοίγεται στο άπειρο
καθώς ο υποθετικός λόγος αναλαμβάνει να γεφυρώσει το χάσμα του κενού, να
γίνει ερώτημα και αναφορά προς το Είναι και όχι στο μηδέν. Ο μηδενισμός θα
όξυνε την επιθετικότητά μας με τον κυνισμό που θα επέφερε. Αντ’ αυτού, ανοίγουν
γέφυρες.
Αυτή είναι και η μέγιστη αξία του υποθετικού λόγου, ότι
μας εξοικειώνει με το άπειρο, διανοίγοντας μας προς αυτό, διευρύνοντας τη
συνείδησή μας προς το άγνωστο, συνδέοντας μας με τους άλλους, τους άγνωστους,
με τους οποίους «μοιραζόμαστε τον ίδιο ουρανό».
Συμβολή στην ισορροπία
Ο φόβος μας μετριάζεται απέναντι στον άλλο και κάθε τι άλλο, από τη
στιγμή που είμαστε σε επαφή με το Όλο που μας ξεπερνάει, όπως ξεπερνάει και
κάθε τι άλλο, με συνέπεια να το κάνει λιγότερο φοβερό, αφού είναι κι αυτό κάτι
«μικρό» και αβέβαιο μπροστά σε Αυτό.
Ακόμα και τους δικούς μας
«δαίμονες», τα πάθη και τα βάσανα, μπορούμε να μετριάσουμε καθώς η διάνοιξή μας
στο άφατο χαμηλώνει την έντασή τους με τη σιωπή που εισάγει. Αυτό
δεν σημαίνει ότι χάνουμε ξαφνικά τη ζωτική μας ένταση και εξαϋλωνόμαστε σε μορφές
μοναστηριακές, που κινούνται σαν σκιές. Χρειάζεται μέτρο.
Το μέτρο, όταν προέρχεται από τη
διάνοιξή μας στο άφατο - και όχι από την επιβολή της σιωπής από τους
άλλους ή από την αποσιώπησή μας -, συμβάλει στην ισορροπία που χρειαζόμαστε.
Το ζητούμενο της ισορροπίας δεν επιτυγχάνεται εύκολα, καθώς καλούμαστε να
βρίσκουμε τη χρυσή τομή ανάμεσα στο εγώ μας και στο εμείς, στο θέλω και στο
πρέπει, στην ελευθερία και στη δέσμευση, στη διαφοροποίηση και στην ενότητα
κλπ.
Το γίγνεσθαι μας ωθεί να
εξελιχθούμε διαφοροποιούμενοι, ενώ το Είναι μας κρατά όλους ενωμένους στο Εν
Αυτώ. Η ισορροπία πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τα δύο, να έχει τόσο τη δυναμική
του γίγνεσθαι όσο και την σταθερότητα του Είναι (όχι τη στασιμότητα, όπως
κάποιοι παρεξηγούν).
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι
μια δυναμική ισορροπία,
συνδυάζοντας τόσο τον θετικό λόγο (από τη γνώση του Γίγνεσθαι) όσο και τον
υποθετικό (από την ερωτηματική αναφορά μας στο Είναι).
Ισορροπία θετικού και υποθετικού λόγου. Γνώση και
πίστη.
Είναι πολύ σημαντικό για την ισορροπία
μας, η σωστή σχέση μεταξύ του θετικού και του υποθετικού λόγου. Ούτε ο θετικός
πρέπει να υπερβάλλει, απαιτώντας να επιβάλλει τη λογική του σε όλα. Ούτε ο
υποθετικός πρέπει να πηγαίνει ενάντια στη λογική. Οι υποθέσεις και τα ερωτήματά
αυτού αρχίζουν εκεί που τελειώνει η επιστημονική τεκμηρίωση.
Το Όλον στο οποίο αναφέρεται ο
υποθετικός λόγος δεν μπορεί να προσπελαστεί από τη γνώση που μας δίνει ο
θετικός λόγος. Δεν είναι θέμα γνώσης, αλλά πίστης ότι υπάρχει κάτι πέρα από
εμάς και πέρα από όσα μπορούμε να μάθουμε, το οποίο μας καθορίζει με τον
ασύλληπτο Λόγο του Είναι του. Μόνο με άλμα της λογικής προς το
αδιανόητο και ασύλληπτο, με την πίστη, μπορεί να προσεγγίσουμε το Ερώτημα
Αυτού.
Η πίστη αυτή δεν ορίζει κάτι
θετικά, αποφαινόμενη για τα χαρακτηριστικά Αυτού κατηγορηματικά (σαν
Χριστού/Θεού ή Μωάμεθ/Αλάχ, κλπ.) όπως πιστεύουν οι πιστοί των θρησκειών.
Η πίστη είναι ένα ερώτημα, μια καθαρή υπόθεση για το Όλον, μια
διηνεκής απορία για το Είναι, που αρχίζει εκεί που τελειώνει η γνώση. Όχι πριν.
Συμβολή στην καθαρότητα
Η εποχή μας καλείται να βρει μια
νέα ισορροπία ανάμεσα στον θετικό και στον υποθετικό λόγο, με αμοιβαία
αλληλο-αναγνώριση των πεδίων του καθένα. Η ανάγκη του ανθρώπου να συνομιλήσει
τα μεταφυσικά του ερωτήματα, δεν μπορεί να αγνοείται από τον θετικό λόγο και
πρέπει να της δοθεί η δέουσα προσοχή. Όταν οι θετικιστές εκτοπίζουν κάθε τι που
δεν χωράει στη στενή λογική, σπρώχνουν τον άνθρωπο στους αγύρτες της
μεταφυσικής.
Διάφοροι new-age γκουρού
σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τη μεταφυσική ανάγκη του ανθρώπου με παραλογισμούς
που υποδύονται τη μοντέρνα σκέψη, καθώς οι σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται να
πεισθεί από τις παλιές θρησκείες.
Πολλοί συνεχίζουν να
εκκλησιάζονται στις παλιές θρησκείες, ψέλνοντας σε θεούς που μπορεί κατά βάθος
να μην πιστεύουν αλλά το κάνουν για να εκφράσουν κάπως την πίστη τους. (Δεν
μιλάμε για όσους ζουν σε κοινωνίες αποκομμένες από τις εξελίξεις του θετικού
λόγου. Αυτοί μπορεί να πιστεύουν ακόμη στις μυθολογίες των θρησκειών τους.)
Στην εποχή μας, οι παλιές
θρησκείες όπως και οι μοντέρνες αγυρτείες αντλούν ισχύ από την ανυπαρξία μιας
καθαρής μεταφυσικής πρότασης, που να μην μπερδεύει την υποθετικότητα της πίστης
με τη θετικότητα, αλλά να την αποδίδει ξεκάθαρα, σαν καθαρή ερωτηματική μας
αναφορά σε Αυτό, το πέρα από εμάς.
Η πίστη μας πρέπει να βρει ένα νέο, καθαρό τρόπο να εκφραστεί,
χωρίς να νοθεύεται από περιεχόμενα που δεν της ανήκουν. Αντίθετα, να μας οδηγεί
στην απο-περιεχομενο-ποίηση και στο άδειασμα. Στην καθαρή αφαίρεση. Στο άφατο.
Εμπλουτισμός του παρόντος
Η ερωτηματική αναφορά μας σε Αυτό,
καθώς μένει ανοιχτή και αναπάντητη, μας ανοίγει στον χρόνο, ξεπερνώντας
χρονοδιαγράμματα και προγραμματικούς στόχους. Συνδέει το παρόν μας με το
αιώνιο, διανοίγοντάς μας στο Όλον, που δεν χρειάζεται προγράμματα για να
το κατακτήσουμε, διότι δεν κατακτιέται. Οπότε, δεν ωφελεί να μεταθέτουμε
την απόλαυση του παρόντος και να επενδύουμε στο μέλλον, προσμένοντας να
ολοκληρωθούμε κάποια άλλη στιγμή.
Η ζωή μας είναι εδώ και τη ζούμε
τώρα, αφού το αύριο δεν είναι κάτι διαφορετικό μπροστά στο αιώνιο και άχρονο
Όλον. Η διάνοιξή μας στο άφατο της αιωνιότητας Αυτού, μας επαναφέρει στο εδώ
και τώρα, για να το ζήσουμε. Έτσι, η ζωή εμπλουτίζεται με το βίωμα του παρόντος της, αντί να
μετατίθεται διαρκώς σε ένα άπιαστο μέλλον.
Η επεκτατικότητά μας στο χώρο και
η μεταθετικότητά μας στο χρόνο δεν
θα μας αποδώσουν την ολοκλήρωση που προσδοκούμε επειδή θα έχουμε γίνει πιο
ισχυροί. Όσο μακριά και αν πάμε, όσο ψηλά κι αν φτάσουμε, θα έχει και άλλο και
μετά και άλλο, διότι αυτό που μας
χωρίζει από το Όλον είναι απλησίαστο και ασύλληπτο. Ερχόμενοι σε επαφή με το
ασύλληπτο Αυτού μέσω της διάνοιξης στο άφατό Του, η τάση μας να συλλαμβάνουμε,
να κατέχουμε, να κατακτούμε το χώρο και να οριοθετούμε τον χρόνο φτάνει στα
όριά της και “συμμαζεύεται”. Νιώθουμε ότι αναμετριόμαστε με κάτι άπιαστο, οπότε
μετριάζουμε τις αιτιάσεις μας σαν όντα προικισμένα με την ισχύ του λόγου. Ο
λόγος έχει όρια και εκεί μας περιμένει η σιωπή.
Η αίσθηση της σιωπής με τη
διάνοιξη στα άφατο ρίχνει τους τόνους μας, καθώς ξέρουμε ότι δεν θα μάθουμε
ποτέ την Αλήθεια (με Α κεφαλαίο), κι έτσι μετριάζουμε τους ισχυρισμούς μας.
Αυτό το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» εισάγει την μετριοπάθεια. Ο μετριασμός της
επεκτατικότητας και της μεταθετικότητας προκύπτει μέσα από τη συναίσθηση της
μικρότητάς μας στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, της «γύμνιας μας στο φως των
άστρων», που καμιά επιστημονική γνώση δεν μπορεί να την καλύψει. Αντίθετα, η
επιστήμη μπορεί να μας φέρει πιο κοντά στο ανείπωτο, φτάνοντας τη γνώση μας στα
όριά της.
Η ισχύς που μας δίνει η
επιστημονική γνώση μπορεί να βελτιώσει τις πρακτικές συνθήκες μας, δεν είναι
όμως σίγουρο ότι θα μας κάνει και ευτυχείς.
Η ευτυχία είναι
ένα αίσθημα πληρότητας από την επαφή μας με ότι νιώθουμε να μας ολοκληρώνει.
Κινούμαστε προς τα εκεί, περνώντας διάφορα στάδια εκπλήρωσης, μέχρι που
καταλαβαίνουμε το ανέφικτο της οριστικής απόκτησής της. Θα υπάρχει πάντα κάτι
να μας χωρίζει από την πλήρη ολοκλήρωση, όπως και από κάθε τι που θα
επιδιώξουμε στον απόλυτο βαθμό. Αυτό ακριβώς το χάσμα έρχεται να καλύψει η
διάνοιξη στο άφατο του υποθετικού λόγου με την ερωτηματική του αναφορά στο
Όλον. Γεφυρώνει το υπόλοιπο που μας χωρίζει με το Όλον γεμίζοντας το με
ανείπωτη πίστη και δέος, κατάνυξη και ηρεμία.
Με τη διάνοιξη αποφορτιζόμαστε από
την υστερική επιδίωξη της ευτυχίας και
αντιμετωπίζουμε πιο ήρεμα τις λύπες και τις χαρές, τις ήττες και τις νίκες μας.
Ξέρουμε ότι κανείς μα κανείς δεν βρίσκεται σε προνομιακή θέση τελικά, δηλαδή,
ως προς το Τέλος όλων. Είμαστε όλοι ένδεοι και μοιραζόμαστε την ίδια απορία. Μπορεί
ως προς το γίγνεσθαι κάποιοι να ευνοήθηκαν και άλλοι να ατύχησαν, αλλά ως προς
το Είναι είμαστε όλοι το ίδιο, απορούντες και άποροι.
Δεν σημαίνει ότι σταματάμε να
προσπαθούμε, ούτε ότι δεν εργαζόμαστε για τη βελτίωση των συνθηκών μας. Φυσικά
και πρέπει να αξιοποιήσουμε τις
δυνατότητες του θετικού λόγου, για να προαχθούμε εξελικτικά και να βελτιώσουμε
τις συνθήκες μας εν τω γίγνεσθαι, αλλά να κρατάμε επαφή με το άχρονο Είναι μέσα
από τον καθαρό υποθετικό λόγο που μας διανοίγει στο άφατο. Αυτό
βοηθάει να στραφούμε στο τώρα, να μετριάσουμε τις επιδιώξεις μας, να δούμε γύρω
και να απολαύσουμε το εδώ μας, όσο βρισκόμαστε ακόμα εδώ. Έτσι
εμπλουτίζεται το βίωμα της ζωής μας. Αυτός, άλλωστε, είναι ο
ουσιαστικός πλούτος, ο βιωματικός.
Ως προς τις κοινωνίες, οι
συνέπειες της διάνοιξης στο άφατο, το μέτρο που επαναφέρει, μπορεί να είναι
εξίσου εξισορροπητικές. Η ύφεση του ατομικιστικής επιδίωξης που επιφέρει μπορεί
να επηρεάσει και συλλογικές συμπεριφορές. Επιπλέον, καμία ομάδα, τάξη ή κάστα,
εθνότητα και ειδικότητα δεν μπορεί να επικαλείται την κατοχή καμίας Αλήθειας,
καμίας απόλυτης Αρχής και Αξίας για να επιβληθεί σε άλλους που νομίζει ότι δεν
την κατέχουν ή για να δικαιολογήσει τα προνόμιά της. Είμαστε όλοι υπόλογοι
έναντι των άλλων και κανένας Λόγος έξω από εμάς δεν μπορεί να μας δικαιώσει,
διότι ο Λόγος είναι άγνωστος και απροσέγγιστος από τους πάντες.
Με τη διάχυση της ερωτηματικότητας
και τη διάνοιξη στο άφατο σε όλες τις κλίμακες της κοινωνίας θα μπορούσε να
συμβεί εκτόνωση των ανταγωνιστικών εντάσεων και επαναφορά τους σε μέτρα συμβατά
με τη δυναμική ισορροπία που απαιτεί η σχέση του γίγνεσθαί μας με το είναι μας.
Η ανισότητα πλούσιων και φτωχών, η
καταστροφή του περιβάλλοντος, η βία σε κάθε της μορφή, ο καταστροφικός
ανταγωνισμός, η αδικία, η κακία και η ασχήμια θα μπορούσαν να μετριαστούν.
Όμως για να συμβούν αυτά, θα
πρέπει το ζήτημα της διάνοιξης να υιοθετηθεί τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά για
να επηρεάσει τις γενικές συνθήκες.
Τρόποι πραγματοποίησης της διάνοιξης, ατομικά και
κοινωνικά
Πώς περνάμε από την ατομική
διάνοιξη στην κοινωνική; Αυτή δεν μπορεί να γίνει έξωθεν, ούτε να επιβληθεί. Η
διάνοιξη είναι κατ’ αρχήν προσωπική υπόθεση. Το ζήτημά της θα μπορέσει να
γενικευτεί μόνο αν τεθεί από τα ίδια τα άτομα.
Ατομική
διάνοιξη
Η προσωπική διάνοιξη του καθένα
προϋποθέτει στιγμές όπου να μπορεί να
βγει από τη βοή της καθημερινότητας για να αφουγκραστεί το Όλον. Πώς,
πού και πότε μπορεί να το κάνει εξαρτάται από το άτομο και τις συνθήκες του.
Κάποιες καταστάσεις μπορεί
συμβάλλουν στη διάνοιξη, όπως η επαφή με τη φύση, τις τέχνες, τον έρωτα, την
αγάπη. Μια καλή παρέα ή ένα ξένοιαστο γλέντι. Διανοητικές διευρύνσεις μέσα από
τη συζήτηση ή το διαλογισμό ή το γράψιμο. Οτιδήποτε μπορεί να μας βγάλει από τις σκοπιμότητες και να μας συνδέσει
υπερβατικά.
Έχοντας αυτό υπόψη, μπορούμε να
διακρίνουμε ποιες καταστάσεις το υποστηρίζουν ή το υπονομεύουν. Έτσι μπορούμε
να πάρουμε εκείνα τα μέτρα που προάγουν τις μεν και περιορίζουν τις δε. Αυτό
συνεπάγεται μια νέα πολιτική, με
κριτήριο τη διάνοιξη, εφόσον αυτή βέβαια τεθεί από τα άτομα ως
κεντρικό ζήτημα.
Κοινωνική
διάνοιξη
Οι καταστάσεις που μας υπονομεύουν
-και θα πρέπει να περιοριστούν- είναι όλες αυτές που μας απειλούν, εμποδίζοντας
το άνοιγμά μας. Αυτές μπορεί να
είναι:
- απειλές
της επιβίωσής μας (από πείνα, πολέμους, τρομοκρατία, εγκληματικότητα)
- της
υγείας μας (από καταστροφές περιβάλλοντος, φτώχεια, επιδημίες, ναρκωτικά,
χημικά)
- της
ελευθερίας μας (από δικτατορίες, μισαλλοδοξίες, φυλετικούς διαχωρισμούς)
- της
ψυχικής μας ισορροπίας (από ανταγωνισμό, εχθρικότητα, αδικία, ψυχολογική βία)
Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για
τον περιορισμό των απειλητικών καταστάσεων, θα πρέπει να συνοδεύονται
από μέτρα υποστήριξης αυτών που διευκολύνουν τη διάνοιξη, όπως για
παράδειγμα:
- Η επαφή με τη φύση μπορεί να
υποστηριχθεί με την αποκέντρωση, με τη διαμονή σε αυτήν, με τη φροντίδα
του οικοσυστήματός της.
- Η επαφή με τους ανθρώπους με τις
κοινωνικές εκδηλώσεις και τις γιορτές.
- Η πνευματική επαφή με τις
τέχνες, με τη φιλοσοφία (τον υποθετικό λόγο), με χώρους συνάντησης ως προς Αυτό
(ή, αλλιώς, εκκλησίες).
Πολλά από αυτά ήδη συμβαίνουν με
τον άλφα ή βήτα τρόπο, αλλά όσο πιο συνειδητά γίνονται για να συμβάλλουν στην
υπέρβαση, τόσο πιο λειτουργικά μπορεί να είναι.
Γιορτές υπάρχουν, αλλά αυτές είναι είτε εθνικές είτε
θρησκευτικές (ανάλογα με την θρησκεία). Αντ’ αυτών θα μπορούσαν να είναι
γιορτές της γης, που θα γιορτάζουν, για παράδειγμα, τις ισημερίες και τα
ηλιοστάσια και να συνοδεύονται από ανάλογες κοινωνικές εκδηλώσεις.
[Η
εαρινή ισημερία θα μπορούσε να είναι η γιορτή της νιότης και του έρωτα, με
γλέντια διονυσιακά. Το θερινό ηλιοστάσιο η γιορτή των παιδιών, με παιχνίδια,
εκδρομές, φάρσες και αστεία. Η φθινοπωρινή ισημερία, η γιορτή των ηλικιωμένων ή
των αρρώστων ή των νεκρών, με επισκέψεις στα γηροκομεία, στα νοσοκομεία, στα
νεκροταφεία, κλπ. Το χειμερινό ηλιοστάσιο η γιορτή των φίλων, με δώρα και
αλληλοβοήθεια και επισκέψεις σε ξεχασμένους φίλους.]
Τέχνες υπάρχουν, αλλά αναλώνονται στην ατομική
καταξίωση των καλλιτεχνών, εντείνοντας συχνά το αίσθημα του ανταγωνισμού αντί
να συμβάλλουν στην αποφόρτιση και στη διάνοιξη. Επιπλέον, η υιοθέτηση του
μακάβριου στοιχείου, του αρνητισμού και της βίας που μετέρχονται πολλοί καλλιτέχνες
για να ξεχωρίσουν προκαλώντας, εντάσσει τη σύγχρονη τέχνη στη γενικότερη
απειλή, αντί να μας βγάζει από αυτή. Θα βοηθούσε, πιθανόν, η επαναξιολόγηση των
έργων τέχνης με κριτήριο τη διάνοιξη, αλλά χωρίς να μπαίνει φραγμός στην
ελεύθερη έκφραση.
Χώροι πνευματικοί υπάρχουν, αλλά είτε δεν συμβάλλουν άμεσα στη
διάνοιξη (καθώς δεν είναι φτιαγμένοι γι’ αυτή) είτε την εγκλωβίζουν σε παλιά
σχήματα (όπως οι εκκλησίες των θρησκειών και των αιρέσεων τους). Χρειάζεται μια
νέα αρχιτεκτονική σύλληψη για τη διαμόρφωση χώρων «εκκλησιασμού» στο Άφατο, που
να συνδράμουν στην καθαρή αφαίρεση και στη μυσταγωγία της διάνοιξης.
[Η
αρχιτεκτονική αυτών των χώρων εκκλησιασμού θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα
τέσσερα βασικά στοιχεία, νερό, γη, φωτιά και αέρα. Το νερό να είναι για
την κάθαρση, κατά την είσοδο στο χώρο. Η γη να υπάρχει σαν χώμα και πηλός
στη βάση και στην κατασκευή του κτηρίου, και ως γλυπτό με μια πέτρα ή βράχο στο
κέντρο σαν σύμβολο του άχρονου Είναι. Η φωτιά, σαν ενέργεια του γίγνεσθαι, να
είναι η πηγή φωτός και θερμότητας του χώρου. Η αίσθηση του αέρα να
δίνεται μέσα σε ένα περιβάλλον σιωπής, με τον ήχο του νερού της εισόδου ή της
φωτιάς ή με τα τραγούδια και τις μουσικές. Θα πρέπει όλα να είναι φτιαγμένα με
φυσικά υλικά. Ο χώρος θα μπορούσε να διαμορφωθεί με τη συνεργασία καλλιτεχνών,
που θα μπορούσαν να φροντίσουν και τη γενικότερη «χορογραφία» των
εκκλησιαζόμενων και των εκκλησιαστών. (Πιθανόν να βοηθούσε, όσοι εισέρχονται
στο χώρο να βγάζουν τα ρούχα τους και να περνούν από κάτι σαν λουτρό, πριν
μπουν στο χώρο καθαροί, είτε γυμνοί, είτε με κάποιο χιτώνα.) Αυτά είναι απλά
κάποιες προτάσεις. Δεν χρειάζεται να ακολουθηθούν. Η σύνθεση θα έπρεπε να
είναι ανοιχτή και να επαφίεται στα μέλη της κάθε κοινότητας να αποφασίσουν τη
μορφή που θα δώσουν στο χώρο τους και στα τεκταινόμενα εκεί. Το μόνο κριτήριο
είναι η διάνοιξη. Αυτός είναι και ο λόγος που κάποιοι τέτοιοι χώροι μπορεί να
χρειάζονται, εφόσον συνδράμουν στο να συναντιούνται οι άνθρωποι ως προς Αυτό,
να κοινωνού το άφατό του. Ένας τέτοιος χώρος μπορεί να έδινε λύση και στο θέμα
των τελετών γέννησης (βάπτισης) και θανάτου (κηδείας), που πολλοί
αντιμετωπίζουμε καθώς ούτε οι υπάρχουσες εκκλησίες ούτε τα δημοτικά γραφεία
τελετών μας εκφράζουν. Μάλιστα, η πρώτοι «χώροι υπέρβασης» θα μπορούσαν να
γίνουν με αφορμή αυτές τις τελετές. ]
Αυτά που προτείνουμε πιο πάνω, για
τις τέχνες, τις γιορτές, τους χώρους εκκλησιασμού, είναι καθαρά ενδεικτικά για
το τι θα μπορούσε να τροποποιηθεί σε κάποιες κοινωνικές εκδηλώσεις, ώστε το
θέμα της διάνοιξης να τίθεται δημόσια και όχι μόνο ιδιωτικά. Θα μπορούσαν να
βρεθούν άλλοι τρόποι, εφόσον οι άνθρωποι, βέβαια, κρίνουν ότι τις
χρειάζονται.
Θα μπορούσε οι άνθρωποι να κρίνουν
ότι αρκεί η προσωπική τους διάνοιξη, που θα την προσεγγίζουν με το δικό τους
τρόπο, ιδιωτικά, χωρίς να ασχοληθούν περαιτέρω με τη γενική θεωρία της και την
ευρύτερη πραγματοποίησή της. Θα μπορούσε επίσης να μην ενδιαφερθούν για κανενός
είδους διάνοιξη, προσωπική ή κοινωνικοπολιτική, ούτε όπως προτείνεται εδώ, ούτε
αλλιώς.
Θα υπάρχουν βέβαια πάντα κάποιοι
που θα αναζητούν το δρόμο προς το άφατο, αφού είναι μέρος της φύσης μας η
ερωτηματική μας αναφορά μας σε Αυτό (όπως και να το πούμε). Αυτοί μπορεί
να είναι λίγοι και να μην μπορούν να επηρεάσουν τις γενικότερες εξελίξεις.
Ακόμα όμως και να μπορούσαν, η πορεία του ανθρώπου πιθανόν να είναι ήδη
προδιαγεγραμμένη.
Η επεκτατικότητα και ο
ανταγωνισμός που έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια ανάπτυξη ωθούν το οικοσύστημα
στα όριά του έτσι που δεν αποκλείεται να καταρρεύσει, παρασύροντας και ένα
μέρος της ανθρωπότητας στην καταστροφή. Μια έγκαιρη στροφή - στην οποία θα
συνέβαλε η διάνοιξη -, θα μπορούσε πιθανόν να μειώσει τον κίνδυνο ή να
περιορίσει το μέγεθος της καταστροφής. Όσοι αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα
της στροφής, οφείλουν να την προσπαθήσουν, αν και δεν είναι σίγουρο το
αποτέλεσμα.
Το μέλλον είναι πάντα
αβέβαιο. Η επαναφορά μας στο παρόν,
μέσω της διάνοιξής μας στο άφατο, συνεπάγεται, από τη μία, την ελαχιστοποίηση
της επεκτατικής μας ανάπτυξης (που αν συνεχιστεί θα φέρει την καταστροφή), και,
από την άλλη, τη μεγιστοποίηση της βιωματικής απόλαυσης της ίδιας της ζωής μας,
ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στο μέλλον.
Αυτό που θέλουμε όλοι είναι να
νιώθουμε καλά. Με οδηγό αυτή την απλή αρχή [the feeling-good principle]
μπορούμε να αποφασίσουμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε διασπασμένοι και αγχωμένοι,
μέσα στον επεκτατικό ανταγωνισμό ή να συνδεθούμε μέσα από τη κοινή μας
ερωτηματική αναφορά σε Αυτό, το πέρα από εμάς, με απώτατο συμπέρασμα τη
διάνοιξή μας στο άφατο – τη σιωπή.
Γ’
ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ
στη Θεωρία και στην Πράξη
ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ, στη Θεωρία
η Αρχή
Συνοπτική παρουσίαση της Αρχής
Όλα τα νοήματα χάνουν το νόημά τους στην προοπτική του
θανάτου, κι αφού τίποτα δεν φαίνεται να έχει νόημα τελικά, το μόνο που μοιάζει
να έχει νόημα είναι να περνάμε καλά (κι αν γελάμε, ακόμα καλύτερα).
Σκέψεις περί της Αρχής
Βλέπω παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες συγγενικών μου
προσώπων. Στιγμές ζωής από το παρελθόν. Οι περισσότεροι έχουν πεθάνει. Σκέφτομαι ότι αυτό που θα "δικαίωνε" τις
ζωές τους θα ήταν να τις είχαν γλεντήσει όσο μπορούσαν, να είχαν διασκεδάσει
όσο γίνεται, να είχαν χαρεί το παραμικρό.
Το ίδιο σκέφτομαι για μένα ως μελλοθάνατο, με τη σειρά
μου. Μπορεί το ίδιο να σκέφτονται όλοι. Είναι αυτό που λέμε «τι μένει από τη
ζωή». Όσα χρόνια κι αν έχεις ζήσει, όσα κι αν έχεις καταφέρει, όσα κι αν έχεις
αφήσει πίσω σου, δεν μετρούν, αν δεν έχεις χαρεί τη ζωή σου. Η χαρά της ζωής
είναι που γεμίζει τις μέρες σου πάνω στη γη, για να φύγεις πλήρης από αυτήν,
ανεξάρτητα πόσα χρόνια έζησες. Αυτή θα έπρεπε να είναι το μέτρο ευδαιμονίας του
καθένα. Ανάλογα με πόσες μέρες είχε γεμάτες από τη χαρά της ζωής, ανάλογα να
μακαρίζεται. Αντ’ αυτού μετράμε πόση περιουσία έκανε, πόσους απογόνους άφησε
(ανεξάρτητα, δυστυχισμένους ή ευτυχισμένους), τι κατάφερε με τη δουλειά του,
πόση αναγνώριση κέρδισε, πόσο διάσημος έγινε, τι δύναμη συγκέντρωσε, πόσους
μάζεψε στην κηδεία του, κλπ.
Εισάγουμε εξωτερικά, ποσοτικά και μετρήσιμα κριτήρια
αξιολόγησης της ζωής των ανθρώπων, ενώ η ζωή η ίδια είναι κάτι φευγαλέο. Κανείς
δεν μπόρεσε να ιδιοποιηθεί τη ζωή και να τη βάλει στην τσέπη του, να κλείσει το
χρόνο στο πορτοφόλι του και να τον σταματήσει να τρέχει, επειδή ήταν πλούσιος
ή ισχυρός. Ναι μεν η ισχύς είναι σημαντική – και για αυτό εκτιμάται τόσο
– αλλά είναι ασήμαντη, αν δεν συντελεί στην ευδαιμονία. Χωρίς αυτή δεν έχουν
νόημα τα αποκτήματά μας και τα τρόπαια ισχύος. Προφανώς οι άνθρωποι το ξέρουν
αυτό. Δεν είναι ανόητοι, να μην το αντιλαμβάνονται. Τι τους κάνει, τότε, να το
αγνοούν, ενώ το γνωρίζουν;
Ανάγκη υπενθύμισης
Tο κυνήγι απόκτησης των μέσων επιβίωσης και τρόπων
υπερίσχυσης, όσο κι αν είναι θεμιτό ή και αναγκαίο ως ένα βαθμό, παρασέρνει τον
άνθρωπο συχνά και γίνεται αυτοσκοπός έτσι που ξεχνάει τον σκοπό της ευδαιμονίας,
μέχρι που ο θάνατος θα του τον θυμίσει. Εδώ είναι ακριβώς που χρειάζεται η
έγκαιρη υπενθύμιση του μόνου νοήμονος σκοπού ενώπιον του θανάτου: να περνάμε
καλά.
Την υπενθύμιση της ματαιότητας των «επίγειων» την
έκαναν συστηματικά οι θρησκείες, αλλά είχαν σαν κύριο σκοπό να
συνετίσουν τους ανθρώπους με την επίκληση των αθάνατων θεών και τις ουράνιας
βασιλείας τους. Οι θεοί επιβλέπουν από ψηλά τις θνητές υπάρξεις των ανθρώπων,
και, κατά περίπτωση, τους ανταμείβουν ή τιμωρούν «μετά θάνατον». Μπορεί η
υποταγή στον «θείο νόμο» των θρησκειών (ελλείψει άλλου) να ήταν αναγκαία για
την εξέλιξη των προϊστορικών ανθρώπων, αφού τους πειθάρχησε και τους οργάνωσε
σε μεγάλες κοινωνίες. Οι οργανωμένες θρησκείες μπορεί να ήταν κάτι πρωτοποριακό
στην εποχή τους. Όμως, η ίδια η εξέλιξη του ανθρώπου τις ξεπέρασε.
Οι μυθολογικές κατασκευές των θρησκειών κατέρρευσαν
από τη φιλοσοφική κριτική (που ξεκίνησε στην Αρχαία Ελλάδα) και από την
επιστήμη, που πήρε τη σκυτάλη. Τη θέση των θρησκειών πήραν διάφορες κοσμοθεωρίες,
είτε κοσμικής λύτρωσης (ουμανισμός, κομμουνισμός), είτε τεχνοκρατικής
(φουτουρισμός, υλισμός) είτε άλλου είδους, για να υπερκεραστούν όλες από τον
καπιταλισμό (την ιδεολογία της αγοράς και του χρήματος).
Ο καπιταλισμός προσγείωσε τα
συλλογικά αφηγήματα και τις ουτοπίες με τη δύναμη του χρήματος. Η επιτυχία του
οφείλεται στην πρακτικότητά του. Όλες οι συζητήσεις απλουστεύονται στο χρήμα.
Όμως το χρήμα δεν είναι παρά ένα μέσο. Όταν γίνεται αυτοσκοπός, ωθεί τον
άνθρωπο στο κυνήγι της απόκτησής του έτσι που ξεχνάει τον πραγματικό σκοπό.
Παρασύρεται και τρέχει. Τρέχει ασταμάτητα, αφού τρέχουν όλοι, και φοβάται ότι
θα τον περάσουν. Αυτή η τρεχάλα εξαντλεί τόσο τον άνθρωπο (με το διαρκές άγχος
και τις ψυχοσωματικές του συνέπειες) όσο και τη φύση (με την υπερ-εκμετάλλευσή
της).
Έγιναν και γίνονται προσπάθειες ελέγχου του ξέφρενου
καπιταλισμού (σοσιαλδημοκρατικές, οικολογικές, ουμανιστικές, κλπ.), υπήρξαν και
υπάρχουν κινήματα αμφισβήτησής τους του (είτε προοδευτικά, είτε οπισθοδρομικά)
ή και ανατροπής του (είτε ακροαριστερά, είτε ακροδεξιά), αλλά αυτός έχει
καταφέρει να εξαπλωθεί παγκοσμίως, με τροποποιήσεις και προσαρμογές ανάλογα με τις
συνθήκες, ενώ, έχει παράγει ακόμη και υβριδικές μορφές όπως τον «κομμουνιστικό»
καπιταλισμό της Κίνας.
Η αντι-καπιταλιστική κριτική συνέβαλε στις
τροποποιήσεις του επικρατούντος συστήματος, χωρίς να καταφέρει, όμως, να
αλλάξει τη στόχευσή του στο χρήμα, η οποία και επιβλήθηκε με την πρακτικότητά
της παγκοσμίως. Η κριτική φάνηκε να εξαντλείται σε επιφαινόμενα, χάνοντας την
ουσία. Πιθανόν, διότι δεν την αναρωτήθηκε επαρκώς η ίδια και δεν την έθεσε
συνειδητά σαν στόχο της. Το ουσιώδες ερώτημα που θα έπρεπε να τεθεί είναι σε
τι αποσκοπεί ακριβώς το χρήμα, αν όχι στο να-περνάμε-καλά.
Αυτό το πολύ απλό και ριζικό ερώτημα πρέπει να τίθεται
μάλιστα καθημερινά, έτσι που να ρυθμίσει την καθημερινότητά μας. Η μόνιμη
υπενθύμισή του και ο συνειδητός καθορισμός του σαν Αρχή μας, μπορεί να βοηθήσει
στην μεγιστοποίηση της απόλαυσης της ζωής και στην ελαχιστοποίηση της μη-αναγκαίας
δυστυχίας: των περιττών ανταγωνισμών και των (αυτο)καταστροφών που προκαλούμε
από την πλεονεξία.
Τι εννοούμε ως Αρχή
Με τη λέξη Αρχή (με το Α κεφαλαίο) εννοούμε τη
θεμελιώδη κανονιστική αρχή που μπορούμε να υιοθετήσουμε ως ρυθμιστή των πράξεών
μας και ως οδηγό των κινήσεών μας στη ζωή.
Η πρόταση «να περνάμε καλά» θα μπορούσε να αναχθεί σε
μια τέτοια αρχή, καθότι δεν υπάρχει κάτι άλλο πέραν αυτής που μπορούμε να πούμε
ενώπιον του θανάτου μας. Είναι η καταληκτική σκέψη, η οριστική και οριακή, που
μπορεί να ορίσει όλα τα άλλα στη ζωή μας κατόπιν αυτής, ήτοι, να γίνει η
Αρχή τους.
Είναι η σκέψη που προκύπτει αυθόρμητα στο μυαλό μας
μπρος στο φάσμα του τέλους της ζωής κι έτσι μπορεί να υιοθετηθεί από όσους
καταλήγουν σε αυτή. Όσοι πιστεύουν σε κάποια μετα-θάνατο ζωή, μπορεί να
έχουν κάτι άλλο υπόψιν, αλλά δεν θα διαφωνήσουν στο «να περνάνε καλά», (εκτός
αν θέλουν να περνάνε κακά, από κάποια διαστροφή, αλλά, τότε το κακό θα ήταν για
αυτούς το καλό, και έτσι η αρχή «να περνάμε καλά» θα συνέχιζε να ισχύει,
αντεστραμμένη). Εφόσον αυτή αποτελεί μια καταληκτική αρχή για τους πάντες, θα
μπορούσε να υιοθετηθεί συλλογικά και να αποκτήσει ένα κανονιστικό ρόλο μεταξύ
μας.
Η γενικότητα της Αρχής
Κατά πόσο το «Να Περνάμε Καλά» ευσταθεί σαν Αρχή αν
εξεταστεί στη διαχρονική της ισχύ, πέρα από τις μικρές μας, ατομικές ζωές;
Ισχύει το ίδιο για την ανθρωπότητα στην εξέλιξή της, ώστε να την υιοθετήσουμε
ως οικουμενική Αρχή;
Ας σκεφτούμε τους απογόνους μας. Μήπως πρέπει να
υποφέρουμε εμείς για να περάσουν καλά αυτοί, όπως υπέφεραν και οι πρόγονοί μας
για εμάς (υποτίθεται); Ή, ακόμα πιο πλατιά, μήπως πρέπει να σκεπτόμαστε την
ανθρωπότητα ως σύνολο ή και τη φύση σαν υπερ-σύνολο, πριν διακηρύξουμε
μια τέτοια αρχή (που φαντάζει ατομικιστική) ως γενική;
Εάν απαρνηθούμε την αρχή «Να Περνάμε Καλά» για χάρη
των απογόνων μας ή όλων των ανθρώπων (σαν είδος) ή όλων των ειδών της φύσης
(σαν γένος), αυτό δεν κάνει την αρχή λιγότερο ισχυρή. Ίσα ίσα την κάνει
πανίσχυρη, αφού φτάνουμε στο σημείο αυτοθυσίας για «να περνάνε καλά» οι άλλοι
(γενικά). Θα ήταν μάλλον προτιμότερο να αποδεχτούμε τη γενικότητά της και
να τη μοιραστούμε ώστε να συμπεριλαμβάνει τους πάντες (τόσο εμάς όσο και τους
κατόπιν ημών), και έτσι να απολαύσουμε από κοινού τη ζωή με όλους, αντί
να τη στερηθούμε για αυτούς.
Ο πληθυντικός αριθμός στο «περνά-με» (κι όχι
«περνά-ω») τονίζει τη γενικότητα της Αρχής. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι αφορά μόνο τον ίδιο, σαν
να πρόκειται να πεθάνει μόνο αυτός (και οι άλλοι όχι) ή σαν ο θάνατός του να
είναι πιο θανάσιμος από τους άλλους, οπότε και η ζωή του να δικαιούται
περισσότερη απόλαυση.
Η γενικότητα της Αρχής συνεπάγεται την
οικουμενικότητα και την καθολικότητά της. Ο πληθυντικός αριθμός της συνδέει το
«εγώ» με το «εμείς». Όλοι εμείς οι ζωντανοί, καλούμαστε μέσω αυτής, να
μοιραστούμε την απόλαυση της ζωής, όσο την έχουμε.
Μπορούμε, βέβαια, να αρνηθούμε την απολαυστικότητα
αυτής της Αρχής (ως ηδονοθηρικής, υποτίθεται) και να υιοθετήσουμε μιαν άλλη,
λιγότερο απολαυστική και περισσότερο κοπιαστική ή πιο χρηστική. Κάποια αρχή, ας
πούμε, που αξιολογεί τη ζωή μας βάσει της χρησιμότητάς της σε κάτι ή την
αποτιμά ανάλογα με το έργο που παράγει. Με μια τέτοια εργαλειοποίηση
της ζωής αυτή παύει να γίνεται αυτοσκοπός, αλλά μέσον. Μέσο όμως
σε τι, προς τι και για ποιόν. Υπάρχει κάτι που στο τέλος θα «κάνει ταμείο» και
θα πάρει μαζεμένα με τόκο, αυτά που εμείς στερηθήκαμε για αυτό, κι, αν ναι,
ποιο είναι; Αν είναι οι άλλοι άνθρωποι, μετά από εμάς, δεν πρέπει να ξεχνάμε
ότι θα πεθάνουν κι αυτοί, όπως και οι επόμενοι από αυτούς, οπότε δεν θα μείνει
τίποτε από τους κόπους ολονών μας.
Ταύτιση
Οι ανθρώπινες μορφές θα λάβουν ένα τέλος, κάποια
στιγμή, όπως είχαν μια αρχή. Όλες οι μορφές που προέκυψαν από το συμπαντικό
γίγνεσθαι εμφανίστηκαν μέσα στον χρόνο και θα φύγουν με τον χρόνο. Μόνο το ίδιο
το Γίγνεσθαι διαρκεί όσο ο Χρόνος, διότι ταυτίζεται με αυτόν. Ο χρόνος, ο χώρος
και όλες οι διαστάσεις του Κόσμου εμφανίστηκαν με το γίγνεσθαί του. Δεν
ξέρουμε τι υπήρχε πριν αυτό ούτε θα μάθουμε ποτέ αν υπάρχει κάτι μετά.
Η ίδια η ύπαρξή μας είναι ένα φαινόμενο ακατάληπτο από
εμάς. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον λόγο της, ούτε σε τι εξυπηρετεί, για να
τον υπηρετήσουμε, καθώς είναι αδύνατον να δούμε πέρα από τα πεπερασμένα χρονικά
της όρια για να συλλάβουμε το ρόλο που παίζει – αν παίζει – στο έργο του
συμπαντικού γίγνεσθαι.
Όλα αυτά που κάνουμε δεν ξέρουμε τι νόημα μπορεί να
έχουν αφού δεν θα υπάρχουμε μετά από αυτά για να διαπιστώσουμε τη σημασία τους.
Ο χρόνος ύπαρξής μας και τα έργα μας ταυτίζονται.
Δεν έχει νόημα να προσδοκούμε κάτι από τους κόπους
μας, αφού δεν θα υπάρχουμε πέραν αυτών για να καρπωθούμε το αποτέλεσμά
τους. Το μόνο που θα είχε νόημα, μέσα σε αυτή την αδυναμία ορισμού
κάποιου απώτερου νοήματος, θα ήταν να εργαζόμαστε για να ζούμε, ταυτίζοντας
έργο και ζωή.
Η υποθήκευση της ζωής μας δεν έχει κανένα νόημα, σε
όποια χρονική διάσταση και να το εξετάσουμε. Το μόνο που απομένει είναι η
απόλαυσή της.
Αναφορά στο πέρα από εμάς
Η επιστροφή στο τώρα και στην απόλαυσή του, δεν
σημαίνει απαραίτητα ότι το πέρασμα του χρόνου εις το διηνεκές, το πριν και το
μετά του, η αρχή και το τέλος του (αν υπάρχουν) και άλλα τέτοια μεγάλα
ερωτήματα παύουν να μας απασχολούν.
Η ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με την αρχή και το
τέλος του Κόσμου, να βρει το Νόημα των νοημάτων, τον Λόγο όλων των λόγων είναι
φυσική του ροπή, που προκύπτει εγγενώς από τη νόησή του, που αναζητεί την αιτία
και το αποτέλεσμα των πραγμάτων.
Η ανθρώπινη νόηση δεν θα παύσει ποτέ να τείνει στην
εξερεύνηση του Όλου, προσπαθώντας να βρει το αρχικό αίτιο και το ύστατο
αιτιατό, στο οποίο οφείλει και η ίδια την ύπαρξή της.
Ο άνθρωπος θα αναζητεί πάντα τη σύνδεση με αυτό που
τον ξεπερνά και τον καθορίζει. Μόνο που αυτό που τον ξεπερνά, ξεπερνάει και τη
νόησή του. Δεν μπορεί να πει κάτι για «αυτό», να βρει λέξεις που να το περιγράφουν,
να διαμορφώσει μια στέρεη, θετική σκέψη και να αποδώσει κάποιο απτό νόημα στο
ασύλληπτο «αυτού». Αυτό πάντα θα ξεγλιστράει, γιατί δεν χωράει στο νου του.
Μπορεί, βέβαια, να φτιάξει φαντασίες (όπως έκανε με
τις μυθολογίες και τις θρησκείες) ή να φιλοσοφήσει, με έννοιες καθαρά
αφαιρετικές, κάνοντας υποθέσεις περί αυτού. Εφόσον μένει στο καθαρά
υποθετικό πεδίο, με αφηρημένες αναφορές σε Αυτό, χωρίς να Του αποδίδει κάποια
θετικά γνωρίσματα, τότε μένει κοντά Του, ανοικτός πάντα στην απεραντοσύνη Του.
Ο καθαρά υποθετικός λόγος περί Αυτού ανοίγει τη νόηση
στο ασύλληπτο Όλον, τη διανοίγει στο άφατο του και την οδηγεί στην κατανυκτική
σιωπή που του αναλογεί.
Όμως, δεν μπορούμε να ζούμε μες στη σιωπή ούτε να
πορευόμαστε με διαρκή πνευματική κατάνυξη. Χρειαζόμαστε και τον θετικό,
συγκεκριμένο λόγο σαν οδηγό μας σε αυτήν εδώ τη γη. Η αναφορά μας στο
πέρα από εμάς, μπορεί να μας βγάζει από τις μικρονοϊκές μας εμμονές και τις
περιορισμένες μας αντιλήψεις, υποβάλλοντάς μας τη σιωπή, αλλά υπάρχουμε κι
εμείς, σαν σάρκα, στην καθημερινότητά μας. Τι έχουμε να πούμε για εμάς;
Εάν θέλουμε κάποιο απτό νόημα για τις ζωές μας, που
φυλλορροούν στο πέρασμα του χρόνου, το μόνο θετικό που μπορούμε να πούμε είναι
να περνάμε καλά.
Όλα τα άλλα άγνωστα και σιωπή. Εφόσον πράττουμε ως
προς αυτό, ταυτίζοντας έργο και ζωή, ανταποκρινόμαστε στη θετική (φυσική)
διάσταση της ύπαρξής μας και μένει η υποθετική (μεταφυσική). Αυτές οι δύο είναι
συμπληρωματικές, με τον θετικό λόγο για εμάς να συμπληρώνεται με τον υποθετικό
λόγο περί Αυτού.
Η ολοκλήρωσή μας χρειάζεται και τη μεταφυσική
συμπλήρωσή μας μέσω του καθαρά υποθετικού (θεωρητικού και αφαιρετικού) λόγου,
που μας διανοίγει στο άφατο και στη σιωπή. Όμως, ως προς τα δικά μας πράγματα,
αυτό που μπορούμε να πούμε πρακτικά και θετικά είναι «να περνάμε καλά».
Η συμπληρωματικότητα απαραίτητη για να περνάμε καλά
Όπως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη μεταφυσική μας
πλευρά για να περνάμε εμείς καλά αδιαφορώντας για το Όλον (γιατί έτσι θα
νιώθαμε λειψοί), έτσι δεν μπορούμε να αγνοούμε και τους άλλους (και τα άλλα),
για να περνάμε καλά αδιαφορώντας για αυτούς (και αυτά).
Κατ’ αρχήν είναι δύσκολο έως αδύνατον να περνάει
κανείς καλά μόνος, ξεκομμένος από τους άλλους (και τα άλλα). Πρώτον διότι τους
έχει ανάγκη και εξαρτιέται από αυτούς (και αυτά). Δεύτερον γιατί, και να μην
τους έχει ανάγκη, δεν μπορεί να χαρεί για πολύ μόνος. Το μοίρασμα είναι
μέρος της χαράς.
Ούτε γίνεται να μη νοιαζόμαστε για το μετά και το πριν
μας, επειδή θα πεθάνουμε. Η ζωή μας υπάρχει σαν συνέχεια. Είμαστε κομμάτι μιας
αλληλουχίας, που είναι αδύνατον να αγνοήσουμε διότι σε αυτήν οφείλεται η ύπαρξή
μας.
Η χαρά της ύπαρξης αφορά όλη την αλληλουχία της ζωής,
στο τώρα, στο πριν και στο μετά της. Δεν υφίσταται χωρίς αυτήν διότι είμαστε αναπόσπαστο
κομμάτι ενός Όλου, αποτελώντας απλά μια στιγμή του γίγνεσθαί Του.
Το «εγώ» μας είναι βέβαια κάτι ξεχωριστό. Αποτελεί μα
διακεκριμένη μονάδα του Όλου, μια διακριτή στιγμή του γίγνεσθαι. Υπάρχουμε σαν
πολλά ξεχωριστά «εγώ», όχι σαν ένα «εμείς» ομογενοποιημένο και αδιάφορο.
Χαιρόμαστε ή δυστυχούμε από μόνοι μας. Απλά, δεν μπορούμε να χαρούμε
ξεκομμένοι. Το ποια σύνδεση θα μας χαροποιήσει είναι δικό μας θέμα. Σίγουρα,
όμως, η όποια εκπλήρωσή μας συνεπάγεται τη συμπλήρωσή μας με ό,τι μας κάνει να
νιώθουμε πλήρεις. Η συμπληρωματικότητα είναι απαραίτητη για να περνάμε
καλά.
Πώς επιτυγχάνεται όμως αυτή η σύνδεση; Τι είναι αυτό
που ωθεί τα άτομα στην κίνηση της συμπλήρωσής τους;
Η διάθεση του πλεονάσματος
Η διάθεση του ενεργειακού πλεονάσματος των ατόμων σε γόνιμες συναντήσεις τα κινητοποιεί ευφορικά στην
κατεύθυνση της ολοκλήρωσής τους. Η μη-διάθεση του πλεονάσματος, απ’ την άλλη,
προκαλεί την α-διαθεσία της ψυχής (της ενωτικής και ζωτικής πνοής του Είναι),
αφού το άτομο, περιττό και ξεκομμένο, δυσφορεί με την αποξένωσή του από το
γίγνεσθαι.
Η χαρά της ζωής βρίσκεται στη σύνδεση και όχι στην
αποσύνδεση. Προφανώς μετράει με
τι συνδεόμαστε. Εφόσον αυτό ανταποκρίνεται στα ειλικρινή και βαθιά ζητούμενά
μας, τότε η σύνδεση μαζί του παράγει αισθήματα ευφορίας και μας ωθεί να την
καλλιεργήσουμε. Εάν όχι, μας είναι αδιάφορη ή ακόμη και εχθρική (αν τη νιώθουμε
σαν απειλή, οπότε την αποφεύγουμε).
Ο οδηγός της ψυχής
Για να συνδεθούμε προϋποθέτει να διαχωριστούμε, να
βρούμε το εγώ μας και τα ειλικρινή, βαθιά θέλω του, για να κινηθούμε και να
συναντηθούμε βάσει αυτών. Η διάκριση δεν είναι πάντα εύκολη. Συχνά κάνουμε
λάθη, είτε επηρεασμένοι από προκαταλήψεις και εντολές εξωτερικές είτε από δική
μας έλλειψη γνώσης και συνείδησης. Καθώς δεν υπάρχει κάποια απόλυτη αλήθεια
στην οποία να βασιστούμε (αφού μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το
απόλυτο), για να διακρίνουμε το σωστό, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να
αφουγκραστούμε τη ψυχή μας.
Η σύνθεση της βούλησης και της λογικής από τη ψυχή είναι αυτή που μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο
στην τροχιά της ολοκλήρωσής του, αποτρέποντάς τον από ό,τι τον εκτροχιάζει. Έτσι,
δεν πρέπει να φοβόμαστε ότι το να περνάμε καλά μπορεί να οδηγήσει σε
ατομικιστικό εκτροχιασμό της κοινωνίες μας, εφόσον ακούμε τη ψυχή μας.
Ως πεμπτουσία ενότητας, η ψυχή μπορεί να γίνει ο
οδηγός της συμπληρωματικότητας που μας αφορά πραγματικά, δείχνοντας μας το
δρόμο για αυτήν με το συναισθηματικό δίπολο της δυσφορίας και ευφορίας. Η δυσφορία μάς ωθεί να απομακρυνθούμε από κάτι.
Η ευφορία να ενωθούμε με αυτό.
Βάζοντας ψυχολογικά
κριτήρια στις επιλογές μας, με οδηγό το Να-Νιώθουμε-Καλά (the feeling-good principle) μπορούμε Να-Περνάμε-Καλά με
τρόπο που να μας εκπληρώνει. Ανάλογα, περνάμε καλά πραγματικά στον βαθμό που
νιώθουμε καλά. Το ένα συμπληρώνει το
άλλο!
Οι συμπληρωματικές αρχές του Να-Περνάμε-Καλά και Να-Νιώθουμε-Καλά.
Όταν περνάμε καλά νιώθουμε καλά. Το πρώτο είναι το
ενέργημα το δεύτερο είναι το αποτέλεσμα. Ως ενέργημα το Να-Περνάμε-Καλά
σχετίζεται με την πράξη και τής δίνει μια κατεύθυνση έτσι που το αποτέλεσμα να μας
κάνει να νιώθουμε καλά. Αποτελεί λοιπόν κατευθυντήρια Αρχή.
Από την άλλη, το κριτήριο για να περνάμε καλά είναι να
νιώθουμε καλά. Αν αυτά που κάνουμε για να περάσουμε καλά δεν έχουν αυτό το
αποτέλεσμα, τότε κάτι κάνουμε λάθος και πρέπει να διορθώσουμε. Έτσι, το
Να-Νιώθουμε-Καλά αποτελεί τη ρυθμιστική Αρχή.
Από τη ρυθμιστική αρχή προκύπτουν κανόνες και ηθικές
αξιολογήσεις, οι οποίες έχουν πρακτικές συνέπειες προφανώς. Από την
κατευθυντήρια αρχή προκύπτουν κανόνες κα πρακτικές αξιολογήσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται
στις ηθικές αξιολογήσεις, εφόσον αυτές οι δύο Αρχές βασίζονται η μία στην άλλη,
με τρόπο συμπληρωματικό.
Συμπληρωματικότητα θεωρίας και πράξης
Καθώς το Να-Περνάμε-Καλά σχετίζεται άμεσα με την πράξη,
ας δούμε τι συνεπάγεται επ’ αυτής, πώς τη συμπληρώνει και πώς συμπληρώνεται από
αυτήν.
ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ, στην Πράξη
προϋποθέσεις, προκύπτοντα και παρεπόμενα
Όσοι
θεωρητικολογούμε τείνουμε να αγνοούμε κάποιες απλές και βασικές προϋποθέσεις
πραγματοποίησης όσων προτείνουμε. Εγώ, ας πούμε, έχω καταλήξει ότι το μόνο που
έχει νόημα στη ζωή είναι «να περνάμε καλά» όσο ζούμε, γιατί μετά δεν έχει. Το
έχω συμπεράνει θεωρητικά και το έχω προτείνει ως Αρχή, πιο πάνω. Εφόσον το
συμμερίζονται και άλλοι θα μπορούσε να υιοθετηθεί ως κοινή μας Αρχή.
Η Αρχή αυτή μπορεί να χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση
και επεξεργασία για να θεμελιωθεί φιλοσοφικά και να επικυρωθεί από τους
ειδικούς. Πέρα όμως από τη φιλοσοφική θεμελίωσή της, συνεπάγεται κάποιες
προϋποθέσεις, επιφέρει κάποια προκύπτοντα και παράγει κάποια παρεπόμενα.
Το «να περνάμε καλά» ακούγεται σαν μια απλή – έως
απλοϊκή – επίκληση, αν δεν αναλυθεί στις ποικίλες συνεπαγωγές της. Αν αναλυθεί
διεξοδικά, τότε, από αυτή τη σκέτη φράση μπορεί να προκύψει μια ολόκληρη
βιβλιογραφία. Ας δούμε εδώ συνοπτικά τι συνεπάγεται αυτή η φράση στην πράξη.
Πότε συγκεκριμένα μπορούμε να περνάμε καλά και ποιες
οι βασικές προϋποθέσεις επίτευξης της ψυχικής ευφορίας που εισηγείται η εν λόγω
Αρχή;
Ι. ΥΓΕΙΑ ΠΡΩΤ’ ΑΠ’ ΟΛΑ
Όποιος υποφέρει από κάποια αρρώστια είναι δύσκολο να
περνά καλά, ακόμα κι αν του δίνουν ισχυρά παυσίπονα και δραστικά φάρμακα. Μέχρι
να επανέλθει η υγεία του θα υποφέρει πολύ ή λίγο, ανάλογα με την ασθένεια. Η
υγεία είναι πρώτη βασική προϋπόθεση, διότι αφορά το ίδιο μας το σώμα, τη βάση
της ύπαρξής μας.
Η προϋπόθεση της υγείας συνεπάγεται μια σειρά μέτρων:
Α. για
την τήρησή της
Β. για
τη θεραπεία των ασθενειών.
Α. ΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
Για την τήρηση της υγείας χρειάζεται καλή
φυσική κατάσταση, άρα κάλυψη των βασικών αναγκών του
ανθρώπου, ήτοι:
1. σωστή
διατροφή
2. καθαρός
αέρας και περιβάλλον
3. στέγη και ένδυση
(Η σωματική άσκηση είναι επιπλέον απαραίτητη για τους
καθιστικούς πληθυσμούς του αστικού τρόπου ζωής,
των γραφείων και των καναπέδων.)
Α1. Σωστή διατροφή
Η σωστή διατροφή δεν είναι καθόλου δεδομένη στις μέρες
μας.
α) Σε
άλλα μέρη πεινάνε και διψάνε,
β) Σε
άλλα τρέφονται με junk food και πίνουν ζαχαρωμένα ανθρακούχα.
Α1, α) Όπου
πεινάνε και διψάνε, προέχει η κάλυψη αυτής της στοιχειώδους ανάγκης
με υποστήριξη γηγενών λύσεων παραγωγής τροφής και πρόσληψης νερού.
Εάν αυτά δεν είναι αρκετά, θα πρέπει να συμπληρώνονται με την εισαγωγή
τους.
Θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται στους πληθυσμούς αυτών
των περιοχών να μετακινηθούν, εφόσον δυσκολεύεται η επιβίωσή τους. Η μετανάστευση είναι
η ενδεδειγμένη λύση όταν η παραγωγή και η εισαγωγή τροφής και νερού δεν μπορούν
να λύσουν το πρόβλημα επιβίωσης των ανθρώπων.
Ο έλεγχος των γεννήσεων είναι ακόμη
ένα ενδεδειγμένο μέτρο, εφόσον υπάρχει πρόβλημα ανεξέλεγκτων γεννήσεων σε
υποσιτιζόμενες περιοχές λόγω έλλειψης ενημέρωσης και προφυλακτικών μέσων.
Επειδή αυτές οι περιοχές πάσχουν συνήθως από πολέμους,
η παύση των πολέμων και η επικράτηση ειρήνης είναι απαραίτητη,
όχι μόνο για εξασφάλιση της υγείας αλλά και της ίδιας της ζωής.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Καθώς η πολεμικότητα είναι μια αρχέγονη μέθοδος
διεκδίκησης της τροφής από αντιπάλους είναι το πρώτο παρεπόμενο που καλούμαστε
να αντιμετωπίσουμε στη διερεύνηση του να-περνάμε-καλά ξεκινώντας από την πρώτη
προϋπόθεση της υγείας, τη διατροφή.
Η άρση της πολεμικότητας δεν αφορά μόνο τις ενεργά
εμπόλεμες περιοχές που λιμοκτονούν αλλά και τις εν δυνάμει πολεμικές, που είναι
όλες οι χώρες που συντηρούν στρατούς, σπαταλώντας τεράστια μέσα σε έναν τομέα
απειλητικό στο να-περνάμε-καλά. Αυτές θα πρέπει να αφοπλιστούν. Εκτός αν
θέλουμε να περνάμε μόνο κάποιοι καλά, όσοι έχουμε ισχυρούς στρατούς και οι
άλλοι ας υποφέρουν, ας πεθαίνουν ή ας σκοτώνονται (αν δεν τους σκοτώνουμε εμείς
οι ίδιοι, αυτοπροσώπως ή κατά παραγγελία μέσω των στρατών μας).
Εφόσον, όμως, το «να-περνάμε-καλά» αφορά τους πάντες
και όχι μόνο κάποιους, ο πόλεμος ή η απειλή του πολέμου με την παρουσία
των στρατών αντικρούεται με αυτή την αρχή, διότι δεν γίνεται να περνάνε
κάποιοι καλά εις βάρος άλλων.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ
Εδώ προκύπτει το πρόβλημα της καθολικότητας των αρχών
μας. Είτε αυτές αφορούν τους πάντες και έχουν καθολική ισχύ, οπότε καλούμαστε
να βρούμε έναν τρόπο εφαρμογής τους που συμπεριλαμβάνει τους πάντες (όπως
να-περνάμε-καλά στο σύνολο). Είτε αφορούν μόνον εμάς, οπότε τις χρησιμοποιούμε
κατά βούληση (όπως να περνάμε καλά εμείς, αδιαφορώντας για τους άλλους ή εναντίον
τους).
Μια αρχή που δεν είναι καθολική δεν είναι παρά ένα
θεωρητικό όπλο εναντίον των άλλων. Αποτελεί μέσο επιβολής μιας αυθαίρετης
άποψης εις βάρος του συνόλου. Είναι μέσο εξουσίας και τίποτε άλλο.
Η καθολικότητα δεν είναι υποχρεωτική. Μπορούμε να φερόμαστε
ατομικιστικά για τη δική μας μόνο καλοπέραση,
χωρίς να δίνουμε λογαριασμό. Να μη μιλάμε καθόλου, να μη θεωρητικολογούμε και
να εκμεταλλευόμαστε αδίστακτα τους άλλους, αν αυτό μας εξυπηρετεί. Όμως όταν
αναπτύσσουμε γενικές θεωρίες για τα ανθρώπινα, αυτό που συμπεραίνουμε πρέπει να
ισχύει για όλους. Αλλιώς είναι κάλπικο και πρόκειται για καθαρή απάτη,
για να κοροϊδεύουμε τους άλλους και να τους απομυζούμε.
Ούτε όμως η καθολικότητα συνεπάγεται ότι αναλαμβάνουμε
εμείς εργολαβικά να σώσουμε τους άλλους, να τους καθοδηγήσουμε στο σωστό και να
τους «ταΐζουμε στο στόμα», για να περνάμε όλοι καλά. Η καθολικότητα αυτού του
προτάγματος αφορά και αυτούς τους ίδιους, άρα πρέπει να το αναλάβουν προσωπικά,
να δώσουν τις δικές τους λύσεις και να δράσουν πρωτοβουλιακά για να περνάνε
καλά. Η σχέση ετεροκαθορισμού όπου κάποιοι ανώτεροι φροντίζουν
φιλανθρωπικά και φιλεύσπλαχνα κάποιους κατώτερους παραβιάζει την καθολικότητα.
Η καθολικότητα δεν συνάδει με την αφ’ υψηλού
φιλευσπλαχνία. Είναι άλλο η υποστήριξη κάποιων σε μια δύσκολη στιγμή και άλλο η
εργολαβική ανάληψη της σωτηρίας τους. Εάν αντιμετωπίζουν έκτακτες συνθήκες,
τότε ναι, πρέπει να βοηθάμε. Όπως θα πρέπει να μας βοηθούν και οι άλλοι, σε
ανάλογες περιπτώσεις.
Η αλληλεγγύη είναι σημαντικός παράγοντας
επίτευξης της καθολικότητας, όμως δεν μπορεί να είναι μονόπλευρη.
(Προφανώς, αυτό δεν ισχύει για άτομα σε κατάσταση αναπηρίας και μόνιμης
αδυναμίας, τα οποία χρειάζονται διαρκή υποστήριξη.)
Η καθολικότητα απαιτεί
τη διεθνή αλληλεγγύη και συνεργασία, όπου οι διάφορες χώρες ανταλλάσσουν τεχνογνωσία,
εμπειρίες και προϊόντα, για την επίτευξη του κοινού καλού.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ
Ποιοι θεσμοί όμως θα φροντίζουν για την τήρηση της
καθολικότητας, θα συντονίζουν τη διεθνή συνεργασία και αλληλεγγύη, θα ασχολούνται
με το κοινό καλό και θα επιμελούνται τα μέτρα επίτευξής του;
Τα εθνικά κράτη, με τους στρατούς και τις
διεκδικήσεις τους, είναι ακατάλληλα για αυτό το ρόλο. Θα πρέπει λοιπόν να
δημιουργηθούν οι κατάλληλοι παγκόσμιοι θεσμοί.
Προφανώς οι στρατοί θα πρέπει να καταργηθούν,
καθώς δεν συνάδουν με την παγκοσμιότητα. Το να δημιουργηθεί ένας παγκόσμιος
πολεμικός μηχανισμός θα ήταν περιττό, εκτός αν απειλούμαστε από εξωγήινους.
Αυτό που θα χρειαζόταν είναι ένας διεθνής μηχανισμός ασφαλείας –
κάτι σαν διεθνή αστυνομία – που θα προστάτευε τους πολίτες από κακόβουλες
πράξεις εγκληματικών στοιχείων.
Οι πόροι και τα μέσα που θα απελευθερωνόταν από την
κατάργηση των στρατών θα μπορούσαν να διατεθούν για την παγκόσμια
επίτευξη τού να-περνάμε-καλά, ξεκινώντας από
τα στοιχειώδη μέτρα τήρησης της υγείας: της σωστής διατροφής και του πόσιμου
νερού για όλους.
------------------------------------------------------------------------------------------------
[Παρέκβαση]
Βλέπουμε ότι από ένα απλό πρώτο μέτρο, αυτό για την
τήρηση της υγείας, προκύπτουν τόσα πολλά. Θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί η
παγκόσμια παραγωγική μηχανή για να τα επιτύχει και να έχουμε πλήρη απασχόληση
των πάντων για να-περνάμε-καλά. Αντ’ αυτού έχουμε άγονες αντεγκλήσεις,
πεισματικές γραφειοκρατίες και αδιέξοδους ανταγωνισμούς. Μόνο κάποια επιμέρους
σχέδια συγκράτησης της επιθετικότητας (τόσο μεταξύ των ανθρώπων, όσο και
εναντίον της φύσης) υπάρχουν από τους υφιστάμενους παγκόσμιους φορείς. Οι
μεγαλόπνοες ιδέες της δημιουργικής υπέρβασής των αδιεξόδων απουσιάζουν ή
θεωρούνται γραφικές.
Όσα προκύπτουν εδώ μπορεί να φαντάζουν
ουτοπικά, όμως αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητά τους. Διάφορα
ειρηνιστικά και διεθνιστικά κινήματα τα έθεσαν στο παρελθόν, αλλά τότε μπορεί
να ακουγόταν αφηρημένα και ιδεαλιστικά. Εδώ προκύπτουν «μαθηματικά» από το
να-περνάμε-καλά, εφόσον το αναπτύξουμε στις συνέπειές του. Εάν πραγματοποιηθούν
ή όχι, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ένας από τους πιο σημαντικούς
είναι ο χρόνος.
Η αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων χρειάζεται πολύ χρόνο,
ενώ, από την άλλη, ο χρόνος λιγοστεύει. Η επιθετικότητα εναντίον της φύσης
μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση του οικοσυστήματος και να προκαλέσει
παγκόσμιες αλλαγές, που θα συμβούν από την καταστροφή και όχι τη δημιουργία.
Είναι αμφίβολο αν οι άνθρωποι κινητοποιηθούν έγκαιρα.
Μπορεί όλα αυτά που αναφέρονται εδώ να αποδειχθούν μάταια, αλλά δεν μπορούμε να
μην τα πούμε, έστω κι αν αγνοηθούν.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
[Επιστροφή στις προϋποθέσεις και στο Α1 για σωστή
διατροφή ]
Α1,β). Για τη βελτίωση της διατροφής (μακριά από junk food) και της πόσης (μακριά από ζαχαρωμένα ανθρακούχα), προέχει η
ποιοτικο-ποίηση της παραγωγής τροφών και ποτών, με στροφή στις
οργανικές καλλιέργειες και στις φυσικές πρώτες ύλες, με χρήση υγιεινών
μεθόδων στην παρασκευή τους. Πέρα από ενημέρωση για τον υγιεινό τρόπο που
πρέπει να ακολουθούν οι καταναλωτές, χρειάζεται δραστική αλλαγή από την πλευρά
των παραγωγών και προμηθευτών.
Το μοντέλο της φτηνής και μαζικής παραγωγής
τροφών, με εκτεταμένη χρήση βλαβερών χημικών και γενετικών μεθόδων, είναι
πολλαπλά καταστροφικό. Ζημιώνει τόσο την υγεία των ανθρώπων όσο και των άλλων
ειδών, ενώ θέτει σε κίνδυνο το φυσικό περιβάλλον.
Το πώς θα συμβεί αυτό, ώστε η παραγωγή να
ανταποκρίνεται στη ζήτηση και οι τιμές να είναι προσιτές στους καταναλωτές,
αφορά πάλι ένα μακρόπνοο σχέδιο σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο
ισχύει και για όσα θα συναντήσουμε παρακάτω, οπότε δεν χρειάζεται να
επαναλαμβάνουμε το εύρος όσων προκύπτουν.
------------------------------------------------------------------------------------------
Εδώ τίθενται οι αναγκαιότητες, όπως προκύπτουν από την
ανάλυση του να-περνάμε-καλά στις βασικές του προϋποθέσεις. Η ανταπόκριση σε
αυτές εξαρτάται από την ενεργοποίηση των ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο, εφόσον
συμφωνούν στην καθολικότητα του αιτήματος. Εάν ενεργοποιηθούν, είναι σίγουρο
ότι θα βρουν λύσεις, αρκεί να προλάβουν το χρόνο που τρέχει.
------------------------------------------------------------------------------------------
Α2. Καθαρός αέρας και περιβάλλον
Ο μολυσμένος αέρας και το βρώμικο περιβάλλον από
σκουπίδια, ακαθαρσίες και λύματα κάθε είδους σε γη και θάλασσα είναι νοσογόνοι
παράγοντες, που απειλούν τη φυσική κατάσταση πολλών ανθρώπων και την ίδια τη
φύση.
Ακόμα ένα παγκόσμιο σχέδιο.
Α3. Στέγη και ένδυση
Η στέγη υπήρξε πάντα πολύ σημαντική για τον άνθρωπο,
όχι μόνο για λόγους προστασίας από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και σαν
εσωτερική του θεμελίωση - σαν βάση, έδρα, εστία, σπιτικό του. Αποτελεί για τους
περισσότερους ανθρώπους την πρώτη τους ευχή: ένα σπίτι που να ανταποκρίνεται
στον τρόπο που θα ήθελαν να ζήσουν. Αυτό καθιστά τη στέγη πολλαπλά σημαντική
για να-περνάμε-καλά.
Η ένδυση μπορεί να μην είναι απαραίτητη σε
κάποια κλίματα για προστασία από αυτά (αλλά να χρειάζεται για λόγους
αισθητικούς ή τελετουργικούς), όμως σε αρκετά κλίματα είναι επιβεβλημένη. Οι
άνθρωποι δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα κάλυψης αυτής της
ανάγκης, αν τη δίνουμε μόνο στη χρηστική της διάσταση. Όμως ακόμη και έτσι θα
ήταν προτιμότερη η χρήση φυσικών υλικών και δικαιότερων μεθόδων στην κατασκευή
των ρούχων. (Ισχύει ό,τι και στη φτηνή, μαζική διατροφή)
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ
Τόσο στη στέγη όσο και στην ένδυση τίθενται θέματα
αισθητικής και προσωπικής προτίμησης των ατόμων για το πώς θέλουν να
ντυθούν και πού να μείνουν, τα οποία δεν μπορούν να ομαδοποιηθούν. Αφορούν
τα άτομα και πρέπει να λυθούν από αυτά, για να περνάνε-καλά, χωρίς να
επιβαρύνουν τους άλλους. Αυτό δεν είναι πάντα δυνατό και γι’ αυτό
χρειάζονται κανόνες διαπραγμάτευσής των διεκδικήσεών τους και επίλυσης
των διαφορών τους.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Οι διαφορές ανάμεσα στα άτομα θα πρέπει να ρυθμίζονται
βάσει κοινά αποδεκτών κανόνων που να συμβάλλουν στην εξισορρόπηση των
ξεχωριστών δυναμικών τους και των προσωπικών τους προτιμήσεων, ώστε να
μη παραβιάζουν το μέτρο της ισορροπίας, αλλά ούτε να χάνουν τη δυναμική τους.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΥ
Όταν συζητάμε τις προϋποθέσεις να-περνάμε-καλά μιλάμε
για ένα αφηρημένο, γενικό υποκείμενο: εμάς. Εμείς, σε αυτή τη συζήτηση, είμαστε
όλοι οι άνθρωποι ή πρέπει να είμαστε, για να έχουν καθολική ισχύ τα
συμπεράσματά της. Εμείς όμως δεν είμαστε όλοι ένα. Υπάρχουν διαφορές
μεταξύ μας που ποικίλουν από το πρώτο ενικό «εγώ» ως το τρίτο πληθυντικό
«αυτοί». Οι διαφορές αυτές είναι σημαντικές για τη βιοποικιλότητα της ζωής και
για τη δική μας, ξεχωριστή ύπαρξη.
Όταν μιλάμε ως «εμείς» θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη
τις επιμέρους διαφορές μας ώστε τα γενικά συμπεράσματα να αφορούν μόνο το κοινό
μας πεδίο, αφήνοντας στα άτομα να δράσουν ελεύθερα στο προσωπικό. Χρειάζεται
ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό διότι η εισβολή του καθολικού σε πεδία που
δεν του ανήκουν οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Θα πρέπει να γίνεται σαφής
διαχωρισμός των θεμάτων που αφορούν το σύνολο (το καθολικό) και αυτών που
ανήκουν σε υποσύνολα ή άτομα, που θα πρέπει να τα αναλαμβάνουν ξεχωριστά.
Εδώ συζητάμε μόνο τις γενικές προϋποθέσεις
να-περνάμε-καλά, ορίζοντας αυτές που ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως. Πέραν
αυτών, ο καθένας έχει τις προσωπικές του ανάγκες και βλέψεις που εξειδικεύουν
το γενικό αίτημα και το κάνουν δικό του. Γι’ αυτές πρέπει να φροντίσει ο ίδιος
και το σύνολο να μην τον εμποδίζει, αντίθετα να τον υποστηρίζει ει δυνατόν,
εφόσον δεν κινείται εναντίον του.
Η σχέση ατόμου και συνόλου είναι συμπληρωματική, όταν
κοινός στόχος είναι το καθολικό να-περνάμε-καλά. Η σχέση συμπληρωματικότητας ανάμεσά
τους συντελεί ταυτόχρονα στη γενική και στην ατομική «καλοπέραση», εκεί που
αυτά συναντιούνται.
-----------------------------------------------------------------------------------
[Επιστροφή στις γενικές προϋποθέσεις Ι, της Υγείας]
Β. ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ
Η ιατρική επιστήμη κάνει θεαματικές προόδους,
αξιοποιώντας τα ευρήματα άλλων επιστημών και αφομοιώνοντας άμεσα τις τεχνολογικές
εξελίξεις, για τη δική της επιστημονική εξέλιξη.
Η επιστημονική εξέλιξη συμβάλει
ποικιλοτρόπως στα θέματα της υγείας και είναι σημαντική η στήριξή της, ακόμη
και αν δεν αποδίδει άμεσα οικονομικά οφέλη. Γι’ αυτό, η έρευνα θα
πρέπει να μην εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τις ιδιωτικές εταιρίες,
αλλά να διεξάγεται και ανεξάρτητα από αυτές.
Η ανεξαρτησία της Ιατρικής από επιχειρηματικά
συμφέροντα θα της επιτρέψει να διερευνήσει ελεύθερα και άλλους παράγοντες
υγείας, όπως τους ψυχοσωματικούς και τους περιβαλλοντικούς, οι οποίοι δεν είναι
εκμεταλλεύσιμοι εμπορικά.
Ειδικά, οι ψυχικές ασθένειες είναι
πιο σύνθετες από τις σωματικές και πρέπει να διερευνώνται πολύπλευρα. Πέρα από
αυτές που έχουν οργανική βάση, οι άλλες επηρεάζονται λίγο ως πολύ από τη σχέσεις
των ατόμων μεταξύ τους και με τον εαυτό τους.
Η αποξένωση των
ατόμων μεταξύ τους και με τον εαυτό τους προκαλεί την αντίδραση της ψυχής, που
δείχνει το πρόβλημα του διχαστικής ανάπτυξής μας. Βάζουμε εξωτερικούς στόχους
υλιστικής ανάπτυξης που μας απομακρύνουν από αυτό που ζητάει η ψυχή μας: να-νιώθει-καλά
και να-περνάμε-καλά.
Η σύνδεση της ανάπτυξης με το ευ ζην και το συλλογικό
καλό, θα συμβάλλει στη μείωση των ψυχοσωματικών ασθενειών.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ
Το σύνολο των υπηρεσιών υγείας, από τα νοσοκομεία και
τα ιατρεία ως τα ερευνητικά κέντρα και τα φαρμακεία φροντίζουν για την
εξασφάλιση του υπ’ αριθμόν ένα παράγοντα για να περνάμε καλά. Προφανώς θα
πρέπει να υποστηρίζονται και να χρηματοδοτούνται έτσι ώστε να αποδίδουν το
καλύτερο αποτέλεσμα. Αυτό πρέπει να είναι το κριτήριο.
Η ιατρική επιστήμη δεν έχει εφευρεθεί για να
θησαυρίζουν κάποιες εταιρίες (ασφαλιστικές, νοσοκομειακές, φαρμακευτικές, κλπ.)
ή μερικοί μεγαλο-γιατροί. Η κερδοσκοπική σχέση στο ιατρικό επάγγελμα είναι ξένη
με το αντικείμενό του και πρέπει να ελέγχεται. Όπως θα πρέπει και να
ανταμείβεται ικανοποιητικά η προσφορά του στο σύνολο, από το ίδιο το σύνολο.
Είτε αυτό το σύνολο εκπροσωπείται από το δημόσιο είτε από άλλους συλλογικούς
ασφαλιστικούς φορείς, θα πρέπει να φροντίζει για την κάλυψη της υγείας
όλων, ώστε κανείς που πάσχει να μην μένει αβοήθητος.
Το κριτήριο της οικουμενικότητας καθιστά την υγεία
δημόσιο αγαθό, καθώς αποτελεί την πρώτη
γενική προϋπόθεση της Αρχής μας.
Πέραν της δημόσιας υγείας, όσοι ιδιώτες έχουν ειδικές
απαιτήσεις, μπορούν προφανώς να πληρώνουν επιπλέον ή και να δημιουργούν τα δικά
τους παράλληλα συστήματα υγείας, χωρίς αυτό, όμως, να υποβαθμίζει την ποιότητα
των παρεχόμενων υπηρεσιών δημόσιας υγείας.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΓΥΡΑΝΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Δημόσια
Υγεία στον «αναπτυγμένο κόσμο» είναι ο μεγάλος αριθμός των ηλικιωμένων και
υπερήλικων που «επιβαρύνει» τις δαπάνες της, τόσο γιατί χρήζουν μεγαλύτερης
φροντίδας όσο και διότι δεν συμβάλλουν οικονομικά καθώς δεν εργάζονται. Σε
αυτές τις χώρες μιλάνε για γήρανση πληθυσμού και για κατάρρευση των
ασφαλιστικών συστημάτων, ενώ την ίδια στιγμή βάζουν φραγμούς στους νέους
μετανάστες, επιτείνοντας έτσι το αδιέξοδο. Προφανώς μια λύση θα ήταν οι
μετανάστες, αρκεί το μεταναστευτικό να διαχειριζόταν με τρόπο που να λύνει
περισσότερα προβλήματα από όσα πιθανόν να δημιουργεί. Εδώ προκύπτει ξανά το
ζητούμενο της παγκοσμιότητας, με άνοιγμα συνόρων (ελεγχόμενο, έστω) και
παγκόσμιους θεσμούς.
Μόνον η δημιουργική παγκοσμιοποίηση μπορεί να λύσει
οικουμενικά θέματα, όπως αυτό της Υγείας, αλλά και της γήρανσης κάποιων
πληθυσμών.
Αλλά και πάλι, κάποια στιγμή η ανθρωπότητα θα
έφτανε αναπόφευκτα στο όριο της γήρανσης, εκτός αν ερχόταν μετανάστες από
άλλους πλανήτες.
Εδώ πρέπει να συζητηθεί το γήρας καθαυτό: “Γέρος»
δεν σημαίνει απαραίτητα ανίκανος. Υπάρχουν πάρα πολλοί ηλικιωμένοι που
ενώ έχουν ακόμη ενέργεια να κάνουν πράγματα, κάθονται στα παγκάκια και
ταΐζουν - υπεράριθμα, επίσης – περιστέρια. Αυτό θα πρέπει με κάποιο τρόπο
να λυθεί. Σίγουρα όχι με εξαναγκασμό σε εργασία. Άλλωστε, η εργασία δεν πρέπει να
είναι εξαναγκασμός.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΕΡΓΑΣΙΑ
Η σχέση με την εργασία δεν πρέπει να είναι
εξαναγκασμένη ή καταναγκαστική (και ακόμη καλύτερα να μην είναι καν αναγκαστική). Η
σχέση εξαναγκασμού αντιβαίνει στην Αρχή «Να Περνάμε Καλά». Σύμφωνα με
αυτήν, θα έπρεπε οι άνθρωποι να εργάζονται για να διαθέσουν ελεύθερα το
ενεργειακό τους πλεόνασμα - το παραγωγικό τους δυναμικό ή δημιουργική τους
ενέργεια – στην παραγωγή έργου σύμφωνα με τα ταλέντα και τις ικανότητές τους,
τις τάσεις και την καλλιέργειά τους.
Παρόλα αυτά, είμαστε συχνά υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε
εξ’ ανάγκης όταν τα παραπάνω δεν αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες μας.
Η «αναγκαστική», δηλαδή, η «εξ ανάγκης» εργασία είναι
αναπόφευκτη σε αυτές τις περιπτώσεις. Εφόσον, όμως, συμβάλει πραγματικά στην κάλυψη
των αναγκών μας, ανοίγει το δρόμο στην απόλαυση, με την ταύτιση έργου και ζωής.
Αρκεί να τη συνδέουμε με αυτή.
Η εργασία στις διάφορες μορφές της, από την
αναγκαστική και εκτελεστική έως την ελεύθερη και δημιουργική, έχει νόημα εφόσον
συνδέεται με το μόνο που έχει νόημα: να περνάμε καλά. Σε καμία περίπτωση δεν
πρέπει να αποσυνδέεται από αυτό παίζοντας ρόλο εξαναγκασμού, καταπίεσης
και εκμετάλλευσης από ισχυρότερα άτομα, ομάδες ή τάξεις, για τη δική τους
αποσυνδεδεμένη καλοπέραση. Οι εξ ανάγκης εργαζόμενοι οφείλουν να αντιδράσουν
στην εκμετάλλευση τους από όσους έχουν τα μέσα να τους εκμεταλλευτούν για τον
δικό τους πλουτισμό.
[Το θέμα του πλούτου εισάγει τη δεύτερη προϋπόθεση
καλοπέρασης: τα λεφτά!]
ΙΙ. ΛΕΦΤΑ!
Μετά την υγεία, αυτό που συνήθως ακολουθεί στη σειρά
των προϋποθέσεων που θέτουν οι περισσότεροι για να περνάνε καλά είναι τα λεφτά.
Τα λεφτά υπόσχονται απελευθέρωση από την ανάγκη, ελευθερία επιλογών και
ικανοποίηση επιθυμιών.
Οι επιθυμίες δεν αφορούν πάντα την απόκτηση υλικών αγαθών.
Έχουν να κάνουν συχνά με τη διασκέδαση, τη ψυχαγωγία και τον πολιτισμό.
Οι άνθρωποι θέλουν να ταξιδεύουν, να πηγαίνουν σε
θέατρα και φεστιβάλ, σε συναυλίες και χορούς, να χαίρονται την Τέχνη
και την Ομορφιά (ανάλογα με τα γούστα τους, φυσικά), να κάνουν
εκδρομές στη φύση, σπορ και παιχνίδια. Όλα αυτά είναι σημαντικά στο να περνάμε
καλά, όμως απαιτούν κάποια λεφτά, έστω για να έχουμε τον ελεύθερο χρόνο που
χρειάζονται.
Γι’ αυτό, όλοι θέλουν τα λεφτά. Όμως, αυτά απαιτούν
κόπο για την απόκτησή τους. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον κόπο που
χρειάζονται, διότι αυτός είναι γενικά αποδεκτός από τους ανθρώπους ως εύλογη
προϋπόθεση για κάθε απόκτημα. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι κάποιοι αποκτούν
πολλά λεφτά χωρίς καθόλου κόπο (είτε κληρονομώντας τα, είτε υφαρπάζοντάς τα) ή
με ελάχιστο κόπο συγκριτικά με τους υπόλοιπους (με υπερτιμολόγηση των προϊόντων
και υπηρεσιών τους, που μπορούν να επιβάλουν από θέση ισχύος). Αυτό κλονίζει τη
σχέση κόπου και αποκτήματος, διαταράσσει την ισορροπία δούναι και λαβείν, και
εισάγει το στοιχείο της αδικίας, με συνέπεια διαρκείς εντάσεις και δυσφορία.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΔΙΚΑΙΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Η αδικία ενοχλεί καίρια την απόλαυση της ζωής και
είναι αντίθετη προς την Αρχή μας. Αυτό συνεπάγεται μια σειρά από ρυθμίσεις σχετικά με
τον πλούτο, που θα αποκαθιστούν τη σχέση κόπου και αποκτήματος στο μέτρο του
δικαίου. Αναφέρουμε κάποιες που προκύπτουν άμεσα:
- Κοινωνικοποίηση του
κληρονομημένου πλούτου, από ένα ποσό και μετά, καθώς οι κληρονόμοι
δικαιούνται βασικά στοιχεία της περιουσίας του εκλιπόντος, που είναι
συνδεδεμένα με τη ζωή τους (πχ. το οικογενειακό τους σπίτι ή το οικογενειακό
εξοχικό ή την οικογενειακή επιχείρηση, το μαγαζί, κλπ.) Επειδή δεν μπορεί να
ορίζεται κάθε φορά η προσωπική σχέση με τα κληροδοτήματα, μπορεί να ορίζεται ένα
εύλογο ποσόν το οποίο να περνάει στη δικαιοδοσία των κληρονόμων και από εκεί
και πέρα να αυξάνονται οι κρατήσεις (με φόρους ή αλλιώς) ώστε το υπόλοιπο να
αποδίδεται στο σύνολο, έτσι που να συμβάλει δημιουργικά και παραγωγικά στη
συλλογική απόλαυση. Ο εκλιπών μπορεί να ορίζει από μόνος του, στη διαθήκη του,
τον τρόπο που επιθυμεί να κοινωνικοποιηθεί ο πλεονάζων πλούτος του.
- Πάταξη της υφαρπαγής πλούτου, με
διαρκή έλεγχο της πηγής του («πόθεν έσχες») έτσι ώστε όποιο απόκτημα
δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως προϊόν κόπου, να κοινωνικοποιείται. Ο έλεγχος σε
συνθήκες παγκοσμιοποίησης, απαιτεί διεθνή συνεργασία και εξάλειψη
διάφορων φορολογικών «παραδείσων» απόκρυψης του υφαρπαγμένου πλούτου.
- Περιορισμός της αισχροκέρδειας, με
έλεγχο της αντιστοιχίας κόπου και αποκτήματος (ώστε να μην
επιτρέπονται υπερτιμολογήσεις ή εξαπατήσεις). Επειδή όμως δεν πρέπει να
οδηγηθούμε σε ολοκληρωτικές καταστάσεις καταπάτησης της ελευθερίας των
συναλλαγών με τον ασφυκτικό έλεγχό τους, μπορεί να ορισθεί ένα όριο πλουτισμού
πάνω από το οποίο θα αυξάνουν οι φόροι. Στον ορισμό του ποσού πρέπει να ληφθεί
υπόψιν η Αρχή μας, έτσι ώστε τα άτομα να μπορούν να χαρούν τα λεφτά που έβγαλαν
για να περνάνε καλά, αυτοί και οι δικοί τους. Τα λεφτά που πλεονάζουν και
θησαυρίζονται πρέπει να περνάνε στο σύνολο για να αξιοποιηθούν δημιουργικά και
παραγωγικά υπέρ της γενικής ευμάρειας. Ο φορολογημένος πρέπει να έχει μερίδιο
στη γενική χαρά, στην οποία συμβάλει με τους φόρους του και γι’ αυτό έχει
δικαίωμα ελέγχου της σωστής αξιοποίησής των. Αυτό σημαίνει διαύγεια
και έλεγχος και των ίδιων των οικονομικών αρχών. Ποιες όμως μπορεί να είναι
αυτές;
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Το μόνο πολίτευμα που ταιριάζει με την καθολικότητα
της Αρχής είναι η δημοκρατία, καθώς δίνει λόγο στον κάθε πολίτη ώστε να συναποφασίζει για τα
μέτρα εξασφάλισης της γενικής ευμάρειας. Τα δημοκρατικά εκλεγμένα όργανα
διακυβέρνησης και οι δημόσιες αρχές είναι υπόλογες στον πολίτη, αιρετές και
αναιρέσιμες όταν δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
Οποιαδήποτε μορφή παρεμπόδισης της συμμετοχής των πολιτών ή ελέγχου της ψήφου
τους (είτε με έλεγχο των μέσων επικοινωνίας είτε με απειλές και εξαγορές) ή
αλλοίωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων (είτε άμεσα, είτε έμμεσα, όπως με
εκλογικά συστήματα που παραβιάζουν την αναλογική εκπροσώπησή τους) αντιβαίνει
με τη δημοκρατία.
Η δημοκρατία είναι ένα ανοιχτό και για αυτό
ευάλωτο πολιτικό σύστημα, καθώς μπορεί να γίνει έρμαιο συρμών και παθών,
που μπορεί να παρασύρουν τα πλήθη σε εσφαλμένες επιλογές. Η κρίση της
πλειοψηφίας δεν είναι πάντοτε η σωστή, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά. Η σωστή
πολιτική επιλογή συνεπάγεται ευρύτερη νόηση του γενικού συμφέροντος που πολλοί
δεν διαθέτουν, καθώς κρίνουν στενόμυαλα, μέσα από τα μικροσυμφέροντά τους. Αυτό
είναι ένα από τα εγγενή προβλήματα της δημοκρατίας, αλλά η λύση δεν
μπορεί να είναι αντιδημοκρατική.
Καμία μειοψηφία δεν μπορεί να επικαλεστεί κάποια θεία επιφοίτηση
για να αναλάβει την εξουσία αυτή, παραβιάζοντας τις δημοκρατικές
διαδικασίες. Η όποια «πεφωτισμένη» μειοψηφία οφείλει να πείσει την
πλειοψηφία. Αν αποτύχει, θα υποστεί τις συνέπειες των λαθών μαζί με
τους πολλούς. Το καλό είναι ότι οι πολλοί μπορεί έτσι να μάθουν, κάτι το οποίο
δεν θα συνέβαινε σε αυταρχικά πολιτεύματα, διότι σε αυτά υπεύθυνος για τις
αποτυχίες θεωρείται ο άρχοντας και όχι ο λαός.
Η καθολικότητα της Αρχής μας συνεπάγεται επίσης τη
δημοκρατία ως παγκόσμιο πολίτευμα, όπου κάθε κάτοικος αυτής της γης να έχει
πλήρη δικαιώματα (και τις εξ αυτών υποχρεώσεις) στην παγκόσμια διακυβέρνηση.
Αυτό υποβάλλει η Αρχή τού να περνάμε όλοι καλά, και όχι μόνο κάποιοι. Ειδικά,
στις παρούσες συνθήκες παγκοσμιοποίησης, όπου η αλληλεξάρτηση των ανθρώπινων
δράσεων σε όλα τα πεδία είναι πλέον πραγματικότητα.
Το προκύπτον σύστημα διακυβέρνησης είναι μια παγκόσμια
δημοκρατική ομοσπονδία, (κάτι σαν Ηνωμένες Πολιτείες της Γης, όπου τα
σημερινά κράτη θα είναι οι αυριανές πολιτείες). Η δημοκρατικά εκλεγμένη
παγκόσμια κυβέρνηση θα έχει αρμοδιότητες μόνο σε θέματα διεθνή, αφήνοντας τα
εθνικά στις πολιτειακές κυβερνήσεις, τα δημοτικά στους δήμους και τα κοινοτικά
στις κοινότητες.
Σε όλα τα επίπεδα οι πολίτες
συμμετέχουν αναλόγως, εκλέγοντας τα κοινοτικά και δημοτικά τους συμβούλια, τις
εθνικές αντιπροσωπείες τους και τις διεθνείς. Το παγκόσμιο σύνταγμα θα
προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ανεξιθρησκία, την ελευθερία, τις
μειονότητες και όλα τα δημοκρατικά κεκτημένα, όπως τη διάκριση των εξουσιών, με
ένα παγκόσμιο ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο να είναι
υπεύθυνο για την τήρησή του.
ΙΙΙ. ΑΓΑΠΗ, ΦΙΛΙΑ, ΕΡΩΤΑΣ
Η απόλαυση της ζωής χρειάζεται την αγκαλιά του άλλου.
Είτε είναι των γονιών και των παιδιών (οικογενειακή αγάπη, θαλπωρή),
είτε των φίλων (φιλία), είτε των αγαπημένων και εραστών (ερωτική
αγάπη, σεξ).
Η μοναξιά, η αποξένωση και η αγαμία είναι παράγοντες δυστυχίας. Μπορεί να μας
συμβαίνουν περιοδικά, από κάποιες ατυχείς συγκυρίες, αλλά η εμμονή τους
σημαίνει κάποιο πρόβλημα. Το μόνιμο μπλοκάρισμα των διαύλων επαφής των ατόμων
και η οριστική αδυναμία οργανικής σύνδεσης τους με τους άλλους μαρτυρά
ανθρώπους τραυματισμένους συναισθηματικά, φοβισμένους κοινωνικά και
ευνουχισμένους ερωτικά.
Η πρώτη αιτία του προβλήματος - και η λύση του -
πρέπει να αναζητηθεί στην οικογένεια (στη φυσική ή στην
ανάδοχο ή σε οποιοδήποτε οικογενειακό σχήμα) όπου μεγαλώνει ένα παιδί. Εκεί
κοινωνικοποιείται αρχικά. Εάν εισπράττει αγάπη και κατανόηση είναι πολύ πιθανό
να τα επιστρέψει με τη σειρά του. Εάν η οικογένεια είναι ανοιχτή σε φίλους, το
παιδί θα μάθει τη φιλία. Εάν δεν ευνουχίζει τη σεξουαλικότητα του, θα γίνει
ερωτικό, με τον τρόπο του.
Η δεύτερη αιτία - και λύση - βρίσκεται στην κοινωνία:
Μία ανοιχτή κοινωνία που καλλιεργεί
την κοινωνικότητα και απομονώνει τις διχαστικές πρακτικές, που ενθαρρύνει την
ομαδικότητα και δεν προωθεί τον ανταγωνισμό, που αποδέχεται τον ερωτισμό και
δεν τον ενοχοποιεί, αυτή βοηθάει τα άτομα να υπερβούν τα εγώ τους για να
αγαπηθούν, να ερωτευθούν ή να γαμηθούν.
Οι κλειστές κοινωνίες (πατριαρχικές,
συντηρητικές, θρησκευτικές, «παραδοσιακές», κλπ.) αποδέχονται τα αισθήματα
αγάπης μόνο μέσα στα αυστηρά πλαίσια που θέτουν. Τα άτομα που υποτάσσονται,
αγκαλιάζονται. Τα ανυπότακτα τιμωρούνται, εξοστρακίζονται ή και λιθοβολούνται
για τα ερωτικά τους παραστρατήματα. Σ’ αυτές τις κοινωνίες η αγάπη
γίνεται όπλο υποταγής των ατόμων, διαστρέφοντας το ρόλο της. Η αγκαλιά της
είναι μια πνιγηρή λαβή, που καταπνίγει το άτομο. Ακυρώνει τον φορέα της
απόλαυσης, το υποκείμενο της χαράς, το «εγώ». Το αφανίζει για ένα επιβάλει το
«εμείς» της. Γίνεται, έτσι, ένα εξωτερικό κατασκεύασμα, θεαματικοποιημένο από
την «παράδοση», αλλά ψεύτικο. Ένα γλυκερό ντεκόρ γραφικής αγάπης, όπως τον
παλιό καλό καιρό, που κρύβει τη δυστυχία των ατόμων στα παρασκήνια.
Οι ατομικιστικές κοινωνίες (μοντέρνες,
σύγχρονες, «δυτικές», κλπ.), από την άλλη, υπερ-εξατομικεύουν και διχοτομούν
την αγάπη σε σημείο που το άτομο να ενδιαφέρεται μόνο για το εγώ του. Η
εμμονική ενασχόληση με το εγώ οδηγεί σε ρίξεις με τους άλλους κι έτσι
η κοινωνία γίνεται ένα πεδίο ανταγωνισμού αντί χώρος συνύπαρξης. Το εγώ καταλύει
το εμείς και οι αγκαλιές γίνονται χειραψίες κλεισίματος συμφωνιών, με
αμοιβαία καχυποψία. Κυριαρχούν υποχονδριακές, φοβικές και μανιοκαταθλιπτικές
καταστάσεις όπου τα άτομα ακροβατούν ανάμεσα στην επιδίωξη του κέρδους και στην
κατάθλιψη του κενού από την απουσία νοήματος σε όλα αυτά.
Ας αναρωτηθούμε ξανά για τις κοινωνίες μας κατά πόσο
συμβάλλουν στην μεταξύ μας οικειότητα κι ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε γι’
αυτό.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ενώ δεν μπορούμε - και δεν πρέπει - να υπεισέλθουμε
στους ιδιωτικούς χώρους των ατόμων για να τους πιέσουμε να συνδεθούν
συναισθηματικά, μπορούμε - και πρέπει – να κάνουμε τους δημόσιους χώρους μας
φιλόξενους των αισθημάτων μας και αγωγούς συναισθημάτων. Οι ιδιωτικές υποθέσεις
πρέπει να αφήνονται στους ιδιώτες και οι δημόσιες να εξυπηρετούν τους δημότες.
Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, ο δημόσιος χώρος να εξυπηρετεί τη συναισθηματική
αναγκαιότητα του ευ ζην;
Κατ’ αρχήν, η ύπαρξη του ίδιου του δημόσιου
χώρου είναι σημαντική και πρέπει να υποστηρίζεται. Αυτός επιτρέπει τη
συνάντηση, την παρέα και το φλερτ. Πλατείες, πάρκα, παραλίες, πολιτιστικά
κέντρα, χώροι εκδηλώσεων, κλπ., να είναι στη διάθεση του κοινού, ελεύθερα και
ανοιχτά. Ούτε πρέπει να καταλαμβάνονται από ιδιώτες (που θέλουν να τους
εκμεταλλευτούν ή να τους οικειοποιηθούν) ούτε να ελέγχονται από κομματικές ή
θρησκευτικές ή άλλες ομάδες (που θέλουν να επιβάλουν τον έλεγχό τους).
Η αισθητική του δημόσιου χώρου είναι επίσης σημαντική. Τα άσχημα, βρώμικα και
απειλητικά περιβάλλοντα φοβίζουν τα άτομα, τα θλίβουν και τα κάνουν
επιφυλακτικά. Τα όμορφα, καθαρά και φιλικά περιβάλλοντα χαροποιούν τα
άτομα και τα καθησυχάζουν, κάνοντάς τα να ανοιχτούν, να χαμογελάσουν στον άλλον
ή και να τον ερωτευτούν.
Οι τέχνες - από την αρχιτεκτονική ως τη μουσική, από το θέατρο ως τη
ζωγραφική, από τον χορό ως τη γλυπτική, κ. ά. – μπορούν να παίξουν καθοριστικό
ρόλο στην (συν)αισθη(μα)τικο-ποίηση του δημόσιου χώρου, όχι μόνο στη χωροταξική
του διάσταση, αλλά και στην ευρύτερη, ως τόπου συνάντησης και κοινωνίας.
Οι δημόσιες κοινωνικές εκδηλώσεις - γιορτές και χοροί, παιχνίδια και
φαντασμαγορίες - που διαπνέονται από την Αρχή μας, παράγουν ένα πνεύμα
ευφορίας, γόνιμο για παρέες και αγκαλιές, αξέχαστους έρωτες και δυνατές φιλίες.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ
Η ζωή, βέβαια, δεν είναι ένα συνεχές πανηγύρι, ούτε
όλα μπορούν να είναι ρόδινα, απλόχερα και δωρεάν. Υπάρχουν και οι αντιστάσεις.
Υπάρχει η αντίσταση της ύλης, που πρέπει
να δουλευτεί για να δώσει καρπούς. Αυτή χρειάζεται δουλειά. Η
δουλειά απαιτεί κόπο, αλλά χωρίς αυτόν δεν υπάρχουν καρποί. Εδώ παίζει ρόλο
η σύνδεση κόπου και καρποφορίας: όσο πιο απρόσκοπτη και άμεση,
εύφορη και αποτελεσματική είναι, τόσο μεγαλύτερη η απόλαυση που παράγει.
Υπάρχει η αντίσταση του εγώ, που θέλει τον δικό
του χώρο, διαγκωνίζοντας τα άλλα εγώ, όταν υπάρχει στενότητα. Αυτή ρυθμίζεται
με κανόνες συμβίωσης, που σέβονται τόσο την ανάγκη χώρου του εγώ,
όσο και την αναγκαιότητα του δημόσιου χώρου. Η ισορροπία ανάμεσα στο
«εγώ» και στο «εμείς» βρίσκεται στο αμοιβαίο συμφέρον τού να περνάνε
καλά όλοι χωρίς να ακυρώνουν το άτομο, ούτε, όμως, το άτομο να παραβιάζει τον
κοινό καλό.
Το άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο να δρα και να
επεκτείνεται σε περιοχές ιδιωτικής δικαιοδοσίας, σεβόμενο τις δημόσιες, τις
συλλογικές, αλλά και τις οικολογικές ισορροπίες (που πρέπει να προστατεύονται
κι αυτές από το Δημόσιο, καθώς τα ζώα και τα φυτά δεν μπορούν). Όποιος τις
παραβιάζει, θα πρέπει να περιορίζεται από τις αρχές τήρησης της τάξης.
Ακόμη, όμως, και αν καταφέρουμε να κρατάμε την τάξη
έτσι που να εξυπηρετεί το αμοιβαίο καλό, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να
τακτοποιήσουμε τα πάντα ώστε να ταιριάζουν αρμονικά όλοι με όλα. Πέρα από το
ότι υπάρχουν άτομα προβληματικά, που ρέπουν προς το κακό, υπάρχουν και άτομα
δυναμικά, που παραβιάζουν τις ισορροπίες προς τα μπρος, ωθούμενα από τη
δύναμη της εξέλιξης.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ
Η εξελικτική δυναμική σπρώχνει τα
άτομα να ανοιχτούν στο άγνωστο και να τολμήσουν το διαφορετικό, παραβιάζοντας
συχνά τις κοινωνικές συμφωνίες και ισορροπίες. Η διαφοροποίηση είναι βασικός
κανόνας του γίγνεσθαι που γεννά την ποικιλομορφία των ειδών, εξερευνώντας κάθε
πιθανότητα της ύπαρξης.
Στη δυναμική αυτήν οφείλεται και ένα μέρος του ανταγωνισμού,
αυτού που είναι θεμιτός και υγιής και όχι αθέμιτος και νοσηρός. Ο νοσηρός
ποντάρει στην καταστροφή του άλλου. Προέρχεται από ένα ελλιπές άτομο, ανίκανο
να αναπτυχθεί το ίδιο, που καταστρέφει το διπλανό του, για να οικειοποιηθεί το
χώρο του.
Ο «υγιής» ανταγωνισμός κινείται από
τη δύναμη της εξέλιξης, τη δημιουργική ανάγκη για εξερεύνηση δυνατοτήτων και
γέννηση νέων μορφών. Γι’ αυτό, ορμάει μπροστά και τρέχει να βρει πρώτος νέα
εδάφη για να φτιάξει εκεί το χώρο του. Είναι η ίδια η φόρα της ζωής, που σπάει
δεσμά και δεν υποτάσσεται σε συμβατικότητες. Μέρος αυτής της φόρας είναι και η
ερωτική ορμή.
Ο έρωτας δεν υπακούει εύκολα σε μηχανισμούς σωφρονισμού ούτε
ακολουθεί πιστά τα κελεύσματα οικουμενικότητας. Η καλοσυνάτη αγάπη δεν τού
είναι αρκετή και αντιδρά στον εγκλωβισμό του σε αγκαλιές συμπάθειας, εάν δεν
περιλαμβάνουν το ερωτικό πάθος. Ως πάθος δεν είναι πάντα διαχειρίσιμος,
ιδιαίτερα όταν δεν έχει ανταπόκριση. Τότε μπορεί να προκαλεί ταραχές. Η
ανταπόκριση τον εξομαλύνει, αλλά μέχρι να συμβεί το «τυχερό» να ταιριάξουν οι
ερωτευμένοι και να ζευγαρωθούν οι πόθοι, προκύπτουν κραδασμοί.
Φαίνεται ότι η εξελικτική δυναμική στις διάφορες
εκδηλώσεις της – από τον ανταγωνισμό ως τον έρωτα – προκαλεί ρήγματα στην
ομοθυμία τού «να-περνάμε-καλά», αλλά αυτό συμβαίνει μόνον ως προς τη
διαδικασία. Όχι ως προς τον σκοπό.
Ο σκοπός όλων - και των ερωτευμένων και των
ανταγωνιζόμενων - είναι η επίτευξη της γενικής Αρχής. Θέλουν να περνάνε κι
αυτοί καλά, με τρόπο που να τους αντιπροσωπεύει.
Ως εκ τούτου, η Αρχή στην εφαρμογή της πρέπει να
αναγνωρίσει την καλώς εννοούμενη ταραχή στις τάξεις της (την ζωτική και ερωτική
ταραχή, όχι την καταστροφική και κακόψυχη), και να συμπεριλάβει τη εξελικτική
δυναμική στις ισορροπίες που θέτει.
Τα μέτρα που καλούμαστε να πάρουμε υπέρ της Αρχής
πρέπει να είναι μέτρα συνδυασμού της δυναμικής και της ισορροπίας: μέτρα
δυναμικής ισορροπίας.
ΙV.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Έχουμε εξασφαλίσει την υγεία μας (I), έχουμε λεφτά για να περνάμε καλά (II), βρήκαμε την αγάπη μας (III), όλα καλά. Μόνο που δεν αρκεί η ικανοποίηση του
εαυτού μας. Για να νιώσουμε πλήρεις, θέλουμε να δούμε το αντίκρισμα του στα
πράγματα. Θέλουμε το πέρασμά μας από τη ζωή να παράγει κάτι, να δημιουργήσει
κάποια μορφή έξω από εμάς. Αλλιώς, νιώθουμε ασήμαντοι, σαν να μην έχουμε
υπάρξει.
Η ανάγκη της δημιουργίας ξεκινά από το φόβο του
θανάτου και την απειλή της ανυπαρξίας. Δημιουργώντας κάτι νιώθουμε την ύπαρξή
μας να συνεχίζεται μέσα από αυτό.
Η πιο απλή έκφραση τη δημιουργικής αναγκαιότητας είναι τα παιδιά. Όμως, τα παιδιά συμβαίνουν εν πολλοίς αυτόματα, από τους
αναπαραγωγικούς μας μηχανισμούς. Δεν θα τα λέγαμε ακριβώς δικά μας
δημιουργήματα. Είναι προϊόντα της δημιουργικής ανάγκης του σύμπαντος, φορείς
της οποίας γινόμαστε, θέλουμε δεν θέλουμε. Στη συνέχεια, βέβαια, μπορούμε να αποφασίσουμε
αν τα θέλουμε ή όχι, αλλά σίγουρα δεν τα δημιουργούμε ακριβώς εμείς.
Η ανάγκη δημιουργικότητας φαίνεται πιο καθαρά σε
συνειδητές ενέργειες δημιουργίας, πέρα από τις αναπαραγωγικές (όσο κι αν αυτές
στη συνέχεια αναδεικνύονται πιο σημαντικές από όλα τα δημιουργήματα, καθώς οι
γονείς είναι έτοιμοι να θυσιάσουν και τους εαυτούς τους για τα παιδιά τους, αν
χρειαστεί).
Ανεξάρτητα από την τεκνοποιία, που έτσι κι αλλιώς δεν ενδιαφέρει
όλον τον κόσμο, υπάρχει μια διαρκής αναζήτηση του ατόμου για κάποια δημιουργία
που θα το εκφράζει, μορφοποιώντας το ενεργειακό του πλεόνασμα. Το άτομο
νιώθει την ύπαρξή του φθαρτή, οπότε ψάχνει τρόπο να την εξωτερικεύσει στα
πράγματα, να τα σμιλεύσει και να παράγει μορφές, αφήνοντας τα ίχνη και τα
σημάδια του από το σύντομο πέρασμά του από τη ζωή.
Εάν αυτή η ανάγκη δεν ικανοποιείται, η υπαρξιακή
αγωνία μπορεί κάνει το άτομο να μην περνάει καλά, έστω και αν έχει καλύψει τις
προηγούμενες τρεις βασικές προϋποθέσεις επίτευξης της Αρχής.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΟ: ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
Η όποια δημιουργικότητα για να ανταποκριθεί στην
υπαρξιακή ανάγκη του ατόμου, πρέπει να κινείται από τη δική του, καθαρά
προσωπική και αυθεντική ανάγκη να παράγει τις μορφές που εκφράζουν αυτό το
ίδιο.
Οι μορφές μπορεί
να παραχθούν από τη διάθεση του πλεονάσματος του ατόμου σε γόνιμες συναντήσεις,
μορφοποιώντας έξω από αυτό (εξωτερικεύοντας) εκείνο που φέρει μέσα του. Εφόσον
η μορφή που θα παραχθεί να είναι προϊόν της ειλικρινούς σχέσης με το μέσα του,
τότε το εκφράζουν.
ΠΡΟΚΥΠΤΟΝ: ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑΣ
Καθώς η ειλικρίνεια είναι σημαντική στην εκπλήρωση της
δημιουργικής προϋπόθεσης της Αρχής μας, θα πρέπει κανονικά να ενθαρρύνεται από
το σύνολο. Αντ’ αυτού, μια σειρά από προκαταλήψεις και κατά συνθήκη ψεύδη
αναγκάζουν τα άτομα να υποκρίνονται. Τα άτομα διστάζουν να εκφραστούν ειλικρινά
και να διαφοροποιηθούν από το σύνολο, από το φόβο του αποκλεισμού τους (ή ακόμη
και της εξόντωσής τους, στις ανελεύθερες κοινωνίες).
Η άρση του φόβου, που αναγκάζει τα άτομα στο
ψέμα και στην υποκρισία, είναι κρίσιμη στην επίτευξη της Αρχής μας.
Κάθε συμπεριφορά ή μηχανισμός που προκαλεί φόβο θα πρέπει να ελεγχθεί και να
τεθεί σε κριτική. Η δημοκρατικοποίηση των θεσμών κάθε είδους (από πολιτιστικούς
και πανεπιστημιακούς ως πολιτικούς και δημοσιογραφικούς), το άνοιγμά
τους στον δημιουργικό διάλογο και στην διαφορετική γνώμη, μπορεί να επιτρέψει
τα άτομα να εκφραστούν χωρίς να φοβούνται αποκλεισμούς. Ακόμη καλύτερα αν
ενθαρρύνονται να είναι ειλικρινή, και να συζητούνται οι προτάσεις τους σε αυτή
τη βάση: της ειλικρίνειάς τους.
V. ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΟΛΟΝ
Ο άνθρωπος έχει την ιδιότητα να συλλογίζεται το
Όλον, «Αυτό» που εμπεριέχει τόσο αυτόν όσο και κάθε τι, το Είναι τού κάθε
είναι. Με τη νόησή του αντιλαμβάνεται ότι είναι μέρος μιας συμπαντικής
ολότητας, την οποία θέλει να συλλάβει. Η αναφορά του στο Όλον των πραγμάτων
είναι εγγενής στη φύση του, ως σκεπτόμενο ον.
Ακόμη και αν έχει εκπληρώσει όλες τις βασικές
προϋποθέσεις της Αρχής, ως προς αυτόν και τους άλλους γύρω του, θα μένει
κάτι που θα του λείπει, αν αυτές δεν συμπληρωθούν με την αναφορά του στο Όλον.
Αυτή η αναφορά έχει πάρει διάφορες μορφές και
ονομασίες, έχει παράγει θρησκείες και κοσμοθεωρίες, έχει διαμορφώσει
πολιτισμούς. Ένας πολιτισμός που δεν την εμπεριέχει ή, ακόμη χειρότερα, την
αποκλείει, στερεί από τον άνθρωπο μια διάσταση σημαντική για τη συν-πλήρωσή
του.
Η σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ
αυτών που κάνουμε στη ζωή μας για να περνάμε καλά, και της αναφοράς μας
στο πριν και στο μετά της ζωής, στο αέναο γίγνεσθαι, εξετάστηκε στην Α’ Ενότητα
«Για μια θεωρία της Συμπλήρωσης»
Συμπλήρωμα : το πρόβλημα της οικουμενικότητας και της
συνειδητοποίησης της Αρχής «Να Περνάμε Καλά»
Φαίνεται σαν να «κομίζω γλαύκαν εις Αθήνας», δηλαδή να
μη λέω τίποτε καινούργιο, όταν προτείνω τη θεσμοθέτηση του «Να Περνάμε Καλά» ως
Αρχής μας, καθώς αυτή συμβαίνει ήδη. Συνέβαινε μάλιστα πάντα. Όλοι ήθελαν να
περνάνε καλά. Η διαφορά βρίσκεται μόνο στην ανάδειξη της οικουμενικότητας αυτής
της αναντίρρητης Αρχής και στη συνειδητοποίησή της.
Ως προς τη συνειδητοποίηση
Οι άνθρωποι, πάντοτε και τώρα, θέλουν να περνάνε καλά,
όσο ζουν. Ξέρουν πως θα πεθάνουν και μετά τίποτα. Όσο κι αν κρύβονται πίσω από
μεταθανάτιες παραμυθίες, οι περισσότεροι δεν τις πιστεύουν πραγματικά, (ειδικά
στην εποχή μας, που οι θρησκευτικές μυθολογίες έχουν καταρρακωθεί από τις
επιστήμες). Παρόλα αυτά δεν θέτουν συνειδητά το Να Περνάμε Καλά ως Αρχή τους.
Είναι προφανώς επηρεασμένοι από θρησκευτικά και ιδεολογικά υπολείμματα του
παρελθόντος.
Η έλλειψη συνειδητοποίησης και φανερής ανάδειξης της Αρχής
ως κανόνα των πράξεών μας, προκαλεί υστερήσεις, παρεξηγήσεις και κατασπατάληση
της ενέργειας σε λανθάνουσες στοχεύσεις, που υπηρετούν άσχετες «αρχές».
Όσο πιο συνειδητοί είμαστε για την Αρχή του Να Περνάμε
Καλά (την οποία ακολουθούμε ούτως ή άλλως), τόσο πιο σωστά θα διαθέτουμε την
ενέργειά μας για τη μεγιστοποίηση της απόλαυσής μας.
Ως προς την οικουμενικότητα
Πόλεμοι, ληστείες, αδικίες, δεσποτείες, ολιγαρχίες,
πλουτοκρατίες κι όλα τα σχετικά, προκαλούνται από την ιδιοποίηση της Αρχής από
άτομα και ομάδες που θέλουν να περνάνε καλά κατ’ ιδίαν, πατώντας ακόμη κι επί
πτωμάτων. Όχι μόνο αγνοούν την οικουμενικότητα και καθολικότητα της Αρχής, αλλά
τη θέλουν όλη δική τους. Είναι καθολική μόνο για αυτούς.
Η ιδιοποίηση της Αρχής όμως δεν αναιρεί την καθολική
της ισχύ. Απλά, αλλοιώνεται όταν οι ισχυροί επιβάλλονται στους ανίσχυρους. Η
αντίδραση των ανίσχυρων και των καταπιεσμένων, η οργάνωσή τους και η επιτυχής
διεκδίκηση της Αρχής υπέρ αυτών, μπορεί να την επαναφέρει σε καθολική ισχύ.
Εφόσον παραιτούνται, τότε την αφήνουν έρμαιο των λίγων ισχυρών, που τους
εξουσιάζουν.
Συνεπώς, η απαρέγκλιτη υιοθέτηση της Αρχής από όλους,
με την υπεράσπιση της καθολικότητάς της, μπορεί να αποτρέψει τις επιθέσεις
εναντίον της.
Προληπτικά, θα μπορούσε η παιδεία, ο πολιτισμός και η
πολιτική να διαμορφώσουν ένα περιβάλλον που αποτρέπει την επιθετικότητα και
προτρέπει στη συνεργασία, προάγοντας τη συμπληρωματικότητα ατόμου και
συνόλου, για να περνάμε όλοι καλά.
Δ’
ΣΥΝΟΨΕΙΣ
Η ΕΠΟΧΗ
Ζούμε σε μια εποχή χωρίς συλλογικό όραμα. Οι
απελευθερωτικές ή εξισωτικές ιδεολογίες του 20ου αιώνα - όπως,
οι σοσιαλιστικές των αρχών του αιώνα ή οι ελευθεριακές των δεκαετιών ’60, ‘70
- κατέρρευσαν στην επαφή τους με την πραγματικότητα. Έμεινε μόνο ο παγκόσμιος
καπιταλισμός, στις διάφορες μορφές του, που κυριάρχησε με τη λογική του
χρήματος.
Ένας πολιτισμός που κινείται από το χρήμα παράγει
μορφές αγοραίες, με σκοπό το κέρδος. Δεν έχουν κάποιο άλλο κίνητρο, στην
πραγματικότητα. Όταν το χρήμα γίνεται σκοπός και όχι μέσον, τότε, χάνεται το να
περνάμε-καλά, σαν σκοπός της ζωής, και απλά τρέχουμε πίσω από τα λεφτά.
Εφόσον οι δημιουργοί επαναπροσδιορίσουν τη στόχευση
των έργων τους και τους δώσουν κατεύθυνση σύμφωνη με την Αρχή τού
να-περνάμε-καλά ,τότε μπορεί να γεννηθεί μια άλλη εποχή, πιο κοντά στις
επιθυμίες μας, αλλά και στην πραγματικότητά μας.
Το πρόβλημα με τις προηγούμενες απόπειρες συλλογικού
επαναπροσδιορισμού, στις επαναστάσεις του 20ου αιώνα, ήταν ότι
δεν είχαν αρκετά φιλοσοφημένη στόχευση και ότι δεν επεξεργάστηκαν ικανοποιητικά
τα δεδομένα της πραγματικότητας. Οι στόχοι που έθεταν – της ισότητας οι
εξισωτικές, της ελευθερίας οι ελευθεριακές – ήταν μάλλον μέσα, παρά στόχοι. Να
είμαστε ίσοι και ελεύθεροι, ναι, αλλά για ποιο λόγο. Δεν εντόπισαν καθαρά τον
απώτερο λόγο, ούτε είδαν ειλικρινά την πραγματικότητα. Οι εξισωτικές δεν έλαβαν
υπόψη την ανάγκη διαφοροποίησης των ατόμων. Οι ελευθεριακές αγνόησαν τις
οικονομικές δεσμεύσεις. Στο τέλος, η οικονομία, στην πιο κυνική εκδοχή της, τον
καπιταλισμό, κέρδισε. Με τις τροποποιήσεις που έκανε και τις προσαρμογές του, ο
καπιταλισμός μπόρεσε να κυριαρχήσει παγκοσμίως.
Οι ανισορροπίες που παράγει ο παγκοσμιοποιημένος
καπιταλισμός είναι μεγάλες και προκαλούν ολοένα αυξανόμενες πιέσεις, τις οποίες
θα δυσκολευτεί να αφομοιώσει αν δεν αλλάξει δομικά (και παύσει να είναι
καπιταλισμός, ουσιαστικά). Η οικολογική ανισορροπία, η κλιματική αλλαγή, η
πληθυσμιακή διαταραχή (με τον υπερπληθυσμό των υπανάπτυκτων χωρών, σε
συνδυασμό με τη γήρανση στις αναπτυγμένες χώρες), η ανισορροπία πλούτου, η
μεταναστευτική πίεση, κλπ., απαιτούν ριζικές αλλαγές.
Η αλλαγή που επείγει είναι η «αλλαγή παραδείγματος»,
με την υιοθέτηση μια άλλης κανονιστικής Αρχής. Η μόνη που φαίνεται να έχει
νόημα είναι η Αρχή του «Να Περνάμε καλά». Εάν δεν γίνει κάποιος ουσιαστικός ο
επαναπροσδιορισμός των πραγμάτων βάσει αυτής, τότε, θα κυριαρχήσουν τα
οπισθοδρομικά φαινόμενα που βλέπουμε να εκδηλώνονται ως αντίδραση στα
προβλήματα της παγκοσμιοποίησης. Η άνοδος του εθνικισμού και του μισαλλόδοξου
λαϊκισμού, είναι ανησυχητικά δείγματα.
Την ίδια στιγμή, η προοδευτική σκέψη αδυνατεί να προτείνει
κάτι που να ανταποκρίνεται θετικά στα ζητήματα της εποχής. Πόσο μάλλον να δώσει
το όραμα μια άλλης. Είναι κολλημένη σε μια ορολογία του παρελθόντος
(κομμουναλιστικού ή ελευθεριακού τύπου) και επαναλαμβάνει αποδομητικές φόρμες
ενός ξεπερασμένου μοντερνισμού (στην Τέχνη). Αδυνατεί να συλλάβει θετικά τον
κόσμο και αρκείται στην κριτική και στην ανάλυση. Με τη διαρκή κριτική και την
εμμονική ανάλυση, όμως, δεν περνάμε καλά. Μπορεί να είναι απαραίτητες για την
άρση των κακών κείμενων και τη διάγνωση των αιτιών τους, αλλά μόνο αν
συνεχιστούν με κάποια θετική πρόταση, μπορεί να παράγουν αποτέλεσμα.
Αλλιώς, δεν μπορούν να διαμορφώσουν ένα συνεκτικό και συγκροτητικό νόημα για τη
διαμόρφωση μιας νέας εποχής. Στερούνται προοπτικής.
Η απουσία συνεκτικού νοήματος με προοπτική
αποδιοργανώνει τις κοινωνίες και υπονομεύει τις συλλογικότητες. Αφήνει τα άτομα
στο έλεος του ατομισμού και των εμμονών κάθε είδους. Ψυχοπαθολογίες και
αδυναμία επικοινωνίας στις προσωπικές σχέσεις, από τη μία, και, από την άλλη,
μαζο-ποιήσεις, φανατισμοί, αιρέσεις, εθνικισμοί, οπαδισμοί σε έξαρση. Η
αυτιστική τέχνη και η ομφαλοσκοπική φιλοσοφία έρχονται να επιβαρύνουν το κλίμα
της διάλυσης και της παραίτησης.
Υπάρχουν βέβαια και οι εμπνευσμένες φωνές, που μιλούν
επί της ουσίας και δίνουν προοπτική. Είναι λίγες, αλλά υπάρχουν. Μέσα από
αυτές, επιβιώνει το Πνεύμα και μένει ανοιχτή η δυνατότητα να φτιάξουμε μια νέα
εποχή. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται ο συντονισμός τους. Πάνω σε
ποια κανονιστική Αρχή θα μπορούσε να γίνει αυτός; Ποια θα μπορούσε να είναι η
Αρχή, που θα είχε την απαραίτητη καθολικότητα για να συμφωνήσουν επ’ αυτής και
να οργανωθούν ανάλογα;
Προτείνουμε την Αρχή τού «Να Περνάμε Καλά», όπως την
παρουσιάσαμε εδώ, τόσο στις θεωρητικές της βάσεις, όσο και στις πρακτικές της
συνέπειες.
Η σημασία της εποχής
Η εποχή είναι ο μανδύας που μας
περιβάλλει, η ατμόσφαιρα του κόσμου μας. Ζούμε μέσα σε αυτήν και την αναπνέουμε γύρω μας. Η ζωή μας χαρακτηρίζεται σε
σημαντικό βαθμό από την εποχή που ζούμε και γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη προσωπική
σημασία. Μια εποχή θλιβερή και μίζερη θα χαρακτηρίσει τη ζωή μας ανάλογα. Μια
εποχή δημιουργική και ελπιδοφόρα θα εμπνεύσει κι εμάς να δημιουργήσουμε και να
ονειρευτούμε.
Αν συγκρίνουμε δύο πρόσφατες
εποχές του «δυτικού κόσμου», αυτήν από το ’50 ως το ’70, που ήταν εποχή
ανοίγματος, και αυτή από το ’80 ως πρόσφατα, που είναι εποχή κλεισίματος,
θα δούμε πόσο σημαντικές ήταν οι επιπτώσεις τους.
Η τριακονταετία ’50-’70
συνοδεύτηκε με μια έκρηξη καλλιτεχνικής δημιουργικότητας, πολιτικής
επαναστατικότητας, ερωτικής ελευθεριότητας και κοινωνικής κινητικότητας. Ο
κινηματογράφος έζησε τον «χρυσού αιώνα» του. Η μουσική έβγαλε συγκροτήματα,
τραγούδια, χορούς και ταξίδια μοναδικά. Τα ειρηνιστικά κινήματα περιόρισαν τον
μιλιταρισμό. Οι εξουσιαστικές δομές αναγκάστηκαν να ανοίξουν. Η πατριαρχική
οικογένεια αμφισβητήθηκε. Ο έρωτας απελευθερώθηκε.
Η εποχή από το ’80 και μετά ήταν
μια εποχή συντηρητικοποίησης. Τα λάθη, οι αδυναμίες και οι επιπολαιότητες των
ελευθεριακών ρευμάτων της προηγούμενη εποχής, επέφεραν το τέλος του ανοίγματος.
Η αντεπανάσταση των νέο-συντηρητικών και νεο-φιλελευθέρων (Ρέιγκαν και Θάτσερ),
μαζί με την πτώση του «ανατολικού μπλοκ», οδήγησε στην παγκόσμια κυριαρχία του
καπιταλισμού. Η κερδοσκοπική λογική επεκτάθηκε παντού. Τα κινηματογραφικά
αριστουργήματα έδωσαν τη θέση τους σε "μπλοκμπάστερς". Η μουσική
πέρασε στα χέρια των μάνατζερς και η ζωγραφική στους γκαλερίστες. Οι παραλίες
των γυμνιστών φόρεσαν μπικίνι και χρυσή καδένα. Το aids μαζί με τον
νεο-πουριτανισμό έφεραν το κλινικό σεξ. Ο έρωτας προσγειώθηκε. Το όνειρο
χάθηκε.
Οι ποικίλες επιπτώσεις δεν ήταν
ίδιες για όλους που έζησαν σε αυτές τις εποχές, όμως όλοι επηρεάστηκαν σε μικρό
ή μεγάλο βαθμό. Το πνεύμα της κάθε εποχής είναι κάτι άυλο που
εισχωρεί στις κοινωνικές δομές, περνάει μέσα από τους τοίχους, αγγίζει τις
ψυχές και φτιάχνει ή χαλάει τις διαθέσεις μας.
Κάθε εποχή δίνει στον κοινωνικό
χρόνο τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, που χαρακτηρίζουν και τις ζωές όλων που θα ζήσουν
τον ίδιο καιρό. Αυτό είναι που κάνει κρίσιμη τη σημασία της, καθώς η
ποιότητα της ίδιας της ζωής μας εξαρτάται, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, από την
εποχή που ζούμε.
Τι είναι μια εποχή
Η εποχή δεν καθορίζει τα πάντα στη
ζωή των ανθρώπων. Στην ίδια εποχή υπάρχουν πολλοί που δεν ακολουθούν το πνεύμα
της, όμως, ζώντας σε αυτήν, το προσλαμβάνουν έμμεσα, θέλοντας και μη. Εκτός αν
ζουν τελείως απομονωμένοι.
Μιλάμε όμως για εμάς που ζούμε σε κοινωνίες. Αυτές φτιάχνουν τις εποχές,
υιοθετώντας το πνεύμα τους.
Μπορεί να είμαστε χαρούμενοι και από μόνοι μας, για δικούς μας λόγους, αλλά αν
ζούμε σε μια εποχή κατήφειας, θα την εισπράξουμε από τους άλλους αναπόφευκτα. Η
χαρά μας θα μετριαστεί ή, αντίθετα, θα πολλαπλασιαστεί αν ζούμε σε μια εποχή
άνοιξης (ανοίγματος).
Η εποχή είναι ένας πολλαπλασιαστής
διάθεσης. Βγαίνει από τους πολλούς
σαν σύνολο και πολλαπλασιάζει τη διάθεση των μονάδων. Η επιπλέον
ενέργεια που γεννά, ως πολλαπλασιαστής, γεννάται από
το εμείς που συνθέτουν οι πολλοί.
Η ποιότητα της διάθεσης που
πολλαπλασιάζεται εξαρτάται από το πνεύμα της εποχής που υιοθετούν οι κοινωνίες,
δηλαδή οι πολλοί. Αν υιοθετούν το πνεύμα του καπιταλισμού, η διάθεση που θα
πολλαπλασιαστεί θα είναι η ανταγωνιστική. Αν ζουν σε μια εποχή εθνικισμού, η
διάθεση θα είναι πολεμοχαρής. Σε μια εποχή πασιφιστική ή κομμουναλιστική, θα
είναι της αγάπης ή της αλληλεγγύης.
Το πνεύμα μιας εποχής είναι
το τελικό εξαγόμενο που βγαίνει ως κοινή συνιστώσα από
τον συμψηφισμό κομβικών συμβάντων, δράσεων και προτάσεων σε κρίσιμα πεδία
κυριαρχίας, επιβίωσης και νοηματοδότησης της κοινωνίας. Το απώτατο
συμπέρασμα όλων αυτών, το οποίο υιοθετεί η κοινωνία, συνιστά την
εποχή. Με ποιο γνώμονα όμως διαμορφώνεται αυτό;
Καθώς το απώτατο συμπέρασμα αυτών
που κάνουμε και λέμε δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι όλοι θα πεθάνουμε
μια μέρα, όπως ξέρουμε, και όλα αυτά μπορεί να αποδειχθούν μάταια, το απώτατο
συμπέρασμα και της κοινωνίας διαμορφώνεται ακριβώς πάνω σε αυτό.
Ανάλογα από την απάντηση που
δίνει κάθε εποχή για το νόημα της ζωής ενώπιον του θανάτου προκύπτει το δικό
της απώτατο συμπέρασμα, που την χαρακτηρίζει.
Η διαμόρφωση των εποχών
Γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε σε ένα περιβάλλον ανθρώπων
που σχετίζονται μεταξύ τους και με εμάς σύμφωνα με τις εκάστοτε πεποιθήσεις
τους. Αυτές προκύπτουν από τον συμψηφισμό των τρόπων αντιμετώπισής τους
σε μια σειρά ζητήματα που τους απασχολούν - προσωπικά, πρακτικά, κοινωνικά,
πολιτικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά, μεταφυσικά, κλπ. Καθώς πίσω
από αυτά (ή μετά από αυτά) εμφανίζεται πάντα το ερώτημα για το νόημα της ζωής
ενώπιον του θανάτου, οι πεποιθήσεις συγκροτούνται πάνω σε αυτό.
Η κοσμοαντίληψη, για παράδειγμα, στο προβιομηχανικό
αγροτικό περιβάλλον της Ελλάδας πριν 150 χρόνια διαφέρει ριζικά από τη
σημερινή. Ο τότε άνθρωπος αντιλαμβανόταν τον κόσμο και τον εαυτό του σύμφωνα με
τους ορισμούς της ορθόδοξης εκκλησίας και των εθνοδιδασκάλων του, δρούσε μέσα
σε πατριαρχικά πλαίσια και καθοριζόταν καταλυτικά από τη θέση του στη μικρή,
κλειστή κοινωνία που ανήκε. Η νοηματοδότηση της ζωής του ενώπιον του θανάτου
του δεν ήταν προσωπική του υπόθεση αλλά της εκκλησίας ή του έθνους ή της
φατριάς του.
Οι ιστορικές φάσεις των εποχών μπορούν να
κατηγοριοποιηθούν σε μεγάλες ενότητες μακροχρόνιων περιόδων (όπως αρχαιότητα,
μεσαίωνας, νεότεροι χρόνοι), οι οποίες μπορούν να υποδιαιρεθούν στη συνέχεια σε
μικρές ενότητες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Οι ποικίλες πεποιθήσεις των ατόμων για το νόημα της ζωής ενώπιον του θανάτου
αλληλοεπηρεάζονται και διαμορφώνουν μια κοινή κοσμοαντίληψη, που
διαφέρει από εποχή σε εποχή και από περιβάλλον σε περιβάλλον. Αυτή η
κοσμοαντίληψη προκύπτει ως κοινή συνιστώσα των πεποιθήσεων τους.
Μπορεί αυτή η συνιστώσα να μην αντιπροσωπεύει όλους, αλλά τους περισσότερους,
που υπογραμμίζουν με το πλήθος τους τη γενική της ισχύ, η οποία και
καθορίζει την εποχή τους.
Ο σημερινός «μοντέρνος» άνθρωπος, στην ίδια χώρα, έχει
μια εικόνα για τον κόσμο που είναι πολύ διαφορετική. Συμφωνεί, σε γενικές
γραμμές, με τις επιστήμες, έχει επίγνωση της διεθνούς αλληλεπίδρασης στο
παγκόσμιο σκηνικό, δρα σύμφωνα με τα προσωπικά του συμφέροντα και ενδιαφέροντα
(παρά με πατριαρχικές ή εθνικές ή θρησκευτικές επιταγές), ενώ η θέση του στην
τοπική κοινωνία δεν είναι τόσο καθοριστική όπως παλιά, αφού τώρα μπορεί να
σχετίζεται με άλλες κοινότητες, που δεν είναι τοπικά προσδιορισμένες (πχ. η
κοινότητα του Facebook). Η νοηματοδότηση της ζωής του είναι πλέον προσωπική
του υπόθεση.
Η σημερινή εποχή
Η ισχύουσα κοσμοαντίληψη σήμερα είναι αποτέλεσμα
διεργασιών που συνέβησαν στο παρελθόν και συνεχίζονται από το γίγνεσθαι του
ανθρώπου, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε Ιστορία.
Οι εποχές αλλάζουν ανάλογα με την ιστορική φάση στην
οποία εντάσσονται.
Η σημερινή εποχή του δυτικού κόσμου εντάσσεται στους
«ύστερους νεότερους χρόνους», που ξεκίνησαν με τον διαφωτισμό. Από τον
δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά έχουμε δύο βασικές εποχές, μια του
"ανοίγματος" που κορυφώθηκε τη δεκαετία του ’60 και μια του
"κλεισίματος" που ακολούθησε.
Η εποχή του ανοίγματος διαμορφώθηκε από έναν συνδυασμό ιδιαίτερων
παραγόντων που έδρασαν μέσα στο γενικότερο ύστερο-νεωτερικό πλαίσιο: η
μεταπολεμική ανάπτυξη, η ποπ μουσική (με το ροκ-εν-ρολ, τον Ελβις, τους Μπητλς
και το ροκ), τα αντιρατσιστικά και φεμινιστικά κινήματα, οι αντιπολεμικές
διαδηλώσεις για το Βιετνάμ, οι φοιτητικές εξεγέρσεις, οι ελευθεριακοί
θεωρητικοί, το ανεξάρτητο σινεμά (ιταλικός νεορεαλισμός, αγγλικό free cinema, γαλλική nouvel vague, American indie), οι χίπεις, ο Τσε, οι καταλήψεις, οι ποικίλες αντιεξουσιαστικές
δράσεις, κλπ., όλα αυτά έδρασαν θετικά στη διαμόρφωση αυτής της εποχής. Ταυτόχρονα
κάποια άλλα έδρασαν αρνητικά, συντελώντας στην ματαίωση του ανοίγματος: τα
ναρκωτικά, η τρομοκρατική δράση ακραίων ομάδων (πχ. Brigade Rosse στην Ιταλία και RAF στη Γερμανία), η γκουρου-λατρεία, η ζωδιο-μανία, οι
αντι-οικογενειακές υπερβολές και η παν-σεξουαλική ασυναισθησία, υπήρξαν
αρνητικοί παράγοντες που οδήγησαν στο τέλος της εποχής του ανοίγματος.
Οι συντηρητικές αστικές τάξεις αντέδρασαν το ‘80 και
έφεραν στην εξουσία τον Ρέιγκαν και τη Θάτσερ που ηγήθηκαν μιας καπιταλιστικής
αντεπανάστασης, την οποία αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν και οι Ευρωπαίοι
θέτοντας τη σοσιαλδημοκρατία τους στην υπηρεσία των αγορών.
Ο «επαναστατικός χώρος» κατάφερε να επιβιώσει αυτό το
διάστημα αντλώντας ισχύ από το κλέος της προηγούμενης εποχής. Κατάφερε,
μάλιστα, να οργανώσει μεγάλα συμβάντα σαν αυτά του παγκόσμιου φόρουμ στη
Βραζιλία και τις διαδηλώσεις της Γένοβας, το 2001. Τότε, όμως, ήρθε η επίθεση
στους δίδυμους πύργους στις 11.9 και τον έθεσε για τα καλά στο περιθώριο.
Ο ισλαμιστικός εξτρεμισμός, που φούντωσε από την
επέμβαση στο Ιράκ (για να κορυφωθεί με την επέμβαση στη Συρία και το ISIS)
ισχυροποίησε τους εξουσιαστές της Δύσης, με αποκορύφωμα τον εξουσιομανή Τραμπ. Η
εγκαθίδρυση απολυταρχιών σε "χώρες κλειδιά", όπως στη Ρωσία με τον
Πούτιν και στην Τουρκία με τον Ερντογάν, ήρθε να καταργήσει οριστικά το πνεύμα
του ’60 και μαζί με αυτό να παρέλθει η εποχή που η Δύση καθόριζε τις εποχές.
Έτσι φτάνουμε στο σήμερα.
Η κρίση αξιών της Δύσης (που
κατάντησε να έχει έναν Τραμπ για πρόεδρο των ΗΠΑ), μαζί με την άνοδο της Ασίας
(με πρώτη την Κίνα και μετά την επερχόμενη Ινδία) αλλάζουν τα γεωπολιτικά
δεδομένα.
Παράλληλα, οι αναταράξεις από τις μεταναστευτικές
ροές, η κλιματική αλλαγή και άλλα φαινόμενα πλανητικού μεγέθους, μαζί με τις
ανατροπές που θα επιφέρουν μείζονες τεχνολογικές εξελίξεις (όπως η
βιοτεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη) μπορεί να σημάνουν την αλλαγή
κλίμακας ορισμού των εποχών .
Τα μεγέθη που αναδύονται πλέον είναι τεράστια και
θέτουν εν αμφιβόλω την ικανότητα αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου, όπως την
αποπειράθηκε στη Δύση, από τον διαφωτισμό και μετά. Είναι πολύ πιθανό να
ζούμε το τέλος των ύστερων νεότερων χρόνων και την έναρξη της επόμενης
μεγάλης ιστορικής φάσης του ανθρώπου.
Η μεθεπόμενη εποχή
Όλα δείχνουν ότι περνάμε σε μια εποχή μαζικών
ανακατατάξεων και έναρξης μιας νέας ιστορικής περιόδου πλανητικού
μεγέθους, που θα συμπεριλαμβάνει εξίσου όλους τους ανθρώπους στη γη (και όχι
μόνο τους «δυτικούς»), θα εμπεριέχει το δέος για τη φύση (από τη διαταραχή της λόγω παραβίασης του οικοσυστήματός της) και θα
φέρει την εκχώρηση της υπολογιστικής δύναμης του ανθρώπου στις «μηχανές».
Στη διάρκεια αυτής της διαφαινόμενης εποχής είναι πολύ
πιθανόν να υπάρχουν διάφορες αντικρουόμενες απόψεις και το χαρακτηριστικό της
να είναι η πολυδιάσπαση. Η πολυδιάσπαση συμβαίνει ήδη στην ενδιάμεση
εποχή που ζούμε, που είναι και εποχή των ενδιάμεσων. Οι
ενδιάμεσοι είναι αυτοί που παίζουν ρόλο μεσολαβητή στις πολυδιασπασμένες
από τον ατομικισμό δυτικές κοινωνίες. Δικηγόροι, μάνατζερ, σύμβουλοι κάθε
είδους (από οικογενειακούς ως επικοινωνιακούς) και άλλοι χίλιοι δυο μεσολαβητές
βρίσκονται παντού σήμερα, μαζί με τα social media και όλα τα δίκτυα που παίζουν αυτό το ρόλο: του
μεσολαβητή.
Εάν η διάσπαση πάρει μαζική έκταση, τότε οι
ενδιάμεσοι θα δυσκολευτούν να γεφυρώσουν το χάσμα. Σε ένα τέτοιο
συγκρουσιακό περιβάλλον, η διάθεση που θα πολλαπλασιαστεί θα είναι της
αυτοπροστασίας. Αντί ο κόσμος να ανοίξει με τη παγκοσμιοποίηση, οι
άνθρωποι θα κλειστούν σε πρόχειρες ομάδες, φτιάχνοντας «φυλές» (είτε
πολιτισμικές, είτε εθνοτικές) με «φύλαρχους» που θα τους προστατεύουν στην
πλανητική «ζούγκλα». Οι τοπικισμοί και οι φυλετισμοί θα διαρρήξουν τον
παγκόσμιο κοινωνικό ιστό, πολυδιασπώντας τον σε φέουδα όπως στον μεσαίωνα.
Όσοι από εμάς δεν θέλουμε να επιστρέψουμε σε εποχές
σκοταδισμού πρέπει να διασώσουμε το πνεύμα του διαφωτισμού και να το προάγουμε,
τροποποιώντας το και αναβαθμίζοντάς το έτσι ώστε να ανταποκριθεί στις
προκλήσεις της επερχόμενη εποχής. Αν κινηθούμε δυναμικά, εμπνεόμενοι από το
όραμα μιας μεθεπόμενης εποχής (μιας εποχής μετά από αυτή που
επέρχεται) μπορεί να βρούμε το πέρασμα σε έναν κόσμο καλύτερο.
Για να περάσουμε στη σύνθεση της μεθεπόμενης εποχής,
οι αντιθέσεις μας πρέπει να ξεπεραστούν, μέσα από
τη συμπληρωματικότητα. Έτσι, να κινηθούμε συμπληρωματικά συνθέτοντας
ένα δικό μας «εμείς» που θα μας δώσει την επιπλέον ενέργεια που χρειαζόμαστε
για να δράσουμε δημόσια. Αυτό το «εμείς» πρέπει να περιλαμβάνει «ομοϊδεάτες»
μας από παντού στον κόσμο. Η «όμοια ιδέα» μας θα πρέπει να έχει την
οικουμενικότητα και γενικότητα που απαιτεί η εποχή. Μια τέτοια θα μπορούσε να
είναι το να-περνάμε-καλά, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.
ΕΜΕΙΣ
Πώς γεννιέται ένα παιδί, μια γάτα, ένα κυκλάμινο; Πώς
χτίζεται ένα σπίτι, ανοίγει ένας δρόμος, οργώνεται ένα χωράφι; Πώς προκύπτει
μια νέα ιδέα για τον κόσμο, μια μόδα, ένα κίνημα, μια επανάσταση;
Οι νέες μορφές που βλέπουμε να παρουσιάζονται γύρω
μας, φαίνεται να είναι προϊόν της δράσης των ανθρώπων, των πλασμάτων της φύσης
και των στοιχείων του κόσμου γενικά. Δρουν κι αλληλοεπιδρούν έτσι ώστε να
γεννούνται νέες μορφές.
Οι νέες μορφές που εμφανίζονται, όμως, από πού αντλούν
την ξεχωριστή ύπαρξή τους, αφού οι γεννήτορες τους συνεχίζουν να υπάρχουν
παράλληλα; Αν αυτοί πέθαιναν τη στιγμή που αυτά γεννιόταν, θα μπορούσαμε να
υποθέσουμε ότι αντλούν την ύπαρξη τους από αυτά. Όμως εδώ παρουσιάζονται σαν
ένα καθαρό υπαρξιακό πλεόνασμα. Κάτι καινούργιο έρχεται να προστεθεί στο παλιό.
Πώς παράγεται αυτό το πρόσθετο; Δεν έχουμε ένα και ένα κάνουν δύο, αλλά
ένα και ένα κάνουν τρία, καθώς τα δύο συνεχίζουν να υπάρχουν και βγαίνει κάτι
τρίτο από το άθροισμά τους. Πώς προκύπτει αυτό το τρίτο;
Το ίδιο ερώτημα ισχύει και για τις άλλες μορφές (όχι
μόνο τις γενετικές/ αναπαραγωγικές). Ο άνθρωπος και το χώμα συνεχίζουν να
υπάρχουν, όμως τώρα το χωράφι είναι οργωμένο και γεννάει σπαρτά. Με το χώμα και
τον νερό έγινε πηλός και με αυτόν φτιάχτηκε ένα σπίτι. Από μια ιδέα βγήκε ένα
βιβλίο κι έγινε μια επανάσταση. Οι άνθρωποι ήταν εκεί και πριν και τώρα. Τα
πράγματα το ίδιο. Κι όμως βλέπουμε νέα πράγματα να εμφανίζονται.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδέες. Το μυαλό το ίδιο
προϋπήρχε, αλλά τώρα γεννάται μια καινούργια σκέψη. Κάθε ιδέα εμφανίζεται
ως κάτι ξεχωριστό. Με δική της διακριτή μορφή, ξεχωριστή από τις σκέψεις που τη
γέννησαν. Αποτελεί ένα καθαρό νοητικό πλεόνασμα.
Εφόσον κάθε νέα μορφή είναι έκφραση κάποιου
πλεονάσματος, πώς προκύπτει αυτό το πλεόνασμα; Από πού αντλεί την επιπλέον
ισχύ που χρειάζεται για να υπάρξει;
-------------------------------------------------------------------
Θα εξετάσουμε αυτό το κοσμολογικό - και κοσμογονικό - φαινόμενο βάσει των
δεδομένων του ανθρώπινου είδους και της δικής του μορφο-ποιητικής δράσης και
αλληλεπίδρασης.
Εάν ισχύει η αρχή της αναλογίας τότε τα όποια συμπεράσματα για την ανθρώπινη
μορφο-ποιητική θα έπρεπε να ισχύουν κατ’ αναλογία για τον Κόσμο στο σύνολό του.
------------------------------------------------------------------
Το άτομο, βάση του γίγνεσθαι
Τίποτε δεν θα μπορούσε να γεννηθεί ή να γίνει, αν
κάποιος δεν έκανε κάποια κίνηση γι’ αυτό. Αν όλοι έμεναν κλειστοί στον εαυτό
τους, καμια μορφή δεν θα γεννιόταν και η ανθρωπότητα θα κατέρρεε όπως κάθε
κλειστό σύστημα. Η βάση του ανθρώπινου γίγνεσθαι είναι τα άτομα που κινούνται
προς τους άλλους.
Για να μπορέσει, όμως, το άτομο να κινηθεί χρειάζεται
μια ποσότητα ενέργειας που περισσεύει από την αυτοσυντήρησή του. Από πού αντλεί
το ενεργειακό του πλεόνασμα;
Το άτομο εισπράττει ενέργεια από το περιβάλλον με
διάφορους τρόπους (τροφή, νερό, αέρα, φως) που μετατρέπονται από τον οργανισμό
του στα θρεπτικά συστατικά που έχει ανάγκη για τη συντήρηση και την κίνησή του.
Πρέπει να εισπράττει παραπάνω ενέργεια από όση χρειάζεται να συντηρηθεί, για να
μπορέσει να κινηθεί. Παίρνει δηλαδή κάτι παραπάνω, για να παράγει κάτι
παραπάνω, κινούμενο μορφο-ποιητικά. Η νέα μορφή δεν είναι παρά
μετασχηματισμός του κοσμικού πλεονάσματος.
Ο μετασχηματισμός δεν γίνεται αυτόματα. Χρειάζεται
την πρωτοβουλία του ατόμου. Εφόσον το άτομο κάνει το βήμα,
αρχίζει η μορφοποιητική διαδικασία, χωρίς πάντα σίγουρα αποτελέσματα. Είναι
αρχικά μια υπόθεση. Εάν
το άτομο τα καταφέρει και παράγει μια νέα μορφή, γεννάται μια καινούργια θέση. Το
άτομο είναι η προϋπόθεση της
δημιουργίας της.
Από την υπόθεση στη σύνθεση. Από το εγώ στο εμείς.
Η κίνηση του ατόμου δεν αρκεί για να παραχθεί μια
μορφή. Πρέπει να συναντηθεί με κάτι άλλο για να παράγει κάτι τρίτο. Μόνο μέσα
από συναντήσεις γεννάται το καινούργιο.
Αρκεί όμως η συνάντηση των δύο για να γεννηθεί κάτι
τρίτο; Αν βάλουμε τα δύο μαζί, δίπλα ή αντικριστά, μπορεί να μη γίνει
τίποτε. Πρέπει με κάποιο τρόπο να ενωθούν, να συμβεί κάποια σύνθεση μεταξύ
τους, για να βγει κάτι. Η σύνθεση είναι το απαραίτητο στάδιο
για να περάσουμε στη θέση μιας νέας μορφής. Είναι αυτή που τη
ξεγεννά.
Οι μορφές δεν μπορούν να γεννηθούν από δύο τινα -από
εμένα και εσένα, για παράδειγμα -, αν αυτά δεν συντεθούν -αν δεν γίνουν
«εμείς».
Εγώ και εσύ είμαστε δύο «εγώ» και θα παραμείνουμε δύο τέτοια, χωρίς τίποτε
τρίτο να προκύψει από αυτά, αν δεν συντεθούμε ως προς το κοινό μας ζητούμενο,
για να βγει κάτι από αυτό.
Είναι το «εμείς», η ίδια η σύνθεσή μας, που γεννάει
κάτι τρίτο, πέρα από εμάς τους δύο. Η ένωσή μας παράγει την πρόσθετη ενέργεια που
χρειάζεται η νέα μορφή για να γεννηθεί. Το "εμείς" αποτελεί κάτι
ξεχωριστό, με δική του ισχύ, που δίνει υπόσταση σε κάθε τι καινούργιο που
εμφανίζεται στον κόσμο. Τοιουτοτρόπως, το εμείς είναι το ίδιο κάτι
τρίτο.
Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η εμφάνιση των νέων μορφών και
από πού αντλούν την ισχύ τους.
Παραδείγματα…
…μορφοποιητικής του έρωτα:
Κοιτάζω μια κοπέλα. Η ενέργεια του βλέμματος μου
κατευθύνεται σε αυτήν. Αν δεν με κοιτάξει, το βλέμμα μου θα ακυρωθεί. Θα
επιστρέψει στον εαυτό μου. Αν αυτή ανταποκριθεί και με κοιτάξει, τότε η σύνθεση
των βλεμμάτων μας, το «εμείς» τους, μπορεί να γεννήσει την ενέργεια για να
έρθουμε κοντά, να μετασχηματιστεί σε ομιλία μεταξύ μας, να γίνει γέλιο και
ευφορία, να παράγει χάδια και φιλιά, αν εξελιχθεί συν-θετικά κλπ. κλπ. Τo
«εμείς» μας γεννά την πρόσθετη ενέργεια που χρειάζεται η εμφάνιση όλων
αυτών των μορφών του έρωτα.
…μορφοποιητικής των παιδιών:
Αν η ερωτική πράξη οδηγήσει στη γόνιμη συνάντηση ενός
σπερματοζωαρίου και ενός ωαρίου, η ένωσή τους θα προκαλέσει μια «έκρηξη
δημιουργίας», πολλαπλασιάζοντας το εμβρυακό κύτταρο ραγδαία. Ο κυτταρικός
πολλαπλασιασμός του ενεργοποιείται από την ένωση τους, αντλώντας από αυτήν την
επιπλέον ενέργεια και ύλη που χρειάζεται η μορφοποίηση του εμβρύου.
…μορφοποιητικής των απόψεων:
Συζητάω με έναν φίλο για ένα θέμα, για το οποίο έχω
κάνει ήδη κάποιες σκέψεις, χωρίς να έχω ξεκάθαρη άποψη. Πάνω στη συζήτηση
ξεκαθαρίζουν οι σκέψεις μου, καθώς τις μοιράζομαι μαζί του, και αρχίζω να
καταλαβαίνω τι συμβαίνει με το θέμα. Η νέα άποψη γεννήθηκε από τη συζητησή μας,
από το «εμείς» του λόγου μας, τον διάλογό μας.
…μορφοποιητικής των Τεχνών:
Υπάρχουν Τέχνες, όπως ο κινηματογράφος ή το θέατρο,
που είναι αδύνατη η παραγωγή τους χωρίς συνεργασίες (χωρίς το «εμείς»). Ακόμη
όμως και σ αυτές που αρκεί ένα άτομο να παραχθεί έργο – όπως στην ποίηση, στη
λογοτεχνία, στη μουσική, στη ζωγραφική, κλπ.-, χρειάζεται τον άλλον για
να υπάρξει. Κάποιον να το δει, να το ακούσει, να το τραγουδίσει. Αν δεν συμβεί
κάποιο "εμείς", το έργο θα χαθεί.
Επίσης, το έργο μπορεί να βελτιωθεί με την παρουσία του άλλου, αφού ο
δημιουργός μπορεί να το διορθώσει κατά την παρουσίασή του, καταλαβαίνοντας τα
εκφραστικά λάθη του.
…μορφοποιητικής των προϊόντων:
Τα πράγματα που φτιάχνουμε, κατασκευάζουμε ή
καλλιεργούμε είναι προϊόντα σύνθεσης ανάμεσα σε εμάς και στο αντικείμενο της
εργασίας μας. Το προϊόν της εργασίας μας δεν είναι αποτέλεσμα της δικής μας
ενέργειας ή της καταλληλότητας του αντικειμένου. Είναι αποτέλεσμα της σύνθεσής
τους, του "εμείς" τους.
Άλλωστε ένα «εμείς» κινητοποιεί τη γενικότερη παραγωγή. Τα προϊόντα παράγονται
για να ανταλλαχθούν με τους άλλους, επιδιώκοντας ένα εμείς προσοδοφόρο. Αν δεν
ενδιαφέρουν κανέναν, αχρηστεύονται.
Το προϊόν, ως νέα μορφή, ως κάτι «τρίτο» δεν είναι αυθύπαρκτο, δεν στέκει
χωρίς το εμείς, γεννάται από αυτό και υπάρχει μέσω αυτού.
Χρήσιμα συμπεράσματα
Συνεισφέρει σε κάτι αυτή η παρατήρηση για τη ξεχωριστή
δυναμική του «εμείς»; Μας είναι κάπου χρήσιμη και πού;
Κατ’ αρχάς εισηγείται μια διαφορετική εστίαση της
προσοχής μας. Μας καλεί να προσέξουμε το «εμείς» ως πηγή δημιουργίας,
συνδέοντας το εγώ μας με αυτό. Ναι μεν όλα ξεκινάνε από το εγώ μας και
πρέπει εμείς να κάνουμε την κίνηση (αλλιώς δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε),
αλλά, μόνο αν κινηθούμε για να συνδεθούμε γόνιμα μπορεί να γεννηθεί τελικά
κάτι.
Προσβλέποντας σε γόνιμες
συναντήσεις, ο ορίζοντάς μας ανοίγει στην αναζήτησή τους. Βγαίνουμε
από την ομφαλοσκόπησή μας, για να τις βρούμε. Κοιτάζουμε γύρω μας και αν δεν
υπάρχει τίποτε και κανείς που να ανταποκρίνεται στο βλέμμα μας, κοιτάζουμε παρά
πέρα. Φεύγουμε από άγονα μέρη και πάμε σε άλλους
τόπους. Γινόμαστε εξερευνητές, τολμούμε το άγνωστο, για να γεννήσουμε το
καινούργιο, συναντώντας νέους ανθρώπους και καινούργια πράγματα, πέρα από τα
ήδη γνωστά και δεδομένα. Έτσι, διευρύνουμε τον κόσμο μας και του δίνουμε νέες
δυνατότητες.
Το μορφο-ποιητικό «εμείς» δεν ταιριάζει με άγονες
ομαδοποιήσεις ή καθηλώσεις σε στείρα σχήματα του παρελθόντος, που
καλλιεργούν τη μιζέρια για να κρατήσουν τα άτομα μαζί, φοβισμένα κι ενωμένα στα
καταπιεστικά πλαίσιά τους, δήθεν για να τα προστατέψουν. Αυτό δεν είναι ένα
εμείς ξεχωριστό, με τη δική του δυναμική, που γεννά το καινούργιο. Είναι ένας
χυλός πολτοποιημένων ατόμων, που το μόνο που γεννά είναι σήψη και αρρώστια.
Είναι άλλο το δυναμικό εμείς και άλλο το εμείς
της αδυναμίας.
Απέναντι στις οπισθοδρομικές κοινωνίες που εγκλωβίζουν
την ενέργεια των ατόμων σε ένα άγονο "εμείς", οι σύγχρονες αντέταξαν
την ελευθερία του ατόμου και τη δύναμη του "εγώ". Το πρόβλημα είναι
ότι έμειναν σε αυτό.
Οι σύγχρονες κοινωνίες παρέμειναν στη ρήξη με το παρωχημένο «εμείς» του
παρελθόντος και δεν αναζήτησαν τη σύνθεση μιας νέας, δυναμικής συλλογικότητας.
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στις λεγόμενες μοντέρνες Τέχνες, που συνεχίζουν να
προβάλλουν τη ρήξη (την αποδόμηση, την καταστροφή, τη βλασφημία, τη νοσηρότητα
και τη διάλυση), έστω κι αν αυτή έχει συμβεί εδώ και καιρό. Η καταστροφή έχει
προ πολλού παύσει να εκφράζει κάτι αληθινά μοντέρνο, δηλαδή επίκαιρο. Ο καταστροφισμός έγινε κλασικισμός και ο ατομισμός καθεστώς.
Το ζήτημα που καλούμαστε να προσεγγίσουμε πλέον είναι
το «εμείς» μας και να ψάξουμε την ποιοτική σύνθεσή του. Να επιδείξουμε
μια συν-θετικότητα, πέρα από την αρνητικότητα, την κριτική και την απόρριψη.
Γι' αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τον
πρωταγωνιστικό ρόλο της συμπληρωματικότητας στο γίγνεσθαι και να
ξεπεράσουμε τις αντιθέσεις μας βάσει αυτής.
ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ
Ό,τι υπάρχει στον Κόσμο δεν είναι αναγκαστικά ορατό.
Υπάρχουν καταστάσεις αόρατες, χωρίς να αφήνουν ίχνος σε κανένα φάσμα
παρατηρήσιμο τώρα και ποτέ. Η ύπαρξή τους όμως είναι αδιαμφισβήτητη. Τις
νιώθουμε να συμβαίνουν παντού, από τον μικρόκοσμο που αποτελούμε εμείς οι ίδιοι
μέχρι τον μακρόκοσμο του σύμπαντος.
Εμείς οι ίδιοι έχουμε μέσα μας πλευρές αόρατες ακόμη
κι από τους εαυτούς μας. Φόβους που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, πάθη που δεν
μπορούμε να ελέγξουμε, έλξεις που μας μαγνητίζουν, επιθυμίες αχαρτογράφητες,
χαρές και λύπες απρόσμενες.
Όλες αυτές οι δια-θέσεις μας
είναι αόρατες. Δεν είναι θέσεις που καταλαμβάνουν
κάποιο χώρο για να εντοπισθούν. Ανήκουν στο αόρατο φάσμα.
Γιατί έλκομαι από αυτόν τον άνδρα ή τη γυναίκα, γιατί
ερωτεύομαι τον άλφα και όχι τον βήτα, γιατί με πιάνει ξαφνικά η νοσταλγία,
γιατί πιστεύω σε κάτι. Μια ολόκληρη γκάμα ψυχικών ενεργημάτων είναι αόρατη, ενώ
οι επενέργειές τους είναι ορατές.
Η διάθεσή μου αλλάζει βάσει αυτών των αόρατων ενεργημάτων, κινούμαι προς την
κατεύθυνση που με ωθούν, τα εκφράζω μερικές φορές και κάποιες έχουν απτά
αποτελέσματα.
Ακόμη και να μπορέσει η επιστήμη να ανιχνεύσει τις
επιπτώσεις τους στον εγκέφαλο, ακόμη και να βρεθεί καταγραφέας της επενέργειας
τους, είναι αδύνατον να ανιχνευθεί η προ-δια-θεση τους.
Το πριν από αυτές δεν μπορεί να καταγραφεί γιατί ακόμη δεν έχει
εμφανισθεί. Κι όμως υπάρχει, διότι αυτό ωθεί στην εμφάνισή τους.
Η προδιάθεση για κάτι είναι η ώθηση μας προς τη
διάθεση αυτού. Η διάθεση με τη σειρά της μπορεί να γίνει θέση (αν εκφραστεί, με
επιτυχία). Για παράδειγμα, η προδιάθεση του έρωτα μπορεί να γίνει διάθεση
ερωτική και μετά θέση και συγκεκριμένη πράξη έρωτα, αν τύχει ανταπόκρισης. Από
την ερωτική πράξη, στη συνέχεια, μπορεί να γεννηθεί ένα παιδί, δηλαδή να
ενσαρκωθεί μια καινούργια θέση, με τη μορφή ενός νέου όντος. Από κάτι μη
ανιχνεύσιμο γεννάται ένα ον!
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ενέργεια του
έρωτα, τις αλλαγές που φέρνει, τις μορφές που γεννά παντού στον κόσμο (αν τον
δούμε γενικότερα σαν δύναμη συμπαντικής έλξης και ένωσης), ενώ ο ίδιος στην
πραγματικότητα είναι αόρατος. Υπάρχει παντού στη φύση, βλέπουμε τις εκδηλώσεις
του, αλλά όχι τον ίδιο. Ανάλογα, δρουν δυνάμεις άλλης χροιάς, όπως, για
παράδειγμα της απώθησης. Τα αποτελέσματα αυτώ των συμπαντικών δυνάμεων
μπορεί να είναι ορατά, οι ενέργειες να μπορούν να καταγραφούν, αλλά όχι οι
ίδιες ως ενεργήματα.
Το ενέργημα όλων των ενεργημάτων, αυτό από το οποίο
εκπέμπονται όλα, θα το πούμε Πνεύμα, για να αναφερθούμε στην άδηλη
πηγή όλων των καταστάσεων, στον προπομπό του γίγνεσθαι.
Η πηγή των καταστάσεων είναι αόρατη, όπως και η αρχική αιτία των πραγμάτων είναι
άφατη, καθώς ο Λόγος που υπάρχει ο Κόσμος είναι ασύλληπτος από εμάς.
Το Πνεύμα
Πνεύμα είναι αυτό από το οποίο εκπορεύονται όλα, η
πηγή των προδιαθέσεων που εμπεριέχουν εν σπέρματι τις διαθέσεις και στη
συνέχεια τις θέσεις που φτιάχνουν τον Κόσμο.
Οι θέσεις διαμορφώνονται με την αλληλεπίδραση των
διαθέσεων που πηγάζουν από τις προδιαθέσεις του γίγνεσθαι, σύμφωνα με το Πνεύμα
του Κόσμου.
Το Πνεύμα κινεί όλα τα κινούντα, συντονίζοντας και
διευθύνοντάς τα στο γίγνεσθαι του Κόσμου. Είναι κάτι που δεν μπορούμε να δούμε,
αλλά μπορούμε να υποθέσουμε παρατηρώντας τον κόσμο γύρω μας και μέσα μας.
Νιώθουμε κάτι να τα κατευθύνει όλα και να τα συντονίζει έτσι που να
συναρμολογούνται σε άρτια ολοκληρώματα, σε συστήματα οργανωμένα με μια
ασύλληπτη σοφία. Το βλέπουμε στον ίδιο τον οργανισμό μας, το παρατηρούμε στη
φύση γύρω μας, το μαθαίνουμε από τις κινήσεις των άστρων. Τίποτε δεν ξεφεύγει
από την μπαγκέτα του Πνεύματος. Διευθύνει τη συμπαντική συμφωνία παίζοντας με
δυνάμεις θανάτου και γέννησης, έρωτα και πολέμου, έτσι που όλα να ισορροπούν σε
μια μοναδική συμμετρία, μια ασύλληπτη αρμονία.
Τα αποτελέσματα του Πνεύματος είναι ορατά, αλλά αυτό
δεν μπορούμε να το δούμε. Το ίδιο αόρατος είναι και ο Λόγος ύπαρξης όλων αυτών
που βλέπουμε και το γιατί τα βλέπουμε.
Καθαρές υποθέσεις
Το Πνεύμα και ο Λόγος είναι δυο διαφορετικές εκφράσεις
του Όλου (ή Όντος ή Είναι ή Ενός ή κλπ.), το οποίο προτείναμε να
λέγεται Αυτό, δίνοντάς του μια εντελώς αφηρημένη ονομασία, καθώς
είναι αδύνατον να οριστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο.
Παρόλο που Αυτό είναι εντελώς απροσδιόριστο, έχουμε
την ανάγκη να αναφερόμαστε σε αυτό, ανάγοντας στο απόλυτο τις σχέσεις που
διαπιστώνουμε στον κόσμο. Έτσι, κάνοντας αναγωγή της αιτιότητας που παρατηρούμε
στα πράγματα γύρω μας, συλλαμβάνουμε την ιδέα της απώτατης αιτίας, του Λόγου.
Ανάλογα, κάνοντας αναγωγή των αόρατων δυνάμεων ή προδιαθέσεων σε μια απώτερη
προδιάθεση, συλλαμβάνουμε την ιδέα του Πνεύματος.
Η αναφορές μας σε Αυτό είναι καθαρές υποθέσεις, με έννοιες εντελώς αφαιρετικές, χωρίς τις
συγκεκριμένες ιδιότητες που βλέπουμε στα φαινόμενα του Κόσμου. Για να τις
ξεχωρίσουμε από τις συγκεκριμένες λέξεις που αναφέρονται στις απτές ιδιότητες,
γράφουμε αυτές τις έννοιες με κεφαλαίο αρχικό (λέμε "Λόγος" αντί
"λόγος", "Είναι" αντί "είναι", κλπ.). Η
κεφαλαιοποίηση αυτών των λέξεων αφαιρεί τις ιδιότητές τους και τις κάνει
αφηρημένες έννοιες, χωρίς εντοπίσιμο περιεχόμενο. Είναι έμμεσες υποδείξεις
ιδιοτήτων, άνευ περιεχομένου, βάρους και ύλης και για αυτό αόρατες.
Ο υποθετικός λόγος περί Αυτού αναφέρεται σε κάτι
αόρατο το οποίο νιώθουμε να υπάρχει, βλέπουμε τα αποτελέσματά του αλλά όχι το
ίδιο.
Έτσι, ο έρωτας ανάμεσα σε
συγκεκριμένα άτομα μπορεί να έχει ορατές πλευρές ενώ ο Έρωτας που
κεφαλαιοποιεί όλους τους επιμέρους έρωτες σαν γενικότερη δύναμη έλξης είναι
αόρατος και τη ίδια στιγμή πανταχού παρόν. Το ίδιο θα λέγαμε και για το πνεύμα,
καθώς το πνεύμα ενός ανθρώπου, ενός έργου ή μιας εποχής, μπορεί να έχει εκφράσεις
αναγνωρίσιμες, ενώ, το Πνεύμα που κεφαλαιοποιεί όλα τα
πνεύματα δεν μπορεί να εκφραστεί, καθώς είναι αυτό που γεννά όλες τις
εκφράσεις.
Εδώ πρέπει να προσέξουμε ότι το αόρατο υπάρχει και
στον καθημερινό έρωτα και στο περιτρέχον πνεύμα (με μικρό αρχικό και όχι
κεφαλαίο). Είναι το ίδιο αόρατα όπως και η πηγή τους. Η διαφορά βρίσκεται στο
ότι οι δικές τους εκφράσεις είναι παρατηρήσιμες, ενώ των απόλυτων εννοιών τους
όχι. Οι καθαρά απόλυτες έννοιες (πχ. Έρωτας ή Πνεύμα, με
κεφαλαίο αρχικό) ανήκουν στο απόλυτο Αόρατο (με
κεφαλαίο).
Οι σχετικοποιημένες έννοιες του απόλυτου (πχ.
έρωτας ή πνεύμα, με πεζό) είναι σχετικά αόρατες, καθώς σχετίζονται με την
πραγματικότητα, εμπλέκονται με τα πράγματα και τα επηρρεάζουν αφανώς.
Το απόλυτο Αόρατο γίνεται τελικά ορατό μέσω των
σχετικοποιημένων απολυτοτήτων του (των μικρών "αόρατων"), παραμένοντας
το ίδιο απόλυτα Αόρατο.
Όλα αυτά, βέβαια, με το καθαρό Απόλυτο μοιάζουν με παιχνίδια του νου, χωρίς
αντίκρυσμα στην πραγματικότητα, αφού είναι στην πραγματικότητα άπιαστα και
αδιανόητα. Στέκουν μόνο ως καθαρές υποθέσεις κι έτσι πρέπει να μείνουν. Όμως
έχουν λόγο να υπάρχουν σαν υποθέσεις, καθώς μας συνδέουν με το Λόγο, την αόρατη
πηγή του λόγου μας.
Η υποθετικότητα είναι υπαρκτή, αποτελώντας την
αναγκαία αναγωγή του λόγου μας στην πηγή του. Ανάλογα υπαρκτό είναι και το
αόρατο, η άδηλη πηγή των φαινομένων. Το σύνολο των υποθετικών μας αναφορών σε
Αυτό απαρτίζει τον καθαρά υποθετικό λόγο, τον λόγο του Πνεύματος.
Η επιστήμη και το αόρατο
Το αόρατο είναι μια κατηγορία αντιεπιστημονική. Αυτό,
όμως, δεν την κάνει λιγότερο υπαρκτή.
Η επιστήμη στηρίζεται σε επαληθεύσιμες υποθέσεις και
όχι σε καθαρά ή σχετικά αόρατες υποθετικότητες. Έτσι είναι η δομή της,
αυτή τη δουλειά κάνει, και καλά κάνει. Παράγει επιστημονική γνώση, με
διαρκή έλεγχο των υποθέσεών της. Τη
χρειαζόμαστε για αυτό και σεβόμαστε τις αρχές της. Όμως η επιστήμη δεν
είναι τα πάντα, ούτε όλα είναι γνωστά. Υπάρχουν πολλά που από τη φύση τους
είναι αόρατα και δεν θα τα μάθουμε ποτέ.
Η επιστημονοκρατική σκέψη απορρίπτει το αόρατο,
θέλοντας να επιβάλει τη δική της θέαση του Κόσμου. Ο Κόσμος όμως είναι πολύ πιο
μεγάλος από όσο χωράει η σκέψη μας και συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας. Το αόρατο
δεν θα το δούμε ποτέ, αλλά μόνο με αυτό μπορούμε να έρθουμε κοντά στην
ασύλληπτη ολότητα του Κόσμου.
Γι’ αυτό, ο θετικός λόγος της επιστήμης, που ασχολείται με το
ορατό, πρέπει να συμπληρωθεί με τον καθαρά υποθετικό λόγο, που αναφέρεται στο
αόρατο.
Η ολοκλήρωση της θέασης μας βρίσκεται στη συμπληρωματικότητα του ορατού και του αόρατου.
Η ΑΠΩΛΕΙΑ
Υπάρχει απώλεια στο Όλον; Είναι δυνατόν να χάνει
κάτι Αυτό που είναι πλήρες; Μπορεί να αφανίζεται κάτι από το Είναι;
Κανονικά αυτό είναι αδύνατον να συμβαίνει. Η ολότητα
του Κόσμου, «Αυτό» που είναι τα πάντα και ήταν πάντοτε τα πάντα από την πρώτη
στιγμή (αν υπάρχει πρώτη στιγμή και δεν είναι ο Κόσμος αέναος) δεν μπορεί να
χάνει κάτι μετά, αλλιώς δεν είναι τα πάντα.
Το Είναι στην ολότητά του δεν μπορεί να επιτρέψει το
μη-είναι, το κενό, το μηδέν, την καθαρή απώλεια. Καθώς ο Κόσμος αποτελεί το
Όλον του Είναι, τίποτα δεν μπορεί να χάνεται από αυτόν.
Βλέπουμε όμως γύρω μας την απώλεια διαρκώς. Τα
πράγματα έρχονται και παρέρχονται. Τα όντα, τα φαινόμενα, οι μορφές, οι στιγμές
γεννιούνται και πεθαίνουν. Τα βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας να χάνονται, όπως
τα βλέπουμε και να εμφανίζονται. Ξέρουμε ότι το ίδιο θα συμβεί και με εμάς. Θα
φύγουμε, όπως ήρθαμε.
Η απώλεια, λοιπόν, υπάρχει. Όπως υπάρχει και το
«κέρδος» με την εμφάνιση νέων μορφών στη θέση αυτών που χάθηκαν. Αυτές όμως που
έχουν χαθεί, χάθηκαν δια παντός, άρα, η απώλεια ως γεγονός είναι κάτι
αναντίρρητο. Πώς γίνεται, τότε, να μην υπάρχει απώλεια στο Είναι, στο Ον
καθαυτό, ενώ την βλέπουμε σε όλα τα όντα;
Το Είναι συμψηφίζει την απώλεια των μορφών με τη
γέννηση νέων μορφών έτσι που με την προσθαφαίρεση συν – πλην να βγαίνει
αποτέλεσμα μηδέν.
Τίποτε δεν αλλάζει εν Αυτώ, ενώ όλα γύρω μας αλλάζουν.
Οι αλληλοδιαδοχή των μορφών που γεννούνται και πεθαίνουν εν τω Γίγνεσθαι Αυτού
δεν αλλάζουν καθόλου την ολότητά του. Αυτή μένει ακέραια και απαράλλαχτη, παρά
τις παραλλαγές των μορφών του γίγνεσθαι.
Φαίνεται ότι το Γίγνεσθαι είναι ένα
παιχνίδισμα μορφών, ένας αντικατοπτρισμός φαινομένων στην αδιατάρακτη επιφάνεια
τού Είναι. Η απώλειά μας δεν έχει καμία επίπτωση, ούτε και η γέννα
μας, προφανώς.
Τίποτε δεν χάνεται, ούτε κερδίζεται. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι εμείς οι
ζωντανοί και οι άλλες μορφές της ζωής, όπως και όλα τα φαινόμενα αυτού του
κόσμου, δεν είμαστε παρά διακυμάνσεις του τίποτε.
Δεν θα χαθούμε, διότι δεν είμαστε κάτι, λοιπόν; Εγώ
όμως νιώθω ότι είμαι κάτι που θα χαθεί δια παντός όταν πεθάνει. Ούτε τα παιδιά
μου, ούτε τα έργα μου, ούτε οι επικήδειοι που θα πουν για μένα θα αναπληρώσουν
την οριστική απώλεια αυτού που είμαι. Βέβαια, ούτε ήμουν κάτι πριν
γεννηθώ. Άρα δεν χάνεται και τίποτε, τελικά. Όπως ήρθα, φεύγω. Επιστρέφω στο
μηδέν από το οποίο ήρθα. Τι είναι όμως αυτό το ενδιάμεσο, στη διάρκεια του
οποίου έχω υπάρξει; Τι είναι γενικότερα η ύπαρξη;
Φαίνεται ότι η ύπαρξη συμβαίνει εν κενώ, έρχεται από
το μηδέν και χάνεται σε αυτό. Το κενό δεν έχει απώλεια ούτε κέρδος. Το κενό,
όμως, όπως και το μηδέν και το μη-είναι είναι ανύπαρκτα. Μόνον ό,τι υπάρχει,
υπάρχει.
Εφόσον υπάρχει μόνο το υπαρκτό, η ανυπαρξία
αποκλείεται να υπάρχει. Όπως δεν υπάρχουμε πριν γεννηθούμε, έτσι κι όταν
πεθάνουμε. Το πριν και το μετά της ύπαρξης είναι ανύπαρκτα. Άρα,
δεν υπάρχει απώλεια, ούτε κέρδος. Υπάρχει ότι υπάρχει όσο υπάρχει και όπως
υπάρχει. Τίποτε άλλο.
Όταν γεννάται κάτι, απλά γεννάται. Όταν χάνεται, απλά
χάνεται, χωρίς να χαθεί τίποτε. Η ύπαρξη θα συνεχίσει να υπάρχει ακέραια
συμπεριλαμβάνοντας στο Όλον της οτιδήποτε υπάρχει. Τίποτε πριν από αυτό και
τίποτε μετά.
Το Είναι ως σύνολο όλων των είναι αποκλείει τίποτε που
να μην-είναι. Η απώλειά μας δεν αφαιρεί κάτι από αυτό, ούτε η γέννα προσθέτει.
Τίποτε δεν χάνεται, ούτε κερδίζεται. Λες και εμείς οι ζωντανοί, οι μορφές της
ζωής, τα επιμέρους φαινόμενα του όλου Κόσμου, τα ιδιαίτερα γεγονότα του
γίγνεσθαί του, δεν είμαστε παρά διακυμάνσεις του Είναι.
Βλέπουμε ότι όπως και να το εξετάσουμε, είτε ως προς
το μηδέν (ως απώλεια) είτε ως προς το Είναι (ως κέρδος), το συμπέρασμα είναι
ίδιο. Δεν υπάρχει καθαρή απώλεια. Ούτε κέρδος. Υπάρχει μόνον η καθαρή
ύπαρξη.
Η σχετική απώλεια
Όταν κάτι χάνεται, παύει απλά να υπάρχει. Αυτό όμως
δεν είναι απώλεια; Εξαρτάται για ποιόν. Κάποιος που υπάρχει παράλληλα με αυτό
που χάνεται και το παρατηρεί, θα αντιληφθεί την εξαφάνισή του ως απώλεια (ή την
εμφάνισή του ως κέρδος). Όταν χαθεί βέβαια κι αυτός ο ίδιος, η αντίληψή του θα
εξαφανιστεί και αυτό που είδε να χάνεται (ή να κερδίζεται) θα απωλεσθούν μαζί
του, σαν να μην έγιναν ποτέ.
Όσο ζούμε, βλέπουμε πράγματα να χάνονται, ανθρώπους,
ζώα και φυτά να πεθαίνουν και να γεννούνται. Η απώλεια τους είναι αναμφίβολη
για εμάς τους ζωντανούς. Όσο θα υπάρχουμε, η απώλεια μιας ύπαρξης ή η γέννηση
μιας άλλης θα υπάρχουν κι αυτές.
Η απώλεια και το κέρδος συμβαίνουν εντός της ύπαρξης,
ανάμεσα στους υπάρχοντες και στα υπάρχοντα. Είναι κάτι που συμβαίνει μεταξύ τους,
κάτι σχετικό.
Συμπληρωματικότητα απώλειας και μη-απώλειας
Φαίνεται να υπάρχουν δυο διαφορετικές συνθήκες
ύπαρξης. Μια εντός της ύπαρξης, όπου συμβαίνει η απώλεια ως σχετικό
γεγονός, και μια ως προς τον ύπαρξη καθαυτή, στο Είναι στην ολότητά του, όπου
εκεί δεν υπάρχει απώλεια ούτε κέρδος.
Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε τι σχετικό. Όταν το ανάγουμε
στο απόλυτο, αλλάζει ιδιότητες ή μάλλον τις χάνει. Γίνεται ένα με το Ένα, το
αέναο και απαράλλαχτο Είναι.
Η αναγωγή που κάνουμε μπορεί να είναι μια αυθαίρετη
νοητική κατασκευή και «όλα να είναι τελικά σχετικά». Όμως ακόμη κι αυτό σαν
φράση είναι απόλυτη. Εάν παραιτηθούμε από κάθε αναγωγή κι αρκεστούμε σε αυτό
που έχουμε μπροστά μας, ο κόσμος όπως τον καταλαβαίνουμε θα διαλυθεί σε άπειρα
επιμέρους φαινόμενα, ασύνδετα μεταξύ τους. Η σύνδεση των επιμέρους είναι
σημαντική να καταλάβουμε την αιτιολογική τους σχέση. Η αιτιολογική σύνδεση
οδηγεί μαθηματικά τη σκέψη μας στην αναζήτηση της απώτερης αιτίας του πλήθους
των πραγμάτων που βλέπουμε, άρα στο Εν τους. Οπότε συλλαμβάνουμε και
την έννοια της μη-απώλειας, παρόλο που τη βλέπουμε παντού γύρω μας.
Πρόκειται για δύο διαφορετικούς τρόπους
εννόησης του κόσμου. Τον θετικό, αυτόν που εννοεί τα πράγματα ως προς τη
θέση τους σε αυτόν τον κόσμο (όπου γεννούνται και χάνονται), και τον υποθετικό,
που κάνει υποθέσεις για το απόλυτο των πραγμάτων, το απαράλλαχτο Είναι του
Κόσμου. Ανάμεσα στους δύο τρόπους μπορεί να υπάρχει σχέση
συμπληρωματική.
Ηθικές συνέπειες
Η συμπληρωματικότητα της απώλειας και της
μη-απώλειας μπορεί να απαλύνει την οδύνη μας για τις απώλειες μας όπως
και να μετριάσει τον θρίαμβό μας για τις νίκες μας.
Ο άνθρωπος που έχει μάθει να επελαύνει νικηφόρα πάνω στη γη (αφανίζοντας ό,τι
αντιστέκεται) και να κάνει μεγάλη φασαρία για τις ήττες του (λες και όλα θα τελειώσουν
μαζί του), είναι καλό να χαμηλώσει τους τόνους, διότι κομπάζει για το τίποτε και οδύρεται για το
καθόλου.
Σεμνότητα και σιωπή
για ότι δεν καταλαβαίνουμε, ούτε πρόκειται να μάθουμε ποτέ.
Η ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Το μόνο που είναι πλήρες είναι το
Όλον, ως ολότητα που είναι. Όλα τα άλλα που το απαρτίζουν είναι ελλιπή από μόνα
τους. Δεν υφίστανται ως ολότητες ξεχωριστές. Ολοκληρώνουν την ύπαρξή τους
μέσα από το Όλον του Κόσμου, το Σύμπαν στο οποίο ανήκουν. Στο συμπαντικό
γίγνεσθαι οφείλουν τη γένεσή τους, όπως και το δικό τους, επιμέρους
γίγνεσθαι.
Η πληρότητα των επιμέρους όντων
και οντοτήτων έγκειται στην ένταξή τους στο Όλον και επιτυγχάνεται με τη
συμπλήρωσή τους από τα άλλα επιμέρους όντα και οντότητες, που το απαρτίζουν
μαζί.
Χωρίς τη μεταξύ τους συμπληρωματικότητα τα μέρη του Όλου
μένουν ξεκρέμαστα, εκπίπτουν της ολότητας και εκλείπουν. Ένας άνθρωπος
ξεκομμένος στην έρημο θα πεθάνει, ένας πλανήτης εκτός τροχιάς θα χαθεί, ένα
άστρο εκτός γαλαξία θα σβήσει.
Όμως και το Όλον δεν υφίσταται
χωρίς τα μέρη που το απαρτίζουν. Δεν υπάρχει χωρίς αυτά. Πρέπει να
συμπεριλαμβάνει όλα τα μέρη, για να αποτελεί το σύνολό τους. Αλλιώς δεν
υπάρχει. Τα χρειάζεται, όπως χρειάζονται κι αυτά εκείνο.
Το Όλον και το μέρος είναι συμπληρωματικά.
Αν αντί για «Όλον», πούμε «Ον» ή
«Είναι» ή «Άπαν» ή «Κόσμος» ή «Εν» ή «Απόλυτο» ή «Λόγος» ή άλλες κεφαλαιώδεις
λέξεις (με κεφαλαίο αρχικό) που συνωνυμούν «Αυτό» που δεν χωράει σε λέξεις (και
κάποιοι ονομάζουν Θεό), τότε μπορούμε να το
διατυπώσουμε κι αλλιώς:
Το Ον και τα όντα είναι
συμπληρωματικά ή το Είναι και τα είναι ή το Άπαν και τα πάντα ή ο Κόσμος και οι
κόσμοι ή το Εν και τα πολλά ή το Απόλυτο και τα σχετικά ή ο Λόγος και οι λόγοι,
κλπ., όλα αυτά είναι συμπληρωματικά.
Όλα τα μέρη κεφαλαιοποιούνται σε
μια ολότητα που τα συμπεριλαμβάνει, και την οποία συνδιαμορφώνουν
αλληλοσυμπληρούμενα.
Η συμπληρωματικότητα αναδεικνύεται
ως η συμπαντική συνθήκη από την οποία αντλούν όλα, μικρά και
μεγάλα, μέρη και σύνολα, την ύπαρξή τους.
Η εννόηση της συμπληρωματικότητας
Η προσπάθεια του σύγχρονου
ανθρώπου να ορίσει τα πράγματα ως διακεκριμένες οντότητες με τις δικές τους
ονομασίες και ιδιότητες, καταταγμένες και ελεγχόμενες, τον παρέσυρε στην
υποτίμηση της συμπληρωματικότητάς τους. Ακόμη και η εικόνα που έχει ο ίδιος για
τον εαυτό του είναι αποσπασματική. Κινείται παραβιάζοντας την ολότητα στην
οποία ανήκει και καταπατά τον περιβάλλον του, αγνοώντας την αλληλεξάρτησή του.
Είναι σαν να πριονίζει το κλαδί που κάθεται.
Η επιθετικότητά του στο περιβάλλον
εκφράστηκε και στην εννόηση του Όλου. Αρχικά, προσπάθησε να το ιδιοποιηθεί
αποδίδοντάς του ανθρωπόμορφες εικόνες, λέξεις και ιδιότητες, μέσω των
μυθολογικών θρησκειών. Μπορεί να το έκανε τότε από φόβο, καθώς δεν μπορούσε να
εξηγήσει αυτά που συνέβαιναν γύρω του. Όταν με την επιστήμη άρχισε να τα
εξηγεί, προσπάθησε να εντάξει το Όλον στην επιστημονοκρατική του αντίληψη, για
να το ιδιοποιηθεί με τη λογική του. Και στις δύο περιπτώσεις - τη μυθολογική
των θρησκειών και τη λογική των Επιστημών -, η στάση του ανθρώπου απέναντι στο
Όλον καθορίστηκε από την τάση να επιβληθεί.
Η φιλοσοφική σκέψη που θέλει να εννοήσει το Όλον καθαρά, χωρίς θρησκευτικές
εικονογραφήσεις ή επιστημονοκρατικές βλέψεις, ωθεί τον άνθρωπο στα όρια του
λόγου του, καθώς δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψουν και να περικλείσουν την
ολότητα. Εκεί ακριβώς έγκειται τώρα το επόμενο βήμα του νου,
προς τη συμπλήρωσή του.
Ο ανθρώπινος λόγος πρέπει να
συμπληρωθεί με τη σιωπή. Πρέπει
ο άνθρωπος να εννοήσει τη σχέση συμπληρωματικότητάς του με το Όλον, το οποίο,
όμως, δεν θα μπορέσει ποτέ να ορίσει. Κι εκεί πρέπει να σιωπήσει.
Ο Λόγος που υπάρχει ο Κόσμος βρίσκεται πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπινου
λόγου. Μπορεί μόνο να τον προσεγγίσει με τον υποθετικό λόγο περί Αυτού, την
μεταφυσική φιλοσοφία που θα τον οδηγήσει στη σιωπή.
Η διάνοιξη στο άφατο του
Κόσμου είναι απαραίτητη για τη συμπλήρωση της ανθρώπινης εννόησης του κόσμου,
και του εαυτού του. Για να μπορέσει να την κάνει πρέπει να εξοικειωθεί με την
έννοια της συμπληρωματικότητας, να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τη συμπαντική
της συνθήκη, μέρος της οποίας είναι και ο ίδιος και η σκέψη του.
Η ίδια η σκέψη λειτουργεί συμπληρωματικά, τόσο ως προς την πραγματικότητα όσο
και ως προς τον νου. Ο νους και οι έννοιές του αλληλοσυμπληρώνονται. Όπως
και οι έννοιες μεταξύ τους. Ούτε ο νους υπάρχει ξεκομμένος από τις έννοιες,
ούτε οι έννοιες ξεκομμένες από αυτόν και αποσυνδεμένες μεταξύ τους. Έτσι,
μπορούμε να διακρίνουμε τη συμπληρωματικότητα ανάμεσα στις δύο βασικές κατηγορίες
εννόησης του κόσμου: ανάμεσα στον θετικό λόγο για το γίγνεσθαι και τον
υποθετικό για το Είναι.
Εφόσον αναγνωρίσουμε τη
συμπληρωματικότητα σε όσα κάνουμε και σκεφτόμαστε, μπορούμε να την εφαρμόσουμε
τόσα στα θεωρητικά όσο και στα πρακτικά μας πεδία, εμπλουτίζοντάς τα με τα
προϊόντα της αλληλοσυμπλήρωσής τους.
Η συμπληρωματικότητα και το Απόλυτο
Η αναζήτηση του ανθρώπου για την
απώτατη αιτία των πραγμάτων, τον Λόγο για το κάθε τι, τον έχει ωθήσει
στην ιδέα του Ενός από το οποίο έχουν προέλθει όλα. Αυτή η
ιδέα έχει εκφραστεί με διάφορους τρόπους. Η θρησκευτική της έκφραση βρίσκεται
στην εικόνα μιας κυρίαρχης θεότητας ή ενός μοναδικού θεού. Η φιλοσοφική της
έκφραση βρίσκεται στην σύλληψη του Απόλυτου και των εννοιών του.
Οι έννοιες του Απόλυτου δεν αναλύονται περαιτέρω. Είναι το
Εν που δεν διαιρείται. Συγκροτούν την εννοιολογική και κοσμολογική
σταθερά, βάσει της οποίας μπορεί να ξετυλιχτεί μια ακολουθία εννόησης του
κόσμου.
Όμως το Απόλυτο είναι αδύνατο να
εντοπισθεί από τον άνθρωπο, οπότε προκύπτει ένα λογικό κενό που καλούμαστε να
γεφυρώσουμε. Η συμπληρωματικότητα μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο της γέφυρας με
δύο τρόπους. Πρώτον, συμπληρώνοντας τον θετικό λόγο με τον υποθετικό (όπως
γράφουμε πιο πάνω). Δεύτερον, εισάγοντας την έννοια της συμπληρωματικότητας στο
ίδιο το Εν.
Το Εν δεν είναι κάτι μόνο του. Δεν αποτελεί μια μονάδα μοναδική και αυθύπαρκτη.
Δεν υπάρχει χωρίς την ύπαρξη των πολλών. (Μπορούμε να πούμε στα Ελληνικά
ότι το "εν" συνεπάγεται την "εν-ότητα"). Εφόσον το Εν
υπάρχει μόνο συμπληρούμενο με το πλήθος των πραγμάτων, τότε προκύπτει ότι το
Απόλυτο βρίσκεται στη συμπληρωματικότητα.
Η συμπληρωματικότητα και η
αντιπαλότητα
Τα πράγματα και οι λέξεις που τους
αναλογούν έχουν τη δική τους ξεχωριστή παρουσία και έννοια διαχωριζόμενα από
άλλα πράγματα και άλλες λέξεις. Ο διαχωρισμός μπορεί να πάρει και τη μορφή
αντίθεσης, εάν χρειαστεί να γίνει σαφής. Πχ. άλλο πράγμα το κεράσι, άλλο το
βύσσινο (διαχωρισμός). Ή αυτό είναι κεράσι, δεν είναι βύσσινο (αντίθεση). Το
ίδιο ισχύει για αφηρημένες καταστάσεις και έννοιες: Πχ. άλλο πράγμα η ανάγκη,
άλλο η επιθυμία. Ή αυτό δεν είναι ανάγκη, είναι επιθυμία. Σε κάποιες
καταστάσεις και έννοιες η αντίθεση είναι θεμελιώδης στον ορισμό τους. Πχ. στα
αντιθετικά ζεύγη ελευθερία – σκλαβιά ή ζωή – θάνατος, κάθε μέρος ορίζεται από
την αντίθεσή του προς το άλλο. Η ζωή είναι το αντίθετο του θανάτου. Ο θάνατος
το αντίθετο της ζωής.
Όμως ακόμη και η αντίθεση έχει την ανάγκη της συμπληρωματικότητας. Εάν δεν υπήρχε ο θάνατος (ή η σκλαβιά) δεν θα
μιλούσαμε για ζωή (ή ελευθερία). Λέμε ότι είμαστε ζωντανοί διότι ξέρουμε ότι θα
πεθάνουμε. Δεν θα ορίζαμε τους εαυτούς μας ως ζωντανούς αν δεν πεθαίναμε ποτέ.
Έτσι, από τη μια ορίζουμε κάτι ως αντίθετο του άλλου (τη ζωή ως αντίθετη του
θανάτου) από την άλλη, όμως, ο ορισμός του ενός δεν υπάρχει χωρίς την ύπαρξη
του άλλου. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Είναι τόσο αντίθετα όσο και
συμπληρωματικά.
Η συμπληρωματικότητα δεν είναι
αντίθετη στην αντίθεση. Την συμπεριλαμβάνει.
Απέναντι στην αντίθεση στέκει η σύνθεση και η εξ αυτής θέση. Η αντίθεση
και η σύνθεση εναλλάσσονται στο γίγνεσθαι, με τη σύνθεση να παράγει τη θέση,
γεννώντας τις νέες μορφές.
Η αντίθεση είναι η προϋπόθεση του διαχωρισμού που χρειάζεται κάτι για να
υπάρχει ως ξεχωριστό κάτι-τι. Αυτό το κάτι-τι συντιθέμενο στη συνέχεια με κάτι
άλλο, γεννά κάτι τρίτο, παράγοντας μια καινούργια θέση, γεννώντας μια νέα
μορφή.
Η αντίθεση και η σύνθεση είναι
συμπληρωματικές. Μέσα από τη
συμπληρωματικότητά τους αναγεννάται ο κόσμος.
Η συμπληρωματικότητα αναδεικνύεται έτσι στην υπέρτατη συνθήκη. Είναι αυτή που
υπερτερεί και ρυθμίζει τα αντιθετικά ζεύγη ώστε να είναι συνάμα συμπληρωματικά
και να μη διαρρηγνύεται ο κόσμος, αλλά να συνέχεται.
Συμπληρωματικότητα και ισορροπία
Η ισορροπία συμβαίνει όταν οι
αντίθετες δυνάμεις ή ροπές που αντενεργούν στα πράγματα είναι ίσες και καμία
δεν υπερέχει. Τα πράγματα δεν ρέπουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, αλλά
στέκουν ίσα. Ισορροπούν.
Καθώς, όμως, τίποτε δεν είναι
στάσιμο και όλα κινούνται στο σύμπαν, ισορροπία δεν μπορεί να σημαίνει
ακινησία. Μάλλον σημαίνει σταθερή κίνηση ή ροπή ή τροχιά. Για να έχουμε όμως
κίνηση, έστω σταθερή, συνεπάγεται την ύπαρξη κάποιας δύναμης που ωθεί τα
πράγματα να κινηθούν. Αυτό σημαίνει ότι η έννοια της ισορροπίας πρέπει
να συμπληρωθεί με την έννοια της δύναμης. Ισορροπία, λοιπόν, δεν
υπάρχει στο σύμπαν παρά συμπληρωμένη από τη δύναμη, δηλαδή ως δυναμική
ισορροπία.
Βέβαια, ένας βράχος που ισορροπεί
σε μια πλαγιά δεν κινείται (ευτυχώς, γιατί μπορεί να περνάμε από κάτω), όμως
κινείται η γη και μαζί της κι αυτός. Συνεπώς η σχέση της ισορροπίας με τη
κίνηση εξαρτάται από το μέγεθος που εξετάζουμε.
Ως προς τους ανθρώπους, το να
είναι κάποιος ισορροπημένος δεν σημαίνει στάσιμος, αλλά κάποιος που
συμπεριλαμβάνει την κίνηση στη στάση του. Κάποιος που εξελίσσεται και ο ίδιος,
παράλληλα με τον κόσμο. Όμως την ίδια στιγμή, πρέπει να είναι ο εαυτός του, να
έχει τις σταθερές που τον κρατούν ίσο, ενώ γύρω όλα αλλάζουν. Χωρίς υπόσταση
(στάση, ουσία και βάρος) άγεται από τις εξελίξεις, που συμβαίνουν ερήμην του
(αφού αυτός είναι ανυπόστατος). Χωρίς έρμα γίνεται έρμαιο. Χάνει την ισορροπία
του και ανατρέπεται με το παραμικρό. Η δυναμική ισορροπία, με τη συμπλήρωση της
σταθερότητας με την κινητικότητα, μπορεί να τον κρατήσει όρθιο.
Η ηθική της
συμπληρωματικότητας
Εφόσον η συμπληρωματικότητα
αναδεικνύεται σε συμπαντική συνθήκη καλούμαστε να προσαρμόσουμε την ερμηνεία
μας για τα πράγματα σύμφωνα με αυτήν ώστε να είναι πιο ορθή. Η ορθότητα της
ερμηνείας υποβάλει και αυτήν της πράξης. Υποδεικνύει το σωστό και
συστηματοποιεί την ηθική που καλούμαστε να ακολουθήσουμε στις ζωές μας.
Υποβάλλει το δέον πράττειν.
Ως προς τι όμως να συμπληρώσουμε
τις ζωές μας; Ποιό είναι το συμπληρωματικό της ζωής, ως προς το οποίο να
κινηθούμε;
Η ζωή συμπληρώνεται με το αντίθετό της, τον θάνατο. Η συμπληρωματικότητα των
αντιθέτων, που είπαμε πριν, φτάνει εδώ σε ένα οριακό σημείο, από το οποίο
μπορούμε να αντλήσουμε το έσχατο νόημα της ζωής μας. Αυτό
προκύπτει αυθόρμητα σε όλους μας μπρος στο φάσμα του θανάτου μας και δεν είναι
άλλο από το Να-Περνάμε-Καλά όσο ζούμε. Αυτό, λοιπόν, μπορεί να αναδειχθεί και η
ηθική Αρχή μας, σύμφωνα με τη συμπληρωματικότητά μας.
Το «Να-Περνάμε-Καλά» βασίζεται στη συμπληρωματικότητα καθώς συμπληρώνει το
αίσθημα του κενού, μπρος στον θάνατό μας, με αυτό της πλήρους απόλαυσης της
ζωής μας. Η πραγμάτωσή του συνεπάγεται τη συμπλήρωσή μας με ό,τι μας
ολοκληρώνει. Η σειρά των πράξεων για την επίτευξή του υποβάλλει στη συνέχεια
ποιο είναι το σωστό να κάνουμε. Υποδεικνύει το δέον πράττειν στη ζωή μας, για
να περνάμε καλά, συμπληρώνοντας τις πράξεις μας με το έσχατο νόημά τους.
Ε’
ΕΠΙΣΥΝΑΨΕΙΣ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΜΑΣ
η διάθεση του πλεονάσματος
Οτιδήποτε υπάρχει αποτελεί ένα πλεόνασμα - πλεόνασμα
της ύπαρξης έναντι της ανυπαρξίας, (ή του Είναι έναντι του μη-Είναι, της
δημιουργίας έναντι της καταστροφής, της ζωής έναντι του θανάτου). Αυτό ακριβώς
το πλεόνασμα δίνει τη δυνατότητα σε κάτι να είναι κάτι και όχι τίποτε. Το
σύνολο του υπάρχοντος πλεονάσματος είναι ο κόσμος που ζούμε. Όσο ζούμε είμαστε
μια μορφή του πλεονάζοντος κόσμου, και όταν πεθαίνουμε είμαστε τίποτε, αφού
ό,τι υπάρχει δεν είναι παρά πλεόνασμα.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν το μηδέν και το μη-Είναι
παίζουν κάποιο ρόλο στο Όλον, αν εμπεριέχονται σε Αυτό ή αν Αυτό δεν είναι παρά
το αέναο Είναι, που αναγεννάται μέσα από διαδοχικές μορφές της ύπαρξης,
«παίζοντας» με αυτές. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι όσο ζούμε είμαστε κάτι, που
σημαίνει ότι έχουμε κάποια υπόσταση ή, αλλιώς, ότι η θέση της ύπαρξής μας σε
αυτόν τον κόσμο υπερέχει της άρσης της στην ανυπαρξία. Η υπεροχή της θέσης έναντι της άρσης (όπως και του θετικού έναντι του αρνητικού) συνιστά το
πλεόνασμα που μας δίνει υπόσταση.
Αυτό το πλεόνασμα, τη στιγμή ακριβώς που μας δίνει τη
δυνατότητα να υπάρχουμε ως κάτι ξεχωριστό, μας ωθεί και να διαθέσουμε την
ξεχωριστή ύπαρξή μας στο γίγνεσθαι ενωνόμενοι με άλλες υπάρξεις για να
παραχθούν νέες μορφές μέσα από την ένωσή μας, οι οποίες θα αναπαράγουν το
υφιστάμενο πλεόνασμα, πέρα από τη δική μας απώλεια.
Η ώθηση της ένωσής μας με κάτι άλλο από εμάς και η
κίνησή μας προς αυτό προέρχονται από το πλεόνασμα που περισσεύει από όσο
διατίθεται για τη συντήρηση μας. Το εν λόγω περίσσευμα μάς κατευθύνει σε ένα
άλλο σώμα ή σε κάτι άλλο, με το οποίο ενωνόμενοι θα συμβάλουμε στην παραγωγή
μιας νέας υπόστασης. Η νέα υπόσταση, έχοντας παραλάβει από εμάς το πλεόνασμα
που διαθέσαμε για την παραγωγή της ενωνόμενοι, θα το πάει παραπέρα,
συμβάλλοντας με τον τρόπο της στην αναπαραγωγική συνέχεια του πλεονάσματος.
Το γίγνεσθαι κινείται τριαδικά, αθροίζοντας περιττούς αριθμούς στο άρτιο. Το κάθε ένα είναι κάτι
τρίτο ως προς τα δύο που το γέννησαν με την ένωσή τους. Ως τρίτο είναι ένας
περιττός αριθμός, ένα περίσσευμα, που δυσφορώντας με την περιττότητά του
αναζητεί την ολοκλήρωσή του σε άρτιο αθροιζόμενο με έναν άλλο περιττό αριθμό σε
δύο. Το δύο της ένωσής τους θα γεννήσει κάτι τρίτο, που όταν ενηλικιωθεί και
αισθανθεί μονάδα θα ενωθεί με ένα άλλο τρίτο και ούτω καθεξής. Αυτός είναι ο
τρόπος που γίνεται ο κόσμος, όπως μπορούμε να το αντιληφθούμε στη γύρω μας
φύση, στην οποία ανήκουμε.
Αν και η φυσική κυκλοφορία του πλεονάσματος τείνει σε
κυκλικότητα, με το γήινο οικοσύστημα να έχει συστηματοποιήσει τις ανταλλαγές
πλεονάσματος των στοιχείων του κατά τρόπο γενικά άρτιο, έτσι που το πάρε δώσε
ανάμεσά τους να μην παρουσιάζει κενά, το πλεόνασμα του ανθρώπου παρουσιάζει
κάποιες ιδιαιτερότητες.
το πλεόνασμα του ανθρώπου
Ο άνθρωπος είναι εμπλουτισμένος με δυνατότητες που τον
διαφοροποιούν ριζικά από τα άλλα όντα της φύσης και του παρέχουν τέτοια
υπερβάλλουσα δύναμη σε σχέση με αυτά που είναι αδύνατον να την ανταλλάξει μαζί
τους στο άρτιο, χωρίς να του περισσεύει κάτι. Αυτό το «μεταφυσικό» του
περίσσευμα, ήτοι αυτό που περισσεύει από τη σχέση του με τη φύση, μπορεί να
πάρει διάφορες μορφές. Μπορεί να γίνει θρησκεία ή φιλοσοφία, επιστήμη ή τέχνη,
να προκαλέσει αλλαγές στα κοινωνικά του συστήματα, να διατεθεί για την
περαιτέρω εξέλιξή του και να τον προάγει ως άνθρωπο. Μπορεί, όμως, να αναλωθεί
και σε καταστροφικά ή αυτοκαταστροφικά έργα, όταν δεν βρίσκει τρόπο για τη
σωστή του διάθεση, διότι από τη στιγμή που υπάρχει, κάτι πρέπει να γίνει με
αυτό, και κάτι σίγουρα θα γίνει, καλό ή κακό.
τρόποι διάθεσης του ανθρώπινου πλεονάσματος
Η σωστή διάθεση του πλεονάσματος εξαρτάται από το πώς
αντιλαμβάνεται το σωστό κάθε φορά ο άνθρωπος και αυτό έχει να κάνει με την αναφορά του σε «Αυτό», αν είναι : α) εξωτερική, β) εσωτερική ή γ) ανύπαρκτη.
α) Αν αναφέρεται σε «Αυτό» ως ένα ανώτερο ον, έξω από τον
κόσμο, που τον κατευθύνει με κάποια εντάλματα, αντιλαμβάνεται το σωστό ως μια
σειρά εξωτερικών εντολών που κατέχουν οι εκλεκτοί τού ανώτερου όντος, σύμφωνα
με τις οποίες εντολές πρέπει να διαθέσει το πλεόνασμά του ή ακόμη και να το
απαρνηθεί.
Στην πραγματικότητα, με αυτόν τον τρόπο, διαθέτει το
πλεόνασμά του στην ανέγερση ναών της δύναμης, που ως ένα βαθμό κατάφεραν να τον
ανυψώσουν από το πρωτόγονο επίπεδό του, αλλά στη συνέχεια αποτέλεσαν τροχοπέδη
στην περαιτέρω εξέλιξή του με τη σκοταδιστική δεσποτεία που ασκούσαν πάνω του,
και ασκούν μέχρι σήμερα, όπου ισχύουν ακόμη δεσποτικά καθεστώτα.
β) Αν αναφέρεται σε Αυτό σαν το Όλον μέρος του οποίου
είναι κι αυτός, άρα μετέχει και ο ίδιος του Είναι και συμμετέχει στο γίγνεσθαι
έχοντας μια εσωτερική σχέση μαζί του (γι’ αυτό, δεν μπορεί να το δει από έξω
και να διαβάσει τις εντολές του, παρά να αναρωτιέται για αυτές), τότε προσπαθεί
να διαγνώσει το σωστό μέσα από τις ίδιες τις δυνάμεις τού γίγνεσθαι που τον
ωθούν να διαθέσει το πλεόνασμά του έτσι όπως τον ωθούν με τη μορφή των
επιθυμιών.
Οι επιθυμίες είναι
προβολές του πλεονάσματος που εικονοποιούν φαντασιακά τον στόχο της διάθεσής
του. Ωθούν το άτομο να διαθέσει το πλεόνασμά του στην κατεύθυνση της ένωσής του
με κάτι άλλο, το οποίο προβάλλεται στη φαντασία του ως ποθητό. Αν η ένωση του
ατόμου με αυτό που ποθεί καρποφορήσει θα παράγει κάτι τρίτο, συμμετέχοντας
δημιουργικά στο γίγνεσθαι. Η ευφορία του γίγνεσθαι είναι η ανταμοιβή που
εισπράττει το άτομο από τη σύμφωνη με τις επιθυμίες του παραγωγική διάθεση τού
πλεονάσματός του.
γ) Αν ο άνθρωπος αρνείται οποιαδήποτε αναφορά σε «Αυτό»
και θεωρεί τον εαυτό του ικανό κριτή του σωστού θέτοντας το εγώ του υπεράνω
όλων, τότε η διάθεση του πλεονάσματος προς τον άλλο αναστέλλεται, διότι ο άλλος
(ή το άλλο) δεν αναγνωρίζεται ως κρίσιμος για το εγώ, παρά μόνο ως χρήσιμος για
αυτό. Έτσι ο άλλος (ή το άλλο) μπορεί να θεωρηθεί ως ένα απλό εξάρτημα που χρειάζεται
ο άνθρωπος για να ενισχύσει την πανοπλία τού κυριαρχικού εγώ του.
Σε αυτήν την περίπτωση, η επιθυμία δεν παίζει το ρόλο
προπομπού γόνιμων συναντήσεων, αλλά επιδρομέα. Δεν εκλαμβάνεται σαν ώθηση
ένωσης, αλλά ιδιοποίησης. Αυτό που κυριαρχεί τότε είναι το λαβείν και όχι του
δούναι. Σε μια τέτοια γενικευμένη αίσθηση αρπακτικότητας, ο καθένας προσπαθεί
να προστατευτεί κατακρατώντας το πλεόνασμά του. Αυτό που κοιτάζουν όλοι πρώτα
είναι τι θα πάρουν και όχι τι θα δώσουν. Η διάθεση πάσχει. Η συνεπαγόμενη αδιαθεσία
του πλεονάσματος προκαλεί στα άτομα δυσφορία λόγω της απόκλισής τους από τη
φορά του γίγνεσθαι (δυς-φορά) και της απομάκρυνσής τους από την ευφορική
γονιμότητά του.
δυσφορία και ευφορία
Η ευφορία και η δυσφορία είναι το βασικό
συναισθηματικό δίπολο με το οποίο μας κατευθύνει η ψυχή ως οδηγός ενότητας.
Η ψυχή είναι
η πεμπτουσία της ενότητάς μας, της ενότητας των μερών μας σε ένα ζωντανό όλον,
το οποίο αποσυντίθεται και πεθαίνει όταν αυτή η ενότητα χάνεται και η ψυχή
φεύγει. Όντας ενότητα καθεαυτή, η ψυχή μάς συναρτά με τη φορά του γίγνεσθαι που
μας γέννησε και που μας δίνει είτε την ευφορία της γονιμότητας - όταν τη
φέρουμε καλώς, «ευ» - είτε τη δυσφορία της περιττότητας, - όταν τη φέρουμε
κακώς, «δυς». Έτσι, η ψυχή μάς δίνει σήματα προς τα πού να πάμε.
Η ψυχή, ως οδηγός ενότητας, δεν μας επιτάσσει μια
αδιαφοροποίητη ενότητα, αλλά μας οδηγεί επίσης να διαφοροποιηθούμε από ό,τι μας
προκαλεί δυσφορία, για να ενωθούμε στη συνέχεια με αυτό που επιθυμούμε,
βιώνοντας στην πράξη την ευφορία που η επιθυμία για αυτό μάς υποσχέθηκε
φαντασιακά.
ενότητα και διαφορά
Η κίνηση της διαφοροποίησης, καθοδηγούμενη από τη
ψυχή, δεν έχει σκοπό την οριστικοποίηση της διαφοράς και την πλήρη αποσύνθεση,
άρα τον θάνατο, αλλά μια νέα σύνθεση, που θα εμπλουτίσει το γίγνεσθαι,
επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την υπεροχή της ενότητας και της ζωής έναντι του
χωρισμού και του θανάτου.
Στον κόσμο που ζούμε η ενότητα υπερέχει της διαφοράς
διότι αυτή του δίνει υπόσταση συνέχοντας τα στοιχεία του, που αλλιώς θα
εξανεμίζονταν αποφορτίζοντας το πλεόνασμα της στοιχειώδους υπόστασής τους στο
κενό και στο τίποτε. Η ενότητα τα συνέχει επιτρέποντάς τα να ανταλλάξουν το
πλεόνασμά τους τόσο για να διατηρηθούν όσο και για να παράξουν νέες μορφές μέσα
από τους συνδυασμούς τους.
Η κίνηση της διαφοροποίησης επιτρέπει νέους
συνδυασμούς που θα εμπλουτίσουν το γίγνεσθαι με τις νέες ενώσεις στις οποίες
οδηγεί. Η ένωση είναι αυτή που καθοδηγεί κάθε διαφοροποίηση, διότι μόνο μέσω
αυτής παράγεται το διαφορετικό, ενώ ο χωρισμός δεν μπορεί να παράγει τίποτε.
Μπορεί η διαφορά να είναι απαραίτητη προϋπόθεση των μορφών, αλλά η
διαφοροποίηση από μόνη της είναι άγονη, αν δεν κατευθύνεται από την ορμή της
ενότητας.
Το ίδιο και η ανάλυση, όσο χρήσιμη και αν είναι, δεν
μπορεί να αντιπαραβληθεί με τη σύνθεση, ούτε βέβαια να την υποκαταστήσει. Η σύνθεση ξεπερνάει κάθε ανάλυση ως προς το ότι είναι φορέας ενότητας και μεταφορέας
ενός πλεονάσματος που είναι αδύνατον να αναλυθεί και να αναχθεί σε κάτι πριν
από αυτό, διότι αυτό το πλεόνασμα είμαστε εμείς (ως μορφή του πλεονάζοντος
κόσμου) και πριν από αυτό δεν υπάρχει τίποτε (ή αν υπάρχει δεν είναι του δικού
μας κόσμου και είναι αδύνατον να το διανοηθούμε, εφόσον υπάρχουμε σαν μορφή
αυτού εδώ του κόσμου που ζούμε).
Η αναλυτική υπερβολή (όπως και η υπερβολική κριτική) μπορεί να οδηγήσει
μόνο στην αποσύνθεση. Αυτό που γεννά τα πράγματα και τα επιτρέπει να υπάρχουν
είναι η σύνθεση των στοιχείων τους, που ωθούμενα από τη δύναμη της ενότητάς
τους, πέρα από κάθε διαφοροποίησή τους, συντίθενται για να δώσουν μορφή και
συνέχεια στο είναι τους.
Η ενοποίηση είναι ο απώτερος σκοπός της κίνησης κάθε
επιμέρους όντος, το οποίο αφού διαφοροποιηθεί μέχρι να αποκτήσει την ξεχωριστή
του οντότητα, νιώθει μετά διαχωρισμένο, περιττό και μόνο. Η μοναξιά το ωθεί να
αναζητήσει τη μοναδικότητά του, πέραν της ετερότητας και της περιττότητάς του
στην ταυτότητα και στην αρτιότητα ενωνόμενο με αυτό στο οποίο θα διαθέσει το
πλεόνασμά του.
η ανάγκη της ολοκλήρωσης
Αυτό που με κινεί είναι η ανάγκη της ολοκλήρωσής μου
με την πλήρη διάθεση του πλεονάσματός μου προς τα εκεί που με οδηγούν οι
προβολές του μέσω των επιθυμιών, έτσι που να μην υπάρχει τίποτε που να με κάνει
να νιώθω πλεονάζων, τίποτε που να με διαχωρίζει από τον κόσμο, αλλά να
ταυτοποιούμαι εν Αυτώ.
Η κίνηση προς την ταυτοτική μου ολοκλήρωση με κάνει να
νιώθω καλά με την ευφορία που εισπράττω εφόσον συμμετέχω στο γίγνεσθαι
διαθέτοντας το πλεόνασμά μου στη δημιουργία μορφών μέσα από τις ενώσεις μου με
τους αποδέκτες του πλεονάσματός μου.
Οι μορφές που παράγονται πέρα από εμένα, αλλά μέσω
εμού, μου μεταδίδουν την αίσθηση της συνέχειας που με συνδέει με το Όλον και με
απαλλάσσει από την αγωνία του πεπερασμένου και θνητού εγώ μου.
Η ταυτο-ποίηση μου,
μέσω της παραγωγικής διάθεσης του πλεονάσματός μου, οδηγεί στην αποφόρτιση τού
εγώ μου από την ετερότητά του, την περιττότητα και περατότητά, και το συνδέει
με το συμπαντικό «Εμείς», μέρος του οποίου είναι.
[Η ίδια η λέξη ταυτότητα εμπεριέχει στα ελληνικά τον
όρο της σύνδεσης: τε+αυτό (και+αυτό) = ταυτό.]
Το ζητούμενο της πληρότητάς μας δεν «κατακτιέται» κατ’
ιδίαν και ξεκομμένα από τον κόσμο, αλλά με την πλήρη συμμετοχή μας στο
γίγνεσθαί του. Η μοναστική άποψη της αυτοεκπλήρωσης παραβιάζει στοιχειώδεις
κανόνες του γίγνεσθαι και οδηγεί στη διαστροφή της (αυτ)απάρνησης του
πλεονάσματος. Μια τέτοια διαστροφή μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σαν ακραία
αντίδραση στην αγοραία άποψη «όλα για την πάρτη μου», που αντιπροσωπεύει επίσης
ένα είδος αυτοεκπλήρωσης, εξίσου διεστραμμένου. (Και οι δύο απόψεις, η
μοναστική και η αγοραία, συντελούν στην ενοχοποίηση της επιθυμίας, η πρώτη με το
να την κατηγορεί για εγωιστική πρακτική και η δεύτερη με το να τη χειρίζεται
εγωιστικά, διαστρέφοντας το διαθέσιμο πλεόνασμά της σε πλεονεξία.)
Η ταυτοτική μου ολοκλήρωση σημαίνει πολύ απλά τη
ταύτιση αυτού που θέλω να είμαι και αυτού που είμαι, που σημαίνει με τη σειρά
της την πραγματοποίηση των επιθυμιών μου, δηλαδή την παραγωγική διάθεση του
πλεονάσματός μου στις ενώσεις που θα πραγματοποιήσουν αυτές τις επιθυμίες.
η σειρά των επιθυμιών
Η πραγματοποίηση των επιθυμιών δεν είναι πάντα εύκολη
υπόθεση. Απαιτεί ενέργεια, η οποία, μάλιστα, μπορεί να μη φέρει αποτέλεσμα, αν
το αντικείμενο της επιθυμίας μας δεν ανταποκριθεί στην προσέγγισή μας. Για να
διακινδυνεύσουμε την ενέργειά μας θα πρέπει αυτό που θέλουμε να το θέλουμε
πολύ. Αυτό μας οδηγεί να βάλουμε σε μια σειρά τις επιθυμίες μας, βάζοντας
πρώτην αυτήν που η προοπτική της πραγματοποίησής της μας συναρπάζει περισσότερο
από όλες.
Η αξιολόγηση του «βαθμού συναρπαστικότητας» μιας
επιθυμίας δεν πρέπει να επηρεάζεται από άλλους εξωγενείς παράγοντες ή αναστολές
(όπως, αν η επιθυμία μας είναι «ρεαλιστική» ή αν είναι κοινωνικά αποδεκτή),
αλλά να προκύπτει από την καθαρή συναίσθηση της έντασής της μέσα από τη
φαντασιακή προείσπραξη της ευφορίας μας από την πιθανή πραγματοποίησή της. Η
καθαρότητα φέρνει και καθαρά αποτελέσματα, που φανερώνουν τι θέλουμε πραγματικά
και μας υποδεικνύουν την κατεύθυνση που πρέπει να πάρουμε για να ολοκληρωθούμε
ταυτο-ποιητικά. Η ειλικρίνεια με
τον εαυτό μας είναι καθοριστική της καθαρότητας των αποτελεσμάτων της
ενδοσκόπησής μας.
Η καταγραφή και η αποδοχή της ειλικρινούς αξιολόγησης των επιθυμιών μας είναι
δουλειά της συνείδησης, η οποία, συνδέοντας το έλλογό μας στοιχείο με το άλογο,
υποστασιοποιεί τα φαντασιακά μας ευρήματα και τα προβάλλει καθαρά στον νου. Αν
δεν έχουμε συνείδηση αυτού που θέλουμε, τότε θα σκοντάφτουμε συνέχεια επάνω του
και δεν θα πάμε μακριά.
Η αξιολόγηση των επιθυμιών είναι μια ανοιχτή
διαδικασία, αφού μετά από την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας ακολουθεί μια άλλη.
Παράλληλα, το ερώτημα του τι κρύβεται πίσω από την αλληλουχία τους
δραστηριοποιεί τη σκέψη μας
για να διαγνώσει τι πραγματικά θέλουμε σε «βάθος χρόνου.
Η δέσμευσή μας
σε αυτό που πραγματικά θέλουμε μεγιστοποιεί την πιθανότητα της πραγματοποίησής
του και της ακόλουθης ευφορίας μας.
Η προβολή της αλληλουχίας των επιθυμιών μας στο
διηνεκές (ή η αναγωγή τους στο απόλυτο), με τη σκέψη μας να ερωτά για τον λόγο
των επιθυμιών (αναφερόμενη ερωτηματικά σε Αυτό), αποκαλύπτει την ευχή που
κρύβεται πίσω από αυτές και πίσω από όλα αυτά που κάνουμε, την ευχή της
εναρμόνισής μας με τον κόσμο, της ενότητας του μέρους και του όλου, του εγώ και
του εμείς. Η αναγωγή της λογικής ακολουθίας των επιθυμιών μας στο
απόλυτο μάς κάνει όλους ένα. Έτσι, οι επιθυμίες μας όχι μόνο
δεν μας χωρίζουν, αλλά να μας ενώνουν μέσα από την κοινή προοπτική τους, την
ευχή.
το μέγιστο και το ελάχιστο
Η κίνησή μας προς τα εκεί που μας υποδεικνύει η
μέγιστη των επιθυμιών μας μάς οδηγεί στη μεγιστο-ποίηση, τόσο με την έννοια της μεγιστοποίησης των
προσπαθειών μας (άρα και των δυνατοτήτων μας), όσο και με την έννοια της
μέγιστης δυνατής ποίησης – πράξης (άρα και πραγματοποίησης) αυτού που θέλουμε.
Το τι θα καταφέρουμε τελικά, μπορεί να εξαρτάται από
πολλούς παράγοντες, αλλά εμείς θα έχουμε κάνει ότι μπορούσαμε να κάνουμε ως
προς το μέγιστό μας και θα έχουμε πετύχει το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα, οπότε
θα έχουμε «μεγιστοποιηθεί» ούτως ή άλλως, ακόμη και αν αυτό που θα έχουμε
εισπράξει θα είναι κάτι λίγο.
Το ποσοτικά λίγο μπορεί να είναι ποιοτικά (και
ποιητικά) μέγιστο, εφόσον προσφέρει την ταυτοποίησή μας, όταν διαθέτουμε όλο το
πλεόνασμά μας στην κατεύθυνση της μέγιστης επιθυμίας μας και κάνουμε ό,τι
μπορούμε να την πραγματοποιήσουμε.
Το ποσοτικά πολύ μπορεί να είναι ποιοτικά (και
ποιητικά) ελάχιστο, όταν δεν προέρχεται από την εξαντλητική προσπάθεια
πραγματοποίησης της μέγιστης των επιθυμιών μας, αλλά είναι προϊόν του
συμβιβασμού μας με επιθυμίες ελάχιστες σε σχέση με αυτήν.
Η ελαχιστοποίηση μας,
ως υποχώρηση από τη μέγιστη επιθυμία μας (είτε γιατί την αγνοήσαμε, είτε γιατί
τη φοβηθήκαμε), ανοίγει ένα χάσμα ανάμεσα σε αυτό που θα μπορούσαμε να κάνουμε
αλλά δεν κάναμε, ένα χάσμα που όσο και αν το γεμίζουμε ποσοτικά, με υλικά
«αγαθά», θα μένει χάσκον, αφήνοντας το κακό να εισχωρήσει ανάμεσά μας, ως κενό.
το κακό
Το κακό υπάρχει ως κενό, ως κάτι που δεν υπάρχει. Στον
κόσμο δεν μπορεί να υπάρχει κακό. Ό,τι γίνεται έχει κάποιο λόγο που γίνεται,
και είναι καλά γινομένο, αφού εν Αυτώ τίποτε δεν μπορεί να είναι κακό, από τη
στιγμή που «είναι» κάτι, άρα έχει μια θέση στην ολότητα Αυτού. Το κακό ανήκει
στο «μη-είναι», και κανονικά δεν έχει καμία θέση ανάμεσά μας.
Παρόλα αυτά, ο άνθρωπος έχει την ελευθερία να φερθεί
μη-κανονικά και να δημιουργήσει κενά ανυπαρξίας προσκαλώντας το κακό να πάρει
μια παρά φύσει θέση στον δικό του κόσμο με το να δρα (αυτο)καταστροφικά πέρα
από κάθε φυσική αναγκαιότητα. Η παράβαση των κανόνων του γίγνεσθαι, βέβαια, δεν
μένει ατιμώρητη κι έτσι κάθε απόπειρα κακού εισπράττει αυτομάτως το αποτέλεσμα
της (αυτο)καταστροφής με την εξαφάνιση της περιοχής στην οποία εισχώρησε το
κακό αποπειρούμενο ένα απαράδεκτο χάσμα στο Είναι, (το οποίο Είναι κλείνει
αμέσως και συνθλίβει το κακό, δηλαδή, το μη-Είναι).
Ο αυτοματισμός τού Είναι δεν επιτρέπει στο κακό να
υποστασιοποιηθεί ούτε στιγμή και να καταλάβει μια θέση εντός του, έτσι το κακό
παραμένει έξω από τον κόσμο μας, σημαίνοντας πάντα κάτι αρνητικό για εμάς.
Χαρακτηρίζοντας κάτι ως κακό δεν αναφερόμαστε σε κάτι που υπάρχει, αλλά στη
συμπεριφορά του ανθρώπου που αποπειράται να άρει την ύπαρξη, είτε επιθετικά με το
να την αφαιρεί από κάποιον άλλο, είτε παθητικά με το να τη στερεί από τον ίδιο
τον εαυτό του.
Στην παθητική περίπτωση της ελαχιστοποίησης, κακό
είναι αυτό που είναι να γίνει και δεν γίνεται, αυτό που ενώ θα μπορούσε να
υπάρχει και να πάρει θέση στον χώρο αποσύρεται δημιουργώντας την αίσθηση του
κενού, (διότι το κενό δεν είναι αισθητό παρά μόνο σαν απόσυρση από τον χώρο,
αφού εκτός χώρου, στο μη-είναι δεν υπάρχει τίποτε αισθητό). Αυτό το κενό τείνει
να καταλάβει ο επιτιθέμενος εκμεταλλευόμενος την παθητικότητα του διπλανού του.
Το επιθετικό εγώ επεκτείνεται στον χώρο που το
παθητικό εγώ άφησε κενό, και μπορεί να πάρει τέτοια φόρα που να του αφαιρέσει
κι αυτά τα λίγα που έχει. Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση ανισομερών σχέσεων,
που θεμελιωμένες κοινωνικοπολιτικά δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τη
μεγιστο-ποιητική κίνηση των ατόμων.
η καθαρότητα
Όταν δεν κάνουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε να
κάνουμε το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή νόθων μορφών, (είτε κοινωνικών και
διαπροσωπικών, είτε καλλιτεχνικών και εμπράγματων), που δεν δηλώνουν καθαρά
αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε. Οι νόθες μορφές υποστασιοποιούν τον φόβο μας να
κάνουμε αυτό που θέλουμε πιο πολύ, και για αυτό καλλιεργούν την ηττοπάθεια.
Αντίθετα, οι καθαρές μορφές, που εκφράζουν αυτό ακριβώς που θέλουμε να κάνουμε
ή να πούμε, χωρίς να φοβόμαστε, είναι παραδείγματα θάρρους και εμπνέουν
γενναιότητα στα άτομα, ώστε να κινηθούν μεγιστοποιητικά.
Η καθαρότητα είναι το διαρκές ζητούμενο της
μορφο-ποιητικής του γίγνεσθαι, που κινεί το Είναι στο περαιτέρω ξεδίπλωμα του
σε νέες μορφές ύπαρξης πιο καθαρές. Το «πιο» είναι ένας τονισμός• τονίζει ότι
αυτό που υπάρχει δεν είναι αρκετό και θέλει κάτι περισσότερο για να είναι
τέλειο, άρα καθαρό, μιας και χωρίς καθαρότητα δεν υπάρχει τελειότητα, αφού, μια
μορφή που δεν είναι καθαρή, όταν κρύβει κάτι, δεν μπορεί να ισορροπήσει
αρμονικά με την πλήρη ταύτιση της φόρμας και του περιεχόμενου της, και για αυτό
είναι ατελής.
Η πορεία του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να είναι μια
πορεία προς την καθαρότητα – τελειότητα της μορφής του, μια πορεία
τελειοποίησης με το περαιτέρω ξεκαθάρισμα, έκφραση και εκδήλωση των εγγενών του
τάσεων, έτσι όπως εκφράζονται μέσω των επιθυμιών και οδηγούν στον εμπλουτισμό
τού είναι του με καθαρές μορφές, σύμφωνες με τη πολύπλευρη φύση του.
ο πλούτος
Σε αυτή τη φάση του γίγνεσθαί μας, η κίνηση είναι προς
τα μπροστά, προς τον πλούτο και το πλήθος των μορφών της ύπαρξης μας, μέσω της
διάθεσης του πλεονάσματος μας. Βέβαια, ο πλούτος και το πλήθος των μορφών δεν
κάνει διαφορά, αν αυτές δεν είναι καθαρές.
Η καθαρότητα δίνει στις μορφές την ποιοτική διάσταση
που τις κάνει φορείς του γίγνεσθαί μας και αγωγούς της ταυτοτικής μας
ολοκλήρωσης, καθώς αυτές διαπραγματεύονται με ειλικρίνεια το ερώτημα ποιοι
είμαστε - ποιοτικό ερώτημα - αναφερόμενοι ερωτηματικά σε Αυτό που μας καθορίζει.
(Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι το πόσοι είμαστε - ποσοτικό ερώτημα - αφού αυτό πάνω κάτω το γνωρίζουμε ή μπορούμε να το
βρούμε με όργανα μέτρησης των ποσοτικών μας χαρακτηριστικών.)
Όταν οι μορφές που δίνουν οι άνθρωποι στην ύπαρξη τους
είναι αποτέλεσμα υπεκφυγής του ποιοτικού τους ερωτήματος, τότε αποκρύβουν την
ποιητική τους ένδεια κάτω από μια συσσωρευμένη ποσότητα, που την παρουσιάζουν
για πλούτο.
Όταν ο πλούτος δεν συμψηφίζει την ποιότητα στο μέγεθός
του και αθροίζει μόνο ένα σωρό ποσοτικές μονάδες για να παρουσιάσει κάτι
«μεγάλο», δεν είναι παρά σκέτο πλήθος. Δεν σηματοδοτεί κάτι διαφορετικό, παρά
πολλά μικρά ίδια, συγκεντρωμένα, συνήθως, στα χέρια λίγων.
Ο ποσοτικός μεγεθυντισμός, που αυτοπαρουσιάζεται σαν
πλούτος, το μόνο που καταφέρνει τελικά είναι να πολλαπλασιάσει ανεπαρκείς
μορφές, που ήδη υπάρχουν, επιβαρύνοντας την εξέλιξή μας με μία δυσβάσταχτη
ποσότητα ανεπεξέργαστης ύλης και αποβλήτων, την οποία αν δεν μπορέσει να
αφομοιώσει το ανθρώπινο γίγνεσθαι και να τη μετασχηματίσει μέσω του ποιητικού
του παρόντος, το επίπεδό του θα υποχωρήσει υπό το βάρος της σε κατώτερα στάδια
ανάπτυξης. Γι’ αυτό, ο πλούτος μόνο ως πλούσια παραγωγή ποιητικά επεξεργασμένων
και ποιοτικά ξεκαθαρισμένων μορφών είναι καθαρός πλούτος, αλλιώς κρύβει μεγαλύτερη
φτώχεια.
Ο καθαρός πλούτος, ως παραγωγή μιας καθαρής μορφής που δεν υπήρχε πριν,
χρειάζεται την αυθόρμητη διάθεση του πλεονάσματος ενέργειας των ατόμων και την
ειλικρινή έκφραση των επιθυμιών τους, διότι μόνο οι επιθυμίες, ως προβολές
ενεργειακού πλεονάσματος, έχουν τη δύναμη να εξορύξουν τη βραχώδη σύσταση της
πραγματικότητας και να βγάλουν τα πολύτιμα συστατικά με τα οποία θα συνθέσουν
νέες μορφές, εμπλουτισμένες και πρωτοφανείς, πέρα από τις υπάρχουσες και
προφανείς.
Οι επιθυμίες προβάλλουν φαντασιακά τις εικόνες αυτών που δεν έχουν γίνει ακόμη
και θέλουν να γενούν. Έτσι, ανοίγουν δρόμο στις νέες μορφές και στον καθαρό
πλούτο, που προσφέρει αντικειμενικά κάτι καινούργιο, αφού, αυτό που παράγουν
δεν αποσπάται από ό,τι ήδη έχει πάρει μορφή ή από τη μετατροπή του, ούτε από
την υφαρπαγή ή την ανακατανομή του υφιστάμενου πλούτου.
Ο πλούτος με την καθαρή του έννοια είναι παράγων
ευφορίας και σωστά οι άνθρωποι τον αποζητούν, όσο κι αν η έννοιά του νοθεύεται
από εικόνες συσσώρευσης ποσοτήτων στα χέρια λίγων. Αυτό δεν είναι λόγος να
εξυμνούμε τη φτώχεια, ούτε να μεμψιμοιρούμε παραιτούμενοι από το αίτημα του
πλούτου.
Το ζητούμενο είναι το πολύ. Το λίγο δεν είναι ζητούμενο, είναι το δεδομένο από
το οποίο ξεκινάμε. Ανεξάρτητα από το σημείο εκκίνησης του καθένα, αυτό που
ζητάει αυτός είναι πάντα κάτι πιο πολύ, έστω κι αν αυτό είναι περισσότερο
φαγητό σε περιοχές που πεινάνε, το οποίο μπορεί να φαίνεται σε εμάς λίγο, αλλά
για αυτούς εκεί δεν είναι.
Όταν εμείς, που δεν έχουμε πρόβλημα πείνας, θέτουμε το
πολύ μας σε θέματα φαγητού, τότε δεν κινούμαστε μεγιστοποιητικά, αλλά
αντεστραμμένα πολυ-ελαχιστοποιητικά. Το ίδιο συμβαίνει όταν προκρίνουμε υλικές
και ποσοτικές ανάγκες ως μέγιστο ζητούμενό μας, ενώ αποτελούν το ελάχιστο στις
οικονομικά ανεπτυγμένες κοινωνίες μας. Έτσι, ο πλούτος αντιστρέφεται και από
έννοια της αφθονίας σημαίνει ακόρεστη πείνα, η οποία μπορεί να στραφεί ενάντια
σε αυτόν που δεν έχει πραγματικά να φάει και να του πάρει τα λίγα ψίχουλα που
έχει.
δούναι και λαβείν
Η αντεστραμμένη έννοια του πλούτου έχει αποτέλεσμα την
οργάνωση ενός κοινωνικο-οικονομικού συστήματος όπου κυριαρχεί το λαβείν και όχι
το δούναι. Αυτό που τίθεται πρώτο σε κάθε συναλλαγή εντός αυτού του συστήματος
είναι το τι έχει να πάρει κάποιος και όχι τι να προσφέρει. Η προσφορά θεωρείται
κόστος που πρέπει να καλυφθεί εκ των προτέρων με κάποια ανταμοιβή, για να
προσφέρει το άτομο αυτό που έχει να προσφέρει. Έτσι η διάθεση του πλεονάσματος
του ατόμου κατακρατείται προαπαιτώντας τη διάθεση του πλεονάσματος ενός άλλου
προς αυτό. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν οδηγούμαστε από την καθαρή δική μας
επιθυμία αλλά από την επιθυμία του άλλου, δηλαδή από την επιθυμία να μας
επιθυμούνε. Αυτό υποδηλώνει ένα ναρκισσιστικό εγώ, καθόλου ερωτικό και δοτικό,
ένα εγώ που κυριαρχεί σε καθεστώτα ατομισμού.
Η καθαρή επιθυμία, αυτή που συντελεί στην παραγωγή
καθαρών μορφών και στον καθαρό πλούτο, ωθεί τα άτομα στην καθαρή διάθεση του
πλεονάσματός τους, χωρίς να ξέρουν από πριν αν θα εισπράξουν κάτι ως
ανταπόδοση. Το λαβείν δεν αποτελεί προϋπόθεση, αλλά αποτέλεσμα του απροϋπόθετου
δούναι μας προς τον άλλον.
γόνιμες συναντήσεις
Το αποτέλεσμα τού δούναι μπορεί να είναι
πλουσιοπάροχο, μπορεί και όχι. Εξαρτάται από το αν ο αποδέχτης του ανταποκριθεί
θετικά ή αρνητικά. Η τύχη της διάθεσης του πλεονάσματος κρίνεται από τις γόνιμες
ή άγονες συναντήσεις στις οποίες θα δια-τεθεί. Εδώ, ο νους και η γνώση συμβουλεύουν το άτομο για την επιτυχέστερη διά-θεση
του, χωρίς όμως να μπορούν να την εξασφαλίσουν.
Η μεγιστοποιητική κίνηση του ατόμου - με τη διάθεση
του πλεονάσματός του στην κατεύθυνση της μέγιστης των επιθυμιών του - είναι
πάντα μια κίνηση προς το άγνωστο, προς αυτό που δεν έχει γίνει ακόμη, αλλά
μπορεί να γεννηθεί από τη γόνιμη συνάντηση της επιθυμίας και του αποδέχτη της.
ο δρόμος της εξέλιξης
Η εξέλιξή μας εξαρτάται από το κατά πόσο θα τολμήσουμε
το βήμα προς το άγνωστο, στο οποίο μας οδηγούν οι προβολές του πλεονάσματός
μας. Αν δεν το τολμήσουμε θα μείνουμε στο ήδη γνωστό και απλά θα το
αναπαράγουμε, ανακυκλώνοντας μαζί και το πρόβλημά του.
Αν το ήδη γνωστό δεν ήταν προβληματικό και η συνθήκη
του ανθρώπου είχε εναρμονιστεί με τη φύση - τόσο τη δική του, όσο και τη
περιβάλλουσα - τότε θα μπορούσαμε να αρκεστούμε στην αναπαραγωγή αυτού που
είναι ήδη γνωστό και ισχύον, όμως η συνθήκη μας απέχει πολύ από κάτι τέτοιο.
Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην εξελικτική φάση του
γίγνεσθαί μας, που μας ωθεί στο άγνωστο και είμαστε αναγκασμένοι να το
τολμήσουμε, σύμφωνα με τις επιταγές Αυτού, όπως μας τις ενσωμάτωσε με φυσικό
και εσωτερικό τρόπο (όχι επιβεβλημένα και εξωτερικά) μέσω των επιθυμιών,
βάζοντας ταυτόχρονα το νου σαν σύμβουλό μας και τη ψυχή σαν οδηγό μας.
Το κατά πόσο κινούμαστε σύμφωνα ή όχι με τις
ενσωματωμένες επιταγές Αυτού κρίνει και το σωστό ή το λάθος της κατεύθυνσής
μας.
ΕΠΙΛΟΓΕΣ
από τις
«ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ»
Οι επιλογές είναι από το θεωρητικό σύγγραμμα που ξεκίνησα
τον Αύγουστο του 2005 στην Αίγινα και τελείωσα τον Μάιο του 2006 στο Βερολίνο. Εδώ
παραθέτω τα σημεία που θεωρώ απαραίτητα για τη συν-πλήρωση της θεωρίας μου στον
βασικό της κορμό (main corpus). Η αρίθμηση των κεφαλαίων (με
αριθμούς σε αγκύλες) και των παρενθέσεων (με αριθμούς σε παρενθέσεις) είναι από
το αρχικό σύγγραμμα, το οποίο υπάρχει αναρτημένο στο ομώνυμο blog και στην ιστοσελίδα
μου.
[1]
…
(2) Ακόμη κι αν μπορέσουμε να βρούμε κάποτε το πώς
έγινε το κάθε τι, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε το γιατί έγινε, διότι η
απάντηση αυτού του «γιατί» μάς περιλαμβάνει. Είμαστε μέσα της και δεν μπορούμε
να τη διακρίνουμε έξω από εμάς. Ο λόγος της ύπαρξης μας υπάρχει μέσα μας, είναι
ένα και ταυτό με εμάς. Μπροστά του δεν έχουμε κανενός είδους καθρέπτη να μας
δούμε, αφού η δυνατότητα του αντικαθρεφτίσματος που μας δίνει ο λόγος, έχει τον
ίδιο λόγο ύπαρξης με τον λόγο της ύπαρξης μας. Εδώ, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε
την έλλογη αντανάκλαση των πραγμάτων μέσα μας με τα είδωλα των λέξεων τους,
ώστε να καταφέρουμε να δούμε εμάς και μαζί τον ίδιο τον καθρέφτη, δηλαδή τον
λόγο του λόγου μας.
[2]
…
(14) Αυτό που μας παραδειγματίζει στη φύση είναι η
ποιότητα της σχέσης που τη διαπερνά και τη συνέχει. Στη φυσική κατάσταση των
σχέσεων δεν παρεμβάλλεται καμία επιτήδευση και ό,τι γίνεται εκφράζει ακέραια
κάποια φυσική αναγκαιότητα. Η ακεραιότητα των εκδηλώσεων, η αμεσότητα των
εκφράσεων, ο τέλειος συγχρονισμός μέσων και σκοπών, η ταύτιση φόρμας και
περιεχόμενου, παράγουν την ομορφιά και αρμονία που θαυμάζουμε στις φυσικές
μορφές. Ο ρυθμός που τις διαπερνά και κανονίζει το μέσα και το έξω τους, το
κλειστό και ανοιχτό τους, το κράτημα και
το άφημα τους, μας δίνει το τόνο που χρειαζόμαστε για να ρυθμίσουμε κι εμείς
αρμονικά τις κινήσεις μας.
(15) Το μέτρο της φυσικότητας δίνει τον
ρυθμιστικό κανόνα των κινήσεων μας, ώστε να μας συγκλίνουν ταυτοτικά κλείνοντας
το χάσμα ανάμεσα στη φύση μας και στη θέση μας. Τα άλλα πλάσματα γύρω μας
μπορεί να έχουν προσαρμόσει πλήρως τη θέση με τη φύση τους, αλλά το ανθρώπινο
πλάσμα, ως πιο πρόσφατο και πιο σύνθετο, χρειάζεται χρόνο ακόμη μέχρι να
ολοκληρωθεί και να ενταχθεί ακέραια ως άρτια μονάδα στο Όλον Αυτού.
(16) Ο άνθρωπος
είναι ένα ον που έχει ξεχωρίσει μες τη φύση για το έλλογο του στοιχείο, και
κινδυνεύει να χωρίσει από αυτήν, διακινδυνεύοντας την αρτιότητα τόσο τη δική
της όσο και τη δική του, αν δεν οδηγήσει αυτήν την έλλογη ετερότητά του
στην ταυτότητα που της αναλογεί. Ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί η λογικότητα σαν
ετερότητα είναι να ανοιχτεί από την αυτοαναφορικότητα της, όπου υπολογίζει μόνο
τα περιορισμένα συμφέροντα των ανθρώπων, στην αναφορά της στο πέραν αυτής, συλλογιζόμενη
Αυτό που την ξεπερνά και την καθορίζει, διότι την κινεί σαν ψυχή της, σαν λόγος
του λόγου της, σαν Λόγος. Αναφερόμενη η λογικότητα σε Αυτό, εκπληρώνει τον
απώτατο λόγο της ύπαρξης της. Ολοκληρώνεται λειτουργικά σαν όργανο και
φτάνοντας στην οργανική αρτιότητά της ταυτοποιείται.
(17) Ο λόγος, που μας έδωσε με την αναλυτική και
συνθετική του δυνατότητα την επιστήμη και την τεχνική, αναζητεί αυθόρμητα πίσω
από τις όποιες ανακαλύψεις του τον ίδιο τον λόγο του λόγου του. Είναι φυσικό
αποτέλεσμα της ασίγαστης αιτιακής του λειτουργίας, αυτής που προωθεί τη σχέση
αιτίας-αποτελέσματος και την αιτιώδη συνάφεια των πραγμάτων στις έσχατες
συνέπειες της, κλιμακώνοντας την ερωτηματοθεσία της, μέχρι να αναρωτηθεί για το
απόλυτο και να ρωτήσει γιατί αναρωτιέται. Η αναφορά στο απόλυτο εμπεριέχεται
μέσα στην ίδια τη λογικότητα, αφού αποτελεί τον όρο και τη συνθήκη της
ύπαρξης της. Αρκεί να την εμπιστευτούμε, να την αφουγκραστούμε και να την
ακολουθήσουμε με συνέπεια. Αυτή η λογική συνέπεια δεν μπορεί να αγνοηθεί, ούτε
να ξεγελαστεί με κάτι άλλο, παρά να απαντηθεί ευθέως ανάλογα και σύμφωνα
ακριβώς με τον τρόπο που τίθεται, δηλαδή σαν ερώτημα. Αν απαντηθεί σαν απάντηση, τότε ο λόγος θα αναζητήσει λογικά
να βρει τι κρύβεται πίσω από αυτήν την απάντηση και έτσι θα φτάσει πάλι σε
ερώτηση, που είναι άλλωστε και το σημείο από το οποίο ξεκίνησε· έτσι η ερωτηματικότητα
σηματοδοτεί την Αρχή του λόγου.
[3]
…
(21) Η σύλληψη της τάξης Αυτού είναι εκτός δυνατοτήτων
της συμβατικής γνώσης και βρίσκεται ακριβώς στα όρια της, εκεί, όπου η γνώση
έχοντας εξαντλήσει τη γνωστική της δύναμη ανοίγεται στο άγνωστο, αποδέχεται την
ασύλληπτη τάξη του και γίνεται πίστη. Η πίστη, ως υπερβατική γνώση, που
(ανα)γνωρίζει το άγνωστο χωρίς να το ξέρει, έλκει σαν μαγνήτης τη
γνωστικότητα να αναπτυχθεί στο πεδίο της για να γνωρίσει από κοντά το άγνωστο.
Με αποτέλεσμα, η γνώση αναπτυσσόμενη μέσα στο ελκτικό πεδίο της πίστης να
διευρύνει διαρκώς τα όρια της, χωρίς να τα παραβαίνει.
(22) Μέσα στα διαρκώς διευρυνόμενα όρια της γνώσης, τα
ονόματα και τα σύμβολα που δίνουμε στα πράγματα που γνωρίζουμε και στις σχέσεις
που διαπιστώνουμε, ονομάζουν συμβατικά κάτι το υπερβατικό το οποίο πάντα θα μας
διαφεύγει, που είναι το Όλον όπου είναι ενταγμένα τα πράγματα κι από όπου
αναβλύζουν οι μορφές τους. Αν το παραγνωρίζουμε και νομίζουμε ότι ονομάζοντας
τα πράγματα, μπορούμε και να τα ελέγξουμε, σαν να τα κατέχουμε στην ολότητα
τους, αυθαιρετούμε. Μπορεί τα πράγματα να υποχωρούν προσωρινά στον αυθαίρετο
γνωστικό τους εγκλωβισμό, που τα διασπά σε αναλυτικούς χαρακτηρισμούς των μερών
τους για να τα ελέγχει διαιρεμένα, αλλά όταν αυτά όλα μαζί ανασυντίθενται σαν ο
σύνολος κόσμος ενώπιον του δικαστηρίου της όλης και αδιαίρετης πραγματικότητας
Αυτού, μπορούν να καταδικάσουν τον αυθαιρετούντα άνθρωπο αφαιρώντας του κάθε
εξουσία. Αν δεν το καταλάβει αυτό έγκαιρα, τότε, ο άνθρωπος θα κληθεί, αργά ή
γρήγορα, να επιστρέψει με τόκο όσο πλούτο απέκτησε με τη λαφυραγωγημένη γνώση
της φύσης. …
(24) Εφόσον το ποιο είναι Αυτό μένει σαν ερώτημα
ανοιχτό και δεν φράσσεται με πρόχειρες απαντήσεις, που ανακόπτουν την
ερωτηματικότητα μας οδηγώντας την πρόωρα στο τέλος της, προκαλεί το λογικό μας
να κινηθεί προς συνάντησή του και το προσκαλεί σαν έρωτας. Ο έρωτας και το
ερώτημα έχουν ρίζα κοινή στα ελληνικά (όπως και οι συναφείς λέξεις του «ρο»,
«ροή», «ρώμη» και «ρήμα»), γιατί αυτό που ερωτά ή αναρωτιέται είναι ανοικτό και
αναζητά μια απάντηση, κάποιον ή κάτι να το συναντήσει, ενώ, αντίθετα, ότι είναι
απαντημένο είναι και κλειστό. Εφόσον Αυτό μένει ανοιχτό στη σκέψη μας, έλκει
ερωτηματικά το λογικό μας να συνευρεθεί με την ολότητά του και του δίνει χώρο
ελεύθερο να αναπτυχθεί προς κάθε κατεύθυνση μέχρι να φωτίσει όλες τις πτυχές
της ύπαρξης μας και να εξερευνήσει κάθε δυνατότητα, ώσπου να μας ταξιδέψει στις
εσχατιές μας και εκεί να μας ενώσει με Αυτό, το πέρα από εμάς.
Προσανατολισμένοι ερωτικά και ερωτηματικά προς Αυτό, όχι μόνο
μαθαίνουμε, αλλά μαθαίνοντας συν-ουσιαζόμαστε την πληρότητα του, βιώνοντας την
ευφορία της. Γνωρίζοντας τον κόσμο ερω(τημα)τικά, η γνώση αποκτά βιωματική και
οργανική χροιά, η οποία μας αγγίζει παντού και μας ικανοποιεί συνολικά, όχι
μόνο «εγκεφαλικά». Διεγείρει όλες τις πλευρές μας σε μέθεξη Αυτού που μας
ξεπερνά και μας μεθά σαν έρωτας. Με την κορύφωση της συν-ουσίας Αυτού και
έχοντας εξαντλήσει κάθε ετερότητα μας, αφού θα έχουμε διαθέσει όλη τη λογική
μας δύναμη στον έρωτα του Λόγου Του, μπορούμε να ενταχθούμε σαν άρτια μέρη στην
απλή, αυτονόητη, επαναλαμβανόμενη αρτιότητα, ολότητα και κυκλικότητα του αέναου
κόσμου, όπως μας τον υποδεικνύει παραδειγματικά η γύρω μας φύση.
[4]
(26) Σωστό δεν είναι ό,τι δεν είναι λάθος. Σωστό είναι
ότι είναι σωστό. Αν και μπορεί να μην ξέρουμε ποιο ακριβώς είναι, αλλά το
ακολουθούμε με την πίστη μας σε Αυτό, που δεν γνωρίζουμε, και έτσι κινούμαστε
πέρα από ό,τι ήδη έχουμε κάνει, πάθει και μάθει με τα λάθη μας, προς ό,τι δεν
έχει γίνει ακόμη, αλλά μέλει να γενεί και να μαθευτεί σαν σωστό. Το σωστό
βρίσκεται σε αυτό που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε ακολουθώντας την παρόρμηση
του γίγνεσθαι μας. Αν αποδειχθεί στην πορεία ότι κάνουμε κάποιο λάθος, θα
έχουμε μάθει το σωστό από το λάθος που θα έχουμε κάνει. Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνουμε
το σωστό ενεργητικά, κάνοντας το σωστό, και όχι παθητικά, διδασκόμενοι από τα
λάθη που έχουμε κάνει.
(27) Αν περιορίζουμε το σωστό σε όσα ήδη έχουμε κάνει
και στα λάθη που μας έχουν διδάξει, τότε δεν μαθαίνουμε τίποτε διαφορετικό από
όσα ήδη γνωρίζουμε. Μένουμε εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητα που ανακυκλώνει
τα λάθη της και την οποία δεν μπορούμε να διορθώσουμε, όσο κατηγορηματικά και
να την κατακρίνουμε. Η κατάκριση, που αντλεί την κατηγορηματικότητα της
από τη βεβαιότητα τού ήδη γνωστού και βεβαιωμένου λάθους, αδυνατεί να συλλάβει
κάτι διαφορετικό από ό,τι ήδη συμβαίνει και να τροποποιήσει την πραγματικότητα
που κατακρίνει, στρέφοντας την προς έναν άλλο τρόπο πραγματοποίησης, ποιοτικά
διαφορετικό. Μπορεί να αλλάζει την εσωτερική διάρθρωση του λάθους και να το
κάνει, ας πούμε, δικαιότερο μοιράζοντάς το σε όλους «δημοκρατικά» (όταν
κατηγορεί μόνο τους ηγέτες και όχι τους υπηκόους τους), αλλά δεν ξεριζώνει το
λάθος.
(28) Η κατηγορηματική προσωποποίηση της κατάκρισης όχι
μόνο δεν ξεριζώνει το λάθος, αλλά δυναμώνει τη σχέση της κατηγορίας (του
λάθους, εδώ) με τον κατηγορούμενο, γιατί τον ταυτίζει με κάτι που κάνει. Έτσι
δίνουμε μια οντολογική υπόσταση στο λάθος, την οποία αυτό δεν έχει. Όταν λέμε ότι
κάποιος «είναι λάθος» ή «είναι κακός» και όχι ότι «κάνει λάθος» ή «κακό»,
αποκλείουμε με την κατηγορηματικότητα τού «είναι» τη δυνατότητα του σωστού και
του καλού. Επειδή, όμως, δεν ξέρουμε ποιο είναι το Είναι, όπως δεν ξέρουμε ποιο
είναι Αυτό, δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί στις κατακρίσεις μας, παρά
μόνο ερωτηματικοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι αφήνουμε το λάθος να υφίσταται, αλλά
ακριβώς επειδή υφίσταται και αποτελεί ένα δεδομένο που ήδη γνωρίζουμε, το μόνο
ριζικό που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για αυτό, είναι να το γνωστοποιήσουμε
προς όσους δεν το ξέρουν ακόμη.
(29) Το λάθος δεν διορθώνεται με το να ασχολούμαστε
με αυτό, αλλά με το να κάνουμε το σωστό, όπως το πιστεύουμε, χωρίς ακόμη να το
ξέρουμε, όπως ξέρουμε το λάθος· εκτός αν εμείς δεν το γνωρίζουμε, ενώ είναι
γνωστό στους άλλους. Τότε, το μόνο ριζικά ανασκευαστικό που πρέπει και μπορεί
να γίνει για το λάθος είναι να γνωστοποιηθεί προς όλους. Από εκεί και πέρα, τον
δρόμο του σωστού τον ανοίγει η πίστη του καθένα. Εφόσον η γνώση του λάθους διαδίδεται στο
σύνολο και η πράξη του σωστού αναλαμβάνεται από το άτομο, πηγαίνουμε ορθά
προοδεύοντας εν Αυτώ.
(30) Σωστός είναι ο δρόμος που οδηγεί σε καθαρό πλούτο
προσφέροντας το επι-πλέον που λείπει στον καθένα για να εκ-πληρωθεί. Ο δρόμος
του σωστού είναι πάντα προσοδοφόρος, διότι ακόμη και να αποδειχθεί λάθος, θα
έχει κερδηθεί η γνώση του λάθους. Από την άλλη, ο λάθος δρόμος επιφέρει καθαρή
ζημία, που δεν αναπληρώνεται. Είναι μια σκέτη απώλεια χρόνου, ματαίωση
ενεργειών και σπατάλη μέσων, από την οποία δεν κερδίζει κανείς τίποτε, ενώ
χάνουν πολλοί. Δεν κερδίζεται ούτε καν η γνώση του λάθους, διότι για να κάνεις
το λάθος σημαίνει ότι το ξέρεις και παρόλα αυτά το κάνεις. Αν δεν το ξέρεις,
δεν είναι λάθος, αλλά άγνοια.
(31) Το να κάνουμε λάθος από άγνοια δεν είναι κακό,
έστω και αν δεν είναι καλό όσο το να κάνουμε το σωστό κάνοντας αυτό που
πιστεύουμε, παρόλο που το αγνοούμε. Επειδή όμως εν τω γίγνεσθαι δεν υπάρχει
κάποια σταθερή κατάσταση μεταξύ σωστού και λάθους, στην οποία να
σταθεροποιήσουμε μια ημίμετρη στάση και να βολευτούμε στην ανευθυνο-υπευθυνότητα
της ημιμάθειάς της, αλλά, ή θα πάμε στον σωστό δρόμο ή στον λάθος, δεν μπορούμε
να επικαλούμαστε μια ζωή για άλλοθι των λαθών μας την άγνοια, εφόσον δεν έχουμε
φροντίσει να μάθουμε πριν κάνουμε αυτό που πιστεύουμε. Αν μάθουμε ότι κάτι
είναι λάθος κι εμείς το κάνουμε παρόλα αυτά, δεν μας δικαιολογεί καμία πίστη,
γιατί η πίστη βρίσκεται πέραν του γνωστού. Μέσα στα όρια του γνωστού ή θα
κάνουμε το σωστό ή το λάθος καθαρά, όπου το καθαρό λάθος σαν καθαρή απώλεια
είναι κακό και το καθαρά σωστό σαν καθαρό κέρδος είναι καλό.
[5]
(32) Το κακό υπάρχει ως κενό, ως κάτι που δεν υπάρχει,
αφού εν Αυτώ τίποτε δεν μπορεί να είναι κακό, από τι στιγμή που «είναι» κάτι,
άρα έχει μια θέση στην ολότητα Αυτού. Το κακό είναι το «μη-είναι». Δεν έχει
καμία υπόσταση, παρά συμβαίνει σαν καθαρή απώλεια, η οποία διαγράφει δια παντός
από το Είναι ό,τι είναι λάθος. Όταν λέμε ότι κάτι είναι κακό ή κάνει το κακό
εννοούμε ότι επιφέρει καθαρή απώλεια, ως καθαρό λάθος, που διαπράττεται μέσα
στα όρια του γνωστού. Γι’ αυτό, είναι κακό να μη μαθαίνεις αυτό που είναι γνωστό,
όπως είναι και κακό να μην ανακοινώνεις αυτό που ξέρεις. Η άγνοια από μόνη της
δεν είναι κακό. Κακό είναι η απόκρυψη του γνωστού, η αποσιώπηση της
αλήθειας, η εσκεμμένη αμάθεια ή, ακόμη χειρότερα, η σκόπιμη παραπληροφόρηση,
δηλαδή το ψέμα.
…
(35) Η ειλικρίνεια φέρει πολλαπλά οφέλη, διότι
δεν λειτουργεί θετικά μόνο με τη διάδοση της γνώσης - την οποία παρέχει στους
άλλους, όποιος είναι ειλικρινής, αποκαλύπτοντας τους άμεσα την αλήθεια όσων
γνωρίζει - αλλά, συντελεί και στη διεύρυνση των ορίων της γνώσης, με την
περαιτέρω ανακάλυψη της αλήθειας. Όταν κάποιος είναι ειλικρινής τοποθετείται
χωρίς υπεκφυγές απέναντι στον εαυτό του και τον θέτει ενώπιον της ενδόμυχης
αλήθειας του, ακόμη και αν αυτή δεν συμφωνεί με ό,τι συμβαίνει και είναι
κοινωνικά αποδεχτό. Έτσι μπορεί να οδηγηθεί έξω από τα όρια όσων έχουν γίνει
και είναι ήδη γνωστά, προς κάτι που αυτός ακράδαντα πιστεύει ή αμετάκλητα
θέλει. Έτσι, ως θαρραλέα ομολογία πίστεως, η ειλικρίνεια ωθεί τη γνώση
στην υπερβατικότητα που χρειάζεται για την πρόσβαση της στην άγνωστη αλήθεια,
και ως ομολογία επιθυμίας, κινητοποιεί την πράξη πέραν όσων έχουν ήδη γίνει και
την ωθεί στο γίγνεσθαι εν Αυτώ.
…
[7]
(46) Όπως κάθε τι, έτσι και η θεωρία δεν
ορίζεται αρνητικά, ως προς αυτό που δεν είναι, ως απλά αντίθετη, για
παράδειγμα, στη σκοτεινή πραγματικότητα και στην τυφλή πράξη. Αν ήταν
περιορισμένη στην άρνηση ή στην αντίθεση της προς τη σκοτεινή ή α-θεώρητη
πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε να της ξεφύγει και να οριστεί θετικά, αφού,
οριζόμενη αρνητικά από την πραγματικότητα θα εξαρτιόταν πάντα από αυτήν και
έτσι δεν θα μπορούσε να μας δείξει άλλον δρόμο πέραν αυτής. Η θεωρία για να
είναι θεωρία πρέπει να ορίζεται θετικά ως προς αυτό που είναι και αυτό
βρίσκεται πέραν αυτής, έγκειται στα όρια της, σε αυτό που ολοκληρώνει τον
ορισμό της ως λογική συγκρότηση, ήτοι στην ένωση της με τον Λόγο. Επειδή η
θεωρία πρέπει εξ ορισμού να αναφέρεται στον Λόγο Αυτού για να ορίζεται ως
καθαρή θεωρία, βάσει αυτής της καθοριστικής της Αρχής πρέπει να συστηματοποιεί
τις πρωτ-αρχικές της έννοιες (τις πρώτες σε αναφορά προς την Αρχή της) σε
πρωτ-αρχικές κατηγορίες και προτάσεις που να ερμηνεύουν την πραγματικότητα
φωτίζοντας την και να ωθούν την πράξη στην πραγματο-ποίηση, πέραν των μηχανικών
ή εξαναγκασμένων κινήσεων του σώματος μας.
(47) Οι ελεύθερες, μη μηχανικές κινήσεις μας
οργανώνονται σε πράξη πάντα από μια θεωρία. Αν κατευθυνόμαστε λάθος είναι γιατί
θεωρούμε λάθος, κι αν βαδίζουμε σωστά είναι γιατί βλέπουμε σωστά. Η θεωρία
προηγείται της πράξης εκ της φύσεως της, διότι όντας αποδεσμευμένη από την ύλη
και τον χώρο, αντίθετα με την πράξη, μπορεί να αναχθεί από το μέρος στο όλον
και από τη στιγμή στον χρόνο, ώστε να δείξει τα περάσματα και τις συνδέσεις που
μπορούν να οδηγήσουν την πραγματοποίησή μας στη σωστή κατεύθυνση, την οποίο θα
χάσουμε αν έχουμε λάθος θεωρία, δηλαδή μια θεωρία που δεν θεωρεί καθαρά και δεν
λειτουργεί θετικά ως προς αυτό που είναι, να βλέπει το πέραν και να δείχνει το
πέρασμα.
…
(51) Η θεωρία, σχετιζόμενη στενά και άμεσα με την
πράξη, είναι πράξη αφ’ εαυτής και, ανάλογα, η πράξη είναι θεωρία.
Συγχρονίζοντας θεωρία και πράξη προχωράμε τόσο όσο βλέπουμε και βλέπουμε όσο
προχωράμε. Καμία υπερπήδηση αυτής της σχέσης δεν μπορεί να μας χαρίσει το φως
εξ αποκαλύψεως ή τη λύτρωση εκ θαύματος. Επειδή Αυτό δεν κατοικεί εκτός των
πραγμάτων, μόνον ερμηνεύοντας την πραγματικότητα μπορούμε να εμβαθύνουμε τις
γνώσεις μας στην ουσία Αυτού και υποθέτοντας τον Λόγο του να θέσουμε τους
κανόνες βάσει των οποίων να κινηθούμε σωστά. Στρέφοντας την προσοχή μας στην
πραγματικότητα μπορούμε να διακρίνουμε σε τι συνίσταται η ενόχληση μας από
αυτήν, η οποία μπορεί να είναι τόση, ώστε πολλοί να θέλουν να αποδράσουν εκτός
της και να βρουν καταφύγιο στην αγκαλιά ενός ά-τοπου «θεού», ενώ αυτός, ως
Αυτό, βρίσκεται εδώ και τώρα, όντας η ίδια η πραγματικότητα.
[8]
(52) Όλα τα πράγματα μαζί και το καθένα ξεχωριστά
είναι Αυτό, ακόμη κι αν ο άνθρωπος πρέπει να αθροίσει στον εαυτό του τη
δυσφορία της αποσπασματικότητας του και να την προσθέσει στην κλασματική ύπαρξη
του, για να φτάσει σαν πλήρη μονάδα στην ολότητα Αυτού. Ανάλογα και η
πραγματικότητά μας, είναι μεν Αυτό, αλλά αθροίζει δυσφορία για να το φτάσει.
Αν πρέπει να την αλλάξουμε πρέπει για να την τροποποιήσουμε σαν σύνθεση, ώστε να
αυξήσουμε το ποσοστό της ευφορίας εντός της και να μειώσουμε της δυσφορίας.
Όχι γιατί δεν τη δεχόμαστε, αρνούμενοι την πλήρη παρουσία Αυτού σε αυτήν, οπότε
τείνουμε αφαιρετικά στο μη πραγματικό για να λυτρωθούμε. Αυτό είναι η εύκολη
λύση, που αποφεύγει το πρόβλημα για το πώς φτιάχνουμε εμείς την πραγματικότητα
μας και το μετατρέπει σε πρόβλημα του απόλυτου, λες και Αυτό έχει κάποια
έλλειψη και δεν είναι παντού και πάντα, οπότε λόγω της προβληματικής παρουσίας
του στην πραγματικότητα μας να αναζητείται κάπου εκτός αυτής. Βέβαια, Αυτό δεν
έχει κανένα πρόβλημα, ούτε υπάρχει κάποιο ρήγμα στο απόλυτο της παρουσίας του,
από όπου να διαρρέει εκτός της πραγματικότητας μας. Το απόλυτο δεν μπορεί να
έχει πρόβλημα. Το πρόβλημα βρίσκεται στο σχετικό της ύπαρξης μας· στη σχέση,
στον τρόπο και στην ποιότητα της συνάρτησης της ως μέρους με το όλον και ως στιγμής
με τον χρόνο.
[9]
…
(58) Το πνεύμα μας αποτελείται από τον λόγο
(λειτουργικό σύστημα του νου μας) και τη θεωρία (προϊόν της λειτουργίας του
νοητικού μας συστήματος). Ο λόγος, σαν λειτουργικό σύστημα, είναι κοινός σε
όλους τους ανθρώπους. Η θεωρία διαφοροποιείται στον καθένα χωριστά, ανάλογα με
το πώς συνειδητοποιεί και συσχετίζει τα διάφορα ερεθίσματα που δέχεται όσο ζει.
Λόγος και θεωρία μαζί διαμορφώνουν στο σύνολο τους το πνεύμα, το άυλο μέρος του
ανθρώπου, που χαρακτηρίζει κάθε άτομο χωριστά, δίνοντας του τη ξεχωριστή του
προσωπικότητα, η οποία εκπνέει με τον θάνατο του. Το πνεύμα είναι κατά βάση
προϊόν του εγκεφάλου, όπου εδράζει ο νους. Βασίζεται, λοιπόν, σε κάτι υλικό για
να υπάρχει. Δεν υφίσταται άνευ της υλικής υποδομής του και γι’ αυτό δεν μπορεί
να μετακομίζει κάπου αλλού, όταν η υλική μας υπόσταση διαλύεται και
αποσαθρούται. Απλά, παύει να υπάρχει.
(59) Η ψυχή, όντας η ζωογόνος ενότητα, παύει να
υπάρχει, φυσικά, στο άτομο, μόλις επέρχεται ο οριστικός χωρισμός του κι αρχίζει
ακαριαία η αποσύνθεση του. Όμως, η ψυχή παύει μόνο κατ’ άτομο, όταν δεν
εκδηλώνεται πια εντός του σαν ενότητα και το άτομο διαλύεται· συνεχίζει να
υπάρχει πέραν του συγκεκριμένου ατόμου, ως ψυχή, όπως συνεχίζει να υπάρχει και
ζωή μετά τον θάνατο κάποιου. Η ψυχή, όπως και η ζωή, δεν αποτελούν ατομικά
χαρακτηριστικά. Η ψυχή υπερέχει του ατόμου εκ της γενικότητας της, η οποία
περιέχει το άτομο και όχι το άτομο αυτήν, για αυτό δεν πεθαίνει ποτέ μαζί του.
Αυτή η υπερατομική αιωνιότητα της ψυχής έχει δημιουργήσει την παρεξήγηση της
αθανασίας τής ατομικής ψυχής. Αυτό που είναι αθάνατο είναι η ψυχή αυτή καθαυτή,
διότι όντας το άκρο αντίθετο του θανάτου δεν μπορεί να τον εμπεριέχει, άρα
είναι α-θάνατη. Με άλλα λόγια, η ψυχή είναι μια γενική ιδιότητα που
χαρακτηρίζει τη ζωή κι όχι ιδιοκτησία κανενός για να την πάρει μαζί του φεύγοντας
από τη ζωή. Ως καθαρά γενική, είναι άμεση ιδιότητα Αυτού, του Γένους όλων, στη
γενικότητα του οποίου ανήκει το κάθε τι, που αν υπάρχει σαν κάτι ξεχωριστό
υπάρχει εξ’ Αυτού και δι΄ Αυτό, γι’ αυτό, για αυτόν τον λόγο.
(60) Η ψυχή και Αυτό είναι ένα και ταυτό, αφού Αυτό
όντας ο λόγος όλων είναι και λόγος της ψυχής, που όντας λόγος της ζωής, είναι
ένα και ταυτό με Αυτό, στο οποίο οφείλεται η ζωή, όπως και κάθε τι. Αυτή η
ταυτολογία και άλλες ανάλογες της (όπως Λόγου και Αυτού, Αυτού και Είναι, κλπ.)
είναι ασύλληπτη για εμάς, λόγω του οντολογικού έτερο-καθορισμού μας. Παρόλα
αυτά, μπορούμε λογικά να την υποθέσουμε, αφού ό,τι δεν σχετίζεται με κάτι άλλο
για να υπάρξει, αλλά υπάρχει καθαρά αφ΄ εαυτό, ως απόλυτο, είναι ταυτόσημο με
Αυτό, το μόνο πλήρες αυτό καθ’ αυτό, άρα του αρμόζει η ταυτολογία. Η ψυχή δεν
σχετίζεται, ούτε ενώνεται με κάτι έτερο για να υπάρξει, αλλά είναι η ίδια η
καθαρή σχέση της ενότητας. Όντας έννοια απόλυτη και καθαρή ταυτίζεται με Αυτό,
όπως και κάθε απόλυτη έννοια που δεν επιμερίζεται. Ό,τι δεν αποτελεί μέρος
κάποιου πράγματος, αλλά συνιστά όλον και ολότητα από μόνο του, είναι ένα και
ταυτό με Αυτό, που είναι το Όλον.
(61) Όπως Αυτό είναι παντού ίδιο και δεν επιμερίζεται,
ούτε διασπάται, έτσι και η ψυχή είναι
ίδια σε όλους μας. Ως πάντα ίδια, είναι αναλλοίωτη στα χρόνια. Δεν γερνάει μαζί
τους, αλλά σαν ένα γυαλιστερό τόπι τούς ξεγλιστράει και αιωρείται ανάμεσα μας
όποια ηλικία και να έχουμε, κάνοντας μας όλους σαν ένα αιώνιο παιδί που πηδάει
μαγεμένο να πιάσει το άπιαστο τόπι της. Η ψυχή παίζοντας ανάμεσα μας, μας
ενώνει όλους στο ίδιο παιχνίδι συνέχοντας τον ένα με τον άλλο και περνώντας από
τον ένα στο άλλον με την ένωση του αρσενικού και του θηλυκού και με τη γέννηση
μιας νέας ζωής.
(62) Η ψυχή, όντας ενότητα των μερών σε ένα μοναδικό
και ενιαίο όλον, παίζει τον ρόλο Αυτού εντός μας, συμπληρώνοντας κάθε κενό,
απ-ουσία και διαχωρισμό μας με δυσφορία, και επιβραβεύοντας κάθε κίνηση
ενότητας, εκπλήρωσης και συν-ουσίας μας με ευφορία. Διότι, η ψυχή είναι μεν
άπιαστη και ασύλληπτη στην ουσία της, όπως Αυτό, αλλά όπως κι Αυτό, έχει τον
τρόπο να παρουσιάζεται σε εμάς, που είναι τα αισθήματα.
(63) Τα αισθήματα, ως ψυχική έκφραση, δεν εδράζουν
αποκλειστικά στην καρδιά ή τον εγκέφαλο ή αλλού, αλλά σε όλα αυτά μαζί, αφού
σαν έκφραση ενότητας βρίσκονται ανάμεσα τους και τα συνέχουν. Εισακούοντας τα
αισθήματά μας ειδοποιούμαστε για το πως να ρυθμίσουμε τις κινήσεις μας, ώστε να
συμβαδίζουν με την φορά της ζωής μας, όπως την εντέλλει Αυτό μέσω της ψυχής μας.
Αν κωφεύουμε στα αισθήματά μας, μην υπακούοντας στις εντολές τους, από κάποιο
τραυματικό ψυχαναγκασμό, ή μη εκφράζοντας τα, από κάποιο εξωτερικό εξαναγκασμό,
τότε, αυτά αντιδρούν ανάλογα με την πίεση που δέχονται. Άλλοτε πλημμυρίζουν και
μας πνίγουν σε μια αδιέξοδη θλίψη (κατάθλιψη) ή σε μια βασανιστική υπερδιέγερση
(μανία). Άλλοτε κλιμακώνονται σε εσωτερική κραυγή, που αν δεν την εκφράσουμε
εκρήγνυται διαλύοντας το λογικό μας (παράνοια ή σχιζοφρένεια). Γενικά, όσα
ονομάζουμε ψυχολογικά προβλήματα δεν είναι παρά οξείς ενοχλήσεις της
ψυχής, σαν ενότητας, από διαχωριστικές πράξεις και διασπαστικά βιώματα μας.
Ενοχλήσεις που δεν τις εισακούσαμε και δεν τις σχετίσαμε, μέσω της συνείδησης,
με τον λόγο μας, ώστε να τις δώσουμε έκφραση και διέξοδο.
(64) Το βασικό δίπολο συν και πλην της κίνησης μας είναι
ευθέως ανάλογο με το ευ- και δυσ- των διπολικών αισθημάτων της ψυχής μας
(ευ-φορίας και δυσ-φορίας, ευ-αρέσκειας και δυσ-αρέσκειας, ευ-τυχίας και
δυσ-τυχίας), που μας δίνουν το παράγγελμα «εν-δυο» για τον σωστό βηματισμό μας
στη ζωή. Η δυσφορία μάς δείχνει ότι κάτι δεν πάει καλά και πρέπει να
απομακρυνθούμε από εκεί που βρισκόμαστε. Η ευφορία συγχαίρει τη σωστή μας
πορεία προωθώντας μας σε αυτήν. Με αυτόν τον τρόπο, η ψυχή συνδράμει στις
αποφάσεις μας, ώστε να μας οδηγούν στη σωστή κατεύθυνση. Γι’ αυτό, αν και
πρέπει να ακολουθούμε άφοβα τη λογική στις έσχατες συνέπειες της, για να
συναντηθούμε με τον Λόγο Αυτού, δεν πρέπει να το κάνουμε χωρίς αίσθημα, αλλά με
μέτρο ακριβώς το αίσθημα, όπως μας το υποδεικνύει η ψυχή μας. Η λογική μάς
φέρνει σε επαφή με τον Λόγο και το αίσθημα με τη Ψυχή. [Είναι
συμπληρωματικές λειτουργίες, που συμβάλλουν στην συν-πλήρωσή μας.] Ακολουθώντας
τόσο τη λογική όσο και το αίσθημα, τείνουμε στην ολοκλήρωση μας εν Αυτώ, όπου Ψυχή και Λόγος είναι ένα και ταυτό.
(65) Η ψυχή όντας ενότητα παρακινεί τα δύο κάθετα
υποστασιακά μας σκέλη, το υλικό και το άυλο, σε οριζόντια αλληλουχία για τον ισόρροπο
βηματισμό μας προς την ολοκλήρωση. Η
δισυπόστατη ύπαρξη μας, (όπως φαίνεται στα δυαδικά ζεύγη λογικής και
συναισθήματος, σώματος και πνεύματος, θεωρίας και πράξης, κλπ.), τείνει με την
ενοποίηση της, μέσω της ψυχής, προς κάτι τρίτο και ενιαίο πέραν του
υποστασιακού δυισμού της γήινης ύπαρξής μας. Η ενωτική τάση της ψυχής ωθεί σε
αλληλουχία τα δυαδικά μας στοιχεία, που αλληλεχόμενα μάς κινούν προς τα κάπου·
αυτό είναι κάτι το τρίτο, το οποίο εκτός από αποτέλεσμα της συν-κίνησης των δύο
μερών, είναι συνάμα και αιτία της κίνησης τους, αποτελώντας το διαρκές
ζητούμενο κάθε σχέσης ανάμεσα σε δύο μέρη. Η δυναμική τριαδικότητα που
συστήνεται ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα, το υλικό και το άυλο, με την ώθηση
της ψυχής κινεί κάθε τι διττό σε
αλληλουχία και το κατευθύνει στην ενωτική του υπέρβαση προς κάτι πέραν αυτού,
κάτι το τρίτο.
(66) Η διαρκής αναφορά στο τρίτο σηματοδοτεί
ένα σταθερό σημείο πέρα από εμάς, πέρα από το εγώ και το εσύ, οδηγώντας μας
προς κάτι άλλο, προς αυτό στο οποίο μας παρακινεί το γίγνεσθαι μας. Χωρίς αυτό
και τη δυναμική του παγιδευόμαστε σε μια άγονη αντιπαράθεση με την
πραγματικότητα που ζούμε, βιώνοντας σπαραχτικά τον δυισμό της, ενώ, αντίθετα,
το γίγνεσθαι μας με τη διαρκή αναφορά του στο τρίτο, μας εισάγει στην ασύλληπτη
τριαδικότητα Αυτού, που είναι πέρα από εμάς (οι οποίοι είμαστε, ας πούμε, το
ένα) και την πραγματικότητα μας (το δύο), το οποίο, όμως, μας εμπεριέχει (ως
τρίτο, αλλά και ως ένα συν δύο).
[10]
(67) Επειδή ό,τι κάνουμε τείνει σε Αυτό εκ των
πραγμάτων, θέλουμε δεν θέλουμε, όσο πιο συνειδητά το θέλουμε, συναρτώντας τη
δυαδικότητά μας σε σκόπιμη αλληλουχία με κατεύθυνση το πέραν αυτής τρίτο, τόσο
πιο εύφορη και ευφορική γίνεται η ζωή μας. Η συνείδηση, ως η γεφυροποιός
λειτουργία του λόγου, μπορεί να συσχετίσει τα ερεθίσματα μας σε μια ενιαία
αντίληψη, η οποία σχετίζοντας το μέρος μας με το όλον στο οποίο εντάσσεται, να
πείσει και να παρακινήσει την επιμέρους πρακτική μας να ενταχθεί ηθελημένα στο
γίγνεσθαι και όχι αναγκαστικά εκ των πραγμάτων. Τείνοντας άμεσα και συνειδητά
προς αυτό που είμαστε αναγκασμένοι μετά να ακολουθήσουμε, κερδίζουμε χρόνο κι
αυτό το χρονικό κέρδος είναι ο βιωματικός μας πλούτος.
(68) Με το να κερδίζουμε χρόνο δεν εννοούμε κάποια
ποσοτική αύξηση του χρόνου ζωής που έχουμε στη διάθεση μας (σαν να κερδίζουμε
παραπάνω ώρες από τις εικοσιτέσσερις που έχει η μέρα μας), αλλά την ποιοτική εκ-πλήρωση
του χρόνου μας, με τις ώρες μας να γεμίζουν από το νόημα της ζωής μας, μέσω της
συνειδητοποίησης της, που μας συνδέει με το γίγνεσθαι μας. Με τη συνείδηση
συμμετέχουμε στη ζωή και ο χρόνος δεν είναι κάτι που κινείται ερήμην μας.
Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη η συνειδητοποίηση, τόσο πλουσιότερο το βίωμα μας. Ο
βιωματικός πλούτος δεν είναι κάτι εξωτερικό ή ποσοτικό· δεν βρίσκεται έξω από
εμάς (σε κάποιο περιουσιακό μας στοιχείο), ούτε σε κάποιο μετά, αλλά συνίσταται
στην πλήρη και συνειδητή παρουσία μας στο εδώ και τώρα· αυτό ακριβώς είναι το
κέρδος του χρόνου. Η συνείδηση μάς επι-στρέφει διαρκώς στο παρόν μας,
συνδέοντας μας με τον ρέοντα χρόνο του, ώστε να νιώθουμε την αναγκαιότητα του
γίγνεσθαι και να συγχρονιζόμαστε εκούσια μαζί του· ειδάλλως, η ζωή σέρνεται
από αυτό, σύρεται πίσω από την ανάγκη και τρέχει αγχωμένη να καλύψει τα κενά
όπου καταβαραθρώνονται οι αστόχαστες και ασυνείδητες πράξεις μας ματαιώνοντας
τις προσπάθειες μας.
(69 )Η ματαίωση εισάγει στη ζωή μας το κακό, ως καθαρό
κενό, το οποίο αδειάζει τον χρόνο μας από κάθε νόημα προκαλώντας βιωματικά
χάσματα στην ύπαρξη μας. Αν έχουμε να πούμε κάτι κατηγορηματικά εναντίον του
τρόπου που συμβαίνουν τα πράγματα μεταξύ μας, είναι ότι αναπαράγουν τη
ματαιότητα επιτρέποντας την παρουσία του κακού στη ζωή μας, ήτοι την παρουσία
της απουσίας, γεγονός απαράδεκτο. Ας το συνειδητοποιήσουμε, για να μη
ξανασυμβεί. Όταν καταστρέφεται ό,τι κάνουμε και δεν μαθαίνουμε τίποτε από αυτό,
γιατί το κάνουμε καθαρά λάθος, αυτό συμβαίνει στα κενά της συνείδησης μας, διότι
όταν είμαστε αποσυνδεδεμένοι από αυτήν, τη γεφυροποιό λειτουργία του λόγου μας,
δεν μαθαίνουμε τίποτε από αυτό που ήδη γνωρίζουμε.
(70) Αν δεν μεσολαβεί η συνείδηση, οι επιθυμίες μάς
κατακλύζουν με ερεθίσματα ασύνδετα από τη λογική και για αυτό συχνά αντιφατικά·
ενώ, η συνείδηση μπορεί να τα οργανώσει βάσει της κοινής αναφοράς τους στο
τρίτο, στο οποίο στοχεύουν τελικά όλες οι επιθυμίες μας, διότι ακόμη και οι πιο
εφήμερες ή ποταπές δεν αρκούνται στην πρόσκαιρη ικανοποίηση τού εγώ ως εγώ,
αλλά προσβλέπουν στην ευφορία της γόνιμης συνεύρεσης τού εγώ με κάτι άλλο και
του παραγωγικού συν-περάσματος αυτών των δύο προς κάτι τρίτο, ως κοινό τους έργο.
…
(75) Η ευχή αντιπροσωπεύει μιαν απώτερη
επιθυμία, η οποία κινείται στα όρια του πραγματικού και γι’ αυτό μπορεί να τα
διευρύνει, ενώ, οι επιθυμίες που κινούνται εντός των ορίων της υφιστάμενης
πραγματικότητας μας, ζητώντας ικανοποίηση μέσα στα πλαίσια τους, μάς δεσμεύουν
σε αυτά· αν, όμως, τις παρακολουθήσουμε στην έσχατη συνέπεια τους, θα
συναντήσουμε εκεί μιαν ευχή που μας καλεί σε υπέρβαση. Αν το συνειδητοποιήσουμε
αυτό, μπορούμε να συγκεντρώσουμε τις επιθυμίες μας στην πραγματοποίηση της ευχής
στην οποία συγκλίνουν όλες τείνοντας πέραν αυτών προς κάτι το τρίτο. Η
συγκέντρωση των επιθυμιών μπορεί να μας δώσει τη δύναμη να πραγματοποιήσουμε το
απραγματοποίητο, ενώ, ο διασκορπισμός τους μας κρατάει δέσμιους της υφιστάμενης
πραγματικότητας. Όσο ισχυρή κι αν είναι η δύναμη της βούλησης, από την οποία
πηγάζουν οι επιθυμίες, χρειάζεται ένα όραμα να την προσανατολίζει και μια ευχή
να την οδηγεί στη συνάντησή της με Αυτό, από όπου πηγάζει και η ίδια. Αλλιώς,
είναι μια δύναμη τυφλή που προκαλεί ανταγωνισμούς και καταστροφές, όχι μόνο για
τους εμπλεκόμενους, αλλά και για το περιβάλλον τους. Στην ανεξέλεγκτη δύναμη
της επιβάλλονται περιορισμοί και «πρέπει», όχι όμως εξ ονόματος μιας
συντηρητικής ηθικής που να την ευνουχίζει, αλλά μιας γόνιμης ηθικής που να
συντελεί στον εκούσιο έλεγχο της βούλησης και στη συνειδητή δέσμευσή της σε
εκείνην την επιθυμία που οδηγεί στην εκπλήρωση τής απώτερής της ευχής.
…
[12]
…
(83) Προοπτικά, ο άλλος είναι Αυτό, όπως και κάθε τι,
αφού Αυτό βρίσκεται παντού και πάντα, γι’ αυτό είναι εδώ και τώρα, και όχι σε
κάποιο επέκεινα, εκτός πραγμάτων, στο οποίο να απευθυνθούμε για να το
συναντήσουμε. Από την άλλη, η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα Αυτού, δεν μας
απαγορεύει να αμφισβητήσουμε την πραγματικότητα που ζούμε, στον βαθμό που αυτή
συμψηφίζει τη δυσφορία μας για να φτάσει στο άθροισμα της πλήρους
πραγματικότητας Αυτού. Μάλιστα, μας παρωθεί, μέσω της ψυχής μας, σε έμπρακτη
αμφισβήτηση του ήδη υπάρχοντος, μέχρι να συμπεριλάβει πλήρως την ύπαρξη μας.
Ανάλογα, μπορούμε και πρέπει να αμφισβητούμε τον άλλο, τον διπλανό μας εν Αυτώ,
όταν αναπαράγει τη δυσφορία σαν συμπλήρωμα του ελλιπούς του εγώ, για να
αυτό-ολοκληρωθεί προσθέτοντας στον άρρωστο εγωισμό του τα συμπτώματα τη
αρρώστιας του, αντί να θεραπευτεί ανοίγοντας τον ποιητικά στο Όλον Αυτού.
…
(88) Η ύλη, με τις δυνάμεις συνοχής της, μπορεί
από τη μια να σημαίνει αδράνεια και βάρος για το γίγνεσθαι μας, από την άλλη,
όμως, δίνει σταθερότητα, συνεκτικότητα και συγκεκριμένη μορφή στις ενέργειες
μας. Όχι μόνο δεν πρέπει να αγνοείται,
αλλά να διεκδικείται από το πνεύμα μας, ώστε να ανοίξει στις νοητικές προβολές
του και να τους δώσει υπόσταση. Αν η ύλη μας είναι από μόνη της μια άμορφη
δύναμη, το πνεύμα τής δίνει τη δυνατότητα να πάρει μορφή. Αν το πνεύμα μας
είναι μια απραγματοποίητη δυνατότητα, η ύλη του δίνει τη δύναμη να
πραγματο-ποιηθεί. Η αμοιβαία ανταλλαγή τους και η γόνιμη ενοποίηση τους, με
τις ευχές της ψυχής μας, παράγει τις μορφές που μας προάγουν στο αέναο
γίγνεσθαι της φύσης, εντάσσοντας μας στη φορά του κύκλου της και κυκλο-φορώντας
μας έτσι που ό,τι κάνουμε να αποτελεί ταυτόχρονα υλοποιημένο πνεύμα και
πνευματοποιημένη ύλη.
[13]
…
(94) Η αμεσότητα, που φέρει η απλοποίηση, μάς
επαναφέρει στην καθαρή Αρχή μας, από όπου μας έχουν απομακρύνει οι
παρεμβαλλόμενες εμμεσότητες και συμπυκνώσεις. Η εμμεσότητα παρεμβάλλεται
αποπροσανατολιστικά όταν ένα θεωρητικό μόρφωμα αυτοπαρουσιάζεται ως κάτοχος Αυτού,
για το οποίο μιλάει σαν να το ξέρει και ζητάει υπακοή στον λόγο του, ως Λόγο
Αυτού. Οποιοδήποτε θεωρητικό κατασκεύασμα (θεολογικό ή κοσμικό) διατείνεται ότι
κυριολεκτεί επ’ Αυτού και ότι συμπυκνώνει στις γραμμές του την Ουσία του,
εγκλωβίζει τη σκέψη στο σύστημά του, ως το μόνο μέσο γνώσης Αυτού. Το μέσο
γίνεται σκοπός όταν διατείνεται ότι κατέχει το Όλον, και τότε έχουμε την
εμπλοκή της εμμεσότητας. Μπορεί η αναφορά σε Αυτό να είναι αναγκαία σε κάθε
γενική θεωρία, αλλά μόνο ως υπαινικτική και όχι κυριολεκτική λειτουργεί σαν
αγωγός επαφής μας με την Αλήθεια Αυτού. Ο υπαινικτικός τρόπος της καθαρά
υποθετικής/ερωτηματικής θεωρίας, με τις αφαιρετικές της έννοιες, μας άγει στο
Όλον. Η καθαρή θεωρία παίζει έτσι τον ρόλο του ενδιάμεσου, εφόσον δεν αποσκοπεί
να καθηλώσει τη σκέψη στην ίδια, αλλά να υποδείξει το πέραν αυτής. Αντίθετα με την εμμεσότητα, που θέλει να
κρατήσει υπό τον έλεγχό της τη σκέψη, η ενδιαμεσότητα αφήνεται στη
φυσική αγωγιμότητα των γενικών μας εννοιών που μας φέρουν σε επαφή με την Αρχή
μας, παίζοντας απλά και ξεκάθαρα τον ρόλο του ενδιάμεσου (κι όχι του μέσου που
γίνεται αυτοσκοπός, με την εμμεσότητα). Έτσι, προάγει τη θεωρητική μας εξέλιξη
μέσα από την απλοποίηση και την επαναφορά μας στην αμεσότητα και καθαρότητα των
εννοιών.
…
[15]
(105) Ό,τι
υπάρχει είναι κάτι, που ως κάτι πλεονάζει από το τίποτε, έστω κι αν αυτό το
πλεόνασμά του αναγόμενο στο Όλον απορροφάται. Μάλιστα, αυτή ακριβώς η αναγωγή
του στο Όλον είναι που το κινεί προς πλήρη διάθεση του πλεονάσματος του, ώστε
να μην το διαχωρίζει τίποτε και να είναι ένα με Αυτό, ολοκληρώνοντας την
ταυτότητά του πέρα από την όποια διαφοροποίηση και ετερότητα το χαρακτηρίζει.
Γι’ αυτό, το είναι των όντων ορίζεται ως προς Αυτό με το οποίο τείνουν να
ενωθούν για να ταυτοποιηθούν· δεν ορίζεται ως προς κάτι που ήδη υπάρχει, όντας
το διαφορετικό ή το αντίθετο του. Το είναι δεν είναι ό,τι δεν είναι, αλλά,
είναι είναι. Εφόσον το είναι του είναι, δηλαδή το Είναι, δεν ορίζεται ως προς
κανένα προϋπάρχον δεδομένο το οποίο να έχει καταλάβει χώρο και να έχει μετρήσιμη
ποσότητα, αλλά είναι ανοικτό, σημαίνει ότι δεν προκαταλαμβάνει τον χώρο όντας
το ίδιο κάποιο ποσοτικό μέγεθος, αλλά διαμορφώνεται μαζί του συν τω χρόνω,
όντας ποιητικό· οπότε, αναγόμενο στο Όλον, το Είναι είναι Γίγνεσθαι.
(106) Το ότι αυτό που είναι δεν ορίζεται από ό,τι δεν
είναι, σημαίνει και την απελευθέρωση του από τα υφιστάμενα δεδομένα που το
περιορίζουν, αφού ανοίγεται πέραν αυτών στο γίγνεσθαι, για να οριστεί ποιητικά,
αλλά και ποιοτικά. Ποσοτικά το Είναι είναι ουδέτερο και αδιάφορο γιατί παραμένει
ακέραιο εν τω γίγνεσθαι. Ό,τι καινούργιο παρουσιάζεται στο Είναι δεν είναι
ποσοτικά ένα πλέον, αφού παίρνει τη θέση κάποιου άλλου που χάνεται, όπως και
ό,τι χάνεται αντικαθίσταται με κάτι άλλο. Ό,τι υπάρχει τροφοδοτείται από αυτό
που προϋπάρχει πριν το φάει και με τη σειρά του τροφοδοτεί το επόμενο από αυτό,
έτσι ώστε τίποτε να μη πηγαίνει χαμένο ή να βγαίνει κερδισμένο ποσοτικά. Έτσι,
το συνολικό ποσό του Είναι εν Αυτώ είναι ακέραιο και δεν προσθαφαιρείται· απλά,
μετασχηματίζεται και μεταμορφώνεται ποιητικά σε πλήθος μορφών παραλλάσσοντας
ποιοτικά το ίδιο και απαράλλαχτο ποσό του Είναι, σηματοδοτώντας διαφορετικές
συνθέσεις του, συνδυασμούς και τρόπους να υπάρχει.
(107) Η ύπαρξη μας (ή αλλιώς, η παρουσία μας στο
Είναι) έγκειται στον τρόπο μας, στο πώς και όχι στο πόσο μας. Εκεί
βρίσκεται και η ολοκλήρωση του είναι μας, η εκπλήρωση του προ-ορισμού μας και η
ταυτοποίηση μας. Ο τρόπος που μας ολοκληρώνει συνίσταται στη διάθεση του
πλεονάσματος που μας χαρακτηρίζει ως κάτι ξεχωριστό, έτσι ώστε να ενωθούμε με
ό,τι μας ταυτοποιεί. Ολοκληρώνουμε το είναι μας εν τω γίγνεσθαι, διατιθέμενοι
πλήρως προς Αυτό που μας υπερβαίνει και μας έλκει ερω(τημα)τικά με τις μορφές
που παίρνει και με τον θελκτικό τρόπο που μας παρουσιάζεται μέσω αυτών. Ο
θελκτικός τρόπος τού είναι τους μάς κινεί προς αυτές κάνοντας μας να επιθυμούμε
την ένωση μαζί τους.