Tuesday, July 11, 2017

ΑΠΩΤΑΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ, Διάνοιξη στο Άφατο

Το κείμενο που ακολουθεί συνοψίζει τις σκέψεις μου για το απώτατο συμπέρασμα των λόγων και των πράξεων μας. Αυτό  το κείμενο μαζί με το "Όσο πιο απλά γίνεται" εκθέτουν συνοπτικά τις βασικές έννοιες της ερμηνείας μου για τα ανθρώπινα πράγματα, που έχουν εκτεθεί αναλυτικά στην Εισαγωγή στις βασικές έννοιες για την ερμηνεία της πραγματικότητας και στις Υποθέσεις Γενικής Θεωρίας  σε πιο εξειδικευμένη γλώσσα. Στις συνόψεις προσπαθώ να ακολουθήσω ένα απλούστερο τρόπο έκφρασης, αλλά χρειάζονται παρόλα αυτά μελέτη με σχετική προσήλωση. Επειδή η μορφή του blog δεν διευκολύνει την ανάγνωση μακροσκελών κειμένων, θα μπορούσα να τα αποστείλω σε μορφή word μέσω του email: stratosgg@yahoo.com 
-------------------------------------------------------------


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στο Όσο πιο απλά γίνεται εξέθεσα συνοπτικά τις σκέψεις μου για το γίγνεσθαι των ανθρώπων, θέλοντας να αποδώσω έναν οδηγό πλοήγησής μας μέσα στη ρευστότητα του κόσμου και στην πολυπλοκότητα των κοινωνιών μας. Εκεί πρότεινα ως άξονα κάποιες απλές και βασικές αρχές, όπως την αρχή του να νιώθουμε καλά [the feeling-good principle].  

Θεώρησα ότι είχα πει τα βασικότερα, μέχρι που συνέλαβα τη σημασία της σιωπής ως ύστατη κατάληξη όσων λέμε. Ερχόμαστε και φεύγουμε από τη ζωή, προσπαθώντας για το καλύτερο, αλλά τελικά δεν έχουμε ιδέα τι είναι όλο αυτό που λέμε ζωή και πού μας πάει. Είναι σαν να παίζουμε σε ένα έργο που αγνοούμε την υπόθεσή του και που δεν πρόκειται ποτέ να μάθουμε.

Αυτό ώθησε τη σκέψη μου σε μια άλλη κατηγορία εννόησης του κόσμου, που δεν αφορούσε το καθ’ ημάς γίγνεσθαι – για το οποίο μπορούμε να πούμε κάτι -, αλλά διαλογιζόταν περί του «είναι» όλου του κόσμου – για το οποίο μόνο ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. 
Η σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τρόπους εννόησης – τον υποθετικό περί του Είναι και τον θετικό περί του Γίγνεσθαι – εξετάζεται στο παρακάτω κείμενο, το οποίο καταλήγει στη σιωπή, προτείνοντας τη διάνοιξή μας σε αυτή.


--------------------------------------------------------------------------------

ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΔΥΟ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ  ΕΝΝΟΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Το Είναι και το Γίγνεσθαι, ορισμοί

Είμαστε προϊόντα του συμπαντικού γίγνεσθαι. Εμφανιστήκαμε κάποια στιγμή σαν εξελιγμένη μορφή ζωής ενός πλανήτη και μπορεί να εξαφανιστούμε κάποια άλλη στιγμή, μαζί με αυτόν τον πλανήτη ή μόνοι μας. Σίγουρα μόνοι, σαν άτομα, δεν θα είμαστε για πάντα εδώ. Ερχόμαστε και φεύγουμε από τη γη ως θνητές, αναπαραγωγικές μονάδες του ανθρώπινου είδους που εμφανίστηκε πριν 200.000 χρόνια. Είτε ως άτομα, είτε ως είδος, δεν είμαστε παρά εμφανίσεις του Γίγνεσθαι, όπως και κάθε τι στον κόσμο.

Λέγοντας Γίγνεσθαι εννοούμε την αλληλουχία των μορφών που γεννούνται και πεθαίνουν στο σύμπαν, διαδεχόμενες η μία την άλλη, καθώς αυτό αλλάζει.

Δεν ξέρουμε προς ποια κατεύθυνση εξελίσσεται το σύμπαν, ούτε αν υπήρχε ένα σημείο μηδέν από το οποίο ξεκίνησε για να καταλήξει κάπου ή αν επαναλαμβάνεται κλπ. Το σίγουρο είναι ότι το σύμπαν στο οποίο ζούμε αλλάζει, γεννώντας μια σειρά από μορφές. Η όλη κοσμική διαδικασία καλείται Γίγνεσθαι, με κεφαλαίο αρχικό, για να διαφοροποιείται από το επιμέρους γίγνεσθαι των πραγμάτων κατά τόπους.

Εφόσον το γίγνεσθαι σημαίνει μεταβολή, τι είναι αυτό που μεταβάλλεται; Πρέπει να υπάρχει κάτι αμετάβλητο για να συμβαίνει η οποιαδήποτε μεταβολή. Δεν μπορεί να αλλάξει κάτι, αν δεν υπάρχει ως κάτι τι. Πρέπει να είναι, για να γίνει. Το «είναι» αυτού του αμετάβλητου κάτι, από το οποίο γεννούνται όλα τα επιμέρους κάτι-τι μέσω του γίγνεσθαι, το ονομάζουμε Είναι, με κεφαλαίο αρχικό.

Οι λέξεις του Όλου

Γράφουμε το Είναι με κεφαλαίο, για να το διαφοροποιήσουμε από τα επιμέρους είναι των πραγμάτων, καθώς αυτό είναι το είναι όλων αυτών. Ως είναι του κάθε είναι, διπλασιάζει το αρχικό του γράμμα σε κεφαλαίο. Κεφαλαιοποιεί, δηλαδή, όλα αυτά που είναι κάτι-τι στο Είναι όλων αυτών.

Ανάλογη κεφαλαιοποίηση συμβαίνει με όλες τις λέξεις που ανάγουν τα επιμέρους πράγματα στο όλον τους. Έτσι, λέμε «Ον» αντί «ον», όπου το Ον με κεφαλαίο σημαίνει το ον όλων των όντων,  την Οντότητα κάθε οντότητας, την Ουσία κάθε επιμέρους ουσίας, κλπ.

Όσο οι λέξεις γενικεύονται τόσο πιο αφηρημένες γίνονται, για να συμπεριλάβουν γενικά χαρακτηριστικά των επιμέρους πραγμάτων στα οποία αναφέρονται. Καθώς γενικεύονται, αφαιρούν σταδιακά τις διαφορές των πραγμάτων, για να ονομάσουν την ομοιότητά τους. Στο τέλος, αρχίζουν να χάνουν και τη μεταξύ τους διαφορά, έτσι που φτάνουν να ταυτίζονται.

Οι λέξεις Είναι και Όν αναφέρονται στην ίδια καθολική ολότητα, όπως και οι λέξεις Κόσμος, Άπαν, Όλον, κλπ. Απλά, το Είναι κεφαλαιοποιεί/ολοκληρώνει όλα τα επιμέρους είναι, το Ον όλα τα όντα, ο Κόσμος όλους τους κόσμους, το Άπαν όλα τα άπαντα, το Όλον όλα τα όλα, κλπ. Μιλάνε, στην ουσία, για το ίδιο πράγμα, καθώς αναφέρονται στην απώτατη καθολικότητα όλων.


Το πρόβλημα της ονομασίας

Γιατί χρησιμοποιούμε διαφορετικές «κεφαλαιώδεις» λέξεις αφού σημαίνουν το ίδιο; Γιατί δεν χρησιμοποιούμε μια μόνο λέξη για την απώτατη καθολικότητα;

Το πρόβλημα της επακριβούς ονομασίας του Όλου (ή του Είναι ή του Όντος, κλπ.)  οφείλεται στην εγγενή αδυναμία του ανθρώπου να ορίσει αυτό που τον ορίζει. Η νόηση και η γλώσσα μας δεν μπορεί να εποπτεύσει το Είναι για να πει τι είναι ακριβώς, διότι βρίσκεται εντός του και αποτελεί παράγωγό του. Δεν μπορούμε να δούμε και να ονομάσουμε αυτό που μας κάνει να βλέπουμε και να μιλάμε.

Επειδή αδυνατούμε να ορίσουμε τη καθολικότητα, χρησιμοποιούμε διάφορες λέξεις μεταφορικά.  Οι λέξεις αυτές μεταφέρουν (άγουν) τη νόησή μας στην καθολικότητα με την αναγωγή που κάνουν στο όλον στα πράγματα που αναφέρονται. Καμία από αυτές δεν είναι ακριβής, για να την υιοθετήσουμε ως οριστική. Εξαρτάται από το τι θέλουμε να πούμε και τι θέλουμε να κεφαλαιοποιήσουμε, κάθε φορά. Έτσι, αν θέλουμε να κεφαλαιοποιήσουμε τα όντα λέμε το Ον ή τα είναι το Είναι.

Η απόπειρα για μια και μόνη λέξη που να ονομάζει το Όλον, είναι καταδικασμένη να αποτύχει, όπως και η προσπάθεια του ανθρώπου να οικειοποιηθεί μια και καλά την απώτατη καθολικότητα, όπως έκανε με τις μονοθεϊστικές θρησκείες.

Θεός ή «Αυτό»;

Οι μονοθεϊστικές θρησκείες συγκέντρωσαν τις ονομασίες της καθολικότητας στη λέξη Θεός (ή Αλάχ, ή Γιαχβέ, κλπ.), αλλά μας είναι δύσκολο να την υιοθετήσουμε χωρίς να πάρουμε μαζί και τη συναφή θεολογία τους. Έτσι, η λέξη Θεός δεν είναι ουδέτερη όπως θα απαιτούσε μια λέξη της καθολικότητας. {Επιπλέον, η λέξη Θεός στα Ελληνικά είναι αρσενικού γένους – παραπέμποντας σε πατριαρχικές κοινωνίες – άρα, δεν είναι ουδέτερη ούτε ως προς το γένος της, ούτε ως προς την ιστορία.}

Αν έπρεπε να υιοθετήσουμε μια μοναδική λέξη για λόγους συνεννόησης, αυτή θα όφειλε να είναι εντελώς αφηρημένη (χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο) και παντελώς ουδέτερη (χωρίς ιστορικούς και θρησκευτικούς προσδιορισμούς). Τέτοια λέξη αφενός δεν υπάρχει, αλλά και να τη βρίσκαμε, θα έχανε τα παραπάνω χαρακτηριστικά με το που θα τη χρησιμοποιούσαμε.

Αποδεχόμενοι την αδυναμία της γλώσσας να κυριολεκτήσει σ αυτό το θέμα και λειτουργώντας μέσα στη σύμβασή της, θα μπορούσαμε να επινοήσουμε μια λέξη που να μη σημαίνει τίποτε, συμφωνώντας ότι με αυτή αναφερόμαστε σε  «αυτό» για το οποίο δεν μπορούμε να πούμε κουβέντα.
Προς το παρόν, εισηγούμαι την ίδια τη λέξη «Αυτό», ως μια λέξη που είναι ουδέτερη και δεν λέει τίποτα από μόνη της, πέρα από το να υποδεικνύει κάτι αόριστα, χωρίς να λέει τι.
Από εδώ και πέρα, θα αναφέρομαι σε “Αυτό” ως μια συμβατική έκφραση που συμπεριλαμβάνει όλες τις κεφαλαιώδεις λέξεις - και το Είναι και το Γίγνεσθαι - στο Εν όλων αυτών.

Το Είναι ως ρήμα του Απόλυτου

Το «είναι» ως λέξη ανήκει στα ρήματα, αν και δεν υποδηλώνει κάποια ενέργεια ή κίνηση, αλλά στάση (υπόσταση). Τα ρήματα, γενικά, δηλώνουν κάποιο ενέργημα. Μιλάνε για το πώς γίνονται τα πράγματα. Το «είναι», όμως, δεν μιλάει για κάτι που γίνεται, αλλά για αυτό που έχει γίνει και υπάρχει ως κάτι-τι. Ονομάζει τις διαμορφώσεις του γίγνεσθαι, τις σταθεροποιήσεις του σε συγκεκριμένες μορφές.

Το γίγνεσθαι εκφράζεται στη γλώσσα με τις ρηματικές προτάσεις, όπου η ενέργεια ρέει{ρήμα – ροή} ανάμεσα στα μέρη του λόγου - και του κόσμου. Όταν η ενέργεια συνδέει τα μέρη «συνουσιαστικά», προκύπτουν τα ουσιαστικά. Αυτά ονομάζονται με τις κατηγορηματικές προτάσεις, όπου το ρήμα «είναι» αποδίδει  στα ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά της μορφής τους.

Το «είναι» αποτελεί το απώτατο όλων των ρημάτων, εκεί που καταλήγουν όλα στο τέλος των ενεργειών τους και ουσιαστικοποιούνται. Αποτελεί, τρόπον τινά, το απόλυτό τους. Αυτός είναι ο λόγος που προκρίνουμε τη λέξη «είναι» στη συζήτησή μας για το γίγνεσθαι, καθώς το Είναι κεφαλαιοποιεί το Γίγνεσθαι, ολοκληρώνοντας τα ρήματα που το εκφράζουν στον απόλυτο βαθμό.


Σχέση με τα πράγματα, το χώρο και το χρόνο

Ενώ το Είναι συμπεριλαμβάνει όλα τα επιμέρους πράγματα που είναι κάτι τι, δεν συμβαίνει το ίδιο με αυτά. Αυτά είναι μέρος, όχι όλον. Οι επιμέρους οντότητες είναι πεπερασμένες. Το Είναι δεν είναι πεπερασμένο, δεν μετριέται ποσοτικά και δεν καταμερίζεται χρονικά. Καθώς περιλαμβάνει τα πάντα, είναι αμέτρητο και άχρονο, με την έννοια ότι είναι ο ίδιος ο Χρόνος και ο ίδιος ο Χώρος. Δεν περικλείεται σε διαστάσεις, αλλά ταυτίζεται με αυτές.

Από την άλλη, το Είναι δεν υπάρχει έξω και πάνω από τα πράγματα. Ούτε προηγείται του γίγνεσθαί τους, αλλά υπάρχει μέσω αυτού. Αν έμενε ακίνητο, αόρατο και σιωπηλό θα ήταν σαν να μην υπάρχει. Ο τρόπος που εκδηλώνεται και υπάρχει είναι μέσω των μορφών του γίγνεσθαι.

Οι μορφές εμφανίζονται στο χώρο και εξελίσσονται στο χρόνο, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα το χώρο και το χρόνο, αφού αυτό που καταλαμβάνουν απαρτίζει το χώρο και η τροποποίησή τους νοηματοδοτεί το χρόνο. Ο χρόνος υπάρχει επειδή τα πράγματα αλλάζουν και ο χώρος επειδή υπάρχουν.

Τοιουτοτρόπως, τα επιμέρους πράγματα και το Όλον τους είναι αλληλένδετα, αν και διαφορετικά. Τα πράγματα έχουν περιορισμένη παρουσία στο χώρο και διάρκεια στο χρόνο, ενώ το Όλον τους είναι ο χώρος και ο χρόνος.
Το Όλον των πραγμάτων - ή «Αυτό», όπως θα λέμε συμβατικά - αποτελείται τόσο από το Είναι (από το οποίο υφίστανται) όσο και από το Γίγνεσθαι (από το οποίο γίνονται).


Σχέση μεταξύ τους και με Αυτό

Το Είναι και το Γίγνεσθαι είναι όψεις του Όλου, όπως όλες οι κεφαλαιώδεις λέξεις και έννοιες Αυτού. Η κάθε μία από αυτές φωτίζει και μια πλευρά, χωρίς όμως να διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους.

Το Γίγνεσθαι δεν είναι διαφορετικό από το Είναι. Δεν συνιστά μια άλλη πραγματικότητα. Το γίγνεσθαι είναι τρόπος, δεν είναι οντότητα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το Είναι ξεδιπλώνεται στο χώρο και στο χρόνο μέσω των μορφών που παίρνει.

Από την άλλη, το Είναι αποτελεί τη βάση για το Γίγνεσθαι, όντας το απαραίτητο κάτι για να γίνει οτιδήποτε, αλλά το ίδιο από μόνο του θα ήταν τίποτε χωρίς το γίγνεσθαι.

Έχουμε, ουσιαστικά, μια ταύτιση του Είναι και του Γίγνεσθαι, σαν δύο όψεις του «ίδιου νομίσματος». Για το «νόμισμα» καθαυτό δεν μπορούμε να πούμε τίποτε, διότι είναι ασύλληπτο από τη νόησή μας, καθώς είναι Αυτό που μας ξεπερνά και μας καθορίζει.

Μιλάμε για τη μια και την άλλη πλευρά Αυτού, ανάλογα με τι θέλουμε να συζητήσουμε, αλλά στην ουσία λέμε το ίδιο πράγμα όταν το εξετάζουμε στον απόλυτο βαθμό, καθώς όλα ταυτίζονται εν Αυτώ.

Γνώση του Γίγνεσθαι. Άγνοια του Είναι.

Ο τρόπος με τον οποίο οι μορφές εμφανίζονται και εξαφανίζονται εν τω Γίγνεσθαι Αυτού, φαίνεται να ακολουθεί κάποιους κανόνες, οι οποίοι προκαλούν την εμφάνισή τους (γέννηση), ρυθμίζουν την εξέλιξή τους, φροντίζουν την αλληλουχία τους και αποφασίζουν το πέρας τους (θάνατος).

Το γιατί υπάρχουν κανόνες και για ποιο λόγο το Είναι ακολουθεί αυτόν τον τρόπο του γίγνεσθαι κι όχι έναν άλλο, μας είναι άγνωστο. Μπορούμε να μάθουμε αρκετά καλά τους κανόνες μελετώντας τον κόσμο γύρω μας και εμάς τους ίδιους, αλλά είναι αδύνατον να υπεισέλθουμε στο λόγο που αυτοί υπάρχουν και σε τι εξυπηρετούν. Θα ήταν σαν να θέλουμε να μαντέψουμε τις προθέσεις του Είναι, κάτι το οποίο είναι λογικά αδύνατον.

Πρώτον, γιατί είναι αδύνατον να έχει προθέσεις το Είναι και να αποσκοπεί σε κάτι άλλο πέρα από το να είναι, διότι τότε θα ήταν κάτι άλλο από το να «είναι» και να του αρκεί. Το Είναι σημαίνει την απόλυτη ταυτότητα, είναι το Απόλυτο Ταυτό, το Εν. Δεν αποσκοπεί να γίνει κάτι άλλο για να ολοκληρωθεί. Εξ ορισμού, είναι αδύνατον να έχει οποιαδήποτε προ-θεση, καθώς είναι η απόλυτη Θέση ή η θέση του Απόλυτου.

Δεύτερον, διότι και να είχε κάποια πρόθεση, είναι αδύνατο για εμάς να τη μάθουμε. Θα έπρεπε να προηγηθούμε του Είναι ή να διαρκέσουμε περισσότερο από αυτό, για να διαπιστώσουμε πού αποσκοπεί, αν αποσκοπεί κάπου. Κάτι τέτοιο φυσικά αποκλείεται, διότι θα έπρεπε να είμαστε  κάτι πριν γίνουμε κάτι ή να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ενώ δεν θα υπάρχουμε.

Παρόλα αυτά, θέλουμε να μάθουμε το λόγο που όλα γίνονται έτσι όπως γίνονται.
Ο λόγος του λόγου: ο Λόγος

Η ανθρώπινη νόηση αναζητά, εκ φύσεως, την αιτία των πραγμάτων. Έτσι, έχουμε καταφέρει να αποκωδικοποιήσουμε πολλά «μυστήρια» της φύσης και του σύμπαντος, οπότε είναι φυσικό να θέλουμε να βρούμε και τον απώτατο λόγο (ή ύστατο σκοπό) όλων αυτών.

Ο λόγος που γίνονται όλα - άρα και ο λόγος του λόγου μας, ήτοι ο Λόγος {με το λάμδα διπλασιασμένο σε κεφαλαίο}-, είναι απροσπέλαστος από εμάς, διότι σε αυτόν οφείλεται η νόησή  μας. Δεν μπορούμε να πάμε πριν ή μετά από αυτόν, για να βρούμε το λόγο που σκεφτόμαστε. Ούτε, όμως, γίνεται να παύσουμε να σκεφτόμαστε και να αναζητούμε την απώτατη Αιτία και ύστατο Λόγο τού Γίγνεσθαι. 

Όταν μάλιστα διακρίνουμε μια σοφία στο σχεδιασμό του γίγνεσθαι, παρατηρώντας τον κόσμο, τότε η νόησή μας προκαλείται να συλλάβει αυτό το σχέδιο. Όμως για να το συλλάβει, θα πρέπει να εντοπίσει τις προθέσεις του Είναι, πράγμα αδύνατο. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε στη σκέψη μας να αναζητά το απόλυτο (και αδιανόητο), μιας και είναι φτιαγμένη να τείνει προς Αυτό, σαν να θέλει να επιτρέψει στην πηγή της.


Η νόηση του αδιανόητου

Η αδυναμία της νόησης να συλλάβει το Λόγο τη στρέφει σε υποθέσεις περί αυτού, παρόλο που δεν θα μπορέσει ποτέ να τις αποδείξει λογικά. Καμία υπόθεσή μας περί Αυτού δεν μπορεί να αποδειχθεί και  να γίνει θέση, συλλαμβάνοντας τις προθέσεις του Είναι. Ούτε όμως γίνεται να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε, αφού η σκέψη μας είναι φτιαγμένη να αναζητεί το λόγο των πραγμάτων, αναμετρούμενη με το αδιανόητο.

Εφόσον η νόηση μας ωθεί στο αδιανόητο, θα πρέπει να έχει και κάποια μέσα για να το κάνει. Το καταφέρνει επινοώντας αφηρημένες λέξεις που αναφέρονται σε εντελώς γενικές έννοιες, όπως  Είναι, Όλον, Άπαν, Ον, Εν, κλπ. Αυτές συγκροτούν έναν ενδιάμεσο λόγο που δεν είναι ακριβώς συγκεκριμένος, ούτε όμως είναι ανύπαρκτος. Είναι μεν εντελώς αφηρημένος και υποθετικός, αλλά είναι υπαρκτός, καθώς έχει υπαρκτές λέξεις που λένε κάτι περί Αυτού, αν και όχι συγκεκριμένα.


Υποθετικός λόγος περί του Είναι. Θετικός λόγος περί του Γίγνεσθαι

Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον υποθετικό λόγο των αφηρημένων εννοιών (που δεν επαληθεύονται από τα πράγματα) και στον θετικό λόγο των επιστημών (που επαληθεύονται από τα πράγματα) είναι ότι ο μεν υποθετικός αναφέρεται στο Είναι και ο δε θετικός στο Γίγνεσθαι.

Ο υποθετικός λόγος αναφέρεται στο πέραν των συγκεκριμένων πραγμάτων, σε αυτό που τα συμπεριλαμβάνει όλα και τα γενικεύει στο κεφαλαιώδες Είναι τους.

Ο θετικός λόγος μιλάει για τα πράγματα και τις σχέσεις τους. Μελετάει κανόνες του γίγνεσθαι, τους οποίους μπορεί να διαγνώσει μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια, χωρίς να μπορεί να βεβαιώσει την απόλυτη ισχύ τους στο Άπαν.

Ο θετικός λόγος είναι προσδιορισμένος χρονικά (και χωρικά) καθώς δεν μπορεί να ξεπεράσει τον χρόνο (και το χώρο) για να εποπτεύσει το Όλον, οπότε, οι αποφάνσεις του είναι σχετικές και δεν μπορούν να επικαλεστούν την απόλυτη Αλήθεια (με το άλφα κεφαλαίο).
Επιπλέον, ο θετικός λόγος αναπτύσσεται μέσα στον χρόνο, καθώς βελτιώνει την όποια σχετική αλήθεια του, μελετώντας όλο και περισσότερο το Γίγνεσθαι. Η εξέλιξή του βασίζεται στη  συσσώρευση και επεξεργασία γνώσης, κάτι γίνεται με τις επιστήμες.

Ο υποθετικός λόγος είναι ανεξάρτητος από χωρο-χρονικούς προσδιορισμούς (καθώς αναφέρεται στο Άπαν) και δεν προαπαιτεί επιστημονικές σπουδές πάνω στο γίγνεσθαι αφού αναφέρεται στο πανταχού παρόν Είναι. Από αυτή την άποψη, είναι κτήμα του καθένα που θα σηκώσει το βλέμμα του στον ουρανό και θα αναρωτηθεί για την αιωνιότητα.

Από τη διαφορετική σχέση τους με τον χρόνο προκύπτει ότι ο θετικός λόγος είναι προσωρινά αληθής, αλλά όχι οριστικά, ενώ, ο υποθετικός μιλάει για μια αιώνια Αλήθεια, που δεν μπορεί να ορίσειΗ σχέση μεταξύ τους θα μπορούσε να είναι συμπληρωματική, με τον θετικό λόγο να διερευνά ό,τι μπορούμε να μάθουμε από το Γίγνεσθαι και τον υποθετικό να μας υποδεικνύει το ασύλληπτο Είναι.

---------------------------------------------------------------------

ΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: ο επιστημονικός και ο περί του ανθρώπου

Ο θετικός λόγος αναπτύσσεται μέσα σε συνθήκες αβεβαιότητας ως προς το απόλυτο των αποφάνσεών του, καθώς δεν μπορεί να αποδείξει την ισχύ τους στον διηνεκή βαθμό τού Είναι. Η αναπόφευκτη σχετικότητα όσων αποφαίνεται, θα μπορούσε να υπονομεύσει κάθε προσπάθεια συστηματικής γνώσης του γίγνεσθαι. Βλέπουμε όμως την επιστημονική γνώση να συσσωρεύεται και να εξελίσσεται σε πολλά πεδία, πατώντας πάνω σε κάποια δεδομένα.

Ο επιστημονικός λόγος που διερευνά την υλική διάσταση των πραγμάτων και τις μηχανικές σχέσεις τους, διασταυρώνει συνεχώς τις υποθέσεις του με την πραγματικότητα που εξετάζει (με πειράματα και μελέτες) για να αποδείξει την ισχύ τους. Εφόσον αποδεικνύει μια υπόθεσή του, αυτή γίνεται θέση, πάνω στην οποία θα πατήσει στη συνέχεια η γνώση πάνω στο διερευνώμενο πεδίο, για να εξελιχθεί περαιτέρω.

Το γεγονός ότι όλα όσα λέει μπορεί να μην ισχύουν απόλυτα στο διηνεκές, δεν αναιρεί την «προσωρινή» ισχύ τους μέσα στα πλαίσια του γίγνεσθαι αυτού του κόσμου που ζούμε. Η ισχύς της γνώσης του βελτιώνεται, φωτίζοντας περιοχές του κόσμου μας - είτε του μικρόκοσμου, είτε του μακρόκοσμου -, που ήταν μέχρι τώρα σκοτεινές. Έτσι έχει καταφέρει να διεισδύσει σε πολλά «μυστήρια» του γίγνεσθαι, έστω κι αν δεν μπορεί να λύσει το μυστήριο του Είναι. Ούτε όμως τον απασχολεί, αφού είναι εκτός του αντικειμένου του.

Ο επιστημονικός λόγος εξετάζει μετρήσιμα μεγέθη και μόνο, αφήνοντας εκτός οτιδήποτε είναι αμέτρητο.  Οτιδήποτε δεν μπορεί να μετρηθεί δεν αναγνωρίζεται ως διαπιστωμένος επιστημονικός λόγος. Αυτή είναι η βασική καταστατική του συνθήκη που τον δεσμεύει και τον αναγκάζει να γίνει συγκεκριμένος. Τοιουτοτρόπως γίνεται και πρακτικός, δίνοντάς μας πρακτικές γνώσεις, που μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να καλυτερεύσουμε τις υλικές συνθήκες διαβίωσής μας.

Η ζωή μας, όμως, δεν έχει μόνο την υλική (ποσοτική) διάσταση, που εξετάζει ο επιστημονικός λόγος. Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται μόνο για τις ποσοτικές και μετρήσιμες εκδοχές της ζωής τους. Τους απασχολούν θέματα σε σχέση με τον εαυτό τους και με τους άλλους που αφορούν την ποιοτική πλευρά. Οι λεγόμενες «επιστήμες του ανθρώπου» προσπαθούν να διερευνήσουν αυτή την πλευρά με επιστημονικό τρόπο, αν και δεν είναι μετρήσιμη. Αυτό δεν αναιρεί την αναγκαιότητά τους, καθώς έχουμε ανάγκη μιας κάποιας θετικής γνώσης στα περίπλοκα ζητήματα των σχέσεών μας,  για να ξέρουμε πού πάμε.
Παρόλο που στον απώτατο χρόνο δεν έχουμε ιδέα πού οδηγούμαστε από τον Λόγο όλων αυτών που κάνουμε, μέσα στα καθ’ ημάς πλαίσια του ανθρώπινου γίγνεσθαι μπορούμε να διαγνώσουμε κάποιες βασικές συνιστώσες που μπορούμε να ακολουθήσουμε για μια καλύτερη ζωή. Αυτές εξετάζονται «Όσο Πιο Απλά Γίνεται» στο σχετικό κείμενο στις Συνόψεις φιλοσοφίας. Σε αυτό εδώ το κείμενο επισημαίνουμε ότι η ισχύς τους είναι σχετική όπως και κάθε απόφανση του θετικού λόγου. Εδώ εξετάζουμε τη σχέση με το Απόλυτο και πόσο σημαντική είναι για τον άνθρωπο, παρόλη την απροσδιοριστία της. Γι’ αυτό, τονίζουμε την αναγκαιότητα του υποθετικού λόγου περί του Είναι, πέραν του θετικού, που εξετάζει τα φαινόμενα του Γίγνεσθαι. 


-----------------------------------------------------------------
Αφού δείξαμε πριν πώς προκύπτει ο υποθετικός λόγος σαν τρόπος εννόησης του Είναι, εξετάζουμε παρακάτω πώς εκφράζεται στη δική μας πραγματικότητα και σε τι μας διανοίγει.

ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ και ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η αναπόφευκτη επαφή με το άφατο

Στην πραγματικότητα, δεν κάνουμε μεταφυσικές σκέψεις πέρα από κάποιες εξαιρετικές στιγμές που μας βγάζουν από την καθημερινότητα. Ένας θάνατος ή ένας έναστρος ουρανός μπορεί να μας κάνουν να αναρωτηθούμε για το άπειρο (του ουρανού) ή το μηδέν (του θανάτου), αλλά δεν θα μείνουμε για πολύ σε αυτά. Η ζωή θα μας ξανατραβήξει στις μέριμνες της, μέχρι μια επόμενη εξαιρετική στιγμή να μας ξαναβγάλει για λίγο από αυτές.

Υπάρχουν βέβαια και οι πιστοί διαφόρων θρησκειών που νομίζουν ότι η καθημερινότητά τους κανονίζεται από τις βουλές των θεών τους και προσεύχονται συχνά σε αυτούς, αλλά οι επικλήσεις τους δεν ανήκουν στη σύγχρονη σκέψη, έστω κι αν είναι ακολουθούνται από πολλούς.

Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι προϊόν του θετικού λόγου, με τη βοήθεια του οποίου έχει πάρει τη μοίρα στα χέρια του σε μεγάλο βαθμό. Ο βαθμός αυτοπροσδιορισμού του, όμως, είναι περιορισμένος. Ούτε να αυτό-γεννηθεί μπορεί (αυτό-παραγόμενος εκ του μηδενός), ούτε να αποφύγει το χρόνο και να γίνει αιώνιος, ούτε να αυτό-τραφεί και να αυθυπάρξει. Η ζωή του εξαρτάται από κάτι γενικότερο. Αποτελεί μέρος ενός Όλου, από το γίγνεσθαι του οποίου έχει προέλθει και εξελίσσεται.

Ως έλλογο ον, αντιλαμβάνεται την οριστική εξάρτησή του από το Όλον, αλλά δεν μπορεί να κάνει και πολλά για αυτή. Κάνει ότι μπορεί στα πλαίσια των δυνατοτήτων που του παρέχει ο θετικός λόγος. Γι’ αυτό και δεν ασχολείται τόσο συχνά με υποθέσεις περί του Είναι, καθώς δεν παίζουν άμεσα κάποιον πρακτικό ρόλο στη ζωή του. Η σχέση του με τον υποθετικό λόγο των αφηρημένων εννοιών περιορίζεται σε εκείνες τις στιγμές που τον βγάζουν από την καθημερινότητά του και τον κάνουν να αναλογιστεί για «μεγαλύτερα πράγματα».

Το «μεγάλωμα» της σκέψης του μπορεί να γίνει και κλιμακωτά. Αρκεί να σκεφτεί την κλιμάκωση των συστηματικών αλληλεξαρτήσεών του: να ξεκινήσει από τις άμεσες υποχρεώσεις της μέρας του, να επεκταθεί σε ζητήματα γενικότερης ατομικής ή οικογενειακής ευημερίας, να σκεφτεί την εξάρτισή τους από ευρύτερα κοινωνικά μεγέθη (τοπικά, εθνικά, διεθνή, κλπ.), να συλλογιστεί στη συνέχεια θέματα του πλανήτη και από εκεί να περάσει σε συμπαντικές σκέψεις που να τον κάνουν να αναλογιστεί για το Είναι (ή όπως το πει, με το μυαλό του).  Εκεί κάπου σταματάει η σκέψη, αγγίζοντας το αδιανόητο.

Το τι λέει ο καθένας μέσα του, όταν η σκέψη του φτάσει στα όριά της, εξαρτάται από τον ίδιο και το προσωπικό του λεξιλόγιο. Μπορεί και να μην πει τίποτε. Απλά, να νιώσει το «χάσιμο» μπροστά στο άπειρο και το ανείπωτο. Δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσει αφηρημένες έννοιες όπως Είναι, Λόγος, Όλον, Ον, Απόλυτο, κλπ. για να διανοηθεί το αδιανόητο. Το αδιανόητο είναι εκεί για το καθένα που θα φτάσει να το αναλογιστεί είτε μέσα από εξαιρετικές στιγμές είτε από την κλιμάκωση της σκέψης του.

Πιθανόν το αδιανόητο να είναι το πρώτο πράγμα που αγγίζει και η σκέψη των διαφόρων πιστών όταν φτάνουν εκεί, αλλά σπεύδουν να καλύψουν το αναπόφευκτο διανοητικό κενό με τις θρησκευτικές επικλήσεις τους (από τον τρόμο του κενού;).

Η επαφή με το άφατο {αυτό που δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στις λέξεις} είναι αναπόφευκτη για τον καθένα που θα αναρωτηθεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, για την ύπαρξή του (και την ύπαρξη γενικά) πέρα από τα τρέχοντα ζητήματα που τον απασχολούν. Ακόμη και αν δώσει κάποιες πρώτες εξηγήσεις για το γίγνεσθαι των πραγμάτων, θα φτάσει στο ανεξήγητο όταν γενικεύσει και αγγίξει το ερώτημα του Είναι.
Η αναφορά του ανθρώπου σε Αυτό δεν θα μπορέσει να απαντηθεί ποτέ. Θα μείνει για πάντα ένα ερώτημα που θα δείχνει και τα όρια του θετικού λόγου.


Η ερωτηματική αναφορά σε Αυτό

Με την ερωτηματική αναφορά σε Αυτό που μας ξεπερνά και μας καθορίζει, ο θετικός λόγος φτάνει στα όριά του και η συνείδηση διανοίγεται σε κάτι που δεν χωράει στα λόγια:

-        Μπορεί τα λόγια να διπλασιαστούν με κεφαλαία αρχικά για να αναφερθούν σε Αυτό με λέξεις όπως Είναι, Απόλυτο, Λόγος και άλλες «κεφαλαιώδεις»  έννοιες,  αφηρημένες και γενικές.  [Φιλοσοφική έκφραση]
-        Μπορεί να μεταλλαχθούν, να γίνουν ψέλλισμα και ψαλμός, ποίημα και τραγούδι, ζωγραφιά και χορός, θέατρο και εικόνα, για να χωρέσουν κάτι από την απεραντοσύνη Αυτού. [Καλλιτεχνική έκφραση]
-        Μπορεί να μετατραπούν σε καταστάσεις λατρευτικές, τελετές και γιορτές που θα υμνούν τη μεγαλοσύνη Του. [Θρησκευτική έκφραση]
                                                                              
Ό,τι και να γίνουν τα λόγια, ό,τι και να γεννήσει η σκέψη μας δεν θα μπορέσει να συλλάβει θετικά, να εντοπίσει και να ορίσει “Αυτό”: θα αποτελεί το ύστατο ερώτημα κάθε μας προσπάθειας και κάθε προσπάθειά μας θα καταλήγει σε ένα αναπάντητο ερώτημα.

Ο υποθετικός λόγος περί Αυτού ως καθαρά υποθετικός δεν έχει απαντήσεις αλλά μόνο ερωτήματα. Οι λέξεις του, οι διατυπώσεις του και οι έννοιές του δεν ορίζουν κάτι θετικά: είναι καθαρές υποθέσεις. Αποτελούν ερωτήματα και όχι απαντήσεις.

Όλες μας οι προσπάθειες καταλήγουν τελικά σε ένα μεγάλο και κεφαλαιώδες Ερώτημα το οποίο αποκλείεται να απαντηθεί. Αναπάντητο σημαίνει κάτι άφατο, κάτι αδύνατο να διατυπωθεί και να γίνει κάτι με αυτό. Επειδή όμως δεν μπορεί να μη γίνεται κάτι στο γίγνεσθαι, το οποίο δεν επιτρέπει το κενό, εμείς μένουμε με το Ερώτημα.
Η σιωπή και το κενό στο οποίο μας διανοίγει αυτό το ύστατο Ερώτημα, δεν μπορούν να διαρκέσουν ούτε στιγμή. Στην πραγματικότητα δεν υφίστανται. Αυτά που υφίσταται είναι το ερώτημα και η διάνοιξη στην οποία μας οδηγεί. Αυτά είναι κάτι. Το τίποτα δεν υπάρχει.

Η λέξη «ερώτημα» στα ελληνικά συγγενεύει με τις λέξεις «έρωτας», «ροή», «ρήμα». Λέξεις που σημαίνουν άνοιγμα του ενός στον άλλο και σύνδεση των μερών μεταξύ τους. Όταν η σύνδεση αναφέρεται στο Όλον, τότε το Ερώτημα (και ο Έρως) παίρνουν κεφαλαίο.

Η διάνοιξη στο άφατο, το απώτατο συμπέρασμα

Η διάνοιξη στο άφατο, με την ερωτηματική μας αναφορά σε Αυτό, είναι η κατάληξη όσων κάνουμε, αν τα εξετάσουμε στην τελική τους απεύθυνση, στον ύστατο σκοπό τους. Αυτό όσο και να το ξεχνάμε, παρασυρμένοι από σκοπιμότητες του μικρόκοσμου, έρχεται στο τέλος ο θάνατος να μας το υπενθυμίσει.

Επειδή είναι ανόητο να περιμένουμε το θάνατο να μας ανοίξει τα μάτια, όταν θα είναι για πάντα κλειστά, έρχεται η νόηση να μας συνετίσει, θέτοντας έγκαιρα το ερώτημα του απώτερου λόγου όσων κάνουμε. Εκεί ξεπερνάμε τους καθορισμούς του θετικού λόγου και ανοιγόμαστε στον υποθετικό, που θα μας οδηγήσει στο άφατο, με τα αναπάντητα ερωτήματά του.

Το άφατο αποτελεί το απώτατο συμπέρασμα του λόγου μας στην προσπάθειά του να εννοήσει το σκοπό της ύπαρξης και να συλλάβει τον Απόλυτο Λόγο του Είναι,  περνώντας από τον θετικό λόγο στον υποθετικό λόγο περί Αυτού.


Οι  συμφιλιωτικές συνέπειες της διάνοιξης

Οι συνέπειες της επαφής του ανθρώπου με το άφατο είναι σημαντικές για τον πολιτισμό του, καθώς η σιωπή που επιφέρει η αδυναμία του να πει οτιδήποτε, μετριάζει τους ισχυρισμούς του και επιβάλλει μέτρο στις απόψεις του.
Ο άνθρωπος με την ισχύ που του δίνει ο θετικός λόγος, τείνει να ξεχνάει τη σχετικότητα αυτής της ισχύος και γίνεται επιθετικός. Αγγίζοντας τη άφατο, με τον υποθετικό λόγο, αναγκάζεται να μετριάσει τις βλέψεις του και να γίνει συζητήσιμος.

Η ερωτηματικότητα μπορεί να κάνει τις προτάσεις του θετικού λόγου λιγότερο κατηγορηματικές και περισσότερο ρηματικές, όπως άλλωστε οφείλουν, καθώς αυτές ονομάζουν φαινόμενα του γίγνεσθαι εν τη ροή του (δηλαδή, ρήματα), παρά ορίζουν οντολογικά τα πράγματα (όπως κάνουν οι κατηγορηματικές προτάσεις με το «είναι»: προτάσεις που λένε «τι είναι τι»).

Η αφαίρεση της κατηγορηματικότητας από τις αποφάνσεις μας με την εισαγωγή της ρηματικότητας στο θετικό λόγο και της ερωτηματικότητας στον υποθετικό μπορεί να μετατρέψει τον συνολικό τρόπο επικοινωνίας μας από διεκδικητικό και επεκτατικό, σε διαλλακτικό και  διευκρινιστικό.

Η απόλυτη σιωπή που μας επιβάλλει η ασύλληπτη απεραντοσύνη Αυτού, θα μπορούσε να μας προκαλέσει τρόμο μπροστά στο διαφαινόμενο κενό. Αντί για τρόμο, η σκέψη μας διανοίγεται στο άπειρο καθώς ο υποθετικός λόγος αναλαμβάνει να γεφυρώσει το χάσμα του κενού, να γίνει ερώτημα και αναφορά προς το Είναι και όχι στο μηδέν. Ο μηδενισμός θα όξυνε την επιθετικότητά μας με τον κυνισμό που θα επέφερε. Αντ’ αυτού, ανοίγουν γέφυρες.

Αυτή είναι και η μέγιστη αξία του υποθετικού λόγου, ότι μας εξοικειώνει με το άπειρο, διανοίγοντας μας προς αυτό, διευρύνοντας τη συνείδησή μας προς το άγνωστο, συνδέοντας μας με τους άλλους, τους άγνωστους, με τους οποίους «μοιραζόμαστε τον ίδιο ουρανό».


Συμβολή στην ισορροπία

Ο φόβος μας μετριάζεται απέναντι στον άλλο και κάθε τι άλλο, από τη στιγμή που είμαστε σε επαφή με το Όλο που μας ξεπερνάει, όπως ξεπερνάει και κάθε τι άλλο, με συνέπεια να το κάνει λιγότερο φοβερό, αφού είναι κι αυτό κάτι «μικρό» και αβέβαιο μπροστά σε Αυτό. 

Ακόμα και τους δικούς μας «δαίμονες», τα πάθη και τα βάσανα, μπορούμε να μετριάσουμε καθώς η διάνοιξή μας στο άφατο  χαμηλώνει την έντασή τους με τη σιωπή που εισάγει. Αυτό δεν σημαίνει ότι χάνουμε ξαφνικά τη ζωτική μας ένταση και εξαϋλωνόμαστε σε μορφές μοναστηριακές, που κινούνται σαν σκιές.  Χρειάζεται μέτρο.

Το μέτρο, όταν προέρχεται από τη διάνοιξή μας στο άφατο - και όχι από την επιβολή  της σιωπής από τους άλλους ή από την αποσιώπησή μας -, συμβάλει στην ισορροπία που χρειαζόμαστε.

Το ζητούμενο της ισορροπίας δεν επιτυγχάνεται εύκολα, καθώς καλούμαστε να βρίσκουμε τη χρυσή τομή ανάμεσα στο εγώ μας και στο εμείς, στο θέλω και στο πρέπει, στην ελευθερία και στη δέσμευση, στη διαφοροποίηση και στην ενότητα κλπ.
Το γίγνεσθαι μας ωθεί να εξελιχθούμε διαφοροποιούμενοι, ενώ το Είναι μας κρατά όλους ενωμένους στο Εν Αυτώ. Η ισορροπία πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τα δύο, να έχει τόσο τη δυναμική του γίγνεσθαι όσο και την σταθερότητα του Είναι (όχι τη στασιμότητα, όπως κάποιοι παρεξηγούν).

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια δυναμική ισορροπία, συνδυάζοντας τόσο τον θετικό λόγο (από τη γνώση του Γίγνεσθαι) όσο και τον υποθετικό (από την ερωτηματική αναφορά μας στο Είναι).


Ισορροπία θετικού και υποθετικού λόγου. Γνώση και πίστη.

Είναι πολύ σημαντικό για την ισορροπία μας, η σωστή σχέση μεταξύ του θετικού και του υποθετικού λόγου. Ούτε ο θετικός πρέπει να υπερβάλλει, απαιτώντας να επιβάλλει τη λογική του σε όλα. Ούτε ο υποθετικός πρέπει να πηγαίνει ενάντια στη λογική. Οι υποθέσεις και τα ερωτήματά αυτού αρχίζουν εκεί που τελειώνει η επιστημονική τεκμηρίωση.

Το Όλον στο οποίο αναφέρεται ο υποθετικός λόγος δεν μπορεί να προσπελαστεί από τη γνώση που μας δίνει ο θετικός λόγος. Δεν είναι θέμα γνώσης, αλλά πίστης ότι υπάρχει κάτι πέρα από εμάς και πέρα από όσα  μπορούμε να μάθουμε, το οποίο μας καθορίζει με τον ασύλληπτο Λόγο του Είναι του. Μόνο με άλμα της λογικής προς το αδιανόητο και ασύλληπτο, με την πίστη, μπορεί να προσεγγίσουμε το Ερώτημα Αυτού.

Η πίστη, λοιπόν, δεν ορίζει κάτι θετικά, όπως πιστεύουν οι πιστοί των θρησκειών. Η πίστη είναι ένα ερώτημα, μια καθαρή υπόθεση, που αρχίζει εκεί που τελειώνει η γνώση. Όχι πριν.


Συμβολή στην καθαρότητα

Η εποχή μας καλείται να βρει μια νέα ισορροπία ανάμεσα στον θετικό και στον υποθετικό λόγο, με αμοιβαία αλληλο-αναγνώριση των πεδίων του καθένα. Η ανάγκη του ανθρώπου να συνομιλήσει τα μεταφυσικά του ερωτήματα, δεν μπορεί να αγνοείται από τον θετικό λόγο και πρέπει να της δοθεί η δέουσα προσοχή. Όταν οι θετικιστές εκτοπίζουν κάθε τι που δεν χωράει στην στενή λογική, σπρώχνουν τον άνθρωπο στους αγύρτες της μεταφυσικής.

Διάφοροι new-age γκουρού σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τη μεταφυσική ανάγκη του ανθρώπου με παραλογισμούς που υποδύονται τη μοντέρνα σκέψη, καθώς οι σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται να πεισθεί από τις παλιές θρησκείες. Πολλοί συνεχίζουν να εκκλησιάζονται στις παλιές, ψέλνοντας σε θεούς που μπορεί κατά βάθος να μην πιστεύουν αλλά το κάνουν για να εκφράσουν κάπως την πίστη τους. (Δεν μιλάμε για όσους ζουν σε κόσμους που αγνοούν ή απαγορεύουν τις εξελίξεις του θετικού λόγου. Αυτοί μπορεί να πιστεύουν ακόμη στις μυθολογίες των θρησκειών τους.)

Στην εποχή μας, οι παλιές θρησκείες όπως και οι μοντέρνες αγυρτείες αντλούν ισχύ από την ανυπαρξία μιας καθαρής μεταφυσικής πρότασης, που να μην μπερδεύει την υποθετικότητα της πίστης με τη θετικότητα, αλλά να την αποδίδει ξεκάθαρα, σαν καθαρή ερωτηματική μας αναφορά σε Αυτό, το πέρα από εμάς.

Η πίστη μας πρέπει να βρει ένα νέο, καθαρό τρόπο να εκφραστεί, χωρίς να νοθεύεται από περιεχόμενα που δεν της ανήκουν. Αντίθετα, να μας οδηγεί στην απο-περιεχομενο-ποίηση και στο άδειασμα. Στην καθαρή αφαίρεση. Στο άφατο.


Εμπλουτισμός του παρόντος

Η ερωτηματική αναφορά μας σε Αυτό, καθώς μένει ανοιχτή και αναπάντητη, μας ανοίγει στον χρόνο, ξεπερνώντας χρονοδιαγράμματα και προγραμματικούς στόχους. Συνδέει το παρόν μας με το αιώνιο,  διανοίγοντάς μας στο Όλον, που δεν χρειάζεται προγράμματα για να το κατακτήσουμε, διότι δεν κατακτιέται.  Οπότε, δεν ωφελεί να μεταθέτουμε την απόλαυση του παρόντος και να επενδύουμε στο μέλλον, προσμένοντας να ολοκληρωθούμε κάποια άλλη στιγμή.

Η ζωή μας είναι εδώ και τη ζούμε τώρα, αφού το αύριο δεν είναι κάτι διαφορετικό μπροστά στο αιώνιο και άχρονο Όλον. Η διάνοιξή μας στο άφατο της αιωνιότητας Αυτού, μας επαναφέρει στο εδώ και τώρα, για να το ζήσουμε. Έτσι, η ζωή εμπλουτίζεται με το βίωμα του παρόντος της, αντί να μετατίθεται διαρκώς σε ένα άπιαστο μέλλον.

Η επεκτατικότητά μας στο χώρο και η μεταθετικότητά μας στο χρόνο δεν θα μας αποδώσουν την ολοκλήρωση που προσδοκούμε επειδή θα έχουμε γίνει πιο ισχυροί. Η ισχύς μπορεί να βελτιώσει εν μέρει τις συνθήκες μας, δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ότι θα μας κάνει πιο ευτυχείς.

Η ευτυχία είναι ένα αίσθημα πληρότητας από την επαφή μας με ότι νιώθουμε να μας ολοκληρώνει. Κινούμαστε προς τα εκεί, περνώντας διάφορα στάδια εκπλήρωσης, μέχρι που καταλαβαίνουμε το ανέφικτο της οριστικής απόκτησής της. Θα υπάρχει πάντα κάτι να μας χωρίζει από την πλήρη ολοκλήρωση, όπως και από κάθε τι που θα επιδιώξουμε στον απόλυτο βαθμό. Αυτό ακριβώς το χάσμα έρχεται να καλύψει η διάνοιξη στο άφατο του υποκειμενικού λόγου με την ερωτηματική του αναφορά στο Όλον.
Με τη διάνοιξη αποφορτιζόμαστε από την υστερική επιδίωξη της ευτυχίας και αντιμετωπίζουμε πιο ήρεμα τις λύπες και τις χαρές, τις ήττες και τις νίκες μας. Δεν σημαίνει ότι σταματάμε να προσπαθούμε, ούτε ότι δεν εργαζόμαστε για τη βελτίωση των συνθηκών μας.

Φυσικά και πρέπει να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες του θετικού λόγου, για να προαχθούμε εξελικτικά και να βελτιώσουμε τις συνθήκες μας εν τω γίγνεσθαι, αλλά να κρατάμε επαφή με το άχρονο Είναι μέσα από τον καθαρό υποθετικό λόγο που μας διανοίγει στο άφατο. Αυτό βοηθάει να στραφούμε στο τώρα, να μετριάσουμε τις επιδιώξεις μας, να δούμε γύρω και να απολαύσουμε το εδώ μας, όσο βρισκόμαστε ακόμα εδώ. Έτσι εμπλουτίζεται το βίωμα της ζωής μας. Αυτός, άλλωστε, είναι ο ουσιαστικός πλούτος, ο βιωματικός.

Ως προς τις κοινωνίες, οι συνέπειες της διάνοιξης στο άφατο, το μέτρο που επαναφέρει, μπορεί να είναι εξίσου εξισορροπητικές. Η ανισότητα πλούσιων και φτωχών, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η βία σε κάθε της μορφή, ο καταστροφικός ανταγωνισμός, η αδικία, η κακία και η ασχήμια μπορούν να μετριαστούν. Όμως για να συμβούν αυτά, θα πρέπει το ζήτημα της διάνοιξης να υιοθετηθεί και κοινωνικά για να επηρεάσει τις γενικές συνθήκες.


-----------------------------------------------------------------------------------------

Τρόποι πραγματοποίησης της διάνοιξης, ατομικά και κοινωνικά

Πώς περνάμε από την ατομική διάνοιξη στην κοινωνική; Αυτή δεν μπορεί να γίνει έξωθεν, ούτε να επιβληθεί. Η διάνοιξη είναι κατ’ αρχήν προσωπική υπόθεση. Το ζήτημά της θα μπορέσει να γενικευτεί μόνο αν τεθεί από τα ίδια τα άτομα.

Ατομική διάνοιξη

Η προσωπική διάνοιξη του καθένα προϋποθέτει στιγμές όπου να μπορεί να βγει από τη βοή της καθημερινότητας για να αφουγκραστεί το Όλον.  Πώς, πού και πότε μπορεί να το κάνει εξαρτάται από το άτομο και τις συνθήκες του.

Κάποιες καταστάσεις μπορεί συμβάλλουν στη διάνοιξη, όπως η επαφή με τη φύση, τις τέχνες, τον έρωτα την αγάπη. Μια καλή παρέα ή ένα ξένοιαστο γλέντι. Διανοητικές διευρύνσεις μέσα από τη συζήτηση ή το διαλογισμό ή το γράψιμο. Οτιδήποτε μπορεί να μας βγάλει από τις σκοπιμότητες και να μας συνδέσει υπερβατικά.

Έχοντας αυτό υπόψη, μπορούμε να διακρίνουμε ποιες καταστάσεις το υποστηρίζουν ή το υπονομεύουν. Έτσι μπορούμε να πάρουμε εκείνα τα μέτρα που προάγουν τις μεν και περιορίζουν τις δε. Αυτό συνεπάγεται μια νέα πολιτική, με κριτήριο τη διάνοιξη, εφόσον αυτή βέβαια τεθεί από τα άτομα ως κεντρικό ζήτημα.

Κοινωνική διάνοιξη

Οι καταστάσεις που μας υπονομεύουν -και θα πρέπει να περιοριστούν- είναι όλες αυτές που μας απειλούν, εμποδίζοντας το άνοιγμά μας. Αυτές μπορεί να είναι:
-        απειλές της επιβίωσής μας (από πείνα, πολέμους, τρομοκρατία, εγκληματικότητα)
-        της υγείας μας (από καταστροφές περιβάλλοντος, φτώχεια, επιδημίες, ναρκωτικά, χημικά)
-        της ελευθερίας μας (από δικτατορίες, μισαλλοδοξίες, φυλετικούς διαχωρισμούς)
-        της ψυχικής μας ισορροπίας (από ανταγωνισμό, εχθρικότητα, αδικία, ψυχολογική βία)

Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τον περιορισμό των απειλητικών καταστάσεων, θα πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα υποστήριξης αυτών που διευκολύνουν τη διάνοιξη, όπως για παράδειγμα:
- Η επαφή με τη φύση μπορεί να υποστηριχθεί με την αποκέντρωση,  με τη διαμονή σε αυτήν, με τη φροντίδα του οικοσυστήματός της.
- Η επαφή με τους ανθρώπους με τις κοινωνικές εκδηλώσεις και τις γιορτές.
- Η πνευματική επαφή με τις τέχνες, με τη φιλοσοφία (τον υποθετικό λόγο), με χώρους συνάντησης ως προς Αυτό (ή, αλλιώς, εκκλησίες).

Πολλά από αυτά ήδη συμβαίνουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο, αλλά όσο πιο συνειδητά γίνονται για να συμβάλλουν στην υπέρβαση, τόσο πιο λειτουργικά μπορεί να είναι.

Γιορτές υπάρχουν, αλλά αυτές είναι είτε εθνικές είτε θρησκευτικές (ανάλογα με την θρησκεία). Αντ’ αυτών θα μπορούσαν να είναι γιορτές της γης, που θα γιορτάζουν, για παράδειγμα, τις ισημερίες και τα ηλιοστάσια και να συνοδεύονται από ανάλογες κοινωνικές εκδηλώσεις.

[Η εαρινή ισημερία θα μπορούσε να είναι η γιορτή της νιότης και του έρωτα, με γλέντια και καρναβάλια. Το θερινό ηλιοστάσιο η γιορτή των παιδιών, με παιχνίδια, εκδρομές, φάρσες και αστεία. Η φθινοπωρινή ισημερία, η γιορτή των ηλικιωμένων ή των αρρώστων ή των νεκρών, με επισκέψεις στα γηροκομεία, στα νοσοκομεία, στα νεκροταφεία, κλπ. Το χειμερινό ηλιοστάσιο η γιορτή των φίλων, με δώρα και αλληλοβοήθεια και επισκέψεις σε ξεχασμένους φίλους.]

Τέχνες υπάρχουν, αλλά παρασύρονται στην ατομική καταξίωση των καλλιτεχνών, εντείνοντας συχνά το αίσθημα του ανταγωνισμού αντί να συμβάλλουν στην αποφόρτιση  και στη διάνοιξη. Επιπλέον, η υιοθέτηση του μακάβριου στοιχείου, του αρνητισμού και της βίας που μετέρχονται πολλοί καλλιτέχνες για να ξεχωρίσουν προκαλώντας, εντάσσει τη σύγχρονη τέχνη στη γενικότερη απειλή, αντί να μας βγάζει από αυτή. Θα βοηθούσε, πιθανόν, η επαναξιολόγηση των τεχνών με κριτήριο τη διάνοιξη, αλλά χωρίς να μπαίνει φραγμός στην ελεύθερη έκφραση.

Χώροι πνευματικοί υπάρχουν, αλλά είτε δεν συμβάλλουν άμεσα στη διάνοιξη (καθώς δεν είναι φτιαγμένοι γι’ αυτή) είτε την εγκλωβίζουν σε παλιά σχήματα (όπως οι εκκλησίες των θρησκειών και των αιρέσεων τους). Χρειάζεται μια νέα αρχιτεκτονική σύλληψη για τη διαμόρφωση χώρων «εκκλησιασμού¨» στο Άφατο, που να συνδράμουν στην καθαρή αφαίρεση και στη μυσταγωγία της διάνοιξης.

[Η αρχιτεκτονική αυτών των χώρων εκκλησιασμού θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα τέσσερα βασικά στοιχεία, νερό, γη, φωτιά και αέρα.  Το νερό να είναι για την κάθαρση, κατά την είσοδο στο χώρο. Η γη να υπάρχει σαν χώμα και  πηλός στη βάση στην κατασκευή του κτηρίου και ως γλυπτό με μια πέτρα ή βράχο στο κέντρο σαν σύμβολο του άχρονου Είναι. Η φωτιά, σαν ενέργεια του γίγνεσθαι, να είναι  η πηγή φωτός και θερμότητας του χώρου. Η αίσθηση του αέρα να δίνεται μέσα σε ένα περιβάλλον σιωπής, με τον ήχο του νερού της εισόδου ή της φωτιάς ή με τα τραγούδια και τις μουσικές. Θα πρέπει όλα να είναι φτιαγμένα με φυσικά υλικά. Ο χώρος θα μπορούσε να διαμορφωθεί με τη συνεργασία καλλιτεχνών, που θα μπορούσαν να φροντίσουν και τη γενικότερη «χορογραφία» των εκκλησιαζόμενων και των εκκλησιαστών. (Πιθανόν να βοηθούσε, όσοι εισέρχονται στο χώρο να βγάζουν τα ρούχα τους και να περνούν από κάτι σαν λουτρό, πριν μπουν στο χώρο καθαροί, είτε γυμνοί, είτε με κάποιο χιτώνα.) Αυτά είναι απλά κάποιες προτάσεις. Δεν χρειάζεται να ακολουθηθούν.  Η σύνθεση θα έπρεπε να είναι ανοιχτή και να επαφίεται στα μέλη της κάθε κοινότητας να αποφασίσουν τη μορφή που θα δώσουν στο χώρο τους και στα τεκταινόμενα εκεί. Το μόνο κριτήριο είναι η διάνοιξη. Αυτός είναι και ο λόγος που κάποιοι τέτοιοι χώροι μπορεί να χρειάζονται, εφόσον συνδράμουν στο να συναντιούνται οι άνθρωποι ως προς Αυτό, να μοιράζονται το άφατό του και να το κοινωνούν. Ένας τέτοιος χώρος μπορεί να έδινε λύση και στο θέμα των τελετών γέννησης (βάπτισης) και θανάτου (κηδείας), που πολλοί αντιμετωπίζουν καθώς ούτε οι υπάρχουσες εκκλησίες ούτε τα δημοτικά γραφεία τελετών τους εκφράζουν. ]

Αυτά που προτείνουμε πιο πάνω, για τις τέχνες, τις γιορτές, τους χώρους εκκλησιασμού, είναι καθαρά ενδεικτικά για το τι θα μπορούσε να τροποποιηθεί σε κάποιες κοινωνικές εκδηλώσεις, ώστε το θέμα της διάνοιξης να τίθεται δημόσια και όχι μόνο ιδιωτικά. Θα μπορούσαν να βρεθούν άλλοι τρόποι, εφόσον οι άνθρωποι, βέβαια, κρίνουν ότι τις χρειάζονται. 

----------------------------------------------------------------------

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Θα μπορούσε οι άνθρωποι να κρίνουν ότι αρκεί η προσωπική τους διάνοιξη, που θα τη προσεγγίζουν με το δικό τους τρόπο, ιδιωτικά, χωρίς να ασχοληθούν περαιτέρω με τη γενική θεωρία της και την ευρύτερη πραγματοποίησή της. Θα μπορούσε επίσης να μην ενδιαφερθούν για κανενός είδους διάνοιξη, προσωπική ή κοινωνικοπολιτική, ούτε όπως προτείνεται εδώ, ούτε αλλιώς. Θα υπάρχουν βέβαια πάντα κάποιοι που θα αναζητούν το δρόμο προς το άφατο, αφού είναι μέρος της φύσης μας η ερωτηματική μας αναφορά μας σε Αυτό (όπως και να το πούμε).  Αυτοί μπορεί να είναι λίγοι και να μην μπορούν να επηρεάσουν τις γενικότερες εξελίξεις. Ακόμα όμως και να μπορούσαν, η πορεία του ανθρώπου πιθανόν να είναι ήδη προδιαγεγραμμένη.

Η επεκτατικότητα και η μετάθεση που έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια ανάπτυξη ωθούν το οικοσύστημα στα όριά του έτσι που δεν αποκλείεται να καταρρεύσει, παρασύροντας ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας στην καταστροφή. Μια έγκαιρη στροφή - στην οποία θα συνέβαλε η διάνοιξη -, θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο ή να περιορίσει το μέγεθος της καταστροφής. Όσοι αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα της στροφής, οφείλουν να την προσπαθήσουν, αν και δεν είναι σίγουρο το αποτέλεσμα.

Το μέλλον είναι πάντα αβέβαιο. Η επαναφορά μας στο παρόν, μέσω της διάνοιξής μας στο άφατο, συνεπάγεται, από τη μία, την ελαχιστοποίηση της επεκτατικής μας ανάπτυξης (που αν συνεχιστεί θα φέρει την καταστροφή), και, από την άλλη, τη μεγιστοποίηση της βιωματικής απόλαυσης της ζωής μας στο παρόν, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στο μέλλον.


Αυτό που θέλουμε όλοι είναι να νιώθουμε καλά. Με οδηγό αυτή την απλή αρχή [the feeling-good principle] μπορούμε να αποφασίσουμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε διασπασμένοι και αγχωμένοι, μέσα στον επεκτατικό ανταγωνισμό ή να συνδεθούμε μέσα από τη κοινή μας ερωτηματική αναφορά σε Αυτό, το πέρα από εμάς,  με απώτατο συμπέρασμα τη διάνοιξή μας στο άφατο – τη σιωπή .

No comments:

Post a Comment