Thursday, August 2, 2018

Η συμπληρωματικότητα

Το μόνο που είναι πλήρες είναι το Όλον, ως ολότητα που είναι. Όλα τα άλλα που το απαρτίζουν είναι ελλιπή από μόνα τους. Δεν υφίστανται ως ολότητες ξεχωριστές.  Ολοκληρώνουν την ύπαρξή τους μέσα από το Όλον του Κόσμου, το Σύμπαν στο οποίο ανήκουν. Στο συμπαντικό γίγνεσθαι οφείλουν, άλλωστε, τη γένεσή τους, όπως και το δικό τους, επιμέρους γίγνεσθαι. 
Η πληρότητα των επιμέρους όντων και οντοτήτων έγκειται στην ένταξή τους στο Όλον και επιτυγχάνεται με τη συμπλήρωσή τους από τα άλλα επιμέρους όντα και οντότητες, που το απαρτίζουν μαζί. 

Χωρίς τη μεταξύ τους συμπληρωματικότητα τα μέρη του Όλου μένουν ξεκρέμαστα, εκπίπτουν της ολότητας και εκλείπουν. Ένας άνθρωπος ξεκομμένος στην έρημο θα πεθάνει, ένας πλανήτης εκτός τροχιάς θα χαθεί, ένα άστρο εκτός γαλαξία θα σβήσει.
Όμως και το Όλον είναι ελλιπές χωρίς τα μέρη που το απαρτίζουν. Δεν υπάρχει χωρίς αυτά. Πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλα τα μέρη, για να αποτελεί το σύνολό τους. Αλλιώς δεν υπάρχει. Τα χρειάζεται, όπως χρειάζονται κι αυτό εκείνο.

Το Όλον και το μέρος είναι συμπληρωματικά.
 Αν αντί για «Όλον», πούμε «Ον» ή «Είναι» ή «Άπαν» ή «Κόσμος» ή «Εν» ή «Απόλυτο» ή «Λόγος» ή άλλες κεφαλαιώδεις λέξεις (με κεφαλαίο αρχικό) που συνωνυμούν «Αυτό» που δεν χωράει σε λέξεις (και κάποιοι ονομάζουν Θεό), τότε μπορούμε να το διατυπώσουμε κι αλλιώς:
Το Ον και τα όντα είναι συμπληρωματικά ή το Είναι και τα είναι ή το Άπαν και τα πάντα ή ο Κόσμος και οι κόσμοι ή το Εν και τα πολλά ή το Απόλυτο και τα σχετικά ή ο Λόγος και οι λόγοι, κλπ., όλα αυτά είναι συμπληρωματικά.
Όλα τα μέρη κεφαλαιοποιούνται σε μια ολότητα που τα συμπεριλαμβάνει, και την οποία συνδιαμορφώνουν αλληλοσυμπληρούμενα.
Έτσι η συμπληρωματικότητα αναδεικνύεται ως η συμπαντική συνθήκη από την οποία αντλούν όλα, μικρά και μεγάλα, μέρη και σύνολα, την ύπαρξή τους.
Η εννόηση της συμπληρωματικότητας
Η προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να ορίσει τα πράγματα ως διακεκριμένες οντότητες με τις δικές τους ονομασίες και ιδιότητες, καταταγμένες και ελεγχόμενες, τον παρέσυρε στην υποτίμηση της συμπληρωματικότητάς τους. Ακόμη και η εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του είναι αποσπασματική. Κινείται παραβιάζοντας την ολότητα στην οποία ανήκει και καταπατά τον περιβάλλον του, αγνοώντας την αλληλεξάρτησή του. Είναι σαν να πριονίζει το κλαδί που κάθεται.
Η επιθετικότητά του στο περιβάλλον εκφράστηκε και στην εννόηση του Όλου. Αρχικά, προσπάθησε να το ιδιοποιηθεί αποδίδοντάς του ανθρωπόμορφες εικόνες, λέξεις και ιδιότητες, μέσω των μυθολογικών θρησκειών. Μπορεί να το έκανε τότε από φόβο, καθώς δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτά που συνέβαιναν γύρω του. Όταν με την επιστήμη άρχισε να τα εξηγεί, προσπάθησε να εντάξει το Όλον στην επιστημονοκρατική του αντίληψη, για να το ιδιοποιηθεί με τη λογική του. Και στις δύο περιπτώσεις - τη μυθολογική των θρησκειών και τη λογική των Επιστημών -, η στάση του ανθρώπου απέναντι στο Όλον καθορίστηκε από την ανάγκη του να επιβληθεί.

Η φιλοσοφική σκέψη που θέλει να εννοήσει το Όλον καθαρά, χωρίς θρησκευτικές εικονογραφήσεις ή επιστημονοκρατικές βλέψεις, ωθεί τον άνθρωπο στα όρια του λόγου του, καθώς δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψουν και να περικλείσουν την ολότητα. Εκεί ακριβώς έγκειται τώρα το επόμενο βήμα του νου, προς τη συμπλήρωσή του.
Ο ανθρώπινος λόγος πρέπει να συμπληρωθεί με τη σιωπή. Πρέπει ο άνθρωπος να εννοήσει τη σχέση συμπληρωματικότητάς του με το Όλον, το οποίο, όμως, δεν θα μπορέσει ποτέ να ορίσει. Κι εκεί πρέπει να σιωπήσει.

Ο Λόγος που υπάρχει ο Κόσμος βρίσκεται πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπινου λόγου. Μπορεί μόνο να τον προσεγγίσει με τον υποθετικό λόγο περί Αυτού, τη φιλοσοφία που θα τον οδηγήσει στη σιωπή.  
Η διάνοιξη στο άφατο του Κόσμου είναι απαραίτητη για τη συμπλήρωση της ανθρώπινης εννόησης του κόσμου, και του εαυτού του. Για να μπορέσει να την κάνει πρέπει να εξοικειωθεί με την έννοια της συμπληρωματικότητας, να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τη συμπαντική της συνθήκη, μέρος της οποίας είναι και ο ίδιος και η σκέψη του.

Η ίδια η σκέψη λειτουργεί συμπληρωματικά, τόσο ως προς την πραγματικότητα όσο και ως προς τον νου. Ο νους και οι έννοιές του αλληλοσυμπληρώνονται. Όπως και οι έννοιες μεταξύ τους. Ούτε ο νους υπάρχει ξεκομμένος από τις έννοιες, ούτε οι έννοιες ξεκομμένες από αυτόν και αποσυνδεμένες μεταξύ τους. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε τη συμπληρωματικότητα ανάμεσα στις δύο βασικές κατηγορίες εννόησης του κόσμου: ανάμεσα στον θετικό λόγο για το γίγνεσθαι και τον υποθετικό για το Είναι. Η γεφύρωσή τους εξετάζεται στο Για μια Θεωρία της Συν-πλήρωσης
Εφόσον αναγνωρίσουμε τη συμπληρωματικότητα σε ότι κάνουμε και ότι σκεφτόμαστε, μπορούμε να την εφαρμόσουμε τόσα στα θεωρητικά όσο και στα πρακτικά μας πεδία, εμπλουτίζοντάς τα με τα προϊόντα της αλληλοσυμπλήρωσής τους.

Η συμπληρωματικότητα και το Απόλυτο
Η αναζήτηση του ανθρώπου για την απώτατη αιτία των πραγμάτων, τον Λόγο για το κάθε τι, τον έχει ωθήσει στην ιδέα του Ενός από το οποίο έχουν προέλθει όλα. Αυτή η ιδέα έχει εκφραστεί με διάφορους τρόπους. Η θρησκευτική της έκφραση βρίσκεται στην εικόνα μιας κυρίαρχης θεότητας ή ενός μοναδικού θεού. Η φιλοσοφική της έκφραση βρίσκεται στην σύλληψη του Απόλυτου και των εννοιών του.
Οι έννοιες του Απόλυτου δεν αναλύονται περαιτέρω. Είναι το Εν που δεν διαιρείται. Συγκροτούν την εννοιολογική και κοσμολογική σταθερά, βάσει της οποίας μπορεί να ξετυλιχτεί μια ακολουθία εννόησης του κόσμου.
Όμως το Απόλυτο είναι αδύνατο να εντοπισθεί από τον άνθρωπο, οπότε προκύπτει ένα λογικό κενό που καλούμαστε να γεφυρώσουμε. Η συμπληρωματικότητα μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο της γέφυρας με δύο τρόπους. Πρώτον, συμπληρώνοντας τον θετικό λόγο με τον υποθετικό (όπως γράφουμε πιο πάνω). Δεύτερον, εισάγοντας την έννοια της συμπληρωματικότητας στο ίδιο το Εν.
Το Εν δεν είναι κάτι μόνο του. Δεν αποτελεί μια μονάδα μοναδική και αυθύπαρκτη. Δεν υπάρχει χωρίς την ύπαρξη των πολλών.  (Μπορούμε να πούμε στα Ελληνικά ότι το "εν" συνεπάγεται την "εν-ότητα"). Εφόσον το Εν υπάρχει μόνο συμπληρούμενο με το πλήθος των πραγμάτων, τότε προκύπτει ότι το Απόλυτο βρίσκεται στη συμπληρωματικότητα.
Η συμπληρωματικότητα και η αντιπαλότητα
Τα πράγματα και οι λέξεις που τους αναλογούν έχουν τη δική τους ξεχωριστή παρουσία και έννοια διαχωριζόμενα από άλλα πράγματα και άλλες λέξεις. Ο διαχωρισμός μπορεί να πάρει και τη μορφή αντίθεσης, εάν χρειαστεί να γίνει σαφής. Πχ. Άλλο πράγμα το κεράσι, άλλο το βύσσινο (διαχωρισμός). Ή αυτό είναι κεράσι, δεν είναι βύσσινο (αντίθεση). Το ίδιο ισχύει για αφηρημένες καταστάσεις και έννοιες: Πχ. άλλο πράγμα η ανάγκη, άλλο η επιθυμία. Ή αυτό δεν είναι ανάγκη, είναι επιθυμία.
Σε κάποιες καταστάσεις και έννοιες η αντίθεση είναι θεμελιώδης στον ορισμό τους. Πχ. στα αντιθετικά ζεύγη ελευθερία – σκλαβιά ή ζωή – θάνατος, κάθε μέρος ορίζεται από την αντίθεσή του προς το άλλο. Η ζωή είναι το αντίθετο του θανάτου. Ο θάνατος το αντίθετο της ζωής.  

Όμως ακόμη και η αντίθεση έχει την ανάγκη της συμπληρωματικότητας. Εάν δεν υπήρχε ο θάνατος (ή η σκλαβιά) δεν θα μιλούσαμε για ζωή (ή ελευθερία). Λέμε ότι είμαστε ζωντανοί διότι ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε. Δεν θα ορίζαμε τους εαυτούς μας ως ζωντανούς αν δεν πεθαίναμε ποτέ. Έτσι, από τη μια ορίζουμε κάτι ως αντίθετο του άλλου (τη ζωή ως αντίθετη του θανάτου) από την άλλη, όμως, ο ορισμός του ενός δεν υπάρχει χωρίς την ύπαρξη του άλλου. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Είναι τόσο αντίθετα όσο και συμπληρωματικά.
Η συμπληρωματικότητα δεν είναι αντίθετη στην αντίθεση. Την συμπεριλαμβάνει. 

Απέναντι στην αντίθεση στέκει η σύνθεση και η εξ αυτής θέση. Η αντίθεση και η σύνθεση εναλλάσσονται στο γίγνεσθαι, με τη σύνθεση να παράγει τη θέση, γεννώντας τις νέες μορφές. 
Η αντίθεση είναι η προϋπόθεση του διαχωρισμού που χρειάζεται κάτι για να υπάρχει ως ξεχωριστό κάτι-τι. Αυτό το κάτι-τι συντιθέμενο στη συνέχεια με κάτι άλλο, γεννά κάτι τρίτο, παράγοντας μια καινούργια θέση, γεννώντας μια νέα μορφή.
Η αντίθεση και η σύνθεση είναι συμπληρωματικές. Μέσα από τη συμπληρωματικότητά τους αναγεννάται ο κόσμος. 

Η συμπληρωματικότητα αναδεικνύεται έτσι στην υπέρτατη συνθήκη. Είναι αυτή που υπερτερεί και ρυθμίζει τα αντιθετικά ζεύγη ώστε να είναι συνάμα συμπληρωματικά και να μη διαρρηγνύεται ο κόσμος, αλλά να συνέχεται.
Συμπληρωματικότητα και ισορροπία
Η ισορροπία συμβαίνει όταν οι αντίθετες δυνάμεις ή ροπές που αντενεργούν στα πράγματα είναι ίσες και καμία δεν υπερέχει. Τα πράγματα δεν ρέπουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, αλλά στέκουν ίσα. Ισορροπούν.
Καθώς, όμως, τίποτε δεν είναι στάσιμο και όλα κινούνται στο σύμπαν, ισορροπία δεν μπορεί να σημαίνει ακινησία. Μάλλον σημαίνει σταθερή κίνηση ή ροπή ή τροχιά. Για να έχουμε όμως κίνηση, έστω σταθερή, συνεπάγεται την ύπαρξη κάποιας δύναμης που ωθεί τα πράγματα να κινηθούν. Αυτό σημαίνει ότι η έννοια της ισορροπίας πρέπει να συμπληρωθεί με την έννοια της δύναμης.  Ισορροπία, λοιπόν, δεν υπάρχει στο σύμπαν παρά συμπληρωμένη από τη δύναμη, δηλαδή ως δυναμική ισορροπία.
Βέβαια, ένας βράχος που ισορροπεί σε μια πλαγιά δεν κινείται (ευτυχώς, γιατί μπορεί να περνάμε από κάτω), όμως κινείται η γη και μαζί της κι αυτός. Συνεπώς η σχέση της ισορροπίας με τη κίνηση εξαρτάται από το μέγεθος που εξετάζουμε.
Ως προς τους ανθρώπους, το να είναι κάποιος ισορροπημένος δεν σημαίνει στάσιμος, αλλά κάποιος που συμπεριλαμβάνει την κίνηση στη στάση του. Κάποιος που εξελίσσεται και ο ίδιος, παράλληλα με τον κόσμο. Όμως την ίδια στιγμή, πρέπει να είναι ο εαυτός του, να έχει τις σταθερές που τον κρατούν ίσο, ενώ γύρω όλα αλλάζουν. Χωρίς υπόσταση (στάση, ουσία και βάρος) άγεται από τις εξελίξεις, που συμβαίνουν ερήμην του (αφού αυτός είναι ανυπόστατος). Χωρίς έρμα γίνεται έρμαιο. Χάνει την ισορροπία του και ανατρέπεται με το παραμικρό. Η δυναμική ισορροπία, με τη συμπλήρωση της σταθερότητας με την κινητικότητα, μπορεί να τον κρατήσει όρθιο.
 Η ηθική της συμπληρωματικότητας
Εφόσον η συμπληρωματικότητα αναδεικνύεται σε συμπαντική συνθήκη καλούμαστε να προσαρμόσουμε την ερμηνεία μας για τα πράγματα σύμφωνα με αυτήν ώστε να είναι πιο ορθή. Η ορθότητα της ερμηνείας υποβάλει και αυτήν της πράξης. Υποδεικνύει το σωστό και συστηματοποιεί την ηθική που καλούμαστε να ακολουθήσουμε στις ζωές μας. Υποβάλλει το δέον πράττειν.
Ως προς τι όμως να συμπληρώσουμε τις ζωές μας; Ποιό είναι το συμπληρωματικό της ζωής, ως προς το οποίο να κινηθούμε;
Η ζωή συμπληρώνεται με το αντίθετό της, τον θάνατο. Η συμπληρωματικότητα των αντιθέτων, που είπαμε πριν, φτάνει εδώ σε ένα οριακό σημείο, από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε το έσχατο νόημα της ζωής μας. Αυτό προκύπτει αυθόρμητα σε όλους μας μπρος στο φάσμα του θανάτου μας και δεν είναι άλλο από το να-περνάμε-καλά όσο ζούμε. Αυτό, λοιπόν, μπορεί να αναδειχθεί και η ηθική Αρχή μας, σύμφωνα με τη συμπληρωματικότητά μας.


Η Αρχή του Να-Περνάμε-Καλά βασίζεται στη συμπληρωματικότητα καθώς συμπληρώνει το αίσθημα του κενού, μπρος στον θάνατό μας, με αυτό της πλήρους απόλαυσης της ζωής μας. Η πραγμάτωσή της συνεπάγεται τη συμπλήρωσή μας με ό,τι μας ολοκληρώνει. Η σειρά των πράξεων για την επίτευξή της υποβάλλει στη συνέχεια ποιο είναι το σωστό να κάνουμε. Υποδεικνύει το δέον πράττειν στη ζωή μας, για να περνάμε καλά, συμπληρώνοντας τις πράξεις μας με το έσχατο νόημά τους.  

No comments:

Post a Comment