Όλα τα νοήματα χάνουν το νόημά τους στην προοπτική του θανάτου, κι αφού τίποτα δεν έχει νόημα τελικά, το μόνο που έχει νόημα είναι να περνάμε καλά (κι αν γελάμε, ακόμα καλύτερα).
Σκέψεις περί της Αρχής
Βλέπω παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Στιγμές ζωής από το παρελθόν. Οι
περισσότεροι έχουν πεθάνει. Σκέφτομαι ότι αυτό που θα «δικαίωνε» τις ζωές τους θα
ήταν να τις είχαν γλεντήσει όσο μπορούσαν, να είχαν διασκεδάσει όσο γίνεται, να
είχαν χαρεί το παραμικρό.
Το ίδιο σκέφτομαι για μένα ως μελλοθάνατο, με τη σειρά μου. Μπορεί το ίδιο
να σκέφτονται όλοι. Είναι αυτό που λέμε «τι μένει από τη ζωή». Όσα χρόνια κι αν
έχεις ζήσει, όσα κι αν έχεις καταφέρει, όσα κι αν έχεις αφήσει πίσω σου, δεν
μετρούν, αν δεν έχεις χαρεί τη ζωή σου.
Η χαρά της ζωής είναι που γεμίζει τις μέρες σου πάνω στη γη, για να φύγεις
πλήρης από αυτήν, ανεξάρτητα πόσα χρόνια έζησες. Αυτή θα έπρεπε να είναι το
μέτρο ευτυχίας του καθένα. Ανάλογα με πόσες μέρες είχε γεμάτες από τη χαρά της
ζωής, ανάλογα να μακαρίζεται. Αντ’ αυτού μετράμε πόση περιουσία έκανε, πόσους
απογόνους άφησε (ανεξάρτητα, δυστυχισμένους ή ευτυχισμένους), τι κατάφερε με τη
δουλειά του, πόση αναγνώριση κέρδισε, πόσο διάσημος έγινε, τι δύναμη
συγκέντρωσε, πόσους μάζεψε στην κηδεία του, κλπ.
Εισάγουμε εξωτερικά, ποσοτικά και μετρήσιμα κριτήρια αξιολόγησης της ζωής
των ανθρώπων, ενώ η ζωή η ίδια είναι κάτι φευγαλέο. Κανείς δεν μπόρεσε να
ιδιοποιηθεί τη ζωή και να τη βάλει στην τσέπη του, να κλείσει το χρόνο στο
πορτοφόλι του και να τον σταματήσει να τρέχει, επειδή ήταν πλούσιος ή ισχυρός.
Ναι μεν η ισχύς είναι σημαντική – και για αυτό εκτιμάται τόσο – αλλά είναι
ασήμαντη, αν δεν συντελεί στην ευτυχία. Χωρίς αυτή δεν έχουν νόημα τα αποκτήματά
μας και τα τρόπαια ισχύος. Προφανώς οι άνθρωποι το ξέρουν αυτό. Δεν είναι
ανόητοι, να μην το αντιλαμβάνονται. Τι τους κάνει, τότε, να το αγνοούν, ενώ το
γνωρίζουν;
Ανάγκη υπενθύμισης
Tο κυνήγι απόκτησης των μέσων επιβίωσης και τρόπων υπερίσχυσης,
όσο κι αν είναι θεμιτό ή και αναγκαίο ως ένα βαθμό, παρασέρνει τον άνθρωπο συχνά
και γίνεται αυτοσκοπός έτσι που ξεχνάει τον σκοπό της ευτυχίας, μέχρι που ο
θάνατος θα του τον θυμίσει. Εδώ είναι ακριβώς που χρειάζεται η έγκαιρη
υπενθύμιση του μόνου νοήμονος σκοπού τελικά: να περνάμε καλά.
Την υπενθύμιση της ματαιότητας των «επίγειων» την έκαναν συστηματικά οι θρησκείες αλλά για να υποτάξουν τους
ατίθασους ανθρώπους, είτε με την επίκληση μιας μετα-θάνατον σωτηρίας ή
τιμωρίας, είτε με το φόβο των Θεών. Μπορεί η υποταγή στον θείο νόμο (ελλείψει
άλλου) να ήταν αναγκαία για την εξέλιξη των προϊστορικών ανθρώπων, αφού τους
πειθάρχησε και τους οργάνωσε σε μεγάλες κοινωνίες. Οι οργανωμένες θρησκείες μπορεί
να ήταν κάτι πρωτοποριακό στην εποχή τους. Όμως, η ίδια η εξέλιξη τις
ξεπέρασε.
Οι μυθολογικές κατασκευές των θρησκειών κατέρρευσαν από τη φιλοσοφική
κριτική (που ξεκίνησε στην Αρχαία Ελλάδα) και από την επιστήμη, που πήρε τη
σκυτάλη. Τη θέση των θρησκειών πήραν διάφορες κοσμοθεωρίες, είτε κοσμικής λύτρωσης (ουμανισμός, κομμουνισμός),
είτε τεχνοκρατικής (φουτουρισμός, υλισμός) είτε άλλου είδους, για να
υπερκεραστούν όλες από τον καπιταλισμό.
Ο καπιταλισμός προσγείωσε τα
συλλογικά αφηγήματα και τις ουτοπίες με τη δύναμη του χρήματος. Η επιτυχία του
οφείλεται στην πρακτικότητά του. Όλες οι συζητήσεις απλουστεύονται στο χρήμα. Όμως
το χρήμα δεν είναι παρά ένα μέσο. Όταν γίνεται αυτοσκοπός, ωθεί τον άνθρωπο στο
κυνήγι της απόκτησής του έτσι που ξεχνάει τον πραγματικό σκοπό. Παρασύρεται και
τρέχει. Τρέχει σαν τρελός, αφού τρέχουν όλοι, και φοβάται ότι θα τον περάσουν. Αυτή
η τρεχάλα εξαντλεί τόσο τον άθρωπο (με το διαρκές άγχος και τις ψυχοσωματικές
του συνέπειες) όσο και τη φύση (με την υπερεκμετάλλευσή της).
Έγιναν και γίνονται προσπάθειες ελέγχου του ξέφρενου καπιταλισμού
(σοσιαλδημοκρατικές, οικολογικές, ουμανιστικές, κλπ.), υπήρξαν και υπάρχουν
κινήματα άρνησής του (είτε προοδευτικά, είτε οπισθοδρομικά) ή και ανατροπής του
(είτε ακροαριστερά, είτε ακροδεξιά), αλλά αυτός έχει καταφέρει να εξαπλωθεί
παγκοσμίως, με τροποποιήσεις και προσαρμογές ανάλογα τις συνθήκες.
Η αντι-καπιταλιστική κριτική συνέβαλε στις τροποποιήσεις του επικρατούντος
συστήματος, χωρίς να καταφέρει, όμως, να αλλάξει τη στόχευσή του στο χρήμα, η
οποία και επιβλήθηκε με την πρακτικότητά της παγκοσμίως. Η κριτική φάνηκε να
εξαντλείται σε επιφαινόμενα, χάνοντας την ουσία. Πιθανόν γιατί δεν την αναρωτήθηκε
επαρκώς η ίδια και δεν την έθεσε συνειδητά σαν στόχο της.
Το ουσιώδες ερώτημα που θα έπρεπε να τεθεί είναι σε τι αποσκοπεί ακριβώς το
χρήμα, αν όχι στο να περνάμε καλά. Αυτό το πολύ απλό και ριζικό ερώτημα πρέπει
να τίθεται μάλιστα καθημερινά, έτσι που να ρυθμίσει την καθημερινότητά μας. Η
μόνιμη υπενθύμισή του και ο συνειδητός καθορισμός του σαν Αρχή μας, μπορεί να
βοηθήσει στην μεγιστοποίηση της απόλαυσης της ζωής και στην ελαχιστοποίηση της
μη-αναγκαίας δυστυχίας: των περιττών ανταγωνισμών και (αυτο)καταστροφών που
προκαλούμε από την ανόητη πλεονεξία μας.
Τι εννοούμε ως Αρχή
Με τη λέξη Αρχή (με το Α κεφαλαίο) εννοούμε τη θεμελιώδη κανονιστική αρχή που
μπορούμε να υιοθετήσουμε ως ρυθμιστή των πράξεών μας και ως οδηγό των κινήσεών μας
στη ζωή.
Η πρόταση «να περνάμε καλά» θα μπορούσε να αναχθεί σε μια τέτοια αρχή,
καθότι δεν υπάρχει κάτι άλλο πέραν αυτής που μπορούμε να πούμε ενώπιον του θανάτου
μας. Είναι η καταληκτική σκέψη, η οριστική και οριακή, που μπορεί να ορίσει όλα
τα άλλα στη ζωή μας κατόπιν αυτής, ήτοι,
να γίνει η Αρχή τους.
Είναι η σκέψη που προκύπτει αυθόρμητα στο μυαλό μας μπρος στο φάσμα του
τέλους της ζωής κι έτσι μπορεί να υιοθετηθεί από όσους καταλήγουν σε αυτή. Όσοι πιστεύουν σε κάποια μετα-θάνατο ζωή,
μπορεί να έχουν κάτι άλλο υπόψιν, αλλά δεν θα διαφωνήσουν στο «να περνάνε
καλά», εκτός αν θέλουν να περνάνε κακά, από κάποια διαστροφή. Εφόσον μιλάμε με
κανονικούς ανθρώπους, μια τέτοια αρχή θα μπορούσε να υιοθετηθεί συλλογικά από
όλους μας και να αποκτήσει ένα κανονιστικό ρόλο μεταξύ μας.
Η γενικότητα της Αρχής
Κατά πόσο το «Να Περνάμε Καλά» ευσταθεί σαν Αρχή αν εξεταστεί στη
διαχρονική της ισχύ, πέρα από τις μικρές μας, ατομικές ζωές; Ισχύει το ίδιο για
την ανθρωπότητα στην εξέλιξή της, ώστε να την υιοθετήσουμε ως οικουμενική αρχή;
Ας σκεφτούμε τους απογόνους μας. Μήπως πρέπει να υποφέρουμε εμείς για να περάσουν
καλά αυτοί, όπως υπέφεραν και οι πρόγονοί μας για εμάς (υποτίθεται); Ή, ακόμα
πιο πλατιά, μήπως πρέπει να σκεπτόμαστε την ανθρωπότητα ως σύνολο ή και τη φύση
σαν υπερ-σύνολο, πριν διακηρύξουμε μια
τέτοια αρχή (που φαντάζει ατομικιστική) ως γενική;
Εάν απαρνηθούμε την Αρχή «Να Περνάμε Καλά» για χάρη των απογόνων μας ή όλων
των ανθρώπων (σαν είδος) ή όλων των ειδών της φύσης (σαν γένος), αυτό δεν κάνει
την αρχή λιγότερο ισχυρή. Ίσα ίσα την κάνει πανίσχυρη, αφού φτάνουμε στο σημείο
αυτοθυσίας για «να περνάνε καλά» οι άλλοι (γενικά). Θα ήταν μάλλον προτιμότερο να μετριάσουμε την
ισχύ της και να μοιραστούμε την απόλαυση της ζωής με τους άλλους, αντί να τη
στερηθούμε για αυτούς.
Μπορούμε, βέβαια, να αρνηθούμε την απολαυστικότητα αυτής της Αρχής (ως ηδονοθηρικής,
υποτίθεται) και να υιοθετήσουμε μιαν άλλη, λιγότερο απολαυστική και περισσότερο
κοπιαστική ή πιο χρηστική. Κάποια αρχή, ας πούμε, που αξιολογεί τη ζωή μας
βάσει της χρησιμότητάς της σε κάτι ή την αποτιμά ανάλογα με το έργο που παράγει.
Με μια τέτοια εργαλειοποίηση της ζωής αυτή παύει να γίνεται αυτοσκοπός, αλλά
μέσον. Μέσο όμως σε τι, προς τι και για ποιόν. Υπάρχει κάτι που στο τέλος θα
κάνει ταμείο και θα πάρει μαζεμένα με τόκο, αυτά που εμείς στερηθήκαμε για
αυτό, κι, αν ναι, ποιο είναι; Αν είναι οι άλλοι άνθρωποι, μετά από εμάς, δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι θα πεθάνουν κι αυτοί, όπως και οι επόμενοι από αυτούς, οπότε
δεν θα μείνει τίποτε από τους κόπους ολονών μας.
Ταύτιση
Οι ανθρώπινες μορφές θα λάβουν ένα τέλος, κάποια στιγμή, όπως είχαν μια αρχή.
Όλες οι μορφές που προέκυψαν από το συμπαντικό γίγνεσθαι εμφανίστηκαν μέσα στον
χρόνο και θα φύγουν με τον χρόνο. Μόνο το ίδιο το Γίγνεσθαι διαρκεί όσο ο
Χρόνος, διότι ταυτίζεται με αυτόν. Ο χρόνος, ο χώρος και όλες οι διαστάσεις του
Κόσμου εμφανίστηκαν με το γίγνεσθαί του.
Δεν ξέρουμε τι υπήρχε πριν αυτό ούτε θα μάθουμε ποτέ αν υπάρχει κάτι μετά.
Η ίδια η ύπαρξή μας είναι ένα φαινόμενο ακατάληπτο από εμάς. Δεν μπορούμε
να καταλάβουμε το λόγο της, ούτε σε τι εξυπηρετεί, για να το υπηρετήσουμε, καθώς
είναι αδύνατον να δούμε πέρα από τα πεπερασμένα χρονικά της όρια για να
συλλάβουμε το ρόλο που παίζει – αν παίζει – στο έργο του συμπαντικού γίγνεσθαι.
Όλα αυτά που κάνουμε δεν ξέρουμε τι νόημα μπορεί να έχουν αφού δεν θα
υπάρχουμε μετά από αυτά για να διαπιστώσουμε τη σημασία τους. Ο χρόνος ύπαρξής
μας και τα έργα μας ταυτίζονται.
Δεν έχει νόημα να προσδοκούμε κάτι από τους κόπους μας, αφού δεν θα
υπάρχουμε πέραν αυτών για να καρπωθούμε το αποτέλεσμά τους. Το μόνο που θα είχε νόημα, μέσα σε αυτή την
αδυναμία ορισμού κάποιου απώτερου νοήματος, θα ήταν να εργαζόμαστε για να
ζούμε, ταυτίζοντας έργο και ζωή.
Η υποθήκευση της ζωής μας δεν έχει κανένα νόημα, σε όποια χρονική διάσταση
και να το εξετάσουμε. Το μόνο που απομένει είναι η απόλαυσή της.
Αναφορά στο πέρα από εμάς
Η επιστροφή στο τώρα και στην απόλαυσή του, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το πέρασμα
του χρόνου εις το διηνεκές, το πριν και το μετά του, η αρχή και το τέλος του
(αν υπάρχουν) και άλλα τέτοια μεγάλα ερωτήματα παύουν να μας απασχολούν.
Η ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με την αρχή και το τέλος του Κόσμου, να
βρει το Νόημα των νοημάτων, τον Λόγο όλων των λόγων είναι φυσική του ροπή, που
προκύπτει εγγενώς από τη νόησή του, που αναζητεί την αιτία και το αποτέλεσμα
των πραγμάτων.
Η ανθρώπινη νόηση δεν θα παύσει ποτέ να τείνει στην εξερεύνηση του Όλου, προσπαθώντας
να βρει το αρχικό αίτιο και το ύστατο αιτιατό, στο οποίο οφείλει και η ίδια την
ύπαρξή της.
Ο άνθρωπος θα αναζητεί πάντα τη σύνδεση με αυτό που τον ξεπερνά και τον
καθορίζει. Μόνο που αυτό που τον ξεπερνά, ξεπερνάει και τη νόησή του. Δεν
μπορεί να πει κάτι για «αυτό», να βρει λέξεις που να το κυριολεκτούν, να διαμορφώσει
μια στέρεη, θετική σκέψη και να αποδώσει κάποιο απτό νόημα στο ασύλληπτο
«αυτού». Αυτό πάντα θα ξεγλιστράει, γιατί δεν χωράει στο νου του.
Μπορεί, βέβαια, να φτιάξει φαντασίες (όπως έκανε με τις μυθολογίες και τις θρησκείες)
ή να φιλοσοφήσει, με έννοιες καθαρά αφαιρετικές, κάνοντας υποθέσεις περί αυτού.
Εφόσον μένει στο καθαρά υποθετικό πεδίο,
με αφηρημένες αναφορές σε Αυτό, χωρίς να Του αποδίδει κάποια θετικά γνωρίσματα,
τότε μένει κοντά Του, ανοικτός πάντα στην απεραντοσύνη Του.
Ο καθαρά υποθετικός λόγος περί Αυτού ανοίγει τη νόηση στο ασύλληπτο Όλον,
τη διανοίγει στο άφατο του και την οδηγεί στην κατανυκτική σιωπή που του
αναλογεί.
Όμως, δεν μπορούμε να ζούμε μες στη σιωπή ούτε να τη βγάζουμε με διαρκή πνευματική
κατάνυξη. Χρειαζόμαστε και το θετικό, συγκεκριμένο λόγο σαν οδηγό μας σε αυτήν
εδώ τη γη. Η αναφορά μας στο πέρα από
εμάς, μπορεί να μας βγάζει από τις μικρονοϊκές μας εμμονές και τις περιορισμένες
μας αντιλήψεις, υποβάλλοντάς μας τη σιωπή, αλλά υπάρχουμε κι εμείς, σαν σάρκα,
στην καθημερινότητά μας. Τι έχουμε να πούμε για εμάς;
Εάν θέλουμε κάποιο απτό νόημα για τις ζωές μας, που φυλλορροούν στο πέρασμα
του χρόνου, το μόνο θετικό που μπορούμε να πούμε είναι να περνάμε καλά.
Όλα τα άλλα άγνωστα και σιωπή. Εφόσον πράττουμε ως προς αυτό, ταυτίζοντας
έργο και ζωή, ολοκληρώνουμε τη θετική
(φυσική) διάσταση της ύπαρξής μας και μένει η υποθετική (μεταφυσική). Αυτές
οι δύο είναι συμπληρωματικές, με τον θετικό λόγο για εμάς να συμπληρώνεται με
τον υποθετικό λόγο περί Αυτού.
Η ολοκλήρωσή μας χρειάζεται και
τη μεταφυσική συμπλήρωσή μας μέσω του καθαρά υποθετικού/θεωρητικού/αφαιρετικού
λόγου που μας διανοίγει στο άφατο και στη σιωπή. Όμως, ως προς τα δικά μας
πράγματα, αυτό που μπορούμε να πούμε πρακτικά και θετικά είναι «να περνάμε
καλά».
Η συμπληρωματικότητα
Όπως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη μεταφυσική μας πλευρά για να περνάμε
εμείς καλά αδιαφορώντας για το Όλον (διότι αυτό θα μας έκανε να νιώθουμε
μισοί), έτσι δεν μπορούμε να αγνοούμε και τους άλλους (και τα άλλα), εδώ στη
γη, για να περνάμε καλά αδιαφορώντας για αυτούς (και αυτά).
Κατ’ αρχήν είναι δύσκολο έως αδύνατον να περνάει κανείς καλά μόνος,
ξεκομμένος από τους άλλους (και τα άλλα). Πρώτον διότι τους έχει ανάγκη και
εξαρτιέται από αυτούς (και αυτά). Δεύτερον γιατί, και να μην τους έχει ανάγκη,
δεν μπορεί να χαρεί για πολύ μόνος.
Δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιούμε τον πρώτο πληθυντικό στον ορισμό της
Αρχής «Να περνά-με καλά», και όχι να «περνά-ω». Η συμπληρωματικότητα έρχεται
και εδώ να ζητήσει τη διάθεση του
πλεονάσματός μας στους άλλους για να συνδεθούμε γόνιμα με το γίγνεσθαι,
έτσι που να περνάμε καλά.
Η διάθεση του
πλεονάσματος
Κάθε τι που υπάρχει στον κόσμο,
καταφέρνοντας να είναι αυτό το ξεχωριστό «κάτι» και όχι το τίποτε, αποτελεί ένα καθαρό υπαρξιακό
πλεόνασμα απέναντι στο μηδέν της ανυπαρξίας.
Καθώς το σύμπαν αποτελεί το
σύνολο του πλεονάσματος τού Είναι έναντι του Μη-Είναι (ή του μηδενός), εμείς
δεν είμαστε παρά μορφές αυτού του πλεονάσματος. Δεν είναι δικό μας και δεν μας
ανήκει, για να το παρακρατήσουμε. Αφού δεν είναι δικό μας, αλλά ανήκει στο
γενικό πλεόνασμα το κόσμου, καλούμαστε να το διαθέσουμε σε αυτό, σύμφωνα με
τους κανόνες του γίγνεσθαί του, που μας γέννησαν. Εφόσον το άτομο διαθέσει το
πλεόνασμά του για να ενωθεί γόνιμα με ένα άλλο και γεννηθεί από την ένωσή τους
κάτι τρίτο, συμμετέχει ακέραια στο γίγνεσθαι και ολοκληρώνεται εν τω Είναι.
(Η ένωση και η
γέννηση δεν αναφέρονται αποκλειστικά σε βιολογικές ενώσεις και γέννες παιδιών.
Μπορούν να αφορούν κι άλλα πεδία διάθεσης του πλεονάσματος, κοινωνικά,
καλλιτεχνικά, επιστημονικά, κλπ., όπου το άτομο ενώνεται με άλλους ανθρώπους
και άλλα αντικείμενα, για να γεννηθούν νέες μορφές, καταστάσεις, ιδέες, κλπ.)
Η διάθεση του πλεονάσματος σε γόνιμες συναντήσεις κινητοποιεί ευφορικά το
άτομο στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσής του. Η μη-διάθεση του πλεονάσματος, απ’
την άλλη, προκαλεί την α-διαθεσία της ψυχής (της ενωτικής και ζωτικής πνοής του
Είναι), αφού το άτομο, περιττό και ξεκομμένο, δυσφορεί με την αποξένωσή του από
το γίγνεσθαι.
Η χαρά βρίσκεται στη σύνδεση και
όχι στην αποσύνδεση.
Προφανώς μετράει με τι συνδεόμαστε. Εφόσον αυτό απαντά σε ειλικρινή και βαθιά
ζητούμενά μας, τότε η σύνδεση παράγει αισθήματα ευφορίας και μας ωθεί να την
καλλιεργήσουμε. Εάν όχι, μας είναι αδιάφορη (ή εχθρική, εφόσον τη νιώθουμε σαν
απειλή).
Ο οδηγός της ψυχής
Για να συνδεθούμε προϋποθέτει να διαχωριστούμε, να βρούμε το εγώ μας και τα
ειλικρινή, βαθιά θέλω του, για να κινηθούμε και να συναντηθούμε βάσει αυτών. Η
διάκριση δεν είναι πάντα εύκολη. Συχνά κάνουμε λάθη, είτε επηρεασμένοι από προκαταλήψεις
και εντολές εξωτερικές είτε από δική μας έλλειψη γνώσης και συνείδησης.
Καθώς δεν υπάρχει κάποια απόλυτη αλήθεια στην οποία να βασιστούμε (αφού
μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το απόλυτο), για να διακρίνουμε το
σωστό, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αφουγκραστούμε τη ψυχή μας.
Η σύνθεση της βούλησης και της
λογικής από τη ψυχή είναι αυτή που μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο στην τροχιά της ολοκλήρωσής
του, αποτρέποντάς τον από ό,τι τον εκτροχιάζει.
Η βούληση είναι η ζωτική δύναμη του ατόμου, η ενέργεια που παράγεται από το βιοχημικό
«εργαστήριο» του οργανισμού του και η οποία το κινεί προς γόνιμες συναντήσεις
με το πλεόνασμα της ενέργειάς του: αυτό που περισσεύει από την αυτοσυντήρησή
του.
Η λογική
είναι η υπολογιστική δυνατότητα του του εύφρονος ανθρώπου (ή homo sapiens), το λογισμικό του νου/εγκεφάλου του, που του επιτρέπει να βρίσκει σχέσεις
και αναλογίες, να επεξεργάζεται δεδομένα και να βγάζει συμπεράσματα.
Το σώμα/βούληση και το
πνεύμα/λογική/νόηση ενώνονται με τη ψυχή φτιάχνοντας τη ζωντανή μονάδα που
είναι κάθε άτομο. Η ψυχή δεν είναι κάποιο ξεχωριστό συστατικό στοιχείο του
ατόμου, είναι η ίδια η ενότητα των
στοιχείων του, η συστοιχείωσή του.
Η ψυχή είναι η πεμπτουσία της ζωοδόχους μας
ενότητας, της ενότητας που κρατάει τα επιμέρους μας συστατικά εν ζωή. Όταν η
ενότητα καταλύεται οριστικά από το θάνατο, τότε η ψυχή μας φεύγει και το σώμα
μας διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη.
Ως πεμπτουσία ενότητας, η ψυχή μπορεί να γίνει ο οδηγός της
συμπληρωματικότητας που μας αφορά αληθινά, δείχνοντας μας το δρόμο για αυτήν με
το συναισθηματικό δίπολο της δυσφορίας και ευφορίας. Η δυσφορία μάς ωθεί να απομακρυνθούμε από κάτι. Η
ευφορία να ενωθούμε με αυτό.
Βάζοντας ψυχολογικά κριτήρια στις επιλογές μας, θέτουμε κατά προτεραιότητα
το πώς αισθανόμαστε μέσα μας εμείς οι ίδιοι και όχι τι επιτυγχάνουμε προς τα
έξω ή πώς αναγνωριζόμαστε από τους άλλους. Αυτό μας φέρνει σε επαφή με τον
εαυτό μας, μας κάνει να είμαστε ειλικρινείς και μας οδηγεί στην αυθεντικότητα.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποια
έξωθεν ή άνωθεν εντολή από κάποια ανώτερη αρχή ή εξουσία ή ιερατείο ή θεότητα,
που δικαιούται να μας εντέλει το “δέον γενέσθαι”, ο μόνος ασφαλής οδηγός μας
μπορεί να είναι η ψυχή, με το πηγαίο αισθηματικό της δίπολο της ευφορίας και
της δυσφορίας.
Πάνω σε αυτό, έγραψα σε μια
προγενέστερη φάση για την αρχή του να-νιώθεις-καλά.
Η πρόδρομος αρχή του να-νιώθεις-καλά, the feeling-good principle
Εφόσον αυτό που θέλουμε όλοι σε αυτή
τη ζωή είναι να νιώθουμε καλά -το αντίθετο θα ήταν παράλογο- αυτό μπορεί να το
κάνει βάση μιας νέας ηθικής, καθώς η καθολική του ισχύς το καθιστά αδιαμφισβήτητη
αξιολογική αρχή.
Η αρχή τού να-νιώθεις-καλά ("the feeling-good principle", όπως θα λέγαμε στα αγγλικά)
είναι πάρα πολύ απλή και ευκολοδιάκριτη. Αρκεί να είμαστε ειλικρινείς, βέβαια,
με τον εαυτό μας, να αναγνωρίζουμε τα αισθήματά μας και να μην ψυχαναγκαζόμαστε. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ξεκινώντας από κάτι τόσο απλό, σαν
αρχή, προκύπτει στη συνέχεια το αίτημα της ειλικρίνειας. Ξεδιπλώνοντας
περαιτέρω τις παραμέτρους αυτού του αιτήματος, μπορούμε να φτιάξουμε ένα ηθικό σύστημα, όπου αυτό που μας εμποδίζει να είμαστε
ειλικρινείς είναι κακό και αυτό που μας διευκολύνει καλό.
Ακούγεται περίεργο να ζητάς
επαναθεμελίωση της ηθικής πάνω σε μια τέτοια αρχή, καθώς αυτή μοιάζει πολύ
«εγωιστική». Αν μας επιτρέπεται να κάνουμε ό,τι μας αρέσει (προκειμένου να
νιώσουμε καλά), τότε τι μας εμποδίζει να αρπάξουμε ή να βιάσουμε, για να
πάρουμε κάτι που θέλουμε; Χωρίς εμπόδια και φραγμούς καταλύεται η έννοια του
συστήματος και μια τέτοια ηθική βάση οδηγεί στο χάος. Είναι αλήθεια, όμως,
αυτό; Μπορούμε να νιώσουμε ειλικρινά καλά, πατώντας επί πτωμάτων; Μας αρέσει
πραγματικά κάτι τέτοιο;
Αν ναι, ας το κάνουμε. Βέβαια, δεν θα
είναι τόσο εύκολο, γιατί σε κάποιους άλλους δεν θα αρέσει και δεν θα μας το
επιτρέψουν. Οι άλλοι, βασιζόμενοι στη δική τους αρχή να-νιώθουν-καλά, δεν θα
μας αφήσουν να τους υποτάξουμε. Θα δώσουν όλο τον εαυτό τους να υπερασπιστούν
αυτή την αρχή, γιατί τους αφορά άμεσα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η αδικία μπορεί να
περιοριστεί, όταν τα άτομα, δρώντας επί προσωπικού, βάσει αυτής της αρχής,
αντιδρούν έντονα στο κακό: αυτό που θα τους κάνει να νιώσουν άσχημα. Έτσι
ορίζεται εκ των πραγμάτων μια διαχωριστική γραμμή όπου το να-νιώθεις-καλά δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος άλλου και αυτή η γραμμή άμυνας χαράσσεται από τα ίδια τα άτομα, χωρίς να την
εκχωρούν σε άλλους.
Μήπως, όμως, η εγωιστική και κατά
μόνας απόλαυση δεν είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε; Μήπως, κατά βάθος, δεν
νιώθουμε καλά όταν είμαστε ξεκομμένοι από τους άλλους, ζώντας σε διαρκή
σύγκρουση μαζί τους; Ας είμαστε ειλικρινείς και ας προσπαθήσουμε να δούμε τι
θέλουμε πίσω από όλα αυτά κυνηγάμε, παρασυρόμενοι συχνά σε πολεμικές πρακτικές.
Μπορεί έτσι να διακρίνουμε ότι το ζητούμενο δεν είναι ο πόλεμος αλλά η φιλία,
γιατί αυτή μας κάνει να νιώθουμε πραγματικά καλά.
Η αρχή του να-νιώθεις-καλά δείχνει
ασύμβατη με συγκρουσιακές πρακτικές, γιατί αυτές παράγουν άγχος και εμπεριέχουν
κίνδυνο. Μπορεί να εξαναγκαζόμαστε σε αυτές, αλλά είναι δύσκολο να τις θέλουμε
πραγματικά. Χωρίς να αποκλείσουμε την
περίπτωση να αντλεί κάποιος ευχαρίστηση από το κακό και τη βία (να είναι
χαιρέκακος ή πολεμοχαρής), δεν μπορούμε να κανοναρχούμε βάσει της διαστροφής
του.
Η ηθική
σημαίνει ορισμό της κανονικότητας, χωρίς να αποκλείει την
ύπαρξη εξαιρέσεων. Το θέμα είναι αν τις επιβραβεύει ή τις καταδικάζει. Η ηθική
δεν ορίζει την πραγματικότητα, αλλά κανονίζει όρους ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ορίζει το
δέον και όχι το ον.
Η αρχή του να-νιώθεις-καλά,
υπό κανονικές συνθήκες, αποκλείει την επιθετικότητα, καθώς αυτή παράγει χάσματα και
προκαλεί δυσφορία. Οι συνθήκες, όμως, μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες και να
πιέζουν τα άτομα σε μια εγωιστική πρακτική για να σωθούν, αυξάνοντας τον
κίνδυνο επιθετικής συμπεριφοράς. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών ώστε να διευκολύνουν τα άτομα να λειτουργούν απρόσκοπτα ως προς τη βασική
τους αρχή να-νιώθουν-καλά.
Όπως βλέπουμε, η βασική αυτή αρχή
μπορεί να φαίνεται απλή, αλλά δεν είναι εύκολη στην πράξη. Χρειάζεται
προσπάθεια, καθώς η πραγματικότητα πολλές φορές δυσκολεύει την πραγματοποίηση
ενός τόσο απλού προτάγματος με την περιπλοκότητά της και τις δυσκολίες που
προβάλλει. Είτε οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με τη σπάνη φυσικών πόρων και
υλικών αγαθών, είτε με ενδοανθρώπινες διαμάχες και ανταγωνισμούς, καλούμαστε
-μέσω της αρχής- να τις λύσουμε με τρόπο που να περνάμε καλά.
No comments:
Post a Comment