Saturday, June 5, 2021

Για έναν καλύτερο κόσμο. Πλαίσιο.

 πρόλογος

Όπως πολλούς έτσι και εμένα με απασχολεί ο κόσμος που ζούμε καθώς επηρεάζει την ποιότητα της ζωής μου και των δικών μου. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν το χρόνο ή τα μέσα να ασχοληθούν συστηματικά με το θέμα. Είναι απασχολημένοι με τα δικά τους και δεν έχουν πολλά περιθώρια για διεξοδικές αναλύσεις και μεθοδικές μελέτες. Σχολιάζουν, βέβαια, τις άμεσες επιπτώσεις στη ζωή τους και μπορεί να παρακολουθούν, επίσης, τις συζητήσεις που γίνονται από όσους ασχολούνται με το Γενικό (εκ των οποίων άλλοι ασχολούνται επαγγελματικά με αυτό, άλλοι ερασιτεχνικά, όπως εγώ).

Το δικό μου επάγγελμα γράφει στην εφορία «σκηνοθέτης/σεναριογράφος». Μπορεί, μεν, να το άσκησα περιοδικά, αλλά αυτό που με απασχολούσε συστηματικά ήταν το Γενικό. Δεν το εντρύφησα ακαδημαϊκά, σπουδάζοντας σε κάποια σχολή ανθρωπιστικών σπουδών, αλλά ήταν η μόνιμη έγνοιά μου. Πίσω από τα επιμέρους γεγονότα και δίπλα από τις καθημερινές ασχολίες, τόσο τις δικές μου όσο και των άλλων, έβλεπα το γενικότερο σύστημα μέσα στο οποίο λάμβαναν χώρα και ευοδωνόταν ή ματαιωνόταν εξ αυτού.

Το σύστημα μέσα στο οποίο συνέβαιναν οι επιμέρους προσπάθειες τις κεφαλαιοποίουσε, επικερδώς ή ζημιογόνα για το σύνολο, ανάλογα με το πως ήταν οργανωμένο. Κάποιοι πάντα κέρδιζαν αλλά ποιοι και υπέρ ποίου; Τι συνέβαινε με τους υπόλοιπους; Πάνω σε ποιες αρχές ήταν οργανωμένο το «σύστημα» γενικότερα;

Φαντάζομαι ανάλογα ερωτήματα έχουν όλοι που τους απασχολεί το θέμα. Στο κέντρο της προβληματικής βρίσκεται, χονδρικά, το τι δεν πάει καλά, τι πάει, και τι θα μπορούσε να πάει καλύτερα στον κόσμο μας (τον κόσμο των ανθρώπων). Γύρω από αυτό γίνονται, κατά βάση, οι συζητήσεις, έχοντας σαν κύρια έννοιά τους (ρητή ή υπόρρητη) το καλό.

Μου πήρε καιρό να εντοπίσω ότι το ζητούμενο είναι το καλό, διότι η έννοια είχε ενοχοποιηθεί μέσα μου από τη στείρα ηθικολογία μέσα στην οποία μεγάλωσα, και γι’ αυτό αντιδρούσα. Αφού το αποδέχτηκα, άρχισα να σχηματίζω κι εγώ τη δική μου θεωρία για τον κόσμο έχοντας το καλό του στο μυαλό μου, μέχρι που κατάλαβα ότι προέχει να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε ακριβώς ως καλό. Αντί να αντιπαραθέτουμε τις θεωρίες μας και να αντιπαραβάλουμε τα αφηγήματά μας, ας συζητήσουμε επ’ αυτού.

Θα κάνω μια πρώτη απόπειρα αποκωδικοποιώντας το καλό στο στοιχειώδες συστατικό του, αυτό που βρίσκεται πίσω από τις συνθέσεις που κάνουμε με τα αφηγήματα και τις θεωρίες μας. Ξεκινώντας από το στοιχείο του καλού, θα εξετάσω μετά τον τρόπο της συστοιχείωσής του στα άτομα, πώς δηλαδή συνθέτουν τη δική τους θεώρηση του καλού, για να περάσω στο ζήτημα της συστηματοποίησής του στον κόσμο. Μέσα από αυτήν την εξέταση θα προσπαθήσω να βγάλω κάποια συμπεράσματα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη συγκρότηση μιας γενικής θεώρησης του καλού, η οποία θα συστηματοποιούσε τις προσπάθειες για έναν καλύτερο κόσμο.

Ο σκοπός μου δεν είναι επιστημολογικός (άλλωστε μου λείπουν τα εφόδια για κάτι τέτοιο), αλλά πρακτικός. Με ενδιαφέρει πρακτικά και προσωπικά (για μένα, τα παιδιά μου, τους δικούς μου, όπως και τους δικούς των δικών μου, άρα, κατά προέκταση, όλους τους ανθρώπους) ένας καλύτερος κόσμος.

Κρίνω ότι το «κλειδί» βρίσκεται αρχικά στην θεώρηση του καλού και μετά στην πραγματοποίησή του. Η θεωρία, βέβαια, πρέπει να είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επίτευξη του καλού στην πράξη, με στόχο τον καλύτερο κόσμο. Προφανώς, ανάλογες απόπειρες γίνονται και από άλλους, περισσότερο διαβασμένους από εμένα. Δεν έχει υποπέσει άμεσα στην αντίληψή μου, όμως, κάποια συστηματική προσπάθεια συντονισμού όλων αυτών γύρω από το εν λόγω αίτημα. Διαβάζω σκόρπιες και επιμέρους θεωρήσεις, αλλά δεν βλέπω κάποια συντονισμένη κίνηση στο περιβάλλον μου. Πιθανολογώ ότι λείπει η κοινή συνισταμένη.

Πήρα λοιπόν την πρωτοβουλία να βάλω εγώ το θέμα, αν και μου λείπουν τα εχέγγυα της επιστημονικής εγκυρότητας. Θα προσπαθήσω παρόλα αυτά να είμαι όσο πιο σαφής γίνεται και να πω πώς εγώ το σκέπτομαι, με όση νόηση και γνώση διαθέτω. Ξεκινάω από το θεωρητικό γιατί είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε γιατί μιλάμε, ώστε να μπορέσουμε μετά να συνεννοηθούμε για πιθανές κοινές δράσεις βάσει των συμπερασμάτων μας.

ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ

Επιλογή του καλού

Το θέμα της σωστής θεώρησης του καλού είναι πολύ σημαντικό γιατί βάσει του τι θεωρούμε καλό για εμάς, γίνονται οι επιλογές μας. Οι επιλογές που κάνουμε καθορίζουν πολλά πράγματα στη ζωή μας, από την προσωπική και επαγγελματική μας ζωή,  μέχρι την κοινωνική και πολιτική. Όταν μιλάμε για τον κόσμο που ζούμε, συζητάμε στην ουσία για τις επιλογές που κάνουμε σαν σύνολο και τον διαμορφώνουν.

Όσα δεν εξαρτώνται από εμάς αλλά καθορίζονται από αντικειμενικούς παράγοντες, δεν είναι ακριβώς συζητήσιμα. Μπορούμε να τα μελετήσουμε, να τα επεξεργαστούμε και να εργαστούμε για την πιθανή ανακατασκευή τους, αλλά δεν μπορούμε να τα αμφισβητήσουμε. Όποιος τα αμφισβητεί, αναγκάζεται να τα υποστεί. Είναι αναπόφευκτα και ορίζουν το πλαίσιο των επιλογών μας και τα όρια της ελευθερίας μας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια παίρνουμε κάποιες αποφάσεις που είναι συζητήσιμες, ειδικά στην περίπτωση που δεν βγαίνουν σε καλό.

Καθώς το καλό μπορεί να το αντιλαμβάνεται ο καθένας με το δικό του τρόπο, θα πρέπει να βρούμε έναν γενικό ορισμό του, με τον οποίο θα μπορούσαν να συμφωνήσουν όλοι, και μετά ας τον εξειδίκευαν κατά το δοκούν. Ο λόγος που χρειάζεται μια τέτοια πρώτη συμφωνία είναι για να μπορέσουμε να συζητήσουμε τις επιλογές μας, αξιολογώντας τες με ένα κοινό κριτήριο.

Το κριτήριο του καλού

Θα μπορούσε το αξιολογικό κριτήριο των επιλογών μας να είναι άλλο από το καλό; Ναι, αν θα αποσκοπούσαν σε κάτι άλλο. Ποιο θα μπορούσε όμως να είναι αυτό; Ας δούμε τον ίδιο τον μηχανισμό των επιλογών.

Όταν καλούμαστε να πάρουμε κάποιες αποφάσεις αξιολογούμε τα «υπέρ» και τα «κατά» κάθε επιλογής, βάζοντας στα «υπέρ» ό,τι θα κερδίζαμε, και στα «κατά» ό,τι θα χάναμε σε κάθε περίπτωση. Το κέρδος, όπως και να το ορίσει ο καθένας (σαν υλικό ή άυλο κέρδος), το θεωρεί ως κάτι καλό για αυτόν. Την απώλεια όχι. Αν αλλάζαμε τους όρους και βάζαμε στα «υπέρ» την απώλεια και στα «κατά» το κέρδος, τότε απλά θα αντιστρέφαμε το πρόσημο, όπου η απώλεια θα εθεωρείτο καλό και το κέρδος κακό.

Καθώς σε κάθε επιλογή μας τα «υπέρ» μετράνε σαν λόγος απόφασης υπέρ αυτής (όπως τα «κατά» σαν λόγος απόρριψής της) και εφόσον ως «υπέρ» μετράμε ό,τι θεωρούμε καλό για εμάς, τότε σημαίνει ότι αυτό είναι το αξιολογικό μας κριτήριο σε κάθε περίπτωση.

Θέτοντας το καλό ως οριστικό κριτήριο, ως αυτό στο οποίο αποσκοπούν οι ενέργειές μας και βάσει του οποίου κάνουμε τις επιλογές μας, καταλήγουμε σε έναν τελικό όρο (τέλος, σκοπό) που δεν παραπέμπει πουθενά αλλού πέρα από τον ίδιο, όντας αυτοσκοπός. Καλό είναι αυτό που θεωρούμε καλό και τέλος.

Η πρόσληψη του καλού

Πώς όμως θεωρούμε κάτι καλό για εμάς; Μέσα από ποιες προσλαμβάνουσες το συλλαμβάνουμε και το ορίζουμε; Είναι παράγωγο του έλλογου εξοπλισμού μας; Αποτελεί προϊόν μιας κάποιας διανοητικής άσκησης όπου υπολογίζουμε τα δεδομένα της εμπειρίας μας και τα αξιολογούμε ως καλά ή κακά; Σαφώς ο υπολογισμός του καλού (του «συν») και του κακού (του «πλην») γίνεται με χρήση της λογικής, όμως τι προσμετράμε ως «συν»; Ποια είναι η στοιχειώδης αξιακή μονάδα του καλού σε αυτόν τον υπολογισμό; Ποια η τιμή βάσης πάνω στην οποία γίνονται οι εκτιμήσεις;

Το σίγουρο είναι ότι η νόησή μας αναγνωρίζει το καλό ως ένα δεδομένο ευαρέσκειας, και το καταγράφει ονομάζοντάς το καλό. Το αντίθετο, αυτό που είναι πηγή δυσαρέσκειας, το ονομάζει κακό. Αυτή η ονοματοδοσία αντιστοιχεί στο θετικό ή αρνητικό αίσθημα που νιώθουμε σε κάθε περίπτωση. Τα αισθήματα αναγνωρίζονται από τον νου (εγκέφαλο) και καταγράφονται/ επεξεργάζονται από τη νόηση (λογική), αλλά δεν είναι καθαρά νοητικά στοιχεία, παρά ψυχικά.

Ο μηχανισμός υπολογισμού του καλού

Η ψυχή τροφοδοτεί με στοιχεία τον νου, για να κάνει τους υπολογισμούς του με τη λογική που διαθέτει (το υπολογιστικό του πρόγραμμα) και να αποφασίσει για το καλό και το κακό. Τα ψυχικά δεδομένα χωρίς τον νου που τα αναγνωρίζει είναι βουβά, και χωρίς τη λογική που τα επεξεργάζεται δεν μας λένε τίποτα για τις καταστάσεις που εξετάζουμε και αξιολογούμε. Χωρίς όμως αυτά, δεν μπορεί να γίνει αξιολόγηση. Πρέπει ο μηχανισμός ψυχή, νους και νόηση (λογική) να δουλεύει ταυτόχρονα και με τα τρία αυτά συντονισμένα.

Ψυχή και νους καθρεπτίζουν το ένα το άλλο κι έτσι έχουμε εικόνα των αισθημάτων μας, αλλιώς αυτά είναι τυφλά. Αυτή η ταύτιση συμβαίνει αυτομάτως σε όλα τα άτομα (εκτός πιθανόν όσων πάσχουν από κάποια νοητική αναπηρία που εμποδίζει την αντιστοιχία νου και αισθημάτων). Μέσα από αυτήν την ταύτιση έχουμε την πρώτη ταυτοποιημένη μονάδα του καλού, όπου αυτό που νιώθουμε ως ευάρεστο το αναγνωρίζουμε επίσης ως καλό, και το ονομάζουμε έτσι με τη γλώσσα/λόγο που διαθέτουμε ως έλλογα όντα.

Αυτή η στοιχειώδης μονάδα «συν» του καλού είναι αντίθετη από τη μονάδα «πλην» του κακού (αυτού που αναγνωρίζουμε ως κακό επειδή το νιώθουμε έτσι). Η νόησή μας κάνει τους υπολογισμούς της βάσει αυτών των στοιχειωδών μονάδων «συν» και «πλην», τις οποίες επεξεργάζεται για να αξιολογήσει μια κατάσταση ή ένα πιθανό ενδεχόμενο (προσθέτοντας φαντασία στο συλλογισμό της) και να συμπεράνει αν το εξαγόμενό τους είναι καλό ή κακό.

Όταν καλούμαστε να αξιολογήσουμε μια σύνθετη κατάσταση ή ένα ενδεχόμενο γενικής φύσεως στο οποίο υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες η νόησή μας κινητοποιεί όλα τα μέσα της (λογική  γλώσσα, γνώση, μνήμη, φαντασία, κλπ.) για να κάνει τις κρίσεις και τις τελικές επιλογές της, με κριτήριο πάντα και οδηγό το καλό.

Κάπως έτσι πρέπει να σχηματίζεται το καλό στον καθένα, μέσα από τον μηχανισμό που περιέγραψα χονδρικά - χωρίς επιστημονική ακριβολογία, πιθανώς, αλλά σαν γενική εικόνα. Το κύριο είναι ότι το καλό δεν έρχεται από έξω με την μορφή μιας διδασκαλίας αλλά δομείται στοιχειωδώς στα άτομα.

Εφόσον αυτός ο μηχανισμός δουλεύει απρόσκοπτα, οι επιλογές του καθένα δεν μπορεί παρά να είναι αυτές που θεωρεί καλές. Στην πραγματικότητα, όμως, ο μηχανισμός σύνθεσης του καλού στα άτομα αποδιοργανώνεται από εξωτερικές παρεμβάσεις. Αυτοί που θεωρούν ότι κατέχουν το καλό προνομιακά, παρεμβαίνουν στις επιλογές των άλλων για να τις καθοδηγήσουν σύμφωνα με τα δικά τους ανώτερα κριτήρια, κι εκεί παρατηρείται εμπλοκή του μηχανισμού.

Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ

Κανείς λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει τις αιώνιες αλήθειες, καθώς δεν μπορεί να επικαλεστεί τη γνώση του καθολικού καλού που θα του επέτρεπε να υποδεικνύει στους άλλους τι είναι καλό για αυτούς. Ο καθένας διαθέτει τον μηχανισμό να το επιλέξει μέσα από τη δική του σχέση με τον εαυτό του και τον κόσμο. Αυτό που είναι κρίσιμο είναι να μπορούμε να επεξεργαστούμε αυτή τη σχέση (μέσα από τον μηχανισμό που αναφέραμε) ειλικρινά και ανεμπόδιστα.

Η ειλικρίνεια ως προς τον εαυτό μας εξαρτάται από το κατά πόσο ακούμε την εσωτερική φωνή μας και τις νύξεις της ψυχής μας, αφουγκραζόμαστε τα αισθήματά μας και τα δίνουμε λόγο. Αυτό εμποδίζεται στον βαθμό που έχουμε εσωτερικεύσει απαγορεύσεις ή έχουμε χειραγωγηθεί από τις επιταγές ενός καλού που δεν είναι δικό μας.

Αυτοί που θεωρούν ότι κατέχουν το καθολικό καλό έτσι που να το επιτάσσουν στους άλλους, επιβάλλουν ταυτόχρονα απαγορεύσεις σε απόψεις που δεν συμφωνούν με τη δική τους. Οι απαγορεύσεις συνοδεύονται από απειλές για ποινές που προκαλούν φόβο. Ο φόβος εμποδίζει την ακρόαση των σκέψεών μας που μπορεί να θίγουν τις απαγορεύσεις και έτσι κωφεύουμε σε αυτές. Από την άλλη, οι επιταγές συνοδεύονται από επιβραβεύσεις όταν τις υπακούμε, οπότε μπορεί να υιοθετούμε απόψεις που δεν είναι δικές μας μόνο και μόνο για να επιβραβευτούμε. Με αυτόν τον διπλό τρόπο «μαστίγιου και καρότου» μεγαλώσαμε οι περισσότεροι εσωτερικεύοντας μια αλλοτρίωση που πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε, τόσο για να ανακτήσουμε το καλό για εμάς τους ίδιους, όσο και να σταματήσουμε τη στρέβλωσή του στους άλλους.

Η καταγωγή της στρέβλωσης

Πώς, όμως, και από ποιόν ξεκίνησαν οι παρεμβάσεις που αλλοιώνουν και διαστρεβλώνουν τη σχέση μας με το καλό; Υπήρχε κάποιος πρόγονός μας στην αρχέγονη κοιτίδα μας, στην Αφρική, που ξεκίνησε την αυθαιρεσία επιβάλλοντας το δικό του καλό εναντίον των άλλων και, αν ναι, γιατί το έκανε και γιατί οι άλλοι το δέχτηκαν; Πώς δομήθηκε το σήριαλ των παρεμβάσεων, για να βρούμε την κρυφή του δομή και να την αποδομήσουμε;

Καθώς είναι αδύνατον να ταξιδέψουμε στον χρόνο και να εισχωρήσουμε στις ζωές των ανθρώπων που εμφανίστηκαν τη γη πριν τριακόσιες χιλιάδες χρόνια και να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβη, θα πρέπει να στηριχθούμε σε χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του homo sapiens που ισχύουν ακόμη μεταξύ μας.

Για να αλλοιωθεί η σχέση των ατόμων με τον εαυτό τους θα πρέπει αυτά να εσωτερικεύσουν την αλλοίωση, να την κάνουν δική τους. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί μόνο με τη βία (το «μαστίγιο»). Η βία είναι εχθρική και όποιος μετέρχεται μόνον αυτή, δεν μπορεί να πείσει. Πρέπει να δείξει ότι το κάνει πραγματικά για το καλό των άλλων και μάλιστα να το εννοεί. Αν το κάνει για να τους εξαπατήσει ή να τους εκμεταλλευτεί, θα το καταλάβουν κάποια στιγμή και δεν θα διαρκέσει η επιρροή του. Από αυτό το «προφίλ δράστη» η πιο αντιπροσωπευτική μορφή που προκύπτει είναι αυτή των γονέων. Αυτοί δασκαλεύουν τα παιδιά τους στο καλό (με «μαστίγιο και καρότο»), και το κάνουν πραγματικά για το καλό τους. Γιατί όμως να μην τα αφήσουν να κάνουν τις δικές τους συνθέσεις του καλού, όταν ενηλικιωθούν; Μάλλον γιατί φοβούνται.

Οι γονείς φοβούνται ότι η ελευθερία των παιδιών τους μπορεί να τα οδηγήσει σε αυθαιρεσία, σε επικίνδυνες συμπεριφορές που θα θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Αυτό, λοιπόν, που πρέπει να κρύβεται πίσω από την πρωτογενή στρέβλωση δεν είναι άλλο από τον φόβο.

Ανάκτηση του καλού  

Ο φόβος αναδεικνύεται ως βασική αιτία της στρέβλωσης του καλού καθώς αναστέλλει την ειλικρίνεια. Οπότε αυτό που ενδείκνυται για την υπέρβασή του είναι το θάρρος. Μόνο μέσα από την αυτοκινούμενη γενναιότητα ενός θαρραλέου ατόμου σπάει το φράγμα του φόβου. Κάποιος πρέπει να τολμήσει, να κάνει το βήμα μπροστά, γιατί δεν μπορεί να κωφεύει στον εαυτό του, έστω κι αν αυτό συνεπάγεται κίνδυνο και πιθανή τιμωρία για την παράβασή του.

Έτσι μόνο σπάει η αλυσίδα των παρεμβάσεων. Με προσωπική τόλμη και διακινδύνευση μπορούμε να ανακτήσουμε το καλό μας. Αυτή η στάση πρέπει να είναι συνεπής και προς τους άλλους (ακόμη και προς τα παιδιά μας). Να αποφεύγουμε να υποδεικνύουμε το καλό, αλλά να ενθαρρύνουμε την  αναζήτησή του από τον καθένα. Αυτό δεν σημαίνει αδιαφορία, αλλά ευαισθησία και ενεργό στήριξη του άλλου με την ενθάρρυνση της ειλικρίνειάς του και την αποδοχή της όποιας αλήθειας του. Είναι το μεγαλύτερο καλό που μπορούμε να κάνουμε για τον άλλον και κατά συνέπεια για τον κόσμο.

Πλαισίωση του καλού

Το καλό δεν πρέπει να υποδεικνύεται ως περιεχόμενο αλλά να στηρίζεται ως πλαίσιο ειλικρινούς και ανεμπόδιστης διερεύνησής του από τον καθένα, το οποίο πλαίσιο να προστατεύουμε από επεμβάσεις, απειλές και αλλοιώσεις «πατερναλιστικές».

Βέβαια, πέρα από την ειλικρίνεια, που επιτρέπει κάποιον να αφουγκραστεί το μέσα του, χρειάζεται και η γλώσσα που θα τον βοηθήσει να το ονομάσει και να το εκφράσει. Οι λεκτικές δυνατότητες που διαθέτουν οι περισσότερες γλώσσες αρκούν για να εκφραστεί η μεγαλύτερη γκάμα των σκέψεων και αισθημάτων των ανθρώπων. Η διδασκαλία των εκφραστικών δυνατοτήτων κάθε γλώσσας είναι μέρος του πλαισίου στήριξης του καλού, που έχουμε αρχίσει να σχεδιαγραφούμε πιο πάνω.

Μαζί με τη γλώσσα μπορεί να μεταφερθεί η ανθρώπινη εμπειρία όσων έχουν γίνει ως τώρα, τα λάθη και οι αστοχίες, τα επιτεύγματα και οι δημιουργίες που έφτιαξαν την πραγματικότητα που ζούμε.  Η γνώση είναι σημαντική καθώς βοηθάει να κάνουμε σωστότερη εκτίμηση του καλού, αποφεύγοντας λάθη του παρελθόντος και αξιοποιώντας τα επιτεύγματά του.

Από τη στιγμή που πλαισιώσουμε την αναζήτηση του καλού από όλους με ενθάρρυνση ειλικρίνειας, μάθηση γλώσσας και παροχή γνώσης, θα έχουμε κάνει το πρώτο βήμα και το πιο σημαντικό για τη σύνθεση του καλού στον κόσμο μας ώστε να γίνει καλύτερος.

ΤΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΚΑΛΟ

Πρέπει να δεχτούμε τα αποτελέσματα της ελεύθερης σύνθεσης του καλού από τα άτομα για να περάσουμε στη συλλογική του σύνθεση με τρόπο που να συμψηφίζει τις ατομικές προσεγγίσεις και να τις συστηματοποιεί σε ένα συλλογικό καλό.

Από τη στιγμή που αποδεχόμαστε την ελευθερία των ατόμων δεν μπορούμε να προδικάσουμε τα αποτελέσματα των επιλογών τους. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τα αντιμετωπίσουμε όποια και αν είναι αυτά. Αν συμφωνούν με τα δικά μας, τότε οι επιλογές μας συναντώνται και χαράσσουμε κοινές πορείες. Αν είναι αδιάφορα για τα δικά μας, τότε τραβάει ο καθένας το δρόμο του. Αν είναι εχθρικά προς τα δικά μας, τότε υπάρχει πρόβλημα.

Το πρόβλημα που έχουμε να λύσουμε είναι πώς διακανονίζονται οι συγκρούσεις μας. Κατ’ αρχήν υπάρχει μια κόκκινη γραμμή που κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει. Είναι αυτή που ορίσαμε πιο πάνω στη στοιχειώδη δόμηση του καλού, η οποία δεν πρέπει να εμποδίζεται και να απειλείται. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ατομική υπόσταση, γνώμη και ελευθερία δεν πρέπει να απειλούνται από κανέναν.  Ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει ό,τι θεωρεί αυτός ως καλό, αρκεί να μην επεμβαίνει σε κανέναν άλλο, και αν το κάνει τότε η συμπεριφορά του να θεωρείται εχθρική και να απομονώνεται.

Αφού απομονώσουμε οτιδήποτε εχθρεύεται τη σύνθεση του καλού, μένει να κανονίσουμε τις διαφορές με αυτούς που έχουμε σύγκρουση συμφερόντων. Αυτές μπορούν να γίνονται βάσει του δικαίου, το οποίο έρχεται να λύσει θέματα ισορροπίας και μεσότητας.

[Η δικαιοσύνη, όσο σημαντική κι αν είναι, δεν αποτελεί το κριτήριο των επιλογών μας. Επιλέγουμε πρωταρχικά με κριτήριο αυτό που θεωρούμε καλό για εμάς. Η δικαιοσύνη έρχεται να διακανονίσει τις διαφορές που μπορεί να προκύπτουν. Οπότε, μια θεωρία για έναν καλύτερο κόσμο δεν δομείται πάνω στο δίκαιο αλλά πάνω στο καλό.]

Βλέπουμε λοιπόν ότι το συλλογικό καλό αναγνωρίζει τις διαφορές και δεν ισοπεδώνει τις ατομικές θεωρήσεις του καλού, επιβάλλοντας το αφήγημα ενός ορισμένου καλού. Εισάγει μόνο ένα γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν αυτές να λαμβάνουν χώρα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δηλαδή με την ειλικρίνεια, με τη γλώσσα/λόγο και με τη γνώση.

Είναι αρκετό αυτό ως συνισταμένη μιας συλλογικής κινητοποίησης για έναν καλύτερο κόσμο; Νομίζω ότι αν πω κάτι περισσότερο σε αυτή τη φάση θα προκαταλάβω με τη δική μου θεώρηση του καλού τις αναζητήσεις των άλλων. Προτιμώ να τη θέσω σε μια δεύτερη φάση, όταν περάσουμε σε συζήτηση επί του περιεχομένου. Προέχει η ξεκάθαρη θέση του πλαισίου αυτής της συζήτησης και η θεσμοθέτησή του σαν πρώτο βήμα μια κοινής προσπάθειας για έναν καλύτερο κόσμο.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ

Οι βασικές συνιστώσες του πλαισίου για έναν καλύτερο κόσμο:

  1. Το «κλειδί» βρίσκεται στη σύνθεση του καλού από τα ίδια τα άτομα, η οποία σύνθεση πρέπει να «ξεκλειδώσει» έτσι ώστε να γίνεται χωρίς προκατάληψη και φόβο, με ειλικρίνεια.
  2. Η ειλικρίνεια είναι υπόθεση του καθένα, αρκεί να την τολμήσει. Απέναντι στο φόβο, προτάσσουμε το θάρρος. Απέναντι στον εκφοβισμό των άλλων, την ενθάρρυνσή τους.
  3. Αντί να διδάσκουμε στους άλλους το καλό σαν περιεχόμενο, φτιαγμένο και δοσμένο από έξω, παρέχουμε το πλαίσιο προστασίας για την ανεμπόδιστη διερεύνησή του από τους ίδιους.
  4. Διαθέτουμε σε όλους τα μέσα που χρειάζονται για τη σύνθεση του καλού ώστε να είναι η καλύτερη δυνατή: τον πλούτο της γλώσσας και την αμερόληπτη γνώση (ενημερωμένη με τα ευρήματα της σκέψης, τα επιτεύγματα της δημιουργικότητας και τα μαθήματα της εμπειρίας).
  5. Αποδεχόμαστε τα αποτελέσματα της ελεύθερης επιλογής των ατόμων. Λύνουμε τις διαφορές που προκύπτουν, βάσει του δικαίου. Αντιμετωπίζουμε ως εχθρικές και απομονώνουμε όσες συμπεριφορές εχθρεύονται και απειλούν τα παραπάνω.

ΠΡΟΚΥΠΤΟΝΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Από τη θέση του πλαισίου για έναν καλύτερο κόσμο προκύπτουν άμεσα τα ζητήματα της μορφής του δικαίου, του περιεχομένου της γνώσης, και της πρακτικής εφαρμογής του.

Η μορφή του δικαίου

Το πρόβλημα της δικαιοσύνης πρέπει να εξεταστεί ως προς το πλαίσιο και να λυθεί με τρόπο που να το διασφαλίζει. Αυτό σημαίνει ότι καταδικάζεται οποιαδήποτε συμπεριφορά το απειλεί και τιμωρείται ανάλογα με τον βαθμό της απειλής. Από εκεί και πέρα, η δικαιοσύνη καλείται να λύσει τις διαφορές και τις συγκρούσεις συμφερόντων, κρίνοντας υπέρ του κοινού καλού.

Το κοινό καλό πρέπει να αναζητείται ως λύση στην εκδίκαση τόσο των διαφορών μεταξύ ιδιωτών όσο και των ιδιωτών με το δημόσιο. Στις ιδιωτικές διαφορές το ζητούμενο είναι η μεσότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα αντικρουόμενα συμφέροντα ώστε να δίνεται λύση στο μέσον και να μοιράζονται τα αγαθά που διεκδικούνται. Αν διαπιστώνεται αρπακτική συμπεριφορά κάποιου μέρους, η λύση πρέπει να βρίσκεται στον περιορισμό του έτσι που να καθίσταται δυνατή η μεσότητα.

Στις διαφορές των ιδιωτών με το δημόσιο (με την ευρύτερη έννοιά του, συμπεριλαμβανομένου του περιβάλλοντος) η μεσότητα πρέπει να αναζητηθεί στην προστασία από τη μια του ατομικού ζωτικού χώρου (και του πλαισίου αυτού, όπως προδιαγράψαμε) και από την άλλη στην προστασία του δημόσιου χώρου από επιθετικές πρακτικές των ατόμων.

Οι θεωρητικοί της δικαιοσύνης έχουν εξετάσει διεξοδικά τα ζητήματα του δικαίου και σίγουρα είναι πιο κατάλληλοι για να ορίσουν τις παραμέτρους του. Εδώ σχολιάσαμε μόνο τη σχέση του με το πλαίσιο.

Το περιεχόμενο της γνώσης

Η γνώση που μεταδίδεται βάσει του πλαισίου πρέπει να είναι αμερόληπτη, αντικειμενική και επιστημονικά επιβεβαιωμένη όταν αφορά πεδία των επιστημών. Στα καλλιτεχνικά και τα ανθρωπιστικά πεδία (humanistics) δεν μπορούμε να ζητάμε ανάλογη επιστημονική αυστηρότητα καθώς δεν ασχολούνται μόνο με τις υλικές διαστάσεις της πραγματικότητας αλλά και τις άυλες, στις οποίες υπάρχει ασάφεια. Ως εκ τούτου πρέπει να επισημαίνεται η «σχετικότητά»  τους όταν διδάσκονται.

Ανάλογη «σχετικότητα» ισχύει στις φιλοσοφικές, κοινωνικοπολιτικές και λοιπές θεωρίες, οι οποίες παρουσιάζουν μια άποψη για τα ανθρώπινα της οποίας η ορθότητα δεν μπορεί να αποδειχθεί ούτε και να επιβληθεί ως η μόνη ενδεδειγμένη. Εδώ μπαίνουμε στο περιεχόμενο του καλού το οποίο μπορεί να παρουσιάζουν αυτές οι θεωρίες, δίνοντας ερμηνείες για τα ανθρώπινα από τις οποίες να προκύπτουν ηθικά συμπεράσματα, δηλαδή ορισμοί του καλού. Αυτοί οι ορισμοί μπορεί να είναι πετυχημένοι αλλά δεν πρέπει να παρουσιάζονται ως θέσφατα.

Το μόνο σίγουρο καλό είναι το πλαίσιο, όχι το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής του καθένα και πρέπει να μείνει έτσι, χωρίς αναγκαστική χροιά. Ακόμη κι αν το περιεχόμενο που μας προτείνει κάποιος, λέει σοφά πράγματα για τον κόσμο και το δέον γενέσθαι (στην ηθική πρότασή του), πρέπει να επισημαίνεται το μη αναγκαστικό του δέοντός του. Η όποια δέσμευση πρέπει να επιλεγεί ελεύθερα από όσους πιθανόν να «ταυτιστούν» με τα διδάγματά του. Το μόνο αναγκαστικό και δεσμευτικό πρέπει να είναι το πλαίσιο, .

Όσοι έχουν μια θεώρηση για τον κόσμο που να δίνει κάποιο ενδιαφέρον περιεχόμενο στο γενικό καλό, μπορούν και πρέπει να την παρουσιάσουν. Είναι σημαντικό μέρος της μετάδοσης γνώσης, η οποία μπορεί να παίξει δημιουργικό ρόλο στις συνθέσεις του καλού από τα άτομα.

Εδώ θα ήθελα να επισυνάψω τη δική μου συμβολή περιεχομένου:

Επισύναψη

Η  δική μου πρόταση για το καλό ορίζεται ως προς το τέλος, με τη διπλή του έννοια τόσο ως τέλους (κάτι που τελειώνει), όσο και ως σκοπού. Αναλογιζόμενος το τέλος της ζωής (της δικής μου, αλλά και όλων μας), όσο και τον σκοπό της (τον σκοπό της ύπαρξής μας γενικότερα) συνάγω τα εξής:

  1. Δεν βρίσκω άλλο νόημα πέρα από το Να-Περνάμε-Καλά όσο υπάρχουμε, διότι δεν βρίσκω ποιο σκοπό εξυπηρετεί η ύπαρξή μας για να τον υπηρετήσω. Η αδυναμία διάβλεψης κάποιου ύστατου σκοπού συνεπάγεται την απουσία κάποιου απώτερου νοήματος που να νοηματοδοτεί, κατ’ εμέ, τη ζωή μας. Το μόνο νόημα είναι αυτή η ίδια. Ας τη ζήσουμε λοιπόν όσο πιο «γεμάτα» γίνεται, ας τη χαρούμε όσο μπορούμε. Η αίσθηση της πληρότητας και της απόλαυσης του βιώματος επέχουν κεντρική θέση στη θεωρία μου. Αυτή είναι η δική μου νοηματοδότηση του καλού, από την οποία προκύπτει και μια ανάλογη ηθική, την οποία παρουσιάζω εδώ: https://napernamekala.blogspot.com/2018/10/blog-post_46.html
  2. Πέρα από εμάς και την πεπερασμένη ύπαρξή μας - που καλούμαστε να απολαύσουμε όσο μπορούμε (βλ. 1) - υπάρχει το Όλον, μέρος του οποίου είμαστε, τόσο εμείς όσο και τα πάντα. Εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να συλλάβουμε την έννοια του Όλου (όπως και άλλες ανάλογες έννοιες ολότητας και απολυτότητας) αλλά δεν μπορούμε να την ορίσουμε, διότι δεν μπορούμε να αναχθούμε εκτός του Όλου και να έχουμε την εποπτεία του. Είμαστε μέρος αυτού και γέννημά του. Δεν μπορούμε να δούμε το πριν του, ούτε το μετά του. Η σχέση μας μαζί του είναι καθαρά υποθετική. Πρόκειται όμως για μια υπόθεση που δεν μπορούμε να αποφύγουμε.

Είναι στη φύση του ανθρώπου ως έλλογου όντως να αναζητά τον λόγο των πάντων, και τον λόγο του λόγου του, τον Λόγο (με το λάμδα διπλασιασμένο σε κεφαλαίο, όπως και όλες οι λέξεις αναφοράς στο απόλυτο: Απόλυτο, Αλήθεια, Είναι, Όλον, Άπαν, κλπ.)

Η αναφορά μας σε Αυτό δεν μπορεί παρά να είναι υποθετική και ερωτηματική, αλλά, συνάμα, είναι αναπόφευκτη. Πρέπει να την αποδεχτούμε ως έχει, να μην την αγνοήσουμε ούτε να την εγκλωβίσουμε σε κάποια θρησκεία. Μας καλεί να ανοιχτούμε στο πέρα από εμάς, πέρα από όσα  μπορούμε να ορίσουμε και να πούμε. Μας διανοίγει στο άφατο.

Οπότε, η διάνοιξη στο άφατο είναι απαραίτητη για να συμπληρωθεί ο άνθρωπος, συμπεριλαμβάνοντας αυτή την πλευρά του: http://synopseis-phil.blogspot.com/2017/07/blog-post_83.html

  1. Τα ανωτέρω δύο, το να Να-Περνάμε-Καλά (1) και η Διάνοιξη στο Άφατο (2), πρέπει να είναι συμπληρωματικά για να πληρούν τον άνθρωπο. Έτσι, κατέληξα στη συμπληρωματικότητα.

Τίποτα από μόνο του δεν είναι πλήρες παρά μόνο συμπληρωμένο με κάτι άλλο. Το μόνο πλήρες είναι το Όλον.  Αυτό κάνει τη συμπληρωματικότητα την οριστική  συνθήκη των πραγμάτων, των ανθρώπων, των σχέσεών τους και των θεωριών τους.

Ως εκ τούτου, καμία θεωρία δεν είναι πλήρης παρά συμπληρωμένη (εκτός από την ίδια τη θεωρία της συμπλήρωσης, η οποία, όμως, πρέπει να συμπληρώνεται διαρκώς). Στον ακόλουθο σύνδεσμο συν-παρουσιάζω τις δύο βασικές θεωρίες μου, ως συμπληρωματικές: https://gia-synplirosi.blogspot.com/2018/01/1.html

Αυτά που επισύναψα συνοψίζουν τη δική μου γενική θεωρία, από την οποία συνάγεται και μια ανάλογη θεώρηση του καλού. Επαφίεται στον καθένα που θα ενδιαφερθεί για αυτήν, η αποδοχή ή η απόρριψή της εξ ολοκλήρου ή μερικώς. Δεν μπορεί να έχει αξίωση καθολικότητας, ακόμη κι αν μιλάει για αυτήν. Η καθολικότητα στην οποία αναφέρεται, όπως και κάθε γενική θεωρία, είναι αναπόδεικτη και ασαφής. Συγκεκριμενοποιείται μόνον από αυτούς που θα τη δεχτούν και θα την κάνουν δική τους. Αυτοί μπορεί να συμφωνήσουν σε ομαδοποίηση της ελεύθερης  ταύτισής τους, καταλήγοντας σε ένα δικό τους «καθολικό». Το μόνο που μπορεί να έχει αξίωση οικουμενικής καθολικότητας είναι το πλαίσιο της ελεύθερης διαμόρφωσης από τα άτομα του δικού τους καλού (και του όποιου «καθολικού» επιλέξουν αυτά μαζί με άλλα άτομα).

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

Το πλαίσιο που ετέθη πιο πάνω επιγραμματικά δεν είναι παρά ένα θεωρητικό σχήμα, το οποίο πρέπει να συμπληρωθεί με την ανάλογη πράξη για να τεθεί σε εφαρμογή. Το αν υιοθετηθεί ή όχι δεν έχει να κάνει με την αξίωση της καθολικότητάς του. Αυτή είναι η μόνη έγκυρη ηθική αξίωση από όλους προς όλους (και προς τους εαυτούς μας). Από εκεί και πέρα, οι άνθρωποι μπορεί να την αγνοήσουν, αγνοώντας το ίδιο τους το καλό και αφήνοντας άλλους να το ορίζουν για δικό τους συμφέρον. Ένας κόσμος όμως καλύτερος σημαίνει ανάκτηση του καλού από περισσότερους.

Εφόσον θέλουμε έναν καλύτερο κόσμο, τότε ο ενδεδειγμένος τρόπος είναι να δράσουμε καταλυτικά στην πηγή της διαμόρφωσή του: στη σύνθεση του καλού από τα άτομα. Άμεση συνέπεια αυτού και αναγκαστική συνθήκη επίτευξής του είναι η εφαρμογή του πλαισίου, πάνω από όλα. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;

Είπαμε ότι το πλαίσιο έγκειται:

  1. στην ενθάρρυνση της ειλικρίνειας, με παράλληλη καταπολέμηση του φόβου και προστασία από τον εκφοβισμό
  2. στη διάθεση των μέσων της γλώσσας και της γνώσης
  3. Σχετικά με την ενθάρρυνση και προστασία της ειλικρίνειας

Ο κόσμος έχει καταφέρει αρκετά σε αυτόν τον τομέα, καθώς έχει σημειώσει κάποιες νίκες ενάντια στον φόβο και στον δεσποτισμό, ειδικά στον λεγόμενο «δυτικό» κόσμο. Όμως μένουν πολλά να γίνουν τόσο στον ίδιο «δυτικό» κόσμο, όσο και στον υπόλοιπο, όπου η ανελευθερία δεσπόζει ακόμη.

Η διαφορά ανάμεσα σε μια χώρα με αναπτυγμένη δημοκρατία και φιλελεύθερη κουλτούρα (όπως πολλές «δυτικές» χώρες) και μια  χώρα με παρωχημένη δεσποτεία και οπισθοδρομική κουλτούρα (όπως πολλές «ανατολικές») είναι μεγάλη. Αυτό από μόνο του αποτελεί ένα πολύ σοβαρό θέμα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε εφόσον μιλάμε για βελτίωση του κόσμου.

Οι δημοκρατικές χώρες, όμως, δεν μπορούν να διδάξουν στις άλλες ποιο είναι το καλό τους, διότι αυτό αντίκειται στη θέση του πλαισίου. Σύμφωνα με αυτό, το θεμιτό είναι η ενεργός συμπαράσταση και ενθάρρυνση στις προσπάθειες ελευθερίας που γίνονται εκεί, παράλληλα με μέτρα ενάντια στα καθεστώτα φόβου που επιβάλλουν οι κατά τόπους δεσποτείες. Από εκεί και πέρα είναι θέμα των υπηκόων τους να πάρουν τις τύχες στα χέρια τους και να διαμορφώσουν τις δικές τους συνθέσεις για το καλό των χωρών τους, ξεκινώντας από το δικό τους προσωπικό καλό, το οποίο μπορούν να ανακτήσουν μέσα σε συνθήκες ελευθερίας.

Στις χώρες του «δυτικού κόσμου» δεν είναι όλα εύκολα σε αυτόν τον τομέα. Μπορεί να μην αντιμετωπίζουν καταπίεση και έλεγχο με τον βάρβαρο τρόπο που μετέρχονται οι δεσποτείες, αλλά πρέπει να δίνουν συνέχεια μάχη ενάντια σε απόπειρες έμμεσου ελέγχου από διάφορες ομάδες συμφερόντων και από οργανωμένες παρεμβάσεις που υπονομεύουν την ελευθερία και φοβίζουν την ειλικρίνεια.

Οι απειλές είναι διαρκείς και έρχονται από παντού, από τα δεξιά και από τα αριστερά, από οικονομικά συμφέροντα της πλουτοκρατίας (π.χ. «κορπορατισμός») μέχρι πολιτισμικά δόγματα που επιβάλλουν κατά καιρούς διάφορες σέχτες (όπως τώρα τον «δικαιωματισμό»). Ο μέσος άνθρωπος πρέπει να δίνει διαρκείς μάχες για να ορίζει ελεύθερα το δικό του καλό με ειλικρίνεια, χωρίς να φοβάται, είτε οικονομικούς αποκλεισμούς, με την καταδίκη του στη φτώχεια, είτε πολιτισμικούς, με την περιθωριοποίησή του, είτε άλλου τύπου.  Γι’ αυτό, χρειάζεται μια σοσιαλ-φιλελεύθερη (σοσιαλδημοκρατική, κεντρώα) πολιτική που να τον προστατεύει τόσο από απειλές της ελευθερίας του όσο και από οικονομικούς και άλλους αποκλεισμούς.

Πέρα όμως από τις δημόσιες και πολιτικές υπάρχουν οι προσωπικές και ιδιωτικές μάχες, όπου η καταπίεση και αλλοτρίωση συνεχίζουν, υπόγεια ή φανερά, ακόμη και στις «καλύτερες οικογένειες». Ο ρόλος που παίζουμε σαν άτομα στο καθημερινό σήριαλ  της ανειλικρίνειας πρέπει να ελεγχθεί από όλους μας ανεξαιρέτως, είτε αυτός είναι ενεργητικός (ως γονείς, δάσκαλοι, διευθυντές, προϊστάμενοι, «πνευματικοί ηγέτες», κλπ.) είτε παθητικός (ως γόνοι, μαθητές, υπάλληλοι, εργαζόμενοι, «ακόλουθοι», κλπ.). Το ίδιο πρέπει να ελέγχουμε μέσα μας διαρκώς το βαθμό ειλικρίνειας και ψεύδους στις αποφάνσεις μας.

Η προσπάθεια για το καλό δεν τελειώνει με την επίτευξη ενός σοσιαλ-φιλελεύθερου θεσμικού πλαισίου αλλά συνεχίζει και εξελίσσεται διαρκώς. Η διερεύνηση του καλού είναι μια δυναμική διαδικασία που μας καλεί σε διαρκή αφύπνιση.

  1. Σχετικά με τη διάθεση των μέσων της γλώσσας και της γνώσης

Αυτή συμβαίνει κυρίως μέσω της παιδείας, των πολιτιστικών φορέων και της δημόσιας ενημέρωσης (ΜΜΕ).

Είναι προφανές ότι χρειάζονται ελεύθερα και ανεξάρτητα ΜΜΕ και επ’ αυτού υπάρχει πλούσια αρθρογραφία. Παρόλα αυτά η «ελευθερία του Τύπου» είναι άγνωστη σε πάρα πολλές χώρες, ειδικά σε αυτές με δεσποτικά καθεστώτα. Ακόμη όμως και στις δημοκρατικές υπάρχει έλεγχος στα ΜΜΕ. Όταν είναι ιδιωτικά μπορεί να ελέγχονται από οικονομικά συμφέροντα ή ομάδες πίεσης, και όταν είναι κρατικά από τα κυβερνώντα κόμματα.

Ανάλογα προβλήματα έχουν και οι πολιτιστικοί φορείς.

Η Παιδεία είναι ο πλέον κρίσιμος τομέας για έναν καλύτερο κόσμο και πρέπει να της δοθεί η ανάλογη σημασία και φροντίδα, ώστε να παρέχεται δωρεάν προς όλους, μικρούς και μεγάλους. Σκοπός της να διαθέτει πλουσιοπάροχα γνώσεις και να μεταφέρει εμπειρίες από όλα τα πεδία με όσο πιο αντικειμενικό τρόπο γίνεται, ώστε να μην προκαταλαμβάνει την κρίση των εκπαιδευομένων. Ως εκ τούτου, πρέπει να απέχει από κάθε στρατευμένη μετάδοση της γνώσης υπέρ ιδεολογημάτων οιασδήποτε φύσεως (θρησκευτικών, εθνικιστικών, κοινωνικοπολιτικών, πολιτισμικών, κλπ.)

Και μόνο την Παιδεία να βάλουμε σαν στόχο για έναν καλύτερο κόσμο (ορίζοντάς την σαν κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής του πλαισίου) θα φέρει κοσμογονικές αλλαγές. Θα χρειαστεί οικονομικούς πόρους που θα πρέπει να αφαιρεθούν από αλλού (όπως από στρατοκρατικές και πλουτοκρατικές πηγές) και ανθρώπινους πόρους που θα ενεργοποιηθούν υπέρ αυτής, ενώ τώρα αδρανούν.

Ο ρόλος που παίζει η παιδεία στη διαμόρφωση των απόψεων, μαζί με άλλους παράγοντες, κατά τη γνώμη μου, παρατίθενται σε αυτόν τον σύνδεσμο:

https://synopseis-phil.blogspot.com/2018/07/blog-post_31.html

Φορέας εφαρμογής

Ποιος είναι ο φορέας ισχύος μέσω του οποίου μπορεί να τεθούν σε εφαρμογή τα παραπάνω; Σίγουρα υπάρχουν πολλοί φορείς πίεσης και διάφοροι σχηματισμοί επίδρασης που παίζουν ρόλο στις κοινωνικο-πολιτικές διαμορφώσεις, όμως ο κύριος φορέας και ο τελικός ρυθμιστής είναι το κράτος.

Ποιος όμως ελέγχει το κράτος; Εξαρτάται από το πολίτευμα. Από ποιόν εξαρτάται όμως το πολίτευμα; Από τους πολίτες. Ανεξάρτητα αν το πολίτευμα είναι δεσποτικό ή δημοκρατικό, εξαρτάται από τους πολίτες, είτε από την παθητική αποδοχή τους (στις δεσποτείες) είτε από την ενεργή συμμετοχή τους (στις δημοκρατίες). Ο ρυθμιστής λοιπόν είναι η στάση και δράση των πολιτών απέναντι στο κράτος, δηλαδή η πολιτική.

Ποια είναι η ενδεδειγμένη πολιτική εφαρμογής του πλαισίου; Εκ των ζητημάτων που τίθενται (όπως έγραψα πιο πάνω), η ενδεδειγμένη πολιτική είναι η σοσιαλ-φιλελεύθερη ή σοσιαλ-δημοκρατική, δηλαδή, η πολιτική του Κέντρου

Τι συμβαίνει με την τρέχουσα «social-liberal” πολιτική σκηνή διεθνώς; Απουσιάζει το πλαίσιο. Γίνονται αρκετές προσπάθειες σε αυτόν τον χώρο, αλλά χωρίς πλαίσιο. Έτσι τον  νέμονται δυνάμεις από δεξιά και αριστερά. Το «Κέντρο» πρέπει να είναι καθαρό, να μη χρωματίζεται από ιδεολογήματα που αλλοιώνουν την ουδετερότητά του, την οποία χρειάζεται η εφαρμογή του πλαισίου (και γι’ αυτό η ενδεδειγμένη πολιτική είναι του καθαρού Κέντρου).

Οι προσπάθειες που γίνονται στις περισσότερες χώρες είναι σκόρπιες και ευάλωτες. Οι λίγες που διεκδικούν την ηγεσία, το κάνουν υπέρ μιας διαχειριστικής λογικής, χωρίς εμβάθυνση. «Κατεβάζουν» προτάσεις με διάφορα περιεχόμενα, δίχως να εστιάζουν στον πυρήνα  της διαμόρφωσής του καλού ώστε να τον ενεργοποιήσουν. Στην πραγματικότητα, μεταθέτουν τα αδιέξοδα αυτού του κόσμου.

Για να βγούμε από αυτήν τη παθητική στάση και να δράσουμε κεντρικά και συντονισμένα, διεκδικώντας την ηγεσία για έναν καλύτερο κόσμο, πρέπει να υπάρξει επανακαθορισμός και συντονισμός των πολιτικών προσπαθειών βάσει του πλαισίου.

Για έναν καλύτερο κόσμο μέσα από μια καλύτερη Ευρωπαϊκή Ένωση

Το πλαίσιο για έναν καλύτερο κόσμο έχει τη γενικότητα που χρειάζεται για να διεκδικήσει την καθολική του εφαρμογή. Οι απαραίτητοι οικουμενικοί θεσμοί, όμως, που θα μπορούσαν να αποκτήσουν κρατική ισχύ για την παγκόσμια εφαρμογή του, είναι ακόμη στα σπάργανα. Μέχρι να καταστεί δυνατή μια οικουμενική διακυβέρνηση, μπορούμε να αξιοποιήσουμε ισχύουσες κρατικές ενώσεις, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση (στην οποία συμμετέχουμε όσοι είμαστε Έλληνες).

Η Ευρωπαϊκή ένωση είναι ο μόνος διακρατικός σχηματισμός, αυτή τη στιγμή, που θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί με κινητοποίηση των πολιτών της ώστε να εξελιχθεί σε μια ένωση αξιών, οργανωμένη βάσει του πλαισίου.

Το πλαίσιο θα μπορούσε να αποτελέσει τον άξονα συντονισμού των ευρωπαϊκών πολιτικών κινήσεων που αγωνίζονται για ένα καλύτερο κόσμο, ξεκινώντας από μια καλύτερη Ευρώπη. Αν συγκεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην ίδια την Ε.Ε. και καταφέρουν να την μεταλλάξουν υπέρ του πλαισίου θα έχει γίνει ένα τεράστιο βήμα, το οποίο μπορεί να βρει συνοδοιπόρους, στη συνέχεια, παγκοσμίως.

Η Ευρώπη έχει μακρά παράδοση πολιτικών αγώνων (με επιτυχίες και αποτυχίες), η οποία θα μπορούσε να αξιοποιηθεί, κάνοντας την Ε.Ε. έναν ισχυρό πόλο που θα επηρέαζε τις παγκόσμιες εξελίξεις (τις οποίες αυτή τη στιγμή παρακολουθεί παθητικά).

Πιθανόν, στις πρώτες ενδο-κοινοτικές διαμορφώσεις να μη συμμετάσχουν χώρες με ισχυρά κατάλοιπα δεσποτισμού (όπως κάποιες ανατολικοευρωπαϊκές και βαλκανικές), όμως οι κινήσεις πρέπει να γίνουν, χωρίς να περιμένουν. Εφόσον καταφέρουν να διαμορφώσουν έναν ισχυρό πόλο εντός της κοινότητας (έστω, με μια περιορισμένη, αρχικά, ένωση κρατών βάσει αξιών), τότε θα αποκτήσουν την επιρροή που θα φέρει κοντά και τις άλλες χώρες της Ένωσης, και μετά της υπόλοιπης Ευρώπης, ώστε, στη συνέχεια, μαζί με τον υπόλοιπο «δυτικό» κόσμο, να εμπνεύσουν αλλαγές παγκοσμίως, ανατρέποντας τα επεκτατικά σχέδια αυταρχικών καθεστώτων (όπως της Κίνας, της Ρωσίας, της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν, κλπ.).

Η διαμόρφωση ισχυρού πόλου βάσει του πλαισίου είναι ο δυναμικός παράγοντας που θα πυροδοτήσει εξελίξεις για έναν καλύτερο κόσμο, σε όλα τα μέρη της γης. Ανάλογα με την εγγύτητά τους στον πόλο, οι αλλαγές στις χώρες μπορεί να είναι μικρές ή μεγάλες. Η δυναμική του πόλου, όμως, από τη στιγμή που δημιουργηθεί, θα τον διευρύνει, εντάσσοντας όλο και περισσότερες χώρες στο πλαίσιο, μέχρι να αποκτήσει οικουμενική ισχύ. Οι επιμέρους εθνικές προσπάθειες είναι ατελέσφορες αν δεν συνδεθούν μαζί του. Το ίδιο ισχύει για τις ισχνές προσπάθειες που γίνονται στην Ελλάδα.

Για μια καλύτερη Ελλάδα, μέσα σε μια καλύτερη Ε.Ε.

Η Ελλάδα υπολείπεται σε πολλά όσον αφορά την εφαρμογή του πλαισίου. Η κυριαρχία της εκκλησίας, η ελλιπής παιδεία, η εθνικιστική ιδεολογία, η παραδοσιακή πλουτοκρατία, ο ελεγχόμενος Τύπος, ο διαδομένος λαϊκισμός, οι μεταπολιτευτικές αγκυλώσεις, η κομματοκρατία και η αναξιοκρατία δημιουργούν συνθήκες εκτεταμένης αχρειότητας, καλυμμένης με ελληνο-χριστιανικό διδακτισμό. Πρόκειται για μια κατάσταση παγιωμένη, χωρίς σημάδια ουσιαστικής αλλαγής, αφού απουσιάζουν οι πολιτικοί φορείς για κάτι τέτοιο. Τα υπάρχοντα κόμματα ασχολούνται με τα «μικρομάγαζά» τους, ενώ οι εξωκοινοβουλευτικές κινήσεις είναι θλιβερές αναμασήσεις ακροαριστερών ή ακροδεξιών εμμονών.

Το απελπιστικό δημόσιο περιβάλλον της Ελλάδας (συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες) συνοδεύεται από μια ιδιωτική ζωή παγιδευμένη από τις υπερ-προστατευτικές οικογένειες. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η ελεύθερη σύνθεση του καλού από τα άτομα δεν προάγεται ιδιαίτερα. Άλλωστε, η ειλικρίνεια δεν είναι αυτό που χαρακτηρίζει τους νέο-Έλληνες (μάλλον το αντίθετο). Χωρίς, όμως, ειλικρίνεια καταστρατηγείται ο πρώτος όρος για την επίτευξη του καλού.

Προφανώς δεν είναι όλα χάλια στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολλά καλά, όμως αυτά δεν καταφέρνουν να διαμορφώσουν τον δικό τους πόλο και να προκαλέσουν αλλαγές. Αυτό είναι το πιο ανησυχητικό με τη χώρα και όχι η παρούσα κατάσταση, που δεν είναι και η χειρότερη στον κόσμο. Μάλλον ανήκει συγκριτικά στις καλύτερες, όντας μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκεί πρέπει να αναζητηθεί η δυναμική, στη σχέση με τις διαμορφώσεις της Ε.Ε. και τη δημιουργία ισχυρού ευρωπαϊκού πόλου υπέρ του πλαισίου, που θα φέρει εθνικές αλλαγές. Αρχικά, όμως, πρέπει να διαμορφωθεί μια στοιχειώδης ενότητα των εθνικών προσπαθειών υπέρ αυτού, για να συνδεθεί και να συνεργαστεί με τις ευρωπαϊκές προσπάθειες.

Με Κέντρο μια καλύτερη Ελλάδα

Αυτό που προέχει, λοιπόν, για την Ελλάδα είναι η διαμόρφωση ενός πολιτικού σχηματισμού στο χώρου του Κέντρου, που θα οργανωθεί βάσει του πλαισίου, ως μίνιμουμ όρο συγκρότησής του. Παρόλο που κάτι τέτοιο μοιάζει αδύνατο με την πόλωση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, με τα μοιρασμένα «τσιφλίκια» και με την πολυδιάσπαση του κεντρώου χώρου, είναι αναγκαίο περισσότερο από ποτέ.

Η χώρα δεν αντέχει πια το παιχνίδι «κλέφτες και αστυνόμοι» που παίζουν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για να φανατίζουν και να συσπειρώνουν τα κοινά τους. Ο φανατισμός μάλιστα σε συνθήκες πανδημίας οδηγεί σε οριακές καταστάσεις, ωθώντας τον μέσο πολίτη σε απόγνωση. Μέσα σε αυτό το τοξικό περιβάλλον, οι «υγιείς δυνάμεις» ασφυκτιούν. Όσοι νέοι μπορούν να φύγουν έξω, θα φύγουν με την πρώτη ευκαιρία, ενώ όσοι έχουν ήδη φύγει θα το σκεφτούν πολύ να γυρίσουν.

Πρέπει να δοθεί άμεσα μια προοπτική για όλους εμάς - είτε φύγαμε (όπως εγώ) είτε μείναμε (όπως άλλοι) - , που συνδέουμε, με τον έναν ή άλλο τρόπο, τις ζωές μας με αυτή τη χώρα. Προοπτική για τις προσωπικές συνθέσεις του δικού μας καλού μέσα σε μια καλύτερη Ελλάδα, μέσα από μια καλύτερη Ε.Ε. και έναν καλύτερο κόσμο.

Γι’ αυτό, είναι σημαντική η παρουσία ενός πόλου στο Κέντρο. Ας είναι κάτι μακρόπνοο, που θα πάρει καιρό να πραγματοποιηθεί, αλλά να υπάρχει και να δηλώνει παρόν. Μπορεί να ξεκινήσει σαν κοινή δήλωση και εκπεφρασμένη απόφαση όσων συμμετέχουν αρχικά.  Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από κάποιο «φόρουμ» που θα οργανωθεί βάσει του πλαισίου ή κάποιας ανάλογης «πλατφόρμας» γενικών αρχών υπέρ του καλού. Αν καταφέρει να συγκροτηθεί στοιχειωδώς και πάρει μια πρώτη μορφή κάποια κίνηση στο χώρο του Κέντρου, θα δώσει ελπίδα και θάρρος για αλλαγές γενικότερες στη χώρα, που αυτή τη στιγμή λιμνάζει.

Επίλογος

Στόχος είναι το καλό. Το καλύτερο που μπόρεσα να σκεφτώ υπέρ αυτού είναι ό,τι έγραψα εδώ. Είναι σκέψεις που έκανα μόνος και τις θέτω προς συζήτηση.  Είμαι έτοιμος να δεχτώ αλλαγές, ακόμα και να αφήσω όσα έγραψα και να συνταχθώ με κάποιο άλλο πλαίσιο, καλύτερο. Δεν με ενδιαφέρει η συγγραφική μου επιβεβαίωση. Με ενδιαφέρει το Μέγιστο Δυνατό Καλό (Μ.Δ.Κ., όπως το γράφω στις σημειώσεις μου). Ελπίζω να συναντήσω και άλλους που τους ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, για να το «ψάξουμε» μαζί. Μπορεί και να το βρούμε.

No comments:

Post a Comment